Ο ΧΑΛΚΙΔΙΚΙΩΤΗΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΟΧΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Χριστόδουλος Τσόχας

img 0115
Του Χρήστου Καραστέργιου

Στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή της Μακεδονίας έγινε το πεδίο αντιπαράθεσης των χριστιανικών Βαλκανικών κρατών που διεκδικούσαν εδάφη σε αυτή από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα η Βουλγαρία βασιζόμενη στην συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχε εντείνει την προπαγάνδα της στη περιοχή προσπαθώντας να προσεταιριστεί τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας καταπιέζοντας και τρομοκρατώντας παράλληλα τον ακμάζοντα ως τότε ελληνικό πληθυσμό. Ως μέτρο αντίδρασης στη βουλγαρική προκλητικότητα οργανώθηκαν ντόπια ελληνικά ένοπλα σώματα ανταρτών που γρήγορα συνεπικουρήθηκαν από Έλληνες αξιωματικούς και εθελοντές της ελεύθερης Ελλάδας. Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ουσιαστικά η ένοπλη απάντηση στη σταδιακά αυξανόμενη οργανωμένη βία από τη Βουλγαρική πλευρά που ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη Βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας προς όφελος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων. Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της Μακεδονίας, πλήθος Ελλήνων Μακεδόνων αγωνίστηκαν με αυτοθυσία, δίνοντας πολλές φορές και τη ζωή τους σε αυτόν τον αγώνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιερισσιώτης ήρωας Μακεδονομάχος Χριστόδουλος Τσόχας[i] (1879- 1970). Το 1960, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του η εφημερίδα «Φωνή της Χαλκιδικής» σε δύο συνέχειες· στις 31 Ιουλίου[ii] και στις 7 Αυγούστου[iii]. Αν και ήξερε ανάγνωση και γραφή ο ίδιος, το πιθανότερο είναι ότι την έγραψε ο γραμματέας τότε της κοινότητας Ιερισσού, Περικλής Αποστολίδης[iv]:«Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΟΧΑΣ[vi]

Ἡ δρᾶσις ἀπὸ τὸ ἔτος 1903 μέχρι τοῦ 1909 

καὶ ἀπὸ τὸ 1909 μέχρι τοῦ 1913  

Εἰς ἡλικίαν 18 χρονῶν ἐγεννήθηκε τὸ αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος πατριώτου, πῆρα τὴν ἀπόφασιν παρὰ τὴν νεαράν μου ἡλικίας νά βγῶ στά ἐθνικὰ ἀνταρτικὰ σώματα.

Ἥμουν στό Ἅγιον Ὅρος στήν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας, εἶπα στον ἡγούμενον τὴν ἀπόφασιν, μ’ ἔδωσε τὴν εὐχὴν του, μὲ ηὐλόγησεν, καὶ τὴν ἐπ’ αὔριον ξεκίνησα γιά τὴν ἀπόφασίν μου.

 Πῆγα εἰς Θεσσαλονίκην στόν πρόξενον Δημήτριον Κάκαβον (ἥ Ζώην)[vii]ὁ ὁποῖος ἔδειξε κάποιον δισταγμόν λόγῳ τῆς νεαρᾶς μου ἠλικίας, κατόπιν ὅμως εἰδικῆς προσκλήσεως τοῦ ἀρχηγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα[viii] ἐδέχθη νά μοῦ δώση ἱματισμὸν καὶ ν’ ἀναχωρήσω διὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀρχηγοῦ Μπουκουβάλα.

Μπουκουβάλας.jpg
Ο Κ. Μπουκουβάλας ή καπετάν Πετρίλος

Ἐπαρουσιάσθην μὲ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ κ. Προξένου εἰς τὸν ἀρχηγόν πού ἔμεινεν στόν κάτω Βάλτο Κουλακιᾶς[ix].

 1) Πρώτη ἐντύπωσις τοῦ ἀρχηγοῦ ἦταν ἀπογοητευτικὴ λόγῳ τῆς ἡλικίας, ἀφοῦ ὅμως ὕστερα ἀπὸ ἕνα σωρό θεωρίες καὶ ἀπογοητεύσεις εἶδε τὸ θάρρος μου καὶ τὴν ἀδάμαστον ἀπόφασίν μου μὲ χτύπησε στίς πλάτες μὲ ἐνηγκαλίσθη καί μοῦ εἶπε: πάρε παιδί μου ὅποιο ὅπλο σ’ ἀρέσει γιατί σ’ ἁξίζει.

 Ἐκεῖ ἔμεινα ἐπὶ δύο μήνας ὑπὸ τάς διαταγὰς του, καθαρίζον τας τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὰ διάφορα βουλγαρίζοντα στοιχεῖα δίδοντας συνεχεῖς μάχας. Αὑτό ἥταν γιά μένα τὸ πρῶτον βῆμα τῆς ἱστορίας μου.

 Ἐκτιμήσας τὸ θάρρος μου καὶ τὴν δρᾶσιν μου ὁ ἀρχηγός μοῦ εἶπε διάλεξε τρία ἄλλα παλληκάρια ὅποια σ’ ἀρέσουν καὶ θὰ πᾶς στό βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν στό χωριό Λιανοβέργι[x] θὰ βρῆς τὸν πρόεδρον καὶ θὰ συγκεντρώσεις ὅλες τὶς βάρκες τῆς περιοχῆς.

 Ἀμέσως διαλεξα τὰ παλληκάρια καὶ νύκτα ξεκίνησα γιά τὴν ἀποστολήν μου, ἐπραγματοποίησα τὴν ἐντολήν καὶ μετὰ ἔκαμα τήν κρυφή καλύβα. Πρῶτοι ἀντάρται πού πάτησαν ἐκεῖ ἤμουν ἐγὼ ὡς ὑπαρχηγὸς καὶ τὰ τρία παλληκάρια.

 Ἡ δρᾶσις τῆς κρυφῆς καλύβης ἦταν ὁρμητήριον διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ὅλης τῆς περιοχῆς καὶ σήμερον ἡ τοποθεσία αὔτη λέγεται κρυφή καλύβα.

Ἀφοῦ ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή μου καὶ ἐτοίμασα τὰ πάντα ἔστειλα γράμμα στόν ἀρχηγό μου καὶ ἦλθε μὲ ὅλον του τὸ σῶμα καὶ ἐκεῖ συνεχίσαμε τὸν ἀγῶνα μέχρι τελείας ἐξοντώσεως τῶν Βουλγάρων. Μὲ τὸν ἀρχηγὸν Μπουκουβάλα ἔμεινα ἑπτὰ (7) μῆνας, λόγῳ ὅμως τῆς ἐλονοσούσης περιοχῆς προσβληθεὶς ἀπὸ ἐλονοσίαν ἀντικατεστάθην ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν Ματαπὰ[xi] (ἢ Μαυρομιχάλην[xii]) μ’ αὐτὸν ἔμεινα πέντε (5) μῆνες δίδοντας συνεχεῖς μάχας καίοντας καὶ θερίζοντας τὰ πάντα, οὗτος ὅμως προσβληθεὶς ἀπὸ ἑλονοσίαν ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ ἀρχηγοῦ  Γεωργίου Μακροπούλου[xiii] (ἤ Πλάπα) μ’ αὐτὸν ἔμεινα 3 μῆνες συνεχίζοντας τὸ ἔργον τῆς ἐθνικῆς ἀπελευθερώσεως. Εἰς ἕνα σημεῖον ὡς ἐνθυμοῦμαι ἦλθα εἰς ρῆξιν μὲ τὸν ἀρχηγόν μου διότι δέν ἄκουσε τὴν συμβουλήν μου θελήσας νά βάλῃ περισσοτέρους ἄνδρας εἰς τὴν βάρκαν του δέν παρῆλθε ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης βούλιαξε ἡ βάρκα του, ἐγκατέλειψε τὰ παιδιά καὶ αὐτὸς ἐπέστρεψεν μὲ ἄλλην βάρκαν. Τότε τοῦ εἶπα εἶδες τὶ ἔκαμες ἀρχηγέ μου; τὶ γίνονται τὰ παιδιά; δέν ξέρω μοῦ εἶπε. Τότες τὸν λέγω κάθησε αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς φέρω ὁπωσδήποτε νεκροὺς ἢ ζώντας.

 Πῆρα τήν βάρκα μου καὶ ἐν μέσω σφαιρῶν βρῆκα τὴν βάρκα καὶ τὰ τρία παιδιά ζώντα βουτηγμένα μέσα στό νερό καὶ τὶς λάσπες ῥουφηγμένα ἀπὸ τὶς βδέλες.

 Ξεβούλιαξα τὴν βάρκα καὶ πῆρα τὰ παλληκάρια καὶ δέν ἀρκοῦσε αὐτή ἡ θυσία μου. Μεθυσμένος ἀπὸ ὁργὴν πῆγα καὶ μέχρι τῆς Βουλγαρικῆς καλύβης καὶ ἔβαλα φωτιά.

 Ἐπέστρεψα μετὰ στόν ἀρχηγόν μου τὸν παρέδωσα τὴν βάρκα καὶ τὰ παλληκάρια, μοῦ ζήτησε τὴν ταμπακέραν μου καί μοῦ εἶπε ἀπὸ σήμερα σοῦ δίδω τὸν τίτλον τοῦ ὑπαρχηγοῦ μου.

Ο Ιωάννης Δεμεστίχας (δεξιά), με τον Τέλλο Άγρα (κέντρο) και ο καπετάν Κάλας (Κωνσταντίνος Σάρρος, αριστερά)..jpg

Μέσα στήν λίμνην τῶν Γιαννιτσῶν ὑπηρέτησα μέσα στά νερά καὶ στήν ἐλονοσία ἐπὶ 15 μῆνας[xiv] συνεχῶς μὲ τὴν προστασίαν τοῦ Μεγάλου Θεοῦ δίχως μία μέρα νά αἰσθανθῶ ἀδιαθεσίαν.

 Μετὰ τὴν πάροδον τῶν 15 μηνῶν ζήτησα ἕνα μῆνα ἄδειαν νά πάγῳ νά γνωρίσω τὴν Ἀθήνα. Προθύμως μ’ ἔδωσε τὴν ἄδειαν ὑπὸ τύπον πιστοποιητικοῦ ὅλης μου τῆς δράσεώς μου τῶν ἀγώνων μου καὶ αὐτοθυσίας μου ἵνα τὸ χρησιμοποιήσω ὅπου δεῖ.

Πῆγα εἰς Ἀθήνας ἐπαρουσιάσθην εἰς τόν ἀρχηγὸν τῶν Σωμάτων Κωνσταντῖνον Μαζαράκην[xv] καὶ ἀφοῦ εἶδε τὰ ἐν τῷ πιστοποιητικῷ μου γραφόμενα μὲ ὑποχρέωσε νά καταγῶ στό πολεμικὸν ναυτικὸν ἐπὶ δύο (2) ἔτη διὰ νά ἀποκτήσω τὰ Ἐλληνικά δικαιώματα[xvi]ὅπως καὶ ἔπραξα ὑπρετήσας ὡς ἑξῆς: Εἰς Πόρον 4 μῆνες. Ἀλφιῶ[xvii] ποταμῶ 3 μῆνες στό ἀντιτορπιλικόν Σπέτσαι 6 μῆνες καὶ ὑπόλοιπους εἰς ὑποβρύχιον ἄμυναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ναυάρχου Βουδούρη. 

 Ἀφοῦ ἐτέλειωσε ἡ θητεία μου ἔγινα δημότης Ἀθηνῶν.

 Ἐκεῖ συνηντήθην μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ μου Μπουκουβάλα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε νά πάγῳ καὶ πάλιν στά ἀνταρτικά καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα προθύμως πηγαίνω.

Ἕφυγα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγα εἰς Λάρισσαν καὶ συνηντήθην μὲ τὸν ἀρχηγὸν Καραπάνον[xviii].

Ἔφυγα ἀπὸ τὴ Λάρισσα καὶ πήγαμε πρὸς τήν Καρατζιόβαν ἐκεῖ ἔμεινα μαζί του ἐπὶ ἕναν χρόνον δίδοντας συνεχῶς μάχας καὶ αἷμα γράφοντας σελίδες δόξας.

 Τὸ 1908 ἔγινε τὸ Σύνταγμα[xix]μᾶς διέταξε τὸ προξενεῖον νά παρουσιασθοῦμε ὅπως καὶ ἐγένετο.

 Ἐπειδὴ ἐγὼ ἔλειπα ἀπὸ τὸ χωριό μου Ἱερισσό ἐπὶ 14 χρόνια, ζήτησα ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν μου να δῶ τὸ χωριό μου καὶ τοὺς δικούς μου ὅπως καὶ ἔπραξε ὁ ἀρχηγός μου.

—————————————————————————

λθα στο χωριό μου κα μεινα π 15 μέρες, εδα τος δικούς μου κα φυγα δι τν ερν Μονν Σίμωνος Πέτρας δι να φήσω τν πλισμόν μου κα νά γυρίσω ες θήνας.

 Φεύγοντας π τ χωριό μου φησα ες τν ρχοντα τοχωριο μου ωάννην Μαρνον[xx] τι θ βρίσκομαι κε κι’ ν μου ζητήσουν νά μεδοποιήσουν. ν τ μεταξμαθε  πλαρχηγός Γεώργιος Γιαγλς[xxi]  ποος δέν εχε παρουσιασθ τι βρίσκομαι στο γιον ρος κα στειλεπεσταλμένον του μ γράμμα του νά μ βρ, πρα τ γράμμα του εδα τν πρόσκλησιν του καπγα πρς συνάντησίν του, φοκα ατς παρουσιάσθηκε περάσαμε π τ χωριό μας ερισσόν κα φύγαμε μαζύ διΝιγρίταν, μόλις φθάσαμε κε Γιαγλς πγε στό προξενεο τν Σερρν κατ τ τος 1908-1909 κα συνηντήθη μετ τοπροξένου κα συζητήσανε τά τογνος.

Ο Γεώργιος Γιαγλής.jpg
Ο Γεώργιος Γιαγλής πιστρέψας δέν μο επε τίποτες σχετικόν, τν πομένη πραγγραφον π τν πρόξενον Σερρν Σαχτούρην[xxii] καί μολεγε νά παρουσιασθ νώπιόν του, μαζί μ τ γγραφόν του πγα στς Σέρρας καπαρουσιάσθην στόν πρόξενον, φο τν χαιρέτισα το επα στάς διαταγς σας.

  πρόξενος μο επε «Τσόχα θσο μπιστευθ μία μεγάλη και σοβαρά ποστολ γα τνθήνα, θέλω νά φανς παλληκάρι» καί μο δωσε τγγραφα. Περιβληθς Τουρκικήν στολν κα μ χίλιες δυό προφυλάξεις ξεκίνησα π τΣέρρας δι θήνας γιά τν μεγάλην κα ερν ποστολήν μου.

 φθασα ες θήνας παρουσιάσθην στό πουργεον Στρατιωτικν[xxiii] στόν πουργν Γερογιάννην[xxiv], κε μεινα π δεκαπέντε (15) μέρας παρακαλουθούμενος πμυστικος πως βεβαιωθον τά το χαρακτρος μου καμπιστοσύνης δεδομένου τι οπρογενέστεροι δέν κράτησαν μυστικν τν ποστολν των.

 φο βεβαιώθησαν πλήρως περ το θους μου μ φώναξαν στό πουργεον μο δωσαν τγγραφα κα πγα στόν Πειραιπρα τν εκαιρίαν καπαρουσιάσθην στόν ναύσταθμον, κάθησα στό πάριον ποβρύχιον μυνα[xxv]κα λθε βάρκα καί μο πρε καί μο πιβιβάσαν στό Τορπυλοβόλον π τν Διοίκησιν το Κυβερνήτου νθυποπλοιάρχου τότες ωάννου Δεμέστιχα[xxvi].

 φο τοιμάσθησαν λοι νθ/ρχος ωάννης Δεμέστιχας μο επε: τώρα Τσόχα π δ καπέρα σύ εσαι  Κυβερνήτης καδηγς το πλοίου. Πήγαμε στήν Σκόπελο νθα ταν  ποθήκη τν πλων παρέλαβα 4 χιλιάδες πλα κα πολεμοφόδια καξεκινήσαμε δι τΜαρμάρι[xxvii] λυμπιάδος Χαλκιδικς νθα κε νέμενον βάρκες π τν ερισσόν.

 Κατ τ τρίτον ταξείδι τς μεταφορς τν πλων στό Μαρμάρι μς κλεισε μεγάλη τρικυμία π τρες μέρας κινδυνεύοντες νά προδοθομε, σ μιά στιγμ πγα στήν κορυφτο βουνο νά δ τν καιρόν, ξάφνου βλέπω νά κυματίζη στόν στν  γαλανόλευκος. Τότες τρέχω κα φωνάζω τν Δεμέστιχαν ς πεύθυνον κατο λέγω μες κινδυνεύομεν νά προδοθομεν κα σύ βάζης σημαίαν, τ χάλια εναι ατά, ατός μο παντ, γ θβουλιάξω τ βαπόρι κα θφύγομε πως πως.

Τότες το λέγω, ατ δέν εναι παλληκαριά, μλλον προδοσία, σ νά λέμε τος Τούρκους τφέραμε τ πλα κα λτε νά τπάρετε, δέν θ γίνη ατ, καιρς δείχνει στήν καλυτέρευσιν κα τ βαρόμετρον ατ λέγει, κατεβάσητε τν σημαίαν κα φύγετε πρν μς πιάσουν. Στήν διαταγήν μου πάκουσε  καλς ξιωματικς κα φυγε δι τν προορισμν του.

ν τ μεταξ μ τίς βάρκες[xxviii] ο ποες περίμεναν κε μετέφερα τπλα ες Ματσίκι[xxix] κα ταν μαθαν κα λθαν α Τορκοι δέν βρκαν τίποτες.

π τ Ματστίκι  Γιαγλς τπαρελάμβανε κα τ μεταφέραμε μαζί ες τ χωριό Χούμης[xxx]στό σπίτι το Κυριάκου, κεταν  ποθήκη, π κε τπαρελάμβανον ο οπλαρχηγοί Γιαγλς κα Μινόπουλος κα τκάμανε διανομ στά χωριά τς περιφερείας Νιγρίτης, μέρος τν πλων στείλαμε κα στόν πρόξενον Σερρν Σαχτούρην.

Δι λην μου τν θνικήν μου δρσιν  πλαρχηγός Γιαγλς μο δωσε τν τίτλον το ͨπλαρχηγο 100. Τν ποον κα φερα κα π τος προγενεστέρους ͨπλαρχηγούς.
λθε τ τος 1912, γινεν  πόλεμος μ τος Τούρκους, κε νέες δόξες, νέο αμα, νέα θαύματα, σ μιά μάλιστα ποστολ γ μ πέντε (5) παλληκάρια φόπλισα ναν λόχον Τούρκων μ’ να στρατήγημά μου, τ κατόρθωμά μου ατ μ’ κανε να…  λάβω κάθε πικίνδυνον γνα.
Τελειώνοντας μ τος Τούρκους, λθε τ 1913 πότε κηρύχθη  πόλεμος μ τος Βουλγάρους, μεθυσμένος π τίς δόξες κε πλέον δωσα τ σχυρότερον χτύπημα, πιστρέψας ες τ χωριό μου νικητς κα περήφανος διτν πελευθέρωσιν τς γαπημένης μου μάνας μου λλάδος.
Κατ τ 1928 παντα τ δικαιολογητικά μου κατόπιν διαταγς το πουργείου Στρατιωτικν πέβαλα στό ν λόγ πουργεον καί μο λθε τ δίπλωμα μου κα τμετάλλειον, τ μν μετάλλειον χω, τ δ δίπλωμα μοτ εχε κρύψη  γυνακα μου κατ τν δ φιξιν τν Βουλγάρων κατ τν κατοχν κα παθε λοίωσιν.
γ κρυπτόμην ες γιον ρος μετ το ομάτου ͨπλαρχηγο Γιαγλ, δεδομένου τι μς καταζητοσαν οΒούλγαροι.
πίσης κα στα γεράματά μου κατ τν πιχειρήσεων… κατόπιν προσκλήσεως τν ξιωματικν Ζαμάνη καΤσιλιγκαρίδη χρησιμοποιήθην ς δηγς μ θαυμάσια ποτελέσματα.
Ατ εναι  θνική μου δρσις κα μ πικρν παράπονον ες λικίαν 81 χρονν να πένημαι κα να ποφέρω. 
Ζήτω  ΕΛΛΑΣ
-=ΤΕΛΟΣ=»
 
 
Ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ένας θερμός ανιδιοτελής πατριώτης, που αρνήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα. Την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα έλεγε στη γυναίκα του: «κάλλιο τα παιδιά μας να είναι φτωχά και ελεύθερα, παρά χορτάτα και σκλαβωμένα». Όταν το 1967, σε ηλικία 88 χρ., τον επισκέφτηκε ο Άγγελος Ανεστόπουλος για την έκδοση του βιβλίου του «Μακεδονικς γν 1903-1908…», τον ρώτησε αν είχε κάποιο παράπονο. Του απάντησε: «Οτε χω οτε θχω. πηρέτησα τν Πατρίδα μου μαζ μ λα τ δέλφια τς λλάδας, μέχρι που τν πελευθερώσαμε κα εμαι εχαριστημένος διότι ζησα να τν δ λευθέραν. ταν γωνιζόμην δέν πελόγιζα οκονομικ φέλ, λλ τν διάσωσιν κα λευθέρωσιν τς φυλς μας…»  
Ο Χριστόδουλος Τσόχας είναι ένας από τους Χαλκιδικιώτες  που αγωνίστηκαν με ταπεινότητα και θέρμη για την πατρίδα. Έχουμε χρέος να κρατήσουμε τη μνήμη του ζωντανή.
 
 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ