Στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή της Μακεδονίας έγινε το πεδίο αντιπαράθεσης των χριστιανικών Βαλκανικών κρατών που διεκδικούσαν εδάφη σε αυτή από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα η Βουλγαρία βασιζόμενη στην συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχε εντείνει την προπαγάνδα της στη περιοχή προσπαθώντας να προσεταιριστεί τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας καταπιέζοντας και τρομοκρατώντας παράλληλα τον ακμάζοντα ως τότε ελληνικό πληθυσμό. Ως μέτρο αντίδρασης στη βουλγαρική προκλητικότητα οργανώθηκαν ντόπια ελληνικά ένοπλα σώματα ανταρτών που γρήγορα συνεπικουρήθηκαν από Έλληνες αξιωματικούς και εθελοντές της ελεύθερης Ελλάδας. Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ουσιαστικά η ένοπλη απάντηση στη σταδιακά αυξανόμενη οργανωμένη βία από τη Βουλγαρική πλευρά που ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη Βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας προς όφελος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων. Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της Μακεδονίας, πλήθος Ελλήνων Μακεδόνων αγωνίστηκαν με αυτοθυσία, δίνοντας πολλές φορές και τη ζωή τους σε αυτόν τον αγώνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιερισσιώτης ήρωας Μακεδονομάχος Χριστόδουλος Τσόχας[i] (1879- 1970). Το 1960, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του η εφημερίδα «Φωνή της Χαλκιδικής» σε δύο συνέχειες· στις 31 Ιουλίου[ii] και στις 7 Αυγούστου[iii]. Αν και ήξερε ανάγνωση και γραφή ο ίδιος, το πιθανότερο είναι ότι την έγραψε ο γραμματέας τότε της κοινότητας Ιερισσού, Περικλής Αποστολίδης[iv]:«Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΟΧΑΣ[vi]
Ἡ δρᾶσις ἀπὸ τὸ ἔτος 1903 μέχρι τοῦ 1909
καὶ ἀπὸ τὸ 1909 μέχρι τοῦ 1913
Εἰς ἡλικίαν 18 χρονῶν ἐγεννήθηκε τὸ αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος πατριώτου, πῆρα τὴν ἀπόφασιν παρὰ τὴν νεαράν μου ἡλικίας νά βγῶ στά ἐθνικὰ ἀνταρτικὰ σώματα.
Ἥμουν στό Ἅγιον Ὅρος στήν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας, εἶπα στον ἡγούμενον τὴν ἀπόφασιν, μ’ ἔδωσε τὴν εὐχὴν του, μὲ ηὐλόγησεν, καὶ τὴν ἐπ’ αὔριον ξεκίνησα γιά τὴν ἀπόφασίν μου.
Πῆγα εἰς Θεσσαλονίκην στόν πρόξενον Δημήτριον Κάκαβον (ἥ Ζώην)[vii]ὁ ὁποῖος ἔδειξε κάποιον δισταγμόν λόγῳ τῆς νεαρᾶς μου ἠλικίας, κατόπιν ὅμως εἰδικῆς προσκλήσεως τοῦ ἀρχηγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα[viii] ἐδέχθη νά μοῦ δώση ἱματισμὸν καὶ ν’ ἀναχωρήσω διὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀρχηγοῦ Μπουκουβάλα.
Ἐπαρουσιάσθην μὲ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ κ. Προξένου εἰς τὸν ἀρχηγόν πού ἔμεινεν στόν κάτω Βάλτο Κουλακιᾶς[ix].
1) Πρώτη ἐντύπωσις τοῦ ἀρχηγοῦ ἦταν ἀπογοητευτικὴ λόγῳ τῆς ἡλικίας, ἀφοῦ ὅμως ὕστερα ἀπὸ ἕνα σωρό θεωρίες καὶ ἀπογοητεύσεις εἶδε τὸ θάρρος μου καὶ τὴν ἀδάμαστον ἀπόφασίν μου μὲ χτύπησε στίς πλάτες μὲ ἐνηγκαλίσθη καί μοῦ εἶπε: πάρε παιδί μου ὅποιο ὅπλο σ’ ἀρέσει γιατί σ’ ἁξίζει.
Ἐκεῖ ἔμεινα ἐπὶ δύο μήνας ὑπὸ τάς διαταγὰς του, καθαρίζον τας τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὰ διάφορα βουλγαρίζοντα στοιχεῖα δίδοντας συνεχεῖς μάχας. Αὑτό ἥταν γιά μένα τὸ πρῶτον βῆμα τῆς ἱστορίας μου.
Ἐκτιμήσας τὸ θάρρος μου καὶ τὴν δρᾶσιν μου ὁ ἀρχηγός μοῦ εἶπε διάλεξε τρία ἄλλα παλληκάρια ὅποια σ’ ἀρέσουν καὶ θὰ πᾶς στό βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν στό χωριό Λιανοβέργι[x] θὰ βρῆς τὸν πρόεδρον καὶ θὰ συγκεντρώσεις ὅλες τὶς βάρκες τῆς περιοχῆς.
Ἀμέσως διαλεξα τὰ παλληκάρια καὶ νύκτα ξεκίνησα γιά τὴν ἀποστολήν μου, ἐπραγματοποίησα τὴν ἐντολήν καὶ μετὰ ἔκαμα τήν κρυφή καλύβα. Πρῶτοι ἀντάρται πού πάτησαν ἐκεῖ ἤμουν ἐγὼ ὡς ὑπαρχηγὸς καὶ τὰ τρία παλληκάρια.
Ἡ δρᾶσις τῆς κρυφῆς καλύβης ἦταν ὁρμητήριον διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ὅλης τῆς περιοχῆς καὶ σήμερον ἡ τοποθεσία αὔτη λέγεται κρυφή καλύβα.
Ἀφοῦ ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή μου καὶ ἐτοίμασα τὰ πάντα ἔστειλα γράμμα στόν ἀρχηγό μου καὶ ἦλθε μὲ ὅλον του τὸ σῶμα καὶ ἐκεῖ συνεχίσαμε τὸν ἀγῶνα μέχρι τελείας ἐξοντώσεως τῶν Βουλγάρων. Μὲ τὸν ἀρχηγὸν Μπουκουβάλα ἔμεινα ἑπτὰ (7) μῆνας, λόγῳ ὅμως τῆς ἐλονοσούσης περιοχῆς προσβληθεὶς ἀπὸ ἐλονοσίαν ἀντικατεστάθην ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν Ματαπὰ[xi] (ἢ Μαυρομιχάλην[xii]) μ’ αὐτὸν ἔμεινα πέντε (5) μῆνες δίδοντας συνεχεῖς μάχας καίοντας καὶ θερίζοντας τὰ πάντα, οὗτος ὅμως προσβληθεὶς ἀπὸ ἑλονοσίαν ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ ἀρχηγοῦ Γεωργίου Μακροπούλου[xiii] (ἤ Πλάπα) μ’ αὐτὸν ἔμεινα 3 μῆνες συνεχίζοντας τὸ ἔργον τῆς ἐθνικῆς ἀπελευθερώσεως. Εἰς ἕνα σημεῖον ὡς ἐνθυμοῦμαι ἦλθα εἰς ρῆξιν μὲ τὸν ἀρχηγόν μου διότι δέν ἄκουσε τὴν συμβουλήν μου θελήσας νά βάλῃ περισσοτέρους ἄνδρας εἰς τὴν βάρκαν του δέν παρῆλθε ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης βούλιαξε ἡ βάρκα του, ἐγκατέλειψε τὰ παιδιά καὶ αὐτὸς ἐπέστρεψεν μὲ ἄλλην βάρκαν. Τότε τοῦ εἶπα εἶδες τὶ ἔκαμες ἀρχηγέ μου; τὶ γίνονται τὰ παιδιά; δέν ξέρω μοῦ εἶπε. Τότες τὸν λέγω κάθησε αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς φέρω ὁπωσδήποτε νεκροὺς ἢ ζώντας.
Πῆρα τήν βάρκα μου καὶ ἐν μέσω σφαιρῶν βρῆκα τὴν βάρκα καὶ τὰ τρία παιδιά ζώντα βουτηγμένα μέσα στό νερό καὶ τὶς λάσπες ῥουφηγμένα ἀπὸ τὶς βδέλες.
Ξεβούλιαξα τὴν βάρκα καὶ πῆρα τὰ παλληκάρια καὶ δέν ἀρκοῦσε αὐτή ἡ θυσία μου. Μεθυσμένος ἀπὸ ὁργὴν πῆγα καὶ μέχρι τῆς Βουλγαρικῆς καλύβης καὶ ἔβαλα φωτιά.
Ἐπέστρεψα μετὰ στόν ἀρχηγόν μου τὸν παρέδωσα τὴν βάρκα καὶ τὰ παλληκάρια, μοῦ ζήτησε τὴν ταμπακέραν μου καί μοῦ εἶπε ἀπὸ σήμερα σοῦ δίδω τὸν τίτλον τοῦ ὑπαρχηγοῦ μου.
Μετὰ τὴν πάροδον τῶν 15 μηνῶν ζήτησα ἕνα μῆνα ἄδειαν νά πάγῳ νά γνωρίσω τὴν Ἀθήνα. Προθύμως μ’ ἔδωσε τὴν ἄδειαν ὑπὸ τύπον πιστοποιητικοῦ ὅλης μου τῆς δράσεώς μου τῶν ἀγώνων μου καὶ αὐτοθυσίας μου ἵνα τὸ χρησιμοποιήσω ὅπου δεῖ.
Πῆγα εἰς Ἀθήνας ἐπαρουσιάσθην εἰς τόν ἀρχηγὸν τῶν Σωμάτων Κωνσταντῖνον Μαζαράκην[xv] καὶ ἀφοῦ εἶδε τὰ ἐν τῷ πιστοποιητικῷ μου γραφόμενα μὲ ὑποχρέωσε νά καταγῶ στό πολεμικὸν ναυτικὸν ἐπὶ δύο (2) ἔτη διὰ νά ἀποκτήσω τὰ Ἐλληνικά δικαιώματα[xvi]ὅπως καὶ ἔπραξα ὑπρετήσας ὡς ἑξῆς: Εἰς Πόρον 4 μῆνες. Ἀλφιῶ[xvii] ποταμῶ 3 μῆνες στό ἀντιτορπιλικόν Σπέτσαι 6 μῆνες καὶ ὑπόλοιπους εἰς ὑποβρύχιον ἄμυναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ναυάρχου Βουδούρη.
Ἀφοῦ ἐτέλειωσε ἡ θητεία μου ἔγινα δημότης Ἀθηνῶν.
Ἐκεῖ συνηντήθην μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ μου Μπουκουβάλα ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε νά πάγῳ καὶ πάλιν στά ἀνταρτικά καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα προθύμως πηγαίνω.
Ἕφυγα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγα εἰς Λάρισσαν καὶ συνηντήθην μὲ τὸν ἀρχηγὸν Καραπάνον[xviii].
Ἔφυγα ἀπὸ τὴ Λάρισσα καὶ πήγαμε πρὸς τήν Καρατζιόβαν ἐκεῖ ἔμεινα μαζί του ἐπὶ ἕναν χρόνον δίδοντας συνεχῶς μάχας καὶ αἷμα γράφοντας σελίδες δόξας.
Τὸ 1908 ἔγινε τὸ Σύνταγμα[xix]μᾶς διέταξε τὸ προξενεῖον νά παρουσιασθοῦμε ὅπως καὶ ἐγένετο.
Ἐπειδὴ ἐγὼ ἔλειπα ἀπὸ τὸ χωριό μου Ἱερισσό ἐπὶ 14 χρόνια, ζήτησα ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν μου να δῶ τὸ χωριό μου καὶ τοὺς δικούς μου ὅπως καὶ ἔπραξε ὁ ἀρχηγός μου.
—————————————————————————
Ἦλθα στο χωριό μου καὶ ἔμεινα ἐπὶ 15 ἠμέρες, εἶδα τοὺς δικούς μου καὶ ἔφυγα διὰ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Σίμωνος Πέτρας διὰ να ἀφήσω τὸν ὁπλισμόν μου καὶ νά γυρίσω εἰς Ἀθήνας.
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ χωριό μου ἄφησα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦχωριοῦ μου Ἰωάννην Μαρῖνον[xx] ὅτι θὰ βρίσκομαι ἐκεῖ κι’ ἄν μου ζητήσουν νά μὲεἰδοποιήσουν. Ἐν τῷ μεταξὺἔμαθε ὁ ὁπλαρχηγός Γεώργιος Γιαγλῆς[xxi] ὁ ὁποῖος δέν εἶχε παρουσιασθῆ ὅτι βρίσκομαι στο Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔστειλεἀπεσταλμένον του μὲ γράμμα του νά μὲ βρῆ, πῆρα τὸ γράμμα του εἶδα τὴν πρόσκλησιν του καὶπῆγα πρὸς συνάντησίν του, ἀφοῦκαὶ αὐτὸς παρουσιάσθηκε περάσαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας Ἱερισσόν καὶ φύγαμε μαζύ διὰΝιγρίταν, μόλις φθάσαμε ἐκεῖ ὁΓιαγλῆς πῆγε στό προξενεῖο τῶν Σερρῶν κατὰ τὸ ἔτος 1908-1909 καὶ συνηντήθη μετὰ τοῦπροξένου καὶ συζητήσανε τά τοῦἀγῶνος.
Ὁ πρόξενος μοῦ εἶπε «Τσόχα θὰσοῦ ἐμπιστευθῶ μία μεγάλη και σοβαρά ἀποστολὴ γα τὴνἈθήνα, θέλω νά φανῆς παλληκάρι» καί μοῦ ἔδωσε τὰἔγγραφα. Περιβληθῇς Τουρκικήν στολὴν καὶ μὲ χίλιες δυό προφυλάξεις ξεκίνησα ἀπὸ τὰΣέρρας διὰ Ἀθήνας γιά τὴν μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀποστολήν μου.
Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας ἐπαρουσιάσθην στό Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν[xxiii] στόν Ὑπουργὸν Γερογιάννην[xxiv], ἐκεῖ ἔμεινα ἐπὶ δεκαπέντε (15) ἡμέρας παρακαλουθούμενος ἀπὸμυστικοὺς ὅπως βεβαιωθοῦν τά τοῦ χαρακτῆρος μου καὶἐμπιστοσύνης δεδομένου ὅτι οἱπρογενέστεροι δέν ἐκράτησαν μυστικὴν τὴν ἀποστολὴν των.
Ἀφοῦ βεβαιώθησαν πλήρως περὶ τοῦ ἤθους μου μὲ φώναξαν στό Ὑπουργεῖον μοῦ ἔδωσαν τὰἔγγραφα καὶ πῆγα στόν Πειραιᾶπῆρα τὴν εὐκαιρίαν καὶπαρουσιάσθην στόν ναύσταθμον, κάθησα στό ὑπάριον ὑποβρύχιον ἄμυνα[xxv]καὶ ἦλθε βάρκα καί μοῦ πῆρε καί μοῦ ἐπιβιβάσαν στό Τορπυλοβόλον ὑπὸ τὴν Διοίκησιν τοῦ Κυβερνήτου Ἀνθυποπλοιάρχου τότες Ἰωάννου Δεμέστιχα[xxvi].
Ἀφοῦ ἐτοιμάσθησαν ὅλοι ὁἈνθ/ρχος Ἰωάννης Δεμέστιχας μοῦ εἶπε: τώρα Τσόχα ἀπὸ δῶ καὶπέρα ἐσύ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης καὶὁδηγὸς τοῦ πλοίου. Πήγαμε στήν Σκόπελο ἔνθα ἦταν ἡ ἀποθήκη τῶν ὅπλων παρέλαβα 4 χιλιάδες ὅπλα καὶ πολεμοφόδια καὶξεκινήσαμε διὰ τὸΜαρμάρι[xxvii] Ὀλυμπιάδος Χαλκιδικῆς ἔνθα ἐκεῖ ἀνέμενον βάρκες ἀπὸ τὴν Ἱερισσόν.
Κατὰ τὸ τρίτον ταξείδι τῆς μεταφορὰς τῶν ὅπλων στό Μαρμάρι μᾶς ἔκλεισε μεγάλη τρικυμία ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κινδυνεύοντες νά προδοθοῦμε, σὲ μιά στιγμὴ πῆγα στήν κορυφὴτοῦ βουνοῦ νά δῶ τὸν καιρόν, ξάφνου βλέπω νά κυματίζη στόν ἱστὸν ἡ γαλανόλευκος. Τότες τρέχω καὶ φωνάζω τὸν Δεμέστιχαν ὡς ὑπεύθυνον καὶτοῦ λέγω ἡμεῖς κινδυνεύομεν νά προδοθοῦμεν καὶ ἐσύ βάζης σημαίαν, τὶ χάλια εἶναι αὐτά, αὐτός μοῦ ἀπαντᾶ, ἐγὼ θὰβουλιάξω τὸ βαπόρι καὶ θὰφύγομε ὅπως ὅπως.
Τότες τοῦ λέγω, αὐτὸ δέν εἷναι παλληκαριά, μᾶλλον προδοσία, σὰ νά λέμε τοὺς Τούρκους τὰφέραμε τὰ ὅπλα καὶ ἐλᾶτε νά τὰπάρετε, δέν θὰ γίνη αὐτὸ, ὁκαιρὸς δείχνει στήν καλυτέρευσιν καὶ τὸ βαρόμετρον αὐτὸ λέγει, κατεβάσητε τὴν σημαίαν καὶ φύγετε πρὶν μᾶς πιάσουν. Στήν διαταγήν μου ὑπάκουσε ὁ καλὸς ἀξιωματικὸς καὶ ἔφυγε διὰ τὸν προορισμὸν του.
Ἐν τῷ μεταξὺ μὲ τίς βάρκες[xxviii] οἱ ὁποῖες περίμεναν ἐκεῖ μετέφερα τὰὅπλα εἰς Ματσίκι[xxix] καὶ ὅταν ἔμαθαν καὶ ἦλθαν αἱ Τοῦρκοι δέν βρῆκαν τίποτες.
Ἀπὸ τὸ Ματστίκι ὁ Γιαγλῆς τὰπαρελάμβανε καὶ τὰ μεταφέραμε μαζί εἰς τὸ χωριό Χούμης[xxx]στό σπίτι τοῦ Κυριάκου, ἐκεῖἦταν ἡ ἀποθήκη, ἀπὸ ἐκεῖ τὰπαρελάμβανον οἱ οπλαρχηγοί Γιαγλῆς καὶ Μινόπουλος καὶ τὰκάμανε διανομὴ στά χωριά τῆς περιφερείας Νιγρίτης, μέρος τῶν ὅπλων στείλαμε καὶ στόν πρόξενον Σερρῶν Σαχτούρην.