Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμήθηκαν αυτές τις μέρες τους εφιαλτικούς εμπρησμούς της Αθήνας του ’80, τότε που «δι’ άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους» κάποιοι έβαλαν μπουρλότο στον Δραγώνα, στο Μινιόν, στον Λαμπρόπουλο και τον Κατράντζο.
Να μην ξεχνάμε ότι επρόκειτο για ελληνικά πολυκαταστήματα που προσπαθούσαν (και το κατάφερναν) να σταθούν επάξια δίπλα σε εκείνα των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Όλως περιέργως, οι «τρομοκρατικές» εκείνες ενέργειες άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για τους «αντιπυρικούς» πολυεθνικούς γίγαντες!
Διάβασα το παρακάτω κείμενο του Θαλή Κουτούπη, ενός εκ των «μετρ» της ελληνικής διαφήμισης:
«Είχα την τεράστια τύχη να είμαι διευθυντής Επικοινωνίας και μέλος του Δ.Σ. του Μινιόν, από το 1968 έως το τραγικό τέλος του. Η στρατηγική μας ήταν να το κάνουμε “παράδεισο” των παιδιών. Η λογική ήταν απλή. Επειδή η εικόνα του ήταν η τελευταία ανάμεσα στα πέντε τότε πολυκαταστήματα, λόγω κάποιων άστοχων κινήσεων του μεγαλοφυούς Γιάννη Γεωργακά στο παρελθόν, κρίναμε ότι θα ήταν δύσκολο, χρονοβόρο και χρηματοβόρο να τον πείσουμε για ένα καινούργιο ΜΙΝΙΟΝ. Ετσι αποφασίσαμε να “επενδύσουμε” στα παιδιά, που αφενός θα “τραβάγανε τη μαμά από τη φούστα” να τα πάει στο ΜΙΝΙΟΝ και αργότερα θα γινόντουσαν πελάτες του.
Η στρατηγική είχε απόλυτη επιτυχία, αφού σε σχετική δημοσκόπηση του 1980 το ΜΙΝΙΟΝ κατέκτησε την πρώτη θέση ανάμεσα στα πολυκαταστήματα. Δυστυχώς, τον θρίαμβο ακολούθησε η απόλυτη τραγωδία. Ηταν σαν σήμερα το 1980, όταν στις 4 το πρωί με ξύπνησαν, λέγοντάς μου ότι το ΜΙΝΙΟΝ καίγεται. Οταν έφτασα εκεί, είδα μπροστά από τις φλόγες τον Γιάννη και τη σύντροφό και συνεργάτιδά του Αμαλία, από άφωνους και αδάκρυστους, να σπαράζουν.
Θυμάμαι δύο μικρά περιστατικά που αποδεικνύουν τη δύναμη και το μεγαλείο του Γιάννη Γεωργακά και την αγάπη του κόσμου στο ΜΙΝΙΟΝ. Το πρώτο: Περιέργως το γραφείο του δεν είχε καεί. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, όλα τα στελέχη εκεί, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον με υγρά μάτια κι αναρωτιόμασταν τι θα λέγαμε στον “πατέρα” που είχε χάσει το “παιδί” του και το τεράστιο έργο μιας ζωής. Σε λίγο ήρθε κι ο κύριος Γιάννης, όπως τον λέγαμε. Φορούσε μόνο το πουκάμισό του, μας κοίταξε καλά καλά, σήκωσε τα μανίκια του και μας είπε: “Τι με κοιτάτε; Εμπρός, δουλειά, να ξαναφτιάξουμε το ΜΙΝΙΟΝ!” Κι ο πρώτος όροφος άνοιξε για τα Χριστούγεννα.
Το δεύτερο: Τα γράμματα αγάπης έφταναν κατά δεκάδες. Οταν τα άνοιξα, ένα από αυτά ήταν γραμμένο σε σχολικό χαρτί, μ’ ένα χιλιάρικο καρφωμένο πάνω του, κι έλεγε: “Κύριε Γιάννη, έσπασα τον κουμπαρά μου και σας στέλνω αυτό το χιλιάρικο. Ανοίξτε, σας παρακαλούμε, γρήγορα το ΜΙΝΙΟΝ!”… Και σήμερα ακόμη δακρύζω!»