Με στρατεύματά τους να βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο της δράσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν κάποιον βαθμό επιρροής στην διελκυστίνδα της περιοχής. Η ακριβής στρατηγική τους, ωστόσο, είναι ασαφής.
Στις 14 Δεκεμβρίου, σε μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε ξαφνικά ότι θα διατάξει τις αμερικανικές δυνάμεις να αποχωρήσουν από την Συρία, προκαλώντας έκπληξη στον Τούρκο ομόλογό του -και σε μεγάλο μέρος του δικού του προσωπικού εθνικής ασφαλείας.
Η ξαφνική απόφαση για την απόσυρση των υπόλοιπων 2.000 Αμερικανών στρατιωτικών που σταθμεύουν στην βορειοανατολική Συρία είχε την σφραγίδα του Trump. Για χρόνια, ο πρόεδρος έχει υποσχεθεί να μειώσει το αμερικανικό αποτύπωμα στην περιοχή και υποστήριζε ότι οι σύμμαχοι και εταίροι της Αμερικής θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να επωμίζονται το βάρος της περιφερειακής ασφάλειας.
Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν λειτουργούν σε κενό. Η απρόσμενη ανακοίνωση του Trump ήρθε χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη προσπάθεια απόσπασης παραχωρήσεων ή εγγυήσεων από τους άλλους δρώντες που εμπλέκονται στην σύγκρουση. Τώρα, αρκετοί από αυτούς τους παίκτες είναι έτοιμοι να διαμορφώσουν την επί του πεδίου κατάσταση υπέρ τους -και εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι πιο σημαντικοί πρωταγωνιστές σε αυτό το περίπλοκο οικοσύστημα εξωτερικών παραγόντων και εξουσιοδοτημένων δυνάμεων (proxy forces) είναι η Τουρκία και η Ρωσία. Αμφότερες οι χώρες θα ήθελαν να αναλάβουν τον έλεγχο της επικράτειας της βορειοανατολικής Συρίας, η οποία μέχρι στιγμής ήταν υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces, SDF), μιας πολιτοφυλακής υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ, υπό την ηγεσία κυρίως Κούρδων μαχητών.
Για την Άγκυρα και τη Μόσχα τα στοιχήματα είναι υψηλά: Η Τουρκία, ανήσυχη από την προοπτική των καλά εξοπλισμένων κουρδικών δυνάμεων κατά μήκος των συνόρων της, θέλει να επεκτείνει την πολιτική της εμβέλεια στην βόρεια Συρία με κάθε κόστος. Η Ρωσία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την αδυναμία των Κούρδων και την απειλή της τουρκικής στρατιωτικής παρέμβασης για να ενισχύσει τον σύμμαχό της στην Δαμασκό, τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ. Εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν, η Ουάσινγκτον θα αναγκαστεί να παρακολουθήσει αυτόν τον αγώνα από το περιθώριο, καθώς η μόχλευσή της στην περιοχή θα έχει σπαταληθεί.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Πριν από την ανακοίνωση της απόσυρσης, η πολιτική της κυβέρνησης Trump για την Συρία ήταν σοβαρός πονοκέφαλος για τους Τούρκους ηγέτες. Ειδικότερα, η Άγκυρα διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση του Trump, τον Μάρτιο του 2017, να εξοπλίσει τις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας ή YPG, τις ένοπλες πολιτοφυλακές των Σύρων Κούρδων και παρακλάδι του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), το οποίο η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταχωρήσει ως τρομοκρατική ομάδα. Η τουρκική κυβέρνηση ανησυχούσε ότι η στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς τις YPG θα δημιουργούσε κουρδικούς θύλακες κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων, για τους οποίους φοβόταν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ασφαλή καταφύγια για τους Κούρδους μαχητές και τα στελέχη του PKK στην Τουρκία και το Ιράκ.
Λιγότερο προφανής, αλλά εξίσου σημαντική, ήταν η ανησυχία της Τουρκίας για την διεύρυνση της αποστολής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Συρία. Αρχικά ασχολούμενη μόνο με την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), η διοίκηση του Trump είχε αρχίσει να μιλά για μια πρόσθετη εντολή: Την αντιμετώπιση της ιρανικής επιρροής στην Συρία. Η μετατόπιση καθοδηγήθηκε, πρωτίστως, από τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, John Bolton, και υποστηρίχθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών, Mike Pompeo. Αντί να καταπολεμήσουν απλώς τους τελευταίους θύλακες της αντίστασης του ISIS, υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιδιώξουν να «εκδιώξουν μέχρι και την τελευταία ιρανική μπότα» από την Συρία -έναν μη εφικτό στόχο που προμηνύει μια πολύ πιο αορίστου χρόνου στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ.
Για την Τουρκία, αυτή η διευρυμένη αποστολή ήταν ένας εφιάλτης. Η Άγκυρα φοβόταν ότι η συνεχιζόμενη παρουσία των ΗΠΑ, ακόμα και μετά την ήττα του ISIS, θα συνεπαγόταν επίσης την συνέχιση της χρηματοδότησης και της εκπαίδευσης των SDF και, κατά συνέπεια, των YPG. Ξαφνικά, φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν για αρκετό καιρό ώστε ένα πρωταρχικό κουρδικό κράτος να αναδυθεί ακριβώς στα σύνορα της Τουρκίας, γεμάτο με ένοπλες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις ξηράς.
Αποφασισμένη να το αποτρέψει αυτό, η Άγκυρα ενέτεινε τις προσπάθειές της για να αποκτήσει πολιτικό και στρατιωτικό πάτημα στις περιοχές τις οποίες ελέγχουν οι SDF και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η αντικατάσταση των τοπικών συμβουλίων στην περιοχή που υποστηρίζονται από τους Κούρδους, με κυβερνητικά όργανα που συνδέονται με την Τουρκία, θα μπορούσε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε απειλή προέρχεται από την περιοχή. Για να το επιτύχει αυτό, ωστόσο, η Τουρκία χρειάζεται να αποδυναμώσει την σχέση ΗΠΑ-SDF και να πιέσει την Ουάσινγκτον να συνεργαστεί. Αυτό το έπραξε με το να επαπειλεί μια αποσταθεροποιητική διασυνοριακή στρατιωτική επίθεση, πρώτα στην βόρεια πόλη Manbij και στην συνέχεια πιο ανατολικά, στον ποταμό Ευφράτη, όπου σταθμεύουν στρατεύματα των ΗΠΑ.
Στα μέσα Δεκεμβρίου, καθώς η Τουρκία μάζευε στρατεύματα ως προφανή προετοιμασία για μια τέτοια επίθεση, ο Ερντογάν ζήτησε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Trump. Η Άγκυρα περίμενε ότι, αντιμέτωπη με την απειλή μιας τουρκικής επίθεσης στις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, ο Trump θα επέσπευδε τις προσπάθειές του για να εισάγει Τούρκους εταίρους σε πόλεις που διοικούνται από Κούρδους. Αλλά στο τηλέφωνο με τον Ερντογάν, ο Trump δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού, όταν ο Τούρκος πρόεδρος τον διαβεβαίωσε ότι η προτεραιότητα της Τουρκίας στην Συρία εξακολουθεί να είναι η μάχη κατά του ISIS, ο Trump δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν πλέον κανένα λόγο να είναι στην Συρία καθόλου.
Ο Ερντογάν, φυσικά, ποτέ δεν είχε καμιά σοβαρή πρόθεση να πολεμήσει το ISIS στα τελευταία του οχυρά, τα οποία βρίσκονται σχεδόν 200 μίλια από τα τουρκικά σύνορα. Τώρα, είχε δεσμευτεί να κάνει ακριβώς αυτό. Και αφέθηκε να αγωνίζεται για να προετοιμαστεί για μια γρήγορη έξοδο των ΗΠΑ από την επικράτεια επί της οποίας σκόπευε να κερδίσει τον έλεγχο με την αμερικανική συναίνεση και βοήθεια.
Σπρωγμένη σε αυτή την απροσδόκητη κατάσταση, η Τουρκία πρέπει τώρα να ισορροπήσει τις σχέσεις με τον πιο ισχυρό εξωτερικό αγωνιζόμενο που έμεινε στο πεδίο: Την Ρωσία. Στα τέλη Δεκεμβρίου, μια υψηλού επιπέδου τουρκική αντιπροσωπεία ταξίδεψε στη Μόσχα. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα σηματοδότησε ότι ήταν διατεθειμένη να κλιμακώσει την στρατιωτική της εμπλοκή στην σύγκρουση. Οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών και ο στρατός μετέφεραν άνδρες και εξοπλισμό σε θέσεις που βρίσκονται λίγο έξω από τη Manbij και κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με την βορειοανατολική Συρία, επιτρέποντας στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει βία, εάν είναι απαραίτητο.
Η συσσώρευση είναι επίσης σχεδιασμένη για να κρατήσει σε επιφυλακή το καθεστώς Assad στην Δαμασκό. Η Άγκυρα θέλει να διασφαλίσει ότι αν η κυβέρνηση της Συρίας επιστρέψει στα βορειοανατολικά, η Τουρκία να μπορεί να βασιστεί σε αυτήν για να πατάξει τα κουρδικά δίκτυα κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, έτσι ώστε η αποχώρηση των ΗΠΑ να μην οδηγήσει απλώς σε πρωταρχικό κράτος (proto-state) του PKK που να συνδέεται με το καθεστώς. Κατά την διάρκεια του επταετούς εμφυλίου πολέμου, οι Σύροι Κούρδοι των YPG απέφυγαν να υποστηρίξουν την αλλαγή καθεστώτος και αντ’ αυτού έκαναν έκκληση για ένα αποκεντρωμένο κράτος με κάποιο βαθμό τοπικής κουρδικής αυτονομίας. Μέχρι στιγμής, αυτό φαίνεται να μην βρίσκει σύμφωνο τον Assad. Αλλά η Τουρκία δεν θα αφήσει καμία πιθανότητα, και βλέπει την στρατιωτική πίεση ως μέσο για να ακουστεί η φωνή της στην Δαμασκό και τη Μόσχα.
Η στρατιωτική συσσώρευση βοηθά επίσης την Τουρκία να διαπραγματευτεί με την διοίκηση του Trump, η οποία αναδρομικά ζητά εγγυήσεις ότι η απόσυρσή της δεν θα βλάψει τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Σε μια σειρά τηλεφωνικών κλήσεων τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ερντογάν φαίνεται να έχει χρησιμοποιήσει την απειλή των τουρκικών επιθέσεων εναντίον των Κούρδων για να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Trump για μια «ασφαλή ζώνη» 20 μιλίων στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, η οποία πιθανώς θα μετατραπεί σε τουρκικό «μαξιλάρι» έναντι των YPG και ένα εμπόδιο στις ροές προσφύγων προς την Τουρκία -αμφότερα μακροπρόθεσμοι στόχοι της Άγκυρας. Υπό αυτή την έννοια, η πιθανότητα μιας απόσυρσης στρατευμάτων από τις ΗΠΑ δεν άλλαξε την στρατηγική της Τουρκίας εκτός από το ότι την επιτάχυνε.
Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ
Για την Ρωσία, η προοπτική μιας απόσυρσης των ΗΠΑ εξυπηρετεί την διεύρυνση του πεδίου δράσης. Μέχρι στιγμής, η Μόσχα απέφυγε να αποκαλύψει οποιαδήποτε συγκεκριμένα σχέδια. Ωστόσο, κρίνοντας από τις δηλώσεις της επί του θέματος και από την προηγούμενη συμπεριφορά της στην περιοχή, η Ρωσία πιθανότατα θα προσπαθήσει να παίξει με την Τουρκία και τους Κούρδους επιδιώκοντας τον πρωταρχικό της στόχο: Την επιστροφή του καθεστώτος Assad σε όλη την Συρία, συμπεριλαμβανομένων και των βορειοανατολικών. Τέτοιοι χειρισμοί θα απαιτήσουν από τη Μόσχα να εξισορροπήσει το ενδιαφέρον της για την εμβάθυνση των σχέσεων με την Τουρκία απέναντι στο ενδιαφέρον της να στηρίξει τον σύμμαχό της στην Δαμασκό.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο περίπλοκα για την Ρωσία. Στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου πολέμου της Συρίας, η στήριξη της Ρωσίας προς την Δαμασκό την έβαλε άμεσα εναντίον των υποστηριζόμενων από την Τουρκία εξεγερμένων στα βορειοανατολικά. Στην συνέχεια, στα τέλη του 2016, η Ρωσία βοήθησε την συριακή κυβέρνηση να καταπνίξει μεγάλο μέρος αυτής της εξέγερσης στο άλλοτε οχυρό των εξεγερμένων, το Χαλέπι. Η πτώση του Χαλεπίου ώθησε την Τουρκία να αλλάξει πορεία. Αντί να προωθήσει πληρεξούσιους (proxies) που επιδιώκουν την αλλαγή καθεστώτος στην Δαμασκό, η Τουρκία έχει τώρα μειώσει τις φιλοδοξίες της και έχει επικεντρωθεί στην παρεμπόδιση των προελάσεων των Κούρδων κατά μήκος των συνόρων της.
Η Τουρκία ανέλαβε δύο σημαντικές επιχειρήσεις για να στηρίξει τη νέα στρατηγική της: Μια εναντίον των μαχητών του ISIS στο βόρειο Χαλέπι τον Αύγουστο του 2016, ακολουθούμενη από μια άλλη εναντίον της κουρδο-κρατούμενης πόλης Afrin που άρχισε τον Ιανουάριο του περασμένου έτους. Και στις δύο περιπτώσεις, ο στόχος της Τουρκίας ήταν να ασκήσει πίεση στους Κούρδους, καταρχάς με το να αρνείται στις SDF το έδαφος δυτικά της Manbij, και στην συνέχεια βγάζοντας τις YPG έξω από την Afrin. Και στις δύο περιοχές, η Τουρκία έχει σήμερα de facto πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο.
Και η Μόσχα έχει κάτι που θέλει από τους Κούρδους: Υποταγή στο καθεστώς Assad. Και οι επιχειρήσεις της Τουρκίας παρουσίασαν μια ευκαιρία. Η Ρωσία προσέγγισε τις κουρδικές δυνάμεις στην Αφρίν τόσο πριν όσο και κατά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης, προσφέροντας να κάνει την Τουρκία να υποχωρήσει, εάν οι Κούρδοι συμφωνούσαν να υποταχθούν στην κυριαρχία του Άσαντ. Οι YPG απέρριψαν την προσφορά, θεωρώντας ότι η Ρωσία δεν θα επιτρέψει στην Τουρκία να καταβροχθίσει συριακή επικράτεια. Αλλά υπολόγισαν λανθασμένα: Η Μόσχα δεν σταμάτησε την τουρκική επιχείρηση και η Αφρίν βρίσκεται τώρα υπό τον έλεγχο των δυνάμεων που υποστηρίζονται από την Τουρκία.
Καθώς η Τουρκία ασκεί πίεση στις κουρδικές δυνάμεις πέρα από την Αφρίν, η Ρωσία πιθανώς θα προβεί σε παρόμοια ανοίγματα με την ελπίδα ότι αυτή την φορά οι Κούρδοι ηγέτες θα δεχτούν την επιστροφή του καθεστώτος Assad με αντάλλαγμα την αποφυγή μιας τουρκικής επίθεσης. Η Δαμασκός, εν τω μεταξύ, διαπραγματεύεται επί του παρόντος με φιλοκαθεστωτικούς Κούρδους μέσα στις YPG. Αναφορές που διέρρευσαν δείχνουν ότι οι δύο πλευρές εξακολουθούν να διαφωνούν έντονα σχετικά με το πόση επιρροή θα έπρεπε να παραχωρήσουν οι Κούρδοι στο έδαφός τους. Η Μόσχα και η Δαμασκός βασίζονται σε μια συμφωνία ως το μόνο μέσο για να αποτρέψουν μια μόνιμη ζώνη άμεσου ή έμμεσου τουρκικού ελέγχου στην Συρία.
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΡ
Με στρατεύματά τους να βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο της δράσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν κάποιον βαθμό επιρροής στην διελκυστίνδα της περιοχής. Η ακριβής στρατηγική τους, ωστόσο, είναι ασαφής. Το Πεντάγωνο είναι αποφασισμένο να καθαρίσει τους τελευταίους θύλακες εδαφών του ISIS στην ανατολική Συρία και θεωρεί τις SDF σημαντικό εταίρο σε αυτόν τον αγώνα. Αλλά κάποιοι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέκαθεν αμφισβητούσαν αυτή την συμμαχία με τις SDF λόγω των τοξικών επιπτώσεών της στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις και ευνοούσαν απλώς την παράδοση των θέσεων των ΗΠΑ στην Άγκυρα για να αποτρέψουν την επιστροφή του καθεστώτος Assad. Συνολικά, η αμερικανική γραφειοκρατία επί της ασφαλείας προσπάθησε να επιβραδύνει την ανακοίνωση απόσυρσης του Trump, αναζητώντας τρόπους μιας απόσυρσης χωρίς να διακυβεύονται τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αλλά αυτές οι προσπάθειες θα αποφέρουν ελάχιστα όσο η Τουρκία θα μπορεί απλώς να παρακάμπτει την γραφειοκρατία και να μιλά απευθείας με τον Τραμπ, ο οποίος φαίνεται διατεθειμένος να αποδέχεται τις διαβεβαιώσεις της για τους Κούρδους όπως τις ακούει.
Η Τουρκία έχει ελάχιστα κίνητρα να μοιράζεται την εξουσία με τους Κούρδους στην Συρία ή οπουδήποτε αλλού. Έχει την πρόθεση να τους νικήσει και να απωθήσει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις μακριά από τα σύνορά της. Οι Σύροι Κούρδοι, από την πλευρά τους, έχουν ακριβώς το ίδιο ελάχιστο ενδιαφέρον στο να ανεχθούν την επέκταση της τουρκικής ισχύος. Αντ’ αυτού, θα συνεχίσουν να διαπραγματεύονται με το καθεστώς Assad. Οι Ρώσοι θα είναι κοντά, βλέποντας αυτές τις διαπραγματεύσεις να ξεδιπλώνονται και χρησιμοποιώντας την απειλή της τουρκικής στρατιωτικής δράσης για να ενισχύουν την Δαμασκό και να ντροπιάζουν την Ουάσιγκτον. Το αν η περιοχή θα καταλήξει στα χέρια του Assad ή εν μέρει υπό τουρκικό έλεγχο παραμένει ασαφές. Ωστόσο, έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος σταθερότητας στις κουρδικές περιοχές που οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να απελευθερωθούν από το ISIS.
Ο AARON STEIN είναι διευθυντής στο Πρόγραμμα για τη Μέση Ανατολή στο Foreign Policy Research Institute
foreignaffairs