Η πάλαι ποτέ κραταιά παράταξη της Κεντροδεξιάς μεταμορφώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από κοινωνικό κόμμα σε μονοδιάστατο πολιτικό οργανισμό διαμορφωμένο στα πρότυπα του πολυεθνικού μοντέλου και της παγκοσμιοποίησης.
Του Θύμιου Λυμπερόπουλου
Αυτό το Σαββατοκύριακο, το 12ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας μονοπωλεί το πολιτικό ενδιαφέρον. Όχι μόνο γιατί διαφημίστηκε ως σημείο επανεκκίνησης του κόμματος, αλλά και γιατί αναμένουμε πειστικές απαντήσεις και τεκμηριωμένες θέσεις για τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα.
Οι συμπληρωματικές δράσεις που περιλαμβάνει το πρόγραμμα του συνεδρίου, όπως η έκθεση γελοιογραφίας ή τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα με τους φορτιστές τους, εκτιμώ ότι θα χρησιμοποιηθούν ως ψυχαγωγικό διάλειμμα και όχι ως μηχανισμός αποπροσανατολισμού των συνέδρων για τον εκτροχιασμό της παράταξης από τις ιδρυτικές αρχές και αξίες της.
Έχω καταγγείλει πολλές φορές την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας για διακωμώδηση της ιστορίας της παράταξης, για παραχάραξη της ιδεολογικής της ταυτότητας, για υιοθέτηση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, ως οδηγό πολιτικών πρακτικών και αποφάσεων και περιμένω με ανυπομονησία να δω αν για πρώτη φορά θα έχουν το θάρρος να βγουν και να πουν: «Η Νέα Δημοκρατία που ξέρατε δεν υπάρχει πια. Στη θέση της υπάρχει μια ομάδα πολιτικών από διάφορους χώρους (Δράση, ΠΑΣΟΚ, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι κ.λπ.), με κοινή αφετηρία τη λατρεία για τη διεθνοποίηση των αγορών, τη συμπόρευση με τα συμφέροντα των πολυεθνικών, την αγιοποίηση της πρωθυπουργικής θητείας του Σημίτη, την πεποίθηση ότι η κατάργηση του κοινωνικού κράτους αποτελεί τη μοναδική βιώσιμη λύση για τα οικονομικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας». Μια ομάδα πολιτικών που μάχεται για τη σωτηρία του Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ και φοβάται να παραδεχτεί αυτό που η ιστορία έχει ήδη καταγράψει: τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για την εθνική μας καταστροφή(μνημόνια, φτωχοποίηση κ.λπ.).
Θα είμαι ο πρώτος που θα χειροκροτήσει και θα συγχαρεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όχι για τις θέσεις του αλλά για την ειλικρίνειά του. Γιατί αυτό χρειάζεται περισσότερο από όλα τούτος ο τόπος. Καθαρά λόγια, ξεκάθαρες θέσεις, ευδιάκριτες πολιτικές.
Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να κριθεί από τον ελληνικό λαό για όσα νέα πρεσβεύει, για όσα νέα πιστεύει, για όσα νέα εκπροσωπεί. Ο,τι βρήκε από την παλιά Νέα Δημοκρατία δεν του ανήκει. Είναι κληρονομιά των ανθρώπων εκείνων που πίστευαν και πιστεύουν στον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό. Που θεωρούν τη δικαιοσύνη στην οικονομία, τη δικαίωση της εργασίας, την απόκτηση του θεμιτού κέρδους βασικούς διεκδικητικούς πυλώνες μιας ηγεσίας που αντιστοιχεί στην αυθεντική Νέα Δημοκρατία (άλλων εποχών). Δυστυχώς για εκείνον και τους συνεργάτες του τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι στη σφαίρα των επιδιώξεών του. Κανονικά αυτό το συνέδριο θα έπρεπε να αρχίσει με τις διαδικασίες αλλαγής ονόματος (όπως έγινε πρόσφατα με το λογότυπο) της παράταξης. Έτσι κι αλλιώς, μόνο το όνομα αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην προ Μητσοτάκη και στη μετά Μητσοτάκη Νέα Δημοκρατία. Κι αυτό το στοιχείο (το όνομα δηλαδή) προσπαθεί να εκμεταλλευτεί σήμερα για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους η νεοφιλελεύθερη ηγετική ομάδα του κόμματος. Αυτό ακριβώς κάνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη μη ειλικρινή με το εκλογικό σώμα, και ιδιαίτερα με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας.
Οι ενστάσεις μου και η κριτική μου για τις πρακτικές που ακολουθεί η ομάδα Μητσοτάκη αποτυπώνουν τις ιδεολογικές μας διαφορές όχι στα στενά πλαίσια ενός κομματικού οργανισμού, αλλά γενικά στην κοσμοθεωρία μας. Η Νέα Δημοκρατία που γνώριζα εγώ δεν θα γύριζε ποτέ την πλάτη σε καμιά κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα. Ο αρχηγός της δεν θα έκανε πρωθυπουργικό διάγγελμα για να δικαιολογήσει τα κακώς κείμενα μιας πολυεθνικής εταιρείας. Τα ηγετικά στελέχη της δεν θα γίνονταν ποτέ ξεναγοί και θαυμαστές μιας παγκόσμιας επιχειρηματικής παρανομίας.
Η Νέα Δημοκρατία που γνώρισα εγώ δεν απέφευγε ποτέ τον διάλογο. Ακόμη κι όταν τα σημεία επαφής ήταν δύσκολα και ελάχιστα. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όσοι ασπάστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό έγιναν μέλη μιας κλειστής ομάδας που διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τη διαφορετικότητα που επέβαλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όσοι διαφώνησαν ή διαφωνούν με τον δήθεν «ιδεολογικό εκσυγχρονισμό» της Νέας Δημοκρατίας είτε αποσύρθηκαν και δεν ασχολούνται είτε έμειναν και σιωπούν υπό τον φόβο της κομματικής αποπομπής. Η πάλαι ποτέ κραταιά παράταξη της Κεντροδεξιάς με οπαδούς σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μεταμορφώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από κοινωνικό κόμμα σε μονοδιάστατο πολιτικό οργανισμό διαμορφωμένο στα πρότυπα του πολυεθνικού μοντέλου και της παγκοσμιοποίησης. Ένα μοντέλο που προάγει την υφαρπαγή του εθνικού πλούτου και τη μεταφορά του σε φορολογικούς παραδείσους.
Κι εγώ ως απλός πολίτης, αναρωτιέμαι πώς αυτό το κόμμα θα φροντίσει για όλους αυτούς που δεν συμφωνούν με το πολυεθνικό μοντέλο. Εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, νέοι, αυτοαπασχολούμενοι αποκλείστηκαν ή, καλύτερα, τους απέκλεισαν από τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας. Όλους αυτούς ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του, τους θέλει ως ψηφοφόρους του όχι όμως ως συνοδοιπόρους στην πορεία του. Κι αυτό είναι άλλη μια μεγάλη διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία του χθες. Εκείνη ήταν βγαλμένη μέσα από την κοινωνία. Ετούτη δεν αντέχει την παρουσία της. Εκείνη αποτύπωνε στο πρόγραμμά της τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Ετούτη φτιάχνει business plan. Εκείνη θεωρούσε τον διάλογο με τον λαό ηθική υποχρέωση. Ετούτη τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι. Εκείνη στήριζε τους μικρομεσαίους και την ατομική επιχειρηματική πρωτοβουλία. Ετούτη θέλει να την εξαφανίσει.
Περί συνδικαλιστικής ελευθερίας
Είναι γνωστό ότι εδώ και πολύ καιρό είμαι κόκκινο πανί για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Έχω το κακό ελάττωμα να υπερασπίζομαι και να σέβομαι τον κλάδο που εκπροσωπώ. Με αυτή την ιδιότητα κατέκρινα πολλές φορές τη Νέα Δημοκρατία για τις επιλογές της και τις θέσεις της. Τις ίδιες θέσεις θα τις πολεμούσα, όποιο πολιτικό κόμμα κι αν τις εξέφραζε. Όταν μια κυβέρνηση με τις αποφάσεις της και το έργο της ευνοεί, όχι μόνο μια πολυπληθή επαγγελματική ομάδα όπως η δική μας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, δεν θα διστάσω να το πω. Και το αντίθετο. Θα την κατακρίνω και θα την πολεμήσω όταν αγνοεί τα προβλήματά μας.
Αυτό λέγεται συνδικαλιστική ελευθερία και προβλέπεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινούμαι, είτε ενοχλώ είτε αρέσω. Και για όσους αναρωτιούνται αν έγινα αριστερός, τους ενημερώνω ότι, αν πρέπει να μου βάλουν μια ταμπέλα, ας προτιμήσουν τη μόνιμη και αληθινή: ταξιτζής.
Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 80 της Κυριακάτικης εφημερίδας «Νέα Σελίδα»στις 16/12/2018