Ο Ευάγγελος Σέκερης, στέλεχος της Siemens Hellas, κατέθεσε ως μάρτυρας στον ειδικό εφέτη ανακριτή και προσκόμισε την απαντητική επιστολή της SAIC στο Ελληνικό Δημόσιο, απ’ όπου συνάγεται ότι η εταιρεία είχε πληροφορηθεί το ύψος της προσφοράς των ανταγωνιστών
Toυ Ισήδωρου Μπέη
[email protected]
Κιβώτια με στοιχεία από τα αρχεία της Siemens Hellas που αφορούν στο σκάνδαλο του C4I προσκόμισε στον ειδικό εφέτη ανακριτή το στέλεχος της γερμανικής εταιρείας στη χώρα μας Ευάγγελος Σέκερης, ο οποίος έχει καταθέσει ως μάρτυρας στο Εφετείο. Από τις καταθέσεις του πριν από μερικούς μήνες ενώπιον του ειδικού εφέτη ανακριτή Δ. Ορφανίδη, στοιχεία έχουν σταλεί στη μεγάλη δικογραφία του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, από τα οποία συνάγονται ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Ο κ. Σέκερης τον Ιούλιο του 2018 προσκόμισε ενώπιον του κ. Ορφανίδη επιστολή της εταιρείας SAIC, που είχε αναλάβει το έργο του C4I, η οποία φέρει ημερομηνία 31/12/2002. Η επιστολή απευθύνεται προς τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Αμυνας, Σπύρο Τραυλό, και κοινοποιείται στους υπουργούς Αμυνας, Γιάννο Παπαντωνίου, και Δημόσιας Τάξης, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στον αναπληρωτή υπουργό Ευάγγελο Μαλέσιο, στον γενικό γραμματέα Δημήτρη Ευσταθιάδη, καθώς και στον γενικό γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού, Κώστα Καρτάλη, στον επικεφαλής του Αθήνα 2004, Ιωάννη Σπανουδάκη, καθώς και στον επικεφαλής της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Αίσθηση προκαλεί ότι στην πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης προς τη SAIC να υποβάλει την τελική της προσφορά, κάνοντας την αναγκαία έκπτωση, η εταιρεία απαντά δώδεκα μέρες μετά, αναφερόμενη στην ανακοίνωση της Επιτροπής Αξιολόγησης και την προσκόμιση επιπρόσθετης προσφοράς από τον ανταγωνιστή της μετά το πέρας της προθεσμίας, με «διευκρινιστικές επιστολές». Το έγγραφο δεν καθιστά απολύτως σαφές πώς η εταιρεία στην οποία τελικά ανατέθηκε το έργο έχει πληροφορηθεί την προσφορά της ανταγωνίστριάς της εταιρείας TRS, στην οποία συμμετείχε και η γαλλική Thales.
O συγκεκριμένος συγκριτικός πίνακας, όπως εξήγησε ο μάρτυρας, προέκυψε από τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων μερών της κοινοπραξίας SAIC Team, υπεργολάβος της οποίας ήταν η Siemens.
«Ψάξτε κεντρικά και Ελλάδα για μίζες»
Πάντως, όπως ανέφερε και στην κατάθεσή του ο κ. Σέκερης, «η βασική προσφορά της SAIC ήταν κατά περίπου 52% χαμηλότερη από την προσφορά της TRS και εξακολουθούσε να παραμένει χαμηλότερη και μετά το πρόσθετο κόστος με το οποίο είχαν επιβαρυνθεί και οι δύο εταιρείες (SAIC & Siemens), όπως, για παράδειγμα, το leasing για τη χρήση του συστήματος επί μία δεκαετία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Στην ίδια κατάθεσή του προσθέτει ότι «την ευθύνη της υποβολής των σχετικών προσφορών είχε ο τομέας τηλεπικοινωνιών της Siemens (COM), τόσο σε επίπεδο τοπικής εταιρείας στην Ελλάδα όσο και της μητρικής». Σημαντικό όμως είναι και το συμπέρασμά του για πιθανές ευθύνες για δωροδοκίες: «Θα πρέπει να αναζητηθούν, κατά την άποψή μου, στους υπεύθυνους του προαναφερόμενου τομέα. Θέλω να επισημάνω για άλλη μια φορά ότι τα τμήματα (τομείς) είχαν την αυτοτέλειά τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στα κεντρικά στο Μόναχο, οπότε οι όποιες αποφάσεις αφορούσαν στον συγκεκριμένο τομέα λαμβάνονταν από κοινού σε επίπεδο COM Ελλάδος και επίπεδο COM Γερμανίας».
Στην προγενέστερη κατάθεσή του, στις 11/5/2018, ανέφερε ότι «με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είχαν αρχίσει οι συζητήσεις και για το θέμα της ανάθεσης του C4I κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους της εταιρείας 2002-2003. Απ’ ό,τι θυμάμαι, την περίοδο εκείνη (…) είχε γίνει μια μεγάλη συνάντηση στα κεντρικά στο Μόναχο για την ανάθεση του έργου C4I, στην οποία είχε κληθεί να συμμετάσχει το τμήμα των τηλεπικοινωνιών (COM) της ελληνικής θυγατρικής.
Θυμάμαι ότι είχε παρευρεθεί ο κ. Μαυρίδης, γενικός διευθυντής Τηλεπικοινωνιών της Siemens Ελλάδος τότε». Ο κ. Σέκερης επιφυλάχθηκε να προσκομίσει στον ανακριτή τα πρωτόκολλα που τηρούσε η Siemens από τις σχετικές συναντήσεις Αμερικανών και Γερμανών, τα οποία προσκόμισε κατά τη διάρκεια του περσινού καλοκαιριού και τα οποία μελέτησε ο ειδικός εφέτης ανακριτής, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην επιστολή που αποκαλύπτουμε σήμερα. Το πρώην στέλεχος της εταιρείας, συγγενής εξ αγχιστείας με τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, μέχρι το 2014 θεωρείται ότι είναι από τα πρόσωπα που γνωρίζουν σε βάθος τη δραστηριότητα της Siemens στην Ελλάδα.
Οι προκαταβολές και οι άγνωστες καταθέσεις του Γιώργου Τρεπεκλή
H «Νέα Σελίδα» αποκαλύπτει τους διαλόγους του αντιπροσώπου της SAIC με τους ανακριτές – Η μίζα των 6.600.000 ευρώ για την ανάθεση της προμήθειας του C4I
Τρεις άγνωστες καταθέσεις του αντιπροσώπου της SAIC στη χώρα μας όταν έγινε η ανάθεση της προμήθειας του C4I, Γιώργου Τρεπεκλή, αποκαλύπτει η «Νέα Σελίδα». Ο επιχειρηματίας εμφανίζεται να εισπράττει το ποσό των 6.600.000 ευρώ από το 2003 έως το 2004, πριν από την εκταμίευση των αντίστοιχων ποσών του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Αμυνας προς τη SAIC.
Πρώτη φορά στη νεότερη περίοδο διερεύνησης του σκανδάλου της ανάθεσης του C4I στη SAIC με υποκατασκευάστρια τη Siemens ο κ. Τρεπεκλής εκλήθη να καταθέσει ως μάρτυρας στις 20/10/2017 στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, παρουσία και του επίκουρου εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Χρήστου Ντζούρα. Οταν ρωτήθηκε για το ύψος της αμοιβής που πήρε η εταιρεία του, Πρόφιτ Συμβουλευτική ΕΠΕ, από τη SAIC για το έργο του C4I, επιβεβαίωσε ότι η αμοιβή ήταν 6.600.000 ευρώ, ποσό το οποίο εκταμιεύτηκε με καταβολές από το 2003 έως το 2004. Πρόσθεσε ότι και σήμερα εκκρεμούν κάποιες καταβολές του Ελληνικού Δημοσίου προς τη SAIC, επομένως ενδεχομένως το ποσό αυτό να αυξηθεί.
Απάντηση: «Η ανωτέρω αμοιβή αφορούσε στη στρατηγική εισόδου στην ελληνική αγορά (δηλαδή πώς θα γινόταν γνωστή η εταιρεία, πώς θα προέβαλλε τα δυνατά της σημεία), σε επισκέψεις που έγιναν σε διάφορους φορείς, καθώς και στην υποστήριξή της κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού και των διαπραγματεύσεων για τη σύμβαση.
Ηταν μια πολύπλοκη διαδικασία, όπου βρεθήκαμε αρκετές φορές προ εκπλήξεων, όπως, για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2002, όταν πληροφορηθήκαμε ότι “εκ παραδρομής” οι υπηρεσίες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας άνοιξαν τον φάκελο με την οικονομική προσφορά της SAIC πριν από την τεχνική αξιολόγηση. Σε δεύτερη φάση, παρά το γεγονός ότι στη φάση του Best and Final Offer στις 24 Δεκεμβρίου 2002 μειοδότησε η SAIC κατά περίπου 140.000.000 ευρώ και εκλήθη τον Ιανουάριο του 2003 η εταιρεία SAIC να “μοιραστεί” το έργο με τον άλλο συμμετέχοντα, αλλιώς θα ακυρωνόταν ο διαγωνισμός, όπως και έγινε, ακολούθησε εκ νέου διαγωνιστική διαδικασία.
Η ανωτέρω πρόταση για μοίρασμα του έργου διατυπώθηκε προφορικά από τον τότε γενικό γραμματέα Εξοπλισμού, κ. Τραυλό, στο γραφείο του στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Επιπλέον, η διαδικασία σύναψης του τελικού συμβολαίου ήταν δυσανάλογα περίπλοκη και σημειώθηκε χρονοτριβή».
Ερώτηση: «Εχει γίνει φορολογικός έλεγχος στην εταιρεία σας σχετικά με την ανωτέρω αμοιβή από την εταιρεία SAIC;».
Απάντηση: «Εχει γίνει έλεγχος από το ΣΔΟΕ κατόπιν παραγγελίας του ανακριτή Ζαγοριανού, έχει γίνει τακτικός φορολογικός έλεγχος στην εταιρεία περί το 2006-2007 και έχει γίνει κι από την εφορία στην οποία ανήκει η ΕΠΕ. Επιφυλάσσομαι να προσκομίσω τα σχετικά πορίσματα. Επιπλέον, επιφυλάσσομαι να προσκομίσω όμοιο φάκελο με αυτόν που κατέθεσα στον εισαγγελέα Αθανασίου το 2008 (υπόθεση C4I) με την ανάλυση των δαπανών της εταιρείας, τα τραπεζικά extraits όλων των κινήσεων, αντίγραφα των τιμολογίων ύψους άνω των 5.000 ευρώ κ.λπ.».
Στις 7 και 8 Φεβρουαρίου 2018 κατέθεσε στον ειδικό εφέτη ανακριτή Δ. Ορφανίδη και υποστήριξε ότι:
Η ανταγωνίστρια εταιρεία πληροφορήθηκε την προσφορά της SAIC και έκανε νέα προσφορά με λιγότερα χρήματα.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2002 δεν υπήρχε θέμα να συμπεριληφθεί και σύστημα ΤΕΤΡΑ στο σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων.
Επειδή η ύπαρξη συστήματος ΤΕΤΡΑ ήταν προϋπόθεση στο πλαίσιο του C4I, η SAIC ήταν αναγκασμένη να βρει κάποιον υποκατασκευαστή που είχε αυτή τη δυνατότητα. Η μόνη εταιρεία που δεν ήταν ήδη δεσμευμένη σε κάποιο σχήμα ήταν η Siemens, επομένως υποχρεώθηκε η SAIC να συνεργαστεί μαζί της.
Στην πολυσέλιδη δικογραφία για το C4I, η οποία διαβιβάστηκε στη Βουλή, εκτός από τις τρεις νέες καταθέσεις του Γιώργου Τρεπεκλή, συμπεριλαμβάνονται επίσης οι παλαιότερες καταθέσεις του τον Ιούνιο του 2008 ενώπιον του τότε εισαγγελέα Πρωτοδικών, Παναγιώτη Αθανασίου, ο οποίος ρωτάει τον αντιπρόσωπο της SAIC για τα χρήματα που εισπράχθηκαν, πριν, μάλιστα, αποπληρωθεί η προμηθεύτρια εταιρεία.
Τα τιμολόγια που προσκομίστηκαν από τον κ. Τρεπεκλή στον κ. Αθανασίου αφορούσαν σε δαπάνες μόλις 5.000 ευρώ. Πολλές ερωτήσεις του εισαγγελέα ήταν για τις σχέσεις του κ. Τρεπεκλή με τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, με τον οποίο, όπως είπε εκείνος, υπήρχε οικογενειακή φιλία.
Δύο νέες εταιρείες στο μικροσκόπιο
Δύο υπεράκτιες εταιρείες, η Telecom R&C Ltd και η Electronic Technology Ltd, βρίσκονται στο μικροσκόπιο των ελληνικών ανακριτικών Αρχών για να διαπιστωθεί αν κρύβουν πίσω τους μαύρο πολιτικό χρήμα. Η πρώτη εταιρεία εμφανίζεται σε κατηγορητήριο πρώην στελέχους της Siemens για το C4I να συνδέεται με λογαριασμό της υπεράκτιας Placid Blue, συμφερόντων του κατηγορουμένου Γ. Καλδή, και να πιστώνεται ο συγκεκριμένος λογαριασμός τον Αύγουστο του 2001 με το ποσό των 2.634.600 γερμανικών μάρκων (1.347.029 ευρώ) αλλά και να συνδέεται με δύο ακόμα «γνωστές» εταιρείες, τη δευτέρου επιπέδου, όπως αναφέρεται, Kelvin Trust Corp., και την BFA Global Advisors Ltd. Ολες αυτές οι εταιρείες αποστέλλουν εμβάσματα εκατομμυρίων ευρώ σε τράπεζες της Ελβετίας και του Μονακό (BNP Paribas, ABN-Ambro).
Η δεύτερη εταιρεία, η Electronic Technology Ltd, είναι τρίτου επιπέδου, σύμφωνα με το κατηγορητήριο του Δ. Ορφανίδη, και εμφανίζεται να διακινεί χρήματα μέσα στο 2004, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, σε λογαριασμούς στο Λουγκάνο της Ελβετίας και στο Βαντούζ του Λιχτενστάιν, στις τράπεζες Banca di Credito e Commercio και LGT Bank αντίστοιχα. Από τους λογαριασμούς της συγκεκριμένης εταιρείας, κατά το κατηγορητήριο, στέλνονται τέσσερα ποσά ύψους 250.000 ευρώ στις 5 και 6 Αυγούστου του 2004 και στις 2 και 7 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Τα ποσά αποστέλλονται μέσω μιας άλλης εταιρείας, επίσης τρίτου επιπέδου, της Tamarind Group Corporation, σε λογαριασμό στην τράπεζα UBS στη Βασιλεία της Ελβετίας που τηρούσε η άλλη εταιρεία που εμφανίζεται στο σκάνδαλο της Siemens – συγκεκριμένα η Fairways Estates Ltd, συμφερόντων τού επίσης κατηγορουμένου Αλέξανδρου Λέτσα. Μεγαλύτερα ποσά, ύψους 785.000 ευρώ, 615.000 ευρώ και 475.000 ευρώ, καταλήγουν σε λογαριασμό της Barklays Bank Plc στο Λονδίνο σε λογαριασμό που τηρούσε η υπεράκτια εταιρεία δευτέρου επιπέδου Weavind LLC. Tα ποσά που διακινούνται στέλνονται για την πληρωμή των εικονικών τιμολογίων που εκδόθηκαν το 2004 από την τελευταία εταιρεία για «δήθεν παροχή υπηρεσιών συμβούλων», κατά το κατηγορητήριο, στη μητρική εταιρεία Siemens AG.
Δημοσιεύτηκε στη «Νέα Σελίδα», σελ 4-5 την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018