Αητός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
αιιπάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
Φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι σείστη ο απάνω κόσμος
Τι πέφτουν τ’ άνθια των δεντριώ σκίζουνται τα λιθάρια
Τι απάνω στον Ταΰγετο είν’ κι άλλα παληκάρια.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών , το Σεπτέμβρη του 1943, τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας, οι γερμανοτσολιάδες, που είχαν ιδρυθεί στις 18 του Ιούνη 1943, ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ που η δράση τους γιγαντώνονταν και παράλληλα να εξοικονομήσουν γερμανικές δυνάμεις που ήταν αναγκαίες για τα ανοιχτά μέτωπα, στην Βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Ανατολικό Μέτωπο.
Το βράδυ της 23ης Οκτώβρη 1943, Γερμανοί και ταγματασφαλίτες του Λεωνίδα Βρεττάκου, μπλοκάρουν τη Σπάρτη. Αναστατώνουν τη πόλη, χτυπούν, έσπαζαν πόρτες σπιτιών και ορμούσαν μέσα. Με οδηγούς δωσίλογους κουκουλοφόρους συλλαμβάνουν 500 πατριώτες που σχετίζονταν ή ήταν μέλη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Με στόχο την τρομοκράτηση της περιοχής, μεταφέρονται, όμηροι, στις φυλακές της Τρίπολης. Η τύχη των περισσότερων ήταν προδιαγραμμένη.
Ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν τα τέσσερα από τα πέντε αδέλφια Τζιβανόπουλοι, ο πέμπτος, ο Αριστείδης, σώθηκε γιατί δεν ήταν στη Σπάρτη εκείνη τη μέρα. Ο δυστυχής πατέρας τρέχει να σώσει τα παιδιά του. Κάνει έγγραφα στους Γερμανούς και ζητά την αποφυλάκισή τους. Οι Γερμανοί ζητούν τη γνώμη των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο Διοικητής τους, Λεωνίδας Βρεττάκος απαντά με έγγραφο:
«Ελεύθερος Ελληνικός Στρατός
Τάγμα ο «Λεωνίδας»
Αριθ. Πρωτ. 13
Σπάρτη 23 – 11- 1943
Προς την Γερμανικήν Διοίκηση Σπάρτης
Ενταύθα
Κατόπιν προφορικής υμών διαταγής λαμβάνομεν την τιμήν να επιστρέψωμεν υμίν συνημμένως την από 22.11.43 αίτησιν του κ. Δημητρίου Τζιβανοπούλου μεθ’ όλων των συνημμένων και να αναφέρωμεν ότι οι μεν δύο αδελφοί Δημοσθένης και Ιωάννης είναι ενεργά μέλη του Ε.Α.Μ., διαφωτισταί και ομιληταί του Ε.Α.Μ. ανήκοντες εις μαχητικάς ομάδας, οι δ’ έτεροι δύο Σωκράτης και Παρασκευάς ανήκουν εις μαχητικήν ομάδα του Ε.Α.Μ. – Ε.Π.Ο.Ν. και ενήργησαν την επίθεσιν κατά της οικίας του αρχηγού Ε.Σ. κ. Λεωνίδα Βρεττάκου ένθα εφονεύθη ο Γεώργιος Καργάκος συνάμα δε εκ της οικίας των εγένετο εξόρμησις της επιθέσεως.
Κατόπιν των ανωτέρω άπαντα τα εν τη αιτήσει του πατρός των Δημητρίου Τζιβανοπούλου είναι ψευδέστατα και οι τέσσεροι υιοί του όχι μόνον δεν πρέπει να απολυθούν εκ των φυλακών Τριπόλεως ένθα κρατούνται, απεναντίας δε απορούμεν πως ούτοι μέχρι σήμερον δεν έχουν εκτελεσθή.
Ο Διοικητής
(υπογραφή) Λεωνίδας Βρεττάκος»
Με βάση πληροφορίες ότι θα μεταφέρονταν ταγματασφαλίτες στη Σπάρτη για να ενισχύσουν τις εκεί γερμανόφιλες συμμορίες, στις 25 Νοέμβρη δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στη θέση «Λογγάκι» στο Μονοδέντρι και χτυπούν φάλαγγα αυτοκινήτων με 40 Γερμανούς.
Η φάλαγγα εξουδετερώθηκε και μόνο ένας Γερμανός γλύτωσε. Οι Γερμανοί, σε αντίποινα, τα ξημερώματα της επόμενης μέρας 26 Νοέμβρη, φορτώνουν σε καμιόνια 100 από τους ομήρους φυλακισμένους της Τρίπολης, στην πλειοψηφία τους μέλη και στελέχη του ΕΑΜ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ Σπάρτης και ξεκινούν για το Μονοδένδρι. Στο δρόμο μαζεύουν τυχαία άλλους 18 αγρότες και τσοπανόπουλα που βρέθηκαν τυχαία στην περιοχή.
Το μεσημέρι, φτάνουν στο Μονοδένδρι, κατεβάζουν από τα αυτοκίνητα τους 118 ομήρους, τους τοποθετούν στο σημείο της ενέδρας και στήνουν δυο πολυβόλα από τις δυο μεριές του δρόμου και άλλα τέσσερα να στοχεύουν τους μελλοθάνατους.
Ανάμεσά τους μια γυναίκα: η δραστήρια ΕΑΜίτισσα Βασιλική Μαρινάκη και18 αδέλφια: τα 4 αδέλφια Δημοσθένης, Ιωάννης, Σωκράτης, Παρασκευάς Τζιβανόπουλοι, τα 3 αδέλφια Δημήτρης, Ζαχαρίας, Ιωάννης Αλεμαγγίδης, ο πατέρας Ευάγγελος και ο γιός του Νικόλαος Παπαστάθης, τα 2 αδέλφια Παναγιώτης και Γιώργος Μπλάθρας, ο πατέρας Κεχαγιάς Ευάγγελος και τα δυο του παιδιά Ηλίας και Νικόλαος, τα 2 αδέλφια Θόδωρος και Δημήτρης Σταυράκος, τα 2 αδέλφια Παναγιώτης και Σαράντος Ανδριτσάκης, τα 2 αδέλφια Λεωνίδας και Αντώνης Τριήρης. Ακόμα τα μέλη της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Σπάρτης: ο δικηγόρος Γιώργος Γιατράκος, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ο χειρουργός Χρήστος Καρβούνης και ο Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Αντώνης Ζερβομπεάκος.
Ο δικηγόρος Γιατράκος σηκώνεται και εκφωνεί τον τελευταίο λόγο του στους μελλοθάνατους συντρόφους του.
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός απευθύνεται στο γιατρό Χρήστο Καρβούνη, που σπούδασε στη Γερμανία: «Εσύ εξαιρείσαι!». Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ο Γερμανός αρνείται, ο Χρήστος Καρβούνης δεν δέχεται την εξαίρεση και ξεσπάει: «Όχι, όχι… Αυτό δεν θα γίνει! Δεν θα δεχτώ ποτέ ένα τέτοιο πράγμα, που θα αποτελέσει μεγάλη προσβολή για μένα… Όχι! Δεν θα γίνει αυτό. Αντίθετα κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Αν πρόκειται να εκτελεσθεί και ένας, αυτός πρέπει να είμαι εγώ. Ολοι οι άλλοι πρέπει να ζήσουν»[1].
Τα πολυβόλα που είχαν στηθεί άρχισαν να θερίζουν. Σε λίγο 117 κορμιά έπεφταν στο χώμα. Μόνο ο γιατρός στεκόταν όρθιος.
«Εσύ θα ζήσεις!», ακούστηκε να λέει ο Γερμανός αξιωματικός.
«Όχι δολοφόνοι…» απαντάει ο γιατρός, «Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα. Ζήτω το ΕΑΜ. Ζήτω η λευτεριά!». Ηταν τα τελευταία του λόγια. Ο Γερμανός όρμησε πάνω του, τον χτύπησε και τον πυροβόλησε πολλές φορές.
Ένα γράμμα
Στην τσέπη του εκτελεσμένου Γιώργου Γιατράκου βρέθηκε, ματωμένο, ένα γράμμα:
«Δεν στενοχωρούμαι εις τας κρισίμους περιστάσεις, οπλίζομαι με ανάλογον στωικότητα εγγίζουσαν τα όρια της αναισθησίας. Είναι μεγάλο φάρμακο αυτό. Είμαι εκ φύσεως λίγο φιλόσοφος, έχω και μια χαρακτηριστική αδιαφορία προς την αξία της ζωής και έτσι το εκτελεστικό απόσπασμα το οποίον δις μας επεσκέφθη αποχωρήσαν εν συνόλω 28 πρόβατα από το μπουλούκι, είμαι βέβαιος, ότι, αν έρθη η ώρα μου, θα το δω με την ίδια αδιαφορία και θα φωνάξω φεύγοντας: «Ζήτω η Λαϊκή Δημοκρατία». Προτού όμως γίνη τούτο καταλαβαίνω ότι κάτι μπορώ να εισφέρω εις τον αγώνα, και προ παντός εις την εξυγίανση της Πατρίδος μας Σπάρτης,
»Πρέπει να ζήσωμε γιατί οραματίζομαι μια νέα Ελλάδα διάφορη από τη σημερινή, η οποία θα γυρίση στην πρόοδο, στα ειρηνικά έργα, και θα μας προσεγγίση στην Ελλάδα του 5ου π.Χ. αιώνος. Βλέπω ένα ξεσήκωμα της λαϊκής ψυχής που θέλει, «αρχίζει να θέλη» την πρόοδο, και άμα γίνει τούτο συνειδητό η εκκαθάριση του παρελθόντος θα γίνη αυτόματα. Βλέπω αίμα, και αίμα πολύ, ότι θα χυθή γρήγορα. Η μάζα θέλει κατεύθυνση από ανθρώπους ατσαλένιους και συνετούς για να μη γίνουν πάρα πολλές αδικίες.
»Η επανάσταση του 1789 θα ωχριάση στη νέα ζωή, που θα ανοίξη η δική μας επανάσταση τηρουμένων των αναλογιών. Σ’ αυτή την κοσμογονία, την κοσμογονία που θα γίνη, έχω και εγώ τη δύναμη να βάλω ένα λιθάρι.
Σε φιλώ
ΓΙΩΡΓΟΣ»
Δυο χρόνια μετά, το Νοέμβρη του 1945, σε επιστολή της η Λίνα Γ. Γιατράκου που έχασε στο Μονοδένδρι τον άντρα της και τον αδερφό της γράφει, ανάμεσα στα άλλα:
«…Το χώμα του Μονοδεντριού ποτιζόταν από το αίμα των 118 αγωνιστών . Μέσα σ’ αυτούς είχα τον άντρα μου και τον αδερφό μου. Είμαι περήφανη γι’ αυτό. Οι 118 μάρτυρες ήταν οι διαλεχτοί της Εθνικής Αντίστασης στον τόπο μας . Γι’ αυτό έξοχα τους ξεχώρισαν μέσα στη νύχτα οι μασκοφορεμένοι προδότες και τους παρέδωσαν στους φασίστες επιδρομείς.
Πίστεψαν πως ο λαός θα ήταν αδύνατο ν’ αγωνιστεί και να νικήσει χωρίς αυτούς. Μα γελάστηκαν…»
1200 Νεκροί
Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής 1200 παιδιά της Λακωνικής γης έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Στο Λεύκωμα για τα Θύματα της Αντίστασης στη Λακωνία, που κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 1946, σε έκδοση της Εθνικής Αλληλεγγύης Λακωνίας, «ΒΑΨΑΝ Μ’ ΑΙΜΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΣΟΥ…», βρήκαμε δημοσιευμένο το παρακάτω κείμενο του ΕΑΜίτη ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου με τίτλο 1200 Νεκροί:
Οι 118
23 Οχτώβρη 1943. Μεσάνυχτα. Παράξενα βήματα αντηχούνε στους δρόμους της Σπάρτης. Οι καρδιές σφίγγονται. Τ’ αυτιά προσπαθούνε ν’ ακούσουν. Γερμανοί και προδότες χτυπάνε τις πόρτες. Οι μητέρες πέφτουν απάνω στα βρέφη τους και τα σκεπάζουν με τα κορμιά τους, να μην ακούσουνε, να μην ιδούνε, να μην κλάψουν. Κάποιοι μέσα σε τούτη την πόλη έχουν μιλήσει για τη λευτεριά. Κάποιοι μέσα σε τούτη τη πόλη ορκίστηκαν ν’ αγωνιστούνε για την υπόληψη της πατρίδας τους. Τις ίδιες στιγμές, εκατομμύρια πατριώτες, στη Γαλλία, στη Σερβία, στην Πολωνία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, σ’ όλες τις σκλαβωμένες χώρες του κόσμου, έδιναν τον ίδιον όρκο μ’ αυτούς. «Ελευθερία ή θάνατος!». «Ελευθερία ή θάνατος!» έγραφαν κι όλοι οι τίμιοι άνθρωποι κάτω από τον Ταΰγετο. Κι ήτανε αυτοί επαγγελματίες, επιστήμονες, εργάτες. Κι ήτανε μαζύ τους άνθρωποι περασμένοι στα χρόνια και παιδιά του σχολιού…
Στις 24 τα καμιόνια ξεκίνησαν. Τους πάνε στην Τρίπολι, στη φυλακή. «Αν θέλετε να σωθήτε, τους λένε οι συχαμένοι μισθοφόροι των καταχτητών, είναι εύκολο. Να βοηθήστε στο έργο τους τους προστάτες μας Γερμανούς». Και η εκατόμβη σήκωσε περήφανη τα κεφάλια της και γύρισε τις πλάτες στους προδότες. «Εμείς δεν θα γίνουμε σαν και σας!» τους απάντησαν. Και στις 26 του Νοέμβρη, με τα χαράματα, τα καμιόνια με τους 118 μελλοθάνατους ξεκινούσανε για το Μονοδέντρι της Σπάρτης. Τα φαράγγια ξυπνάνε από τα τραγούδια τους. Τα μάτια τους λάμπουν. Δεμένοι, δυο-δυο, κατεβαίνουν στον τόπο του μαρτυρίου τους, σαν νικητές. Είχανε κερδίσει τη μάχη της τιμής. Είχανε γίνει αθάνατοι. Τους χωρίζουνε τέσσερους – τέσσερους και τους οδηγούνε μπροστά στο εχτελεστικό απόσπασμα. Ο δικηγόρος Γιατράκος, αλύγιστος, βγάζει λόγο στους μελλοθάνατους. Εκείνοι ξεσπάνε σε ζητωκραυγές, που ξεσκίζουνε την ατμόσφαιρα με την απόφαση και με την πίστη τους. Τα ονόματα της Πατρίδας και της Λαϊκής Δημοκρατίας αντιλαλούνε στα γύρω βουνά.
Λίγο μετά τη 1 και 30΄ οι 117 ήρωες είχαν στρώσει με τα κορμιά του την πλατωσιά του Μονοδεντριού. Ενας μονάχα βρισκότανε ορθός. Ο γιατρός Καρβούνης. Ο επί κεφαλής του αποσπάσματος Γερμανός αξιωματικός τον έχει πλησιάσει. Κοιτάζονται όρθιοι κι οι δυο τους πρόσωπο με πρόσωπο. «Εσένα, Χρήστο Καρβούνη, του λέει, θέλουμε να σου χαρίσουμε τη ζωή. Εσύ σπούδασες εκεί πάνω στη Γερμανία, την πατρίδα μας…» Μα ο Καρβούνης δεν καταδέχτηκε να του χαρίσουνε τη ζωή. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Το σώμα του ψήλωσε. Και περιστοιχισμένος όπως ήτανε από τα κορμιά των συναγωνιστών του, τούδωσε την απάντηση. Και μια γριά χωριάτισσα που ολόρθη απάνω από την κορφή ενός βράχου καταριόταν τους δολοφόνους, είδε σε λίγο τον Καρβούνη και τον Γερμανό αξιωματικό νάρχονται στα χέρια. Ο Γερμανός αξιωματικός τράβηξε το πιστόλι του. Ο Καρβούνης έπεσε. Στις 2 η ώρα, οι 118 ήτανε όλοι νεκροί.
Οι 40
7 του Δεκέμβρη 1943. Η προδοσία έχει αρχίσει να ρίχνει τις ρίζες της από τον περασμένο Οχτώβρη στη δυστυχισμένη εργατούπολη του Γυθείου. Αξιωματικοί, φυγάδες του χρέους προς την πατρίδα και προς το λαό της, παίρνουν τουφέκια από τους Γερμανούς, για να τα στρέψουν στο στήθος της ίδιας τους της μητέρας, ν’ αποξεσκίσουν το στήθος της χιλιοσπαραγμένης πατρίδας τους. Τα μπλόκα δίνουν και παίρνουν στην άμοιρη πόλη. Το άνθος του τόπου καταχωνιάζεται μέσα στις φυλακές. Οι προδότες δεν έχουν πατρίδα. Δεν έχουν Θεό. Δεν ορκίζονται παρά μονάχα στο όνομα και τη νίκη του Χίτλερ. Οι προδότες πληρώνονται. Οι προδότες έχουν το δικαίωμα να ληστεύουν. Εχουν το δικαίωμα να σκοτώνουν. Οι προδότες πρέπει να σκοτώνουν για να τους χαμογελούνε οι Γερμανοί. Οι προδότες πρέπει να καίνε τα σπίτια για να ευχαριστιούνται οι ψυχές των απεσταλμένων του Χίτλερ… Δυο καμιόνια διασχίζουν την πόλη. Το ένα με 25 και το άλλο με 15 πατριώτες. Η πόλη είναι ανάστατη. Οι μανάδες βγαίνουν στους δρόμους και ουρλιάζουνε όπως οι λύκαινες. Σπαράζουνε όπως το ψάρι. Τινάζουν τα χέρια τους στον αέρα, τραβούν και ξεπλέκουν τα μαλλιά τους. Μοιρολόγια που μιλάνε για λεβεντιές, για μάηδες και για γαρούφαλα ανταριάζουν την πόλη. Οι μελλοθάνατοι σκίζουνε τις τέντες των καμιονιών και βγάζουνε έξω τις σφιγμένες γροθιές τους. Βγάζουνε τα κεφάλια τους, δείχνουν τα στήθη τους, τραγουδάνε… «Στη στεριά δε ζει το ψάρι…» «Ναι!» τους απαντάνε οι γυναίκες μοιρολογώντας… Κι από παντού, από τις αυλές, από τα μπαλκόνια, από τα χωράφια, ακουγόντουσαν φωνές γυναικείες, φωνές γέρικες, φωνές παιδικές… «Εχετε αδέλφια! Εχετε μανάδες! Εχετε παιδιά… Είμαστε πολλοί… Στο καλό!… Θα νικήσουμε!…» Τα καμιόνια σταμάτησαν πιο μακρυά, πολύ πίσω απ’ την πόλη. Σε λίγο οι ομοβροντίες ξεκούνησαν τα βουνά.
Οι 35
Τα καμιόνια του θανάτου, άλλαξαν τώρα κατεύθυνση. Ο θάνατος τώρα περνάει από τις Κροκεές. Επί κεφαλής οι Ελληνες αξιωματικοί, πίσω τους οι Γερμανοί. Ανεβαίνουν στους λόφους και οσμίζονται την κοιμισμένη κωμόπολη. Η κωμόπολη τούτη, λένε στους Γερμανούς, έχει τέσσερες χιλιάδες ψυχές και οι φίλοι σας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός μας χεριού. Οι Γερμανοί σηκώνουν τους ώμους σα να τους λένε: Κάμετε ότι νομίζετε. Και κείνοι ζώνουν τους δρόμους και ξεδιαλέγουν τους ωραιότερους. Οπου έχει ψυχή. Οπου έχει παράστημα. Οπου έχει αγάπη για την πατρίδα. Οπου έχει πόνο για τους σκλαβωμένους. Οπου έχει περηφάνεια, φιλότιμο και καρδιά. Και τα μαύρα καμιόνια φορτώνονται. Οι γυναίκες βγαίνουν και πέφτουνε μπροστά στ’ αυτοκίνητα. Τρέχουνε πίσω τους, στο δημόσιο δρόμο. Τρέχουν, τρέχουν… Πέφτουν λυπόθυμες, ξανασηκώνονται. Στηλώνονται, σηκώνουν τα χέρια τους και φωνάζουν: «Φωτιά να σας κάψει προδότες!… Κακιά μπάλα να σας βρει στην καρδιά!… Κεραυνός να σας κάψει…» Τα καμιόνια με τους μελλοθάνατους ανεβαίνουν για τη Σπάρτη. Κι από κει για το μοιραίο τόπο του Μονοδεντριού. Τα καμιόνια με τα τραγούδια περνάνε ανάμεσα από τους μελαγχολικούς χωματόλοφους. Λίγο ακόμα και ο τόπος είναι κοντά. Η ωραία κωμόπολη δε θα τους ξαναειδεί πλέον. Μόνο τα αντάρτικα τραγούδια θα πυκνώσουν και θα δυναμώσουν. Οι άλλοι που έμειναν, θα γονατίσουνε πάνω στο αγαπημένο τους αίμα, κι αναπηδώντας, θα ξεδιπλώσουν ψηλότερα την παντιέρα της λευτεριάς.
Οι 11, οι 7, οι 9, οι 25, οι…, οι…
1200 νεκροί στον αγώνα για την πατρίδα. Μπορείτε ν’ απαγγείλετε σ’ όλο τον κόσμο, ότι η πατρίδα του Λεωνίδα έχει κάμει το χρέος της. Κάθε χωριό, κάθε πέτρα, κάθε φυλλαράκι χλόης ακόμα, θρηνεί τους λεβέντες και τις λεβέντισσες, θρηνεί τ’ ατρόμητα παλληκάρια, που βαδίσαν ίσιοι, κατά πάνω στο θάνατο, με το κεφάλι ψηλά. Και δεν είναι 1200. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Είναι και κείνοι που φύγανε σιδηροδέσμιοι για τη Γερμανία και που ακόμα δεν τους είδαμε να μας ξανάρχονται. Τους πήρε κι αυτούς το μεγάλο σκοτάδι. Τους πήρε κι αυτούς η καταιγίδα του φασισμού που ξέσπασε πάνω στα στήθια δεκάδων εκατομμυρίων νεκρών απ’ όλο τον κόσμο. Εσκυψε και η πατρίδα μας, μαζύ μ’ όλες τις άλλες πατρίδες, έσκυψε κι άδειασε και τούτη τον κόρφο της χάμω στη γης, Χάμω στη ρίζα του δέντρου της λευτεριάς. Της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της αδελφωσύνης και της λευτεριάς. 1200 νεκροί στο βωμό της Μεγάλης Αντίστασης. Γονατίζουμε πάνω στο άγιο τους αίμα. Γονατίζουμε. Φιλούμε τη γης κι ορκιζόμαστε. Πρέπει να δώσουμε και μεις τη ζωή μας όσο μπορούμε καλλίτερα. Για τη λευτεριά. Για την πρόοδο. Για την προκοπή του Ανθρώπου.
Εκείνοι, έπραξαν το καθήκον τους. Εκείνοι ύψωσαν το μνημείο τους, μεγάλο σαν τον Ταΰγετο. Αιώνιο σαν τον Ευρώτα. Οι 1200 απόντες πληρώνοντας με το αίμα τους το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, μας άφησαν εδώ κάτω με την πεποίθηση πως εμείς θα ολοκληρώσουμε τον αγώνα για το καλό της Πατρίδας.
Οι «Αλησμόνητοι» μας το παραγγέλνουν:
Πατριώτες! Ο αγώνας δεν τελείωσε.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
[1] Περιγραφή της εκτέλεσης των 118 ηρώων από τον διερμηνέα των Γερμανών, που δόθηκε στον ανακριτή του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ μόλις 8 μέρες μετά την εκτέλεση, όταν αυτός δραπέτευσε από τους Γερμανούς και προσχώρησε στον ΕΛΑΣ – ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, τ. 3α, σελ. 250 – 256.
imerodromos
– Δείτε ΕΔΩ το ντοκιμαντέρ από το Αρχείο της ΕΡΤ