Όποιος ψάχνει βρίσκει, λέει η παροιμία, αλλά το να ψάχνεις για κάτι άλλο και να «πέφτεις» απρόσμενα σε ένα ιστορικό πολιτικό ντοκουμέντο που βρέθηκε στα χέρια σου πριν από 15 χρόνια, το λες και παροιμιώδη ανακάλυψη, πόσω μάλλον όταν σου προκύπτει σε μια στιγμή κατά την οποία η υπόθεση Παπαντωνίου εκ των πραγμάτων αναμοχλεύει την παθογένεια της διαπλοκής που χρεοκόπησε τη χώρα.
Της Κατερίνας Ακριβοπούλου
Το πολύτιμο για την ακτινογραφία της οδυνηρής πραγματικότητας εύρημα είναι, λοιπόν, μια άγνωστη επιστολή του αείμνηστου Γεράσιμου Αρσένη με ημερομηνία 31 Ιουλίου 2003 προς τον τότε πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, με την οποία τον καλούσε να ανοίξει τις διαδικασίες διαδοχής προκειμένου να γίνει αυτοκάθαρση από τα φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς.
Η επιστολή-καταπέλτης που αποκαλύπτουμε σήμερα αποδεικνύεται, 15 χρόνια μετά, ανατριχιαστικά προφητική, καθώς ο Γεράσιμος Αρσένης προβλέπει επίσης την οικονομική κρίση, τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και την πορεία της χώρας, ενώ οι παρατηρήσεις του για τα εθνικά θέματα, με αιχμή τον ρόλο της Τουρκίας και την επιθετικότητα Ερντογάν, είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα!
Ο ζόφος…
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: το καλοκαίρι του 2003, επτά μήνες πριν από τις εκλογές του 2004, η ήττα του ΠΑΣΟΚ έχει ήδη προδιαγραφεί. Υπό το βάρος των σκανδάλων και ενόσω η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του κόμματος, με την κλίση προς τα δεξιά, έχει ήδη συντελεστεί,το πολιτικό κλίμα ήταν αβάσταχτα τοξικό.
Το κατά Σημίτη… «κοινωνικό φαινόμενο» της διαφθοράς, ενισχυμένο από το τέρας της διαπλοκής, που τη σημιτική περίοδο θεσμοθετήθηκε όπως ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, είχαν πλέον εξαπλωθεί παντού, δηλητηριάζοντας τα ζωτικά κύτταρα του πολιτικού και κοινωνικού σώματος. Λίγο πριν από την εκπνοή της δεύτερης τετραετίας, την οποία «ο μακροβιότερος» κέρδισε με αμφιλεγόμενο τρόπο μετά τις…περίεργες εκλογές του 2000, το σύστημα Σημίτη κατέρρεε.
Το άγος του Χρηματιστηρίου, το αδυσώπητο πάρτι με τα εξοπλιστικά, τα πρώτα (τότε) ψήγματα για τα μαύρα ταμεία της Siemens, το κρυφό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, η αποχαλίνωση της υψηλής διαπλοκής με την απροσχημάτιστη λεηλασία του δημόσιου πλούτου από ένα κλειστό κλαμπ εξουσίας, ο τρόπος λειτουργίας του μιντιακού συστήματος των εθνικών εργολάβων της εποχής και, το κυριότερο, το colpogrosso με τα swaps της GoldmanSachs,που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, στοίχισε στη χώρα πάνω από 15 δισ., ανοίγοντας ταυτοχρόνως την κερκόπορτα του μνημονίου, είχαν διαβρώσει ολοσχερώς τα θεμέλια του «εκσυγχρονιστικού» οικοδομήματος.
Ο Τύπος της περιόδου βοούσε για τα σκάνδαλα, με συνταρακτικές αποκαλύψεις, που προκαλούσαν σοκ και δέος στην ελληνική κοινωνία, η οποία βίωνε ήδη τα βίαια αποτελέσματα του πρώιμου νεοφιλελευθερισμού, έτσι όπως τον εισήγαγε στη χώρα με τρόπο μεθοδικό και… αταλάντευτο ο τότε πρωθυπουργός.
Δεν είναι τυχαίο το ότι η «έμπνευση» του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κώστα Καραμανλή, να αποκαλέσει από το βήμα της Βουλής τον Κώστα Σημίτη «αρχιερέα της διαπλοκής» βρήκε απήχηση σε ένα ευρύτατο ακροατήριο, πέραν της Νέας Δημοκρατίας.
Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ -ψηφοφόροι, μέλη και στελέχη- που είχε τις αναφορές του στον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν σε αναβρασμό. Άκουγε ανήσυχος το βουητό της κοινωνίας, παρακολουθούσε οργισμένος τον εκφυλισμό της ιστορικής Χαριλάου Τρικούπη σε μηχανή παραγωγής σκανδάλων, ανακάλυπτε συντετριμμένος την ιδεολογική μετάλλαξη του Σοσιαλιστικού Κινήματος και αγωνιούσε για το παρόν και το μέλλον της κεντροαριστερής παράταξης, που έκανε τη μεγάλη πολιτική τομή στη Μεταπολίτευση.
Το «κατηγορώ» για τη διαπλοκή
Ο Γεράσιμος Αρσένης είναι τότε απλός βουλευτής, αλλά δεν έχει πάψει να είναι και ειδικός πόλος, καθώς, εκτός του ότι έχει διατελέσει επί πολλά χρόνια κορυφαίος υπουργός, έχει διεκδικήσει, παράλληλα με τον Ακη Τσοχατζόπουλο, και την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ στο συνέδριο του 1996, το οποίο, ως γνωστόν, ανέδειξε τελικώς πρόεδρο τον Κώστα Σημίτη.
Ως εκ τούτου, γίνεται δέκτης της ανησυχίας που διαπερνά τότε τα μέλη και τα στελέχη του Κινήματος, που διαβλέπουν την ήττα και αναζητούν διεξόδους και αλλαγές.
Έτσι, αποφασίζει να στείλει την επιστολή-μανιφέστο, την οποία όμως ουδέποτε έδωσε στη δημοσιότητα, αφενός για να μην επιβαρύνει περαιτέρω το ήδη κακό κλίμα που βασάνιζε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου για να μην θεωρηθεί ότι διεκδικεί ο ίδιος ηγετικό ρόλο ή άλλα πολιτικά οφέλη.
«Σήμερα ο πολίτης διερωτάται: Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο; Ποιο είναι το σύστημα διακυβέρνησής μας; Είναι ενός ανδρός αρχή; Είναι η εξωθεσμική παρέα του πρωινού καφέ; Είναι οι γνωστοί διαπλεκόμενοι-προνομιούχοι συνδαιτυμόνες του Δημοσίου και μεγιστάνες των ΜΜΕ ή είναι λίγο και από τα τρία;» επισημαίνει ο Γεράσιμος Αρσένης, ενώ διερωτάται:
«Έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί σάλος στον Τύπο για τη διαφθορά, για να συνειδητοποιήσουμε ότι, ακόμα και με ραγδαία και παρ’ αξία ανέλιξη, επαγγελματίες της προσκόλλησης στα κυκλώματα της εξουσίας συνηθίζουν να υποκύπτουν στα διαβρωτικά θέλγητρα της εξουσίας; Έπρεπε πρώτα να διασυρθεί το πολιτικό σύστημα -και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ-, για να αποδεχθούμε ότι υπάρχουν διαφθορά και διαπλοκή που αλλοιώνουν επικίνδυνα τον χαρακτήρα της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι γι’ αυτά τα νοσηρά φαινόμενα;».
Το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου
Με την ίδια οξύτητα καταφέρεται ο Γεράσιμος Αρσένης και σε ό,τι αφορά στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου με «τσάρο» της Οικονομίας, υπενθυμίζεται, τον Γιάννο Παπαντωνίου:
«Οι μεθοδεύσεις στο Χρηματιστήριο οδήγησαν στην πιο δραματική και βίαιη αναδιανομή του πλούτου που γνώρισε ο τόπος στην πρόσφατη ιστορία. Οι ζημίες εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών αντιστοιχούν σε τεράστια κέρδη ολίγων επιτηδείων κερδοσκόπων ή προσώπων με διασυνδέσεις και εσωτερική πληροφόρηση. Πέρα από τις οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις, η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει και ένα μείζον θέμα ηθικής τάξης. Κι όμως, το θέμα αυτό δεν έχει συζητηθεί ώστε να εντοπιστούν οι ευθύνες των αρμόδιων οργάνων, που είναι, πιστεύω, εξόφθαλμες.
Η στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στα προβλήματα της διαφθοράς και της διαπλοκής δεν συζητήθηκε ποτέ, όπως δεν συζητήθηκε η πρόταση για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το Χρηματιστήριο. Στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ όμως ζητήθηκε, χωρίς πάλι να προηγηθεί συζήτηση, να δημοσιοποιήσουν τις χρηματιστηριακές τους πράξεις, ωσάν αυτές να ήταν η λυδία λίθος του προβλήματος».
Η (μη) απάντηση Σημίτη
Η απάντηση του Κώστα Σημίτη λίγες ημέρες μετά, με ημερομηνία 5 Αυγούστου 2003 και αριθμό πρωτοκόλλου 349, επιδεικτικά ολιγόλογη, διακριτικά περιφρονητική και ευδιάκριτα αλαζονική, αντανακλά με υψηλή ευκρίνεια την πραγματική στάση του έναντι της διαπλοκής.
Παρότι το «κατηγορώ» που του απευθύνει ευθέως ο Γεράσιμος Αρσένης είναι δριμύτατο, ο Κώστας Σημίτης αποφεύγει επιμελώς να τοποθετηθεί, όπως το συνηθίζει, άλλωστε, όταν πρόκειται για θέματα διαφθοράς…
«Αγαπητέ Μάκη,
Ελαβα το γράμμα σου με ημερομηνία 31/7/2003. Το γράμμα αυτό είναι ένα γράμμα θέσεων, με σκοπό τη μεταγενέστερή του χρήση. Οι δικές μου θέσεις έχουν επανειλημμένα εκφραστεί και, πράγμα που φαίνεται να λησμονείς, έχουν επικροτηθεί δύο φορέςαπό τον ελληνικό λαό και δύο φορές από συνέδρια του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και είναι περιττό να τις επαναλάβω.
Οσον αφορά στο κεντρικό σημείο σου, ότι θα πρέπει η Κοινοβουλευτική Ομάδα να κάνει επιλογές ελεύθερα, πέρα από τη διαπίστωση ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα έκανε μέχρι σήμερα πάντα ελευθέρα τις επιλογές της, σε διαβεβαιώ ότι θα έχεις την ευκαιρία να διαπιστώσεις ότι αυτό θα συνεχισθεί και στο μέλλον και σε θέματα σημαντικά.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Κ. Σημίτης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεράσιμος Αρσένης έκλεινε την επιστολή με «συντροφικούς χαιρετισμούς», έκφραση που, προφανώς, δεν αντιπροσώπευε τον τότε πρωθυπουργό. Μάλλον ήταν πολύ αριστερή για τα μέτρα του…
Η επιστολή του αείμνηστου Γεράσιμου Αρσένη στον Κώστα Σημίτη επτά μήνες πριν από την ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004 είχε πολλαπλά μηνύματα για την πορεία του κινήματος και τις βαρύτατες ευθύνες του τότε πρωθυπουργού, πέρα από τα όσα αναλύονται στο κυρίως ρεπορτάζ της «Νέας Σελίδας» για τη διαφθορά και τη διαπλοκή.
Ο Γεράσιμος Αρσένης αναφέρεται διεξοδικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πώς τις διαχειρίστηκε η κυβέρνηση Σημίτη, στη λειτουργία της δημοκρατίαςκαι του κόμματος, στις αστοχίες που έγιναν στην παιδεία, στον ρόλο των συνδικαλιστών και στο κλειστό κύκλωμα εξουσίας που είχε δημιουργήσει ο τότε πρωθυπουργός.
Αποκαλύπτει ότι η οικονομική κρίση είχε ήδη αρχίσει και υπογραμμίζει ότι αυτοί που θα πληρώσουν τελικά το κόστος θα είναι οι μη προνομιούχοι. Όπερ και εγένετο…
Για τις σχέσεις με την Τουρκία και την επιθετικότητα του Ερντογάν ο Αρσένης είναι εξαιρετικά προφητικός για όσα έμελλε να συμβούν. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Έπρεπε να περιμένουμε τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Ερντογάν για τον Αττίλα για να υποψιαστούμε ότι κάτι δεν πάει καλά με την ‘αναθεωρημένη’ πολιτική μας στα ελληνοτουρκικά, με τον μύθο της ‘ισχυρής Ελλάδας’ και να δηλώνουμε τώρα ότι ‘η Αθήνα οδηγείται στη σκέψη ότι θα μπορούσε να προβάλει βέτο για την έναρξη διαπραγματεύσεων ΕΕ – Τουρκίας’;».
«Στη Σύνοδο του Ιουνίου της Κεντρικής Επιτροπής μας είπες ότι το 2003 θα είναι ‘έτος εθνικών θεμάτων’. Πρόσφατα, δήλωσες ότι ‘η προοπτική επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου και η οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο βρίσκονται πλέον μπροστά μας, πιθανότατα το 2004’».
«Δεν γνωρίζω πού στηρίζεις την αισιοδοξία σου. Εγώ, όπως γνωρίζεις, έχω εκφράσει τις επιφυλάξεις μου για την ‘αναθεωρημένη’ εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε μετά τη ‘Μαδρίτη 1997’ και δεν χρειάζεται, πιστεύω, να επαναλάβω εδώ τις σκέψεις μου αναλυτικά. Πιστεύω ότι η Τουρκία παραμένει αμετακίνητη στην επιδίωξή της να επιτύχει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης και τη δορυφοροποίηση της Κύπρου. Η στρατηγική αυτή επιλογή της Τουρκίας δεν αντίκειται στα συμφέροντα του ‘διεθνούς παράγοντα’, ίσως και να τα υποβοηθά και δεν φαίνεται να ενοχλεί, μέχρι τώρα τουλάχιστον, τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι οι διαπραγματεύσεις ΕΕ – Τουρκίας θα συμβάλουν να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες ώστε η Τουρκία να αποδεχτεί λύση του Κυπριακού ή ‘διευθέτηση’ στα ‘θέματα’ του Αιγαίου χωρίς υποχωρήσεις από τη δική μας την πλευρά.
Ανεξάρτητα όμως από τις εκτιμήσεις που μπορεί να κάνει ο καθένας, παραμένει το γεγονός ότι σημαντικές διαπραγματεύσεις βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και χωρίς αμφιβολία θα ασκηθούν πιέσεις από τον ‘διεθνή παράγοντα’ με περαιτέρω υποχωρήσεις εκ μέρους μας και για ‘οδυνηρούς’ συμβιβασμούς. Ειλικρινά, πιστεύω ότι είναι επιζήμιο για τον τόπο να αναλάβει μόνη της η κυβέρνηση το βάρος αυτής της μεγάλης εθνικής υπόθεσης».
Προεξοφλώντας την ήττα στις εκλογές, το κορυφαίο για δεκαετίες στέλεχος του ΠΑΣΟΚ διεκτραγωδεί την απαξίωση του κόμματος και τη λειτουργία παράκεντρων με τα κατόπιν ολέθρια αποτελέσματα για το άλλοτε πανίσχυρο στα λαϊκά στρώματα κίνημα:
«Κανένα από τα προβλήματα που μας πιέζουν σήμερα δεν προέκυψε αιφνίδια. Τα προβλήματα είχαν έγκαιρα εντοπιστεί και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους είχαν κατατεθεί. Δυστυχώς, επέλεξες να αγνοήσεις τις προειδοποιήσεις και τις προτάσεις και αντιμετώπισες απαξιωτικά πολλούς συντρόφους που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, απονέμοντάς τους την ταμπέλα της ‘εσωκομματικής αντιπολίτευσης’. Σου θυμίζω όμως τι έλεγες το 1994: ‘Επικίνδυνοι δεν είναι εκείνοι που έχουν άποψη, αλλά εκείνοι που δεν έχουν γνώμη ή ενοχλούνται που άλλοι έχουν γνώμη’».
«Θεωρώ ότι έχεις αυξημένη ευθύνη αυτήν τη φορά να ακούσεις προσεκτικά τις απόψεις όλων όσους έχεις επίμονα αποφύγει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν έχουμε περιθώρια για άλλα λάθη. Θα ήταν θανάσιμο λάθος να προσπαθήσουμε να καλύψουμε το πολιτικό κενό που εμείς οι ίδιοι, άλλωστε, δημιουργήσαμε με προεκλογικές παροχές, προσλήψεις και εξαγγελίες μακροπρόθεσμων στόχων. Χρειάζεται να αποδεχτούμε την πραγματικότητα. Χρειάζονται αυτοκριτική και αυστηρή απόδοση ευθυνών. Χρειάζονται τολμηρές ανατροπές. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε γιατί φτάσαμε εδώ.
Πιστεύω ότι η ρίζα του κακού είναι ότι όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε η επαγγελία του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της χώρας και του κόμματος, αλλά αντίθετα εδραιώθηκαν, με δική σου ανοχή, ο αυταρχισμός και ένα αναχρονιστικό του πελατειακό σύστημα. Σου υπενθυμίζω ότι η εκλογή σου ως πρωθυπουργού τον Ιανουάριο 1996 στηρίχτηκε σε ένα μεγάλο βαθμό στην επαγγελία της θεσμικής λειτουργίας του κόμματος και της κυβέρνησης».
«Δεν αναδείχθηκες πρωθυπουργός ούτε για να αποφασίζεις μόνος ούτε για να εγκαταστήσεις ένα κλειστό κύκλωμα, τη δική σου ομάδα, στη δομή της κομματικής και κρατικής εξουσίας. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτά που έγιναν. Και αν τουλάχιστον η ομάδα αυτή ήταν η αιχμή του δόρατος για τον επαγγελλόμενο εκσυγχρονισμό, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει -αλλά όχι και να επιδοκιμάσει- την πολιτική σκοπιμότητα του εγχειρήματος. Αλλά δεν επρόκειτο περί αυτού. Πρέπει ήδη κι εσύ ο ίδιος να έχεις συνειδητοποιήσει ότι πολλά από τα άτομα της ομάδας που σε στήριξαν στο Συνέδριο του ’96, και εξακολουθούν να σε στηρίζουν σήμερα, δεν διακρίνονται για τον εκσυγχρονιστικό τους ζήλο. Είχαν, άλλωστε, με μεγάλη άνεση υπηρετήσει άλλους παλαιότερα κάτω από άλλες ιδεολογικές παντιέρες. Είναι τα μόνιμα και κρατικοδίαιτα στοιχεία σε κάθε κομματικό μηχανισμό που ανταλλάσσουν πρόθυμα ιδέες για εξουσία και στηρίζουν την κάθε ηγεσία, αρκεί να διατηρούν το προνομιακό κοινωνικό και εισοδηματικό status.
Κι εδώ είναι η νέμεσις: στηρίχθηκες σε ομάδα κομματικής και κρατικής εξουσίας που στο σύνολό της -αλλά και με λαμπρές εξαιρέσεις- υπέσκαψε κάθε προσπάθεια γνήσιου εκσυγχρονισμού. Είμαι βέβαιος ότι θα θυμάσαι πόσες φορές είχαμε σχολιάσει μαζί το γεγονός ότι ήταν οι λεγόμενοι ‘εκσυγχρονιστές’ συνδικαλιστές (πρώην και εν ενεργεία) που υπονόμευσαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Τα προβλήματα που προέκυψαν και τελικά εξέθεσαν εσένα προσωπικά θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί ικανοποιητικά, αν είχες δώσει τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ουσιαστικά οι δημοκρατικοί θεσμοί του κόμματος ώστε να συμμετέχουν όλοι στη διαμόρφωση της πολιτικής αλλά και στην αξιολόγηση της δράσης του καθενός. Παρακμιακά φαινόμενα ομαδοποίησης, ιδιοποίησης εξουσίας, αλαζονείας και διαφθοράς δεν αντιμετωπίζονται με φετφάδες και φαρισαϊσμούς, αλλά λύνονται με όρους πολιτικούς μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς. Δυστυχώς, έλειψε ο σεβασμός στις δημοκρατικές διαδικασίες και στις αρχές της κομματικής συλλογικότητας. Απογοήτευσες τον πολίτη που περίμενε από εσένα μια άλλη ευαισθησία σε θέματα δημοκρατικής λειτουργίας».
Επισημαίνει με διορατικότητα ότι η οικονομική κρίση έχει ήδη αρχίσει με τις ασθενέστερες τάξεις να πλήττονται και ότι η διαφημιζόμενη τότε ανάπτυξη οφείλεται στη φούσκα των κατασκευών λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις:
«Διερωτώμαι: Επρεπε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας να φτάσει σε τέτοια απαξίωση, να ζει με τον εφιάλτη της ακρίβειας και της ανεργίας, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής θέλει δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη;
Στο εσωτερικό μέτωπο, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Ο λαός περιμένει από εμάς: α) πιο δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου και εισοδήματος, β) βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων αγαθών (υγεία, παιδεία, περιβάλλον), γ) σύγχρονο και αδιάφθορο κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, δ) εξασφάλιση και σιγουριά εργασίας».
«Η πρόσφατη αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 4% ετησίως κακώς χαρακτηρίζεται από τους κρατικούς επικοινωνιολόγους ως ανάπτυξη. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αύξησης του ΑΕΠ καταδεικνύουν τον ασυμμετρικό και συνεπώς τον μη αναπτυξιακό και μη αυτοτροφοδοτούμενο χαρακτήρα της. Η εισοδηματική αύξηση οφείλεται κυρίως στις κατασκευές και στα έργα υποδομής που αυξάνονται με ρυθμούς 10% ετησίως. Η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται μόνο κατά 1% ετησίως, ενώ η αγροτική παραγωγή μειώνεται. Η αύξηση του εισοδήματος και η επακόλουθη ζήτηση για εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες έχουν δημιουργήσει ένα επικίνδυνο παραγωγικό έλλειμμα, που πρόσκαιρα καλύπτεται από εισροή πόρων από το Γ΄ ΚΠΣ και την ΚΑΠ. Αλλά αυτή η ενίσχυση δεν θα συνεχίζεται επ’ άπειρον, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται: Ποια θα είναι η λοκομοτίβα της ανόδου του εισοδήματος στη ‘μετακατασκευαστική εποχή’, όταν, δηλαδή, θα έχουν ολοκληρωθεί τα (πανάκριβα) Ολυμπιακά έργα και τα έργα υποδομής του Γ΄ ΚΠΣ; Η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων δείχνει σαφώς ότι δεν έχουμε προετοιμάσει κανέναν κλάδο της οικονομίας για να παίξει αυτό τον ρόλο. Το 65% του συνόλου των επενδύσεων αφορά στις κατασκευές. Μόνο το 33% κατευθύνεται σε εξοπλισμό, όπου όμως μόνο το 5% διατίθεται για νέες δραστηριότητες και νέα προϊόντα, ενώ το υπόλοιπο καλύπτει ανάγκες αντικατάστασης παλαιού μηχανολογικού εξοπλισμού ή επέκτασης δραστηριοτήτων που ήδη υπάρχουν. Δεδομένου ότι απαιτούνται τρία ή τέσσερα έτη για να τεθεί σε λειτουργία μια νέα επιχείρηση ή να γίνουν οι απαραίτητες αναδιαρθρώσεις, είναι σαφές ότι μετά το 2005, όταν θα σημειωθεί πτώση των εργασιών στον κατασκευαστικό τομέα, θα υπάρξει πρόβλημα. Γι’ αυτό και η ύφεση μετά το 2005 είναι αναπόφευκτη.
Μια περαιτέρω δυσκολία στην προοπτική να μετριαστεί τουλάχιστον η προοπτική της ύφεσης ανάγεται στη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Κύρια πηγή χρηματοδότησης ήταν οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες στο παρελθόν ήταν 18% του ΑΕΠ. Ο Ελληνας καταναλωτής έχει κρατήσει την κατανάλωση στα ιστορικά επίπεδα, αλλά οι αποταμιεύσεις έχουν καταρρεύσει στο 5% του ΑΕΠ. Ο δημόσιος τομέας, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα μπορέσει να προσφέρει περισσότερο από 3%. Για να στηρίξουμε ένα ελάχιστο πρόγραμμα επενδυτικής δραστηριότητας σε ένα επίπεδο 15% του ΑΕΠ (καθαρές επενδύσεις), δηλαδή στα ιστορικά επίπεδα, θα χρειαστούμε εξωτερικούς πόρους (δανεισμός, ξένες επενδύσεις και εισροές από την Ευρωπαϊκή Ενωση) της τάξης του 7% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου δύο φορές το μέγεθος του Γ΄ ΚΠΣ, πράγμα αδύνατον».
«Γι’ αυτά τα θέματα έχω μιλήσει και στο παρελθόν και είχα κάνει έκκληση σε εσένα να τολμήσεις να προχωρήσεις στις τομές που ήταν αναγκαίες για να δώσουμε στην παράταξή μας και στον τόπο μια θετική προοπτική. Είναι μάταιο να επαναλάβω αυτή την έκκληση για μια ακόμη φορά. Είναι ήδη αργά. Ειλικρινά πιστεύω ότι δεν μπορείς να αντιστρέψεις την πορεία προς την ήττα. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, η προσφορά σου στην αντιμετώπιση της κρίσης θα είναι να δεχτείς να αφήσεις ανοιχτές τις διαδικασίες μέσα στο κόμμα και κυρίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα για να αξιολογήσει όλες τις πτυχές της κρίσης και να δώσει την πρέπουσα λύση.
Αν δεν τολμήσουμε τώρα να προχωρήσουμε στην ‘αυτοκάθαρσή’ μας, φοβάμαι ότι αυτό θα το κάνει το εκλογικό σώμα στις επερχόμενες εκλογές. Και μια τέτοια έκβαση θα είναι άδικη για την παράταξή μας και οδυνηρή για τον τόπο. Πιστεύω ότι εκφράζω τον διακαή πόθο πολλών ότι έχουμε ευθύνη να δράσουμε τώρα».
Τελικά δεν έδρασαν, διότι ο Κώστας Σημίτης προτίμησε να αφήσει την «καυτή πατάτα» της εκλογικής ήττας στον Γιώργο Παπανδρέου. Παρέλαβε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ένα κραταιό κίνημα και παρέδωσε στον Γιώργο Παπανδρέου ένα κόμμα με ημερομηνία λήξεως. Θεώρησε ότι έχει κερδίσει την υστεροφημία του, πλην όμως «μηδένα προ του τέλους μακάριζε»…
Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 74 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 4/11