Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Ρωμανίδης (2 Μαρτίου 1927 – 1 Νοεμβρίου 2001) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ορθόδοξους θεολόγους του 20ού αιώνα και ανακαινιστής της Ορθόδοξης Θεολογίας, με την επιστροφή της στην γνησιότητα της αγιοπατερικής παραδόσεως.
Οι γονείς του ήταν από την Ρωμαϊκή Καστρόπολη της Αραβησσού της Καππαδοκίας. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 1927. Έφυγε από την Ελλάδα και μετανάστευσε στην Αμερική, στις 15 Μαΐου 1927 (σε ηλικία 72 ημερών), με τους γονείς του και μεγάλωσε στην πόλη της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν στην 46η οδό μεταξύ της 2ας και της 3ης Λεωφόρου.
Ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences). Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στην Θεσσαλονίκη και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, του Λιβάνου από το 1970.
Σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου της Νέας Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1951 και έκτοτε διακόνησε ως εφημέριος σε διάφορες ενορίες των ΗΠΑ. Μεταξύ των ετών 1958 και 1965 υπηρέτησε ως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού, παραιτήθηκε όμως το 1965, διαμαρτυρόμενος για την απομάκρυνση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι από την Σχολή.
Η εκλογή του για την Έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε στις 12 Ιουνίου 1968, αλλά δεν διωρίζετο, διότι κατηγορείτο ως “κομμουνιστής”. Τελικά ο διορισμός του έγινε το 1970. Το 1984, για προσωπικούς λόγους παραιτήθηκε με πλήρη σύνταξη.
Απεβίωσε την 1 Νοεμβρίου 2001, αφήνοντας πίσω του πλούσιο θεολογικό και ιστορικό έργο.
Το έργο του
Έχει συγγράψει πλήθος μελετών, πολλές από τις όποιες είναι ακόμη ανέκδοτες και πρέπει να συνεκδοθούν σε σειρά τόμων. Τα κατάλοιπά του είναι ανάγκη να ασφαλισθούν διότι έχουν πολλά να προσφέρουν και αποκαλύψουν. Η διδακτορική του διατριβή περί του Προπατορικού Αμαρτήματος κυριολεκτικά επαναστατική, άνοιξε νέους δρόμους στην Ορθόδοξη Θεολογία, ακολούθησαν δε τα βιβλία του για την Ρωμιοσύνη, που είχαν την ίδια σημασία, για τον χώρο της Ιστορίας. Και των δύο αυτών χώρων, την έρευνα και κατανόηση, ανανέωσε ο π. Ιωάννης.
Το έργο και η προσφορά του στην επιστήμη έχουν διερευνηθεί συστηματικά στη διδακτορική διατριβή του Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy – The Theology of John Romanides, Canada, 1998.
Εξ ίσου όμως μεγάλη υπήρξε η συμβολή και η προσφορά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τη συμμετοχή του στους Θεολογικούς Διάλογους με Ετερόδοξους, ιδιαίτερα με τον Αγγλικανισμό, αλλά και αλλόδοξους (Ιουδαϊσμό και Ισλάμ). Το γεγονός δε, ότι μητρική του γλώσσα ήταν η Αμερικανική (Αγγλική), του εξασφάλιζε την άνεση που χρειαζόταν, για να αναπτύσσει με κάθε ακρίβεια τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συμμετείχε επίσης στο Διάλογο με την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (1978 κ.ε.) Στους Διάλογους αυτούς φαινόταν η ευρεία γνώση του στην πατερική παράδοση, αλλά και των παραχαράξεών της, στην Ανατολή και τη Δύση, κατ’ εξοχήν δε η γνώση της Θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ακρογωνιαίου λίθου της Ορθόδοξης παράδοσης.
Ο π. Ιωάννης υποστήριζε την σχέση Θεολογίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας και τους σταθμούς της πνευματικής πορείας των Αγίων: κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις, ως προϋπόθεση των Οικουμενικών Συνόδων και της αυθεντικής αποδοχής των, κάτι που θεωρούσε ότι έχει χαθεί στη Δύση, αλλά και στη δυτικίζουσα, κατά τη γνώμη του, σημερινή Ορθόδοξη θεολογική σκέψη. Η στροφή αυτή στην πατερικότητα, ως εκκλησιαστική γνησιότητα, συνέχισε και συνεπλήρωσε την ανάλογη κίνηση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι, την πορεία του οποίου ακολούθησε στον οικουμενικό Διάλογο, θεωρούμενος και αυτός συχνά ενοχλητικός και όχι εύκολος συνομιλητής.
Εποχή προ και μετά Ρωμανίδη
Η σημασία του θεολογικού του έργου (διδακτικού, συγγραφικού, αγωνιστικού) κάνει πολλούς μελετητές να μιλούν για εποχή προ και μετά τον π. Ρωμανίδη. Διότι θεωρούν ότι έφερε αληθινή τομή και ρήξη με το σχολαστικό παρελθόν της Ελλαδικής Ορθοδοξίας, που λειτουργούσε ως βαβυλώνιος αιχμαλωσία στη θεολογία της. Η διατριβή του σφράγισε αποφασιστικά αυτή την αναγεννητική πορεία, σε σημείο, που και αυτοί οι για διαφόρους λόγους επικριτές ή ιδεολογικά αντίπαλοί του, να προδίδουν στα γραπτά τους την επιρροή του π. Ιωάννου στη θεολογική τους σκέψη.
Συγκεκριμένα, ο π. Ιωάννης:
α) Επανέφερε στον ακαδημαϊκό θεολογικό χώρο την προτεραιότητα της πατερικής εμπειρικής θεολογήσεως, παραμερίζοντας τον διανοητικό – στοχαστικό – μεταφυσικό τρόπο θεολογήσεως,
β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πνευματικής ζωής και τον ποιμαντικό – θεραπευτικό χαρακτήρα της δογματικής θεολογίας.
γ) Διείδε και υιοθέτησε στη θεολογική μέθοδο τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας και γι’ αυτό μπόρεσε να κατανοήσει όσο λίγοι την αλλοτρίωση και πτώση της θεολογίας στη Δυτική Ευρώπη, που επήλθε με την φραγκική κατάκτηση και επιβολή. Η καλή γνώση της ιστορίας, εξ αλλού, Φραγκοσύνης και Ρωμιοσύνης (προοριζόταν για καθηγητής της Ιστορίας στο Γέηλ) τον βοήθησε να διαπιστώσει και αναλύσει τη διαμετρική διαφορά Φράγκικου και Ρωμαίικου πολιτισμού, εισάγοντας ρωμαίικα κλειδιά στη διερεύνηση της ιστορίας και του πολιτισμού.
δ) Βοήθησε, έτσι, την πληρέστερη έρευνα και του Ελληνισμού, έξω από τις κατασκευασμένες δυτικές θέσεις, με την ορθή – ως απόλυτα τεκμηριωμένη – χρήση των ιστορικών ονομάτων του Ελληνικού έθνους, της σημασίας και δυναμικής τους στην Ιστορική του πορεία.
Οι ετερόδοξοι
Είναι γεγονός, ότι οι ετερόδοξοι ανεγνώριζαν περισσότερο από τους Ορθοδόξους την προσωπικότητα του π. Ιωάννου και τη σημασία του για την Ορθοδοξία. Εθεωρείτο ο καλύτερος ορθόδοξος ερευνητής του ιερού Αυγουστίνου, που βοηθούσε και τη δυτική θεολογία στην κατανόηση του, χαρακτηρίσθηκε δε “ο μεγαλύτερος σίγουρα των εν ζωή Ορθοδόξων θεολόγων, του οποίου τα συγγράμματα αποτελούν κριτική μελέτη του έργου του Αυγουστίνου υπό το φως της πατερικής Θεολογίας”.
Πρέπει δε να λεχθεί, ότι στον π. Ιωάννη οφείλεται η σπουδαία επισήμανση, ότι η διδασκαλία του Βαρλαάμ του Καλαβρού, για τις θεοπτικές εμπειρίες των προφητών ως “φαινομένων φυσικών, γινομένων και απογινομένων” ανάγεται στο Περί Τριάδος έργο του ι. Αυγουστίνου.
wikipedia