«Ας τραγουδήσουμε όλα τα τραγούδια στον Θεό. Ας τον ακολουθήσουμε στον δρόμο της αρετής. Ναι, είναι αλήθεια. Ερεύνα και θα βρεις».
Θα ήταν αδικία να λέγαμε ότι η δικαίωση για τον σαξοφωνίστα της τζαζ Τζον Κολτρέιν ήρθε μετά θάνατον, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο αμερικανικός κατάλογος επιτυχιών του Billboard, στα μέσα Ιουλίου, εμφάνισε το νέο του άλμπουμ «Both Directions At Once: The Lost Album» στο νούμερο 21. Είναι ο πρώτος δίσκος του που κατάφερε να μπει στο Top 40. Σύμφωνα με το Billboard, πούλησε 22.000 αντίτυπα μέσα σε μία εβδομάδα, με τα 21.000 να είναι σε φυσικό format. Μέχρι στιγμής, η σπουδαιότερη εμπορική επίδοσή του ήταν το νούμερο 107 το 2005 (πρόκειται για το ζωντανά ηχογραφημένο «At Carnegie Hall», μια συνεργασία του 1957 με το Thelonious Monk Quartet).
Ανοιξε δρόμους στην τζαζ
Πενήντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του ο τζαζ δημιουργός φαίνεται να γνωρίζει την «εμπορική» επιτυχία που δεν γνώρισε όταν ζούσε. Ο Τζον Κολτρέιν πέθανε μόλις στα 40 του χρόνια (το 1967, από καρκίνο) και σε αυτή τη γρήγορη πορεία του στη μουσική δεν μπορούμε να σταθούμε στο εμπορικό του αποτύπωμα ή στην αναγνωρισιμότητά του.
Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα ήταν τέτοια ώστε όλοι οι σύγχρονοί του αλλά και οι νεότεροί του μουσικοί και κριτικοί στέκονται στους δρόμους που άνοιξε στην τζαζ, αδιαφορώντας αν αυτοί οι δρόμοι συγκίνησαν εκατομμύρια μουσικόφιλους ή όχι. Αν και κάποια στιγμή προς το τέλος της ζωής του οι πωλήσεις του άλμπουμ «A Love Supreme» είχαν φθάσει στα 1.000.000 αντίτυπα.
Οσον αφορά τη νέα αυτή κυκλοφορία, το «Lost Album», όπως είναι ο υπότιτλός του, είχε ηχογραφηθεί το 1963, ήταν γνωστή η ηχογράφηση σε φίλους και συνεργάτες αλλά όλοι πίστευαν ότι είχε καταστραφεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ωστόσο προτού πεθάνει είχε χαρίσει μια κασέτα με την ηχογράφηση στην πρώτη σύζυγό του, Ναΐμα.
Η πορεία και προσφορά του Τζον Κολτρέιν στη μουσική είναι αντιστρόφως ανάλογη των ετών παραγωγής του. Η επαφή του με την τζαζ άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με τον τρομπετίστα και μύθο Ντίζι Γκιλέσπι. Και λίγο μετά ήρθε η συνάντηση που τον καθόρισε ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Το 1955 γνώρισε έναν ακόμα μύθο της τζαζ, τον Μάιλς Ντέιβις, και άρχισε να παίζει στην μπάντα του. Και μάλιστα αποτέλεσε μέλος της ομάδας που ηχογράφησε το «Kind of Blue» (1959), του Μάιλς Ντέιβις. Αλμπουμ-ορόσημο όχι μόνο για την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό αλλά εν γένει για τη μουσική.
O Τζον Κολτρέιν στο έργο του έθεσε για πρώτη φορά στην ιστορία της αφροαμερικανικής μουσικής το υψηλότερο κριτήριο. Ενα κριτήριο που έχει να κάνει με τη μουσική ως αισθητικό και ηθικό προβληματισμό, ως κυρίαρχο θέμα φιλοσοφίας ή και μεταφυσικής. Οπως έχει δηλώσει η σύζυγός του Αλις Κολτρέιν, «μερικά από τα τελευταία του έργα δεν είναι μουσικές συνθέσεις. Θέλω να πω ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά σε μουσικά κριτήρια. Είχε πάντα την αντίληψη ότι πριν από την ίδια τη μουσική το πρωταρχικό στη δημιουργία ήταν ο ήχος». Ενα όραμα που ο συνθέτης και μουσικός το έκανε απολύτως προσωπικό και το επέβαλε με την παρουσία του, με τον ήχο του, με τη φυσιογνωμία του, με τη ζωή του, με τις επιλογές του, με τις εμφανίσεις και τις ηχογραφήσεις του και ό,τι άλλο.
Ευτύχησε να κατάγεται από μουσική – ερασιτεχνικά – οικογένεια και σε ηλικία 19-20 ετών να έρθει σε πρώτη επαφή, παρακολουθώντας τον live, με τον Τσάρλι Πάρκερ. Δεν θέλεις τότε και πολύ, αν έχεις το ταλέντο και το όραμα, να βρεις τον δρόμο σου. Δεν ήταν όμως ένας δρόμος mainstream. Δεν ήταν ο δρόμος για την κατάκτηση της ευρύτατης επιτυχίας αλλά κυρίως της καταξίωσης σε αυτή την «κλειστή» ομάδα των αφροαμερικανών μουσικών, που η ζωή τους ήταν μουσική και η μουσική ζωή τους. Ο Τζον Κολτρέιν δεν αντιστάθηκε ή δεν θέλησε να αντισταθεί στα ναρκωτικά και στο ποτό. Επεσε μέσα σε αυτά και έφθασε στο σημείο να χαλάσουν για ένα διάστημα οι σχέσεις του με τον Μάιλς Ντέιβις (όταν ο τελευταίος είχε ξεκόψει από αυτά). Ο δρόμος αυτός τον έφερε στο πρόωρο τέλος, στις 17 Ιουλίου 1967.
Επτά χρόνια νωρίτερα παρουσίασε ακόμα ένα εμβληματικό άλμπουμ, το «Giant Steps». Ολα τα κομμάτια είναι γραμμένα από τον ίδιο με άξονα τις συγχορδίες κα τους μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς. Το 1961 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «My Favorite Things». Το ομότιτλο κομμάτι προερχόταν από το μιούζικαλ «The Sound of Music». Ο Τζον Κολτρέιν δεν το διασκευάζει αλλά το ξαναδημιουργεί. Το έπαιξε δεκάδες φορές, υπάρχει σε κάμποσες ηχογραφημένες εκδοχές και είναι πάντοτε διαφορετικό.
Σε αυτή την τελευταία δεκαετία της ζωής του μελέτησε τις μουσικές της Ανατολής, και κυρίως την ινδική μουσική, και ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν να προσαρμόσουν τις ινδικές ragas στην τζαζ. Το «A Love Supreme» είναι το άλμπουμ από το οποίο ξεκινούν όλοι όσοι θέλουν να μπουν στον μουσικό κόσμο. Πρόκειται επί της ουσίας για έναν θρησκευτικό ύμνο, στη βάση του οποίου στέκεται η υπέρτατη αγάπη για την ύπαρξη, που για τον τζαζίστα ήταν το άλλο πρόσωπο του Θεού (όποιο όνομα κι αν είχε Αυτός). Πίστευε βαθιά («σε όλες τις θρησκείες», όπως έλεγε), και αυτό τού έδινε τη δύναμη να ξεφύγει από τα ζόρια της ζωής και τις συνήθειες που τον πήγαιναν πίσω (την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τα σκληρά ναρκωτικά). Τον Φεβρουάριο του 1966 ακολούθησε το «Ascension», δίσκος-ορόσημο της free jazz των sixties.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη Κολτρέιν
Κάποτε ο Τζον Κολτρέιν είχε δηλώσει: «Σκοπός μου είναι να ζήσω την αληθινή θρησκευτική ζωή, και να την εκφράσω μέσα από τη μουσική μου. Αν, όταν παίζεις, βιώσεις αυτή την εμπειρία, δεν θα αντιμετωπίσεις καμία δυσκολία, γιατί η μουσική είναι μέρος του όλου. Το να είσαι μουσικός είναι κάτι. Πηγαίνεις όλο και βαθύτερα». Προερχόταν από θρησκευόμενη οικογένεια και οι πνευματικές του ανησυχίες τον έσπρωξαν να μελετήσει από την Καμπάλα μέχρι τον ινδουισμό αλλά και τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους.
Δεν ξέρουμε πόσα από αυτά γνώριζε η Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του τον ανακήρυξε άγιο. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη Κολτρέιν βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Σαν Φρανσίσκο. Εξυπηρετεί λατρευτικούς σκοπούς στον ομώνυμο ναό ο οποίος είναι αφιερωμένος στον μεγάλο σαξοφωνίστα και πρωτοπόρο συνθέτη της τζαζ.
Ως άγιος απεικονίζεται σε δύο εικόνες. Εικόνες οι οποίες έχουν φιλοτεχνηθεί κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία και φέρουν την ελληνική γραφή. Στην πρώτη αγιογραφία, στον πάπυρο που κρατά στο δεξί του χέρι γράφει: «Ας τραγουδήσουμε όλα τα τραγούδια στον Θεό. Ας τον ακολουθήσουμε στον δρόμο της αρετής. Ναι, είναι αλήθεια. Ερεύνα και θα βρεις». Και στη δεύτερη: «Ας τραγουδήσουμε όλα τα τραγούδια που οφείλουμε στον Θεό και στη Δόξα Του… Δόξα στον Θεό».