Μήπως είναι οι ΗΠΑ που τις οδηγούν πιο κοντά μεταξύ τους;
Η ρωσική κυβέρνηση έκανε μια δια-υπηρεσιακή μελέτη σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους της στενότερης εμπλοκής με την Κίνα. Τα αποτελέσματα συνέβαλαν στη μείωση των προηγούμενων ανησυχιών του Κρεμλίνου και απέδειξαν ότι πολλές από αυτές ήταν ουσιαστικά υπερβολικές.
Φωτογραφία:Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, σε συνεδρίαση στο Ανατολικό Οικονομικό Φόρουμ στο Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας, τον Σεπτέμβριο του 2018. DONAT SOROKIN / POOL VIA REUTERS
Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, η Ρωσία ολοκλήρωσε την Vostok-2018, τη μεγαλύτερη στρατιωτική άσκηση μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν ήταν μόνο το μέγεθός της, ωστόσο, που έκανε τα πρόσφατα πολεμικά παιχνίδια τόσο πρωτοποριακά. Για πρώτη φορά στην ιστορία, 3.200 Κινέζοι στρατιώτες εκπαιδεύτηκαν μαζί με περίπου 300.000 Ρώσους στην ανατολική Σιβηρία.
Προηγουμένως, το Κρεμλίνο είχε εκδώσει προσκλήσεις συμμετοχής σε τέτοιες ασκήσεις μόνο σε επίσημους στρατιωτικούς συμμάχους όπως η Λευκορωσία. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη Τύπου αν η άσκηση τον έκανε να ανησυχεί για πιθανή ρωσο-κινεζική στρατιωτική συμμαχία, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ James Mattis ήταν απορριπτικός. «Μακροπρόθεσμα, δεν βλέπω παρά λίγα που να ευθυγραμμίζουν την Ρωσία με την Κίνα», ανέφερε.
Η άποψη του Mattis απηχεί την Δυτική κοινή αντίληψη, η οποία πιστεύει ότι η δυσπιστία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας είναι πολύ βαθιά για να σχηματίσουν σημαντικούς στρατηγικούς δεσμούς. Ωστόσο, αυτή η άποψη είναι επικίνδυνα λανθασμένη.
Η εμβάθυνση των στρατιωτικών δεσμών μεταξύ αυτών των δύο πρώην αντιπάλων είναι πραγματική και μια ισχυρότερη στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας θα μπορούσε, προϊόντος του χρόνου, να ανατρέψει μισό αιώνα στρατιωτικού σχεδιασμού και στρατηγικής των ΗΠΑ.
ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ
Η [άσκηση] Βοστόκ-2018 αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας στροφής στην ρωσική στρατηγική σκέψη για την Κίνα, η οποία κέρδισε δυναμική μετά το 2014. Ακόμη και πριν, ωστόσο, η Μόσχα έβλεπε σαφείς λόγους για βαθύτερη δέσμευση με το Πεκίνο. Κατ’ αρχήν, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα ενδιαφέρονται πολύ για την διατήρηση της ειρήνης και της ηρεμίας στα κοινά σύνορά τους των 2.600 μιλίων.
Μετά από μια αιματηρή διήμερη σύγκρουση το 1969, και οι δύο χώρες έριξαν τεράστιους πόρους σε μια δαπανηρή στρατιωτική συσσώρευση κατά μήκος των συνόρων. Στην δεκαετία του 1980, κινήθηκαν προς την αποστρατιωτικοποίηση συνοριακών περιοχών και τελικά διευθέτησαν μια μακρόχρονη εδαφική διαμάχη το 2004.
Επί του παρόντος, αμφότερες οι χώρες αντιμετωπίζουν τις μεγάλες προκλήσεις ασφαλείας τους αλλού, και η κοινή επιθυμία τους να αποφύγουν την δημιουργία μιας ακόμη δυσμενούς σχέσης υπήρξε ένας σταθεροποιητικός παράγοντας για τις σχέσεις. Το Κρεμλίνο έχει γεμάτα τα χέρια του με τους πολέμους στην Συρία και την Ουκρανία, τον αντίκτυπο της αυξανόμενης παρουσίας του ΝΑΤΟ κατά μήκος των δυτικών συνόρων του και την συνεχιζόμενη αύξηση των αμυντικών ικανοτήτων των ΗΠΑ.
Από την πλευρά της, η ηγεσία της Κίνας αντιμετωπίζει αυξανόμενες εντάσεις με την Ουάσινγκτον σχετικά με ζητήματα ασφάλειας και εμπορίου, και διάφορες εδαφικές διαμάχες κάνουν τεταμένες τις σχέσεις με την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ και άλλους γείτονες. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο συνεχίζει να επιδιώκει τον μακροπρόθεσμο στόχο του να ανακτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν.
Ένας δεύτερος παράγοντας που οδηγεί την Ρωσία και την Κίνα πιο κοντά τη μια με την άλλη, είναι η οικονομική τους αλληλεξάρτηση. Η Ρωσία είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγέας πρώτων υλών και τείνει να μην έχει πρόσβαση τόσο σε προηγμένες βιομηχανικές τεχνολογίες όσο και σε κεφάλαια. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, είναι ένας τεράστιος καταναλωτής αγαθών, ιδιαίτερα πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ταυτόχρονα έχει εκτοξεύσει τον εαυτό της στις τάξεις των τεχνολογικά προηγμένων εθνών με μια αφθονία κεφαλαίων για επενδύσεις στο εξωτερικό.
Στα χαρτιά, η Κίνα μοιάζει με τον τέλειο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας. Παρόλο που η Μόσχα ήταν αργή στο να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρει η κινεζική αγορά, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 επιτάχυνε την προσέγγιση. Ως αποτέλεσμα, η Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των εμπορικών εταίρων της Ρωσίας από το 2010.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι και οι κοινοί πολιτικοί στόχοι. Και τα δύο καθεστώτα εκτιμούν την σταθερότητα, την προβλεψιμότητα και, πάνω από όλα, την διατήρηση της λαβής τους στην εξουσία. Και οι δύο χώρες, ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μοιράζονται την επιθυμία να διαμορφώσουν την διεθνή τάξη κατά τρόπο που να θέτει στην καρδιά της την [εθνική] κυριαρχία και τα όρια στην ξένη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις. Αυτό φαίνεται στις συζητήσεις σε διάφορους τομείς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπως οι κανόνες στον κυβερνοχώρο και ο έλεγχος στο Διαδίκτυο, όπου το Πεκίνο και η Μόσχα υποστηρίζουν τακτικά ο ένας τον άλλον.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ
Παρά αυτά τα κοινά συμφέροντα, το Κρεμλίνο συνέχισε να βλέπει την Κίνα με ανησυχία μέχρι πρόσφατα, κυρίως λόγω της δημογραφικής ανισορροπίας μεταξύ της αραιοκατοικημένης Άπω Ανατολής και των συνορευουσών [πολυάνθρωπων] επαρχιών της Κίνας. Στις επαρχίες αυτές φιλοξενούνται περίπου 120 εκατομμύρια άνθρωποι, μερικοί από τους οποίους βιοπορίζονταν ως εργαζόμενοι στην Σιβηρία. Το Κρεμλίνο φοβόταν ότι εάν οι Κινέζοι μετανάστες συνέχιζαν να συρρέουν και να εγκαθίστανται στην Σιβηρία, αποκτώντας την ρωσική υπηκοότητα στην πορεία, η τάση θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα σε απώλεια επικράτειας.
Ένας άλλος λόγος ανησυχίας ήταν η κλοπή ευαίσθητης ρωσικής στρατιωτικής τεχνολογίας από την Κίνα, όπως τα σχέδια των μαχητικών αεροσκαφών Su-27 (το κινεζικό αντίγραφο φέρει την ένδειξη J-11B), γεγονός που οδήγησε στην επιβράδυνση των πωλήσεων όπλων το 2005. Τέλος, η ταχεία αύξηση της κινεζικής επιρροής μέσω μέτρων όπως η Πρωτοβουλία Belt and Road, έδωσε στη Μόσχα αιτίες για να ανησυχεί για την Κεντρική Ασία, για την οποία η Ρωσία θεωρεί από καιρό ότι βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής της.
Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία που ακολούθησε, μείωσαν δραματικά αυτές τις ανησυχίες. Περιθωριοποιημένο από τα κύματα των Δυτικών κυρώσεων, το Κρεμλίνο στράφηκε στο Πεκίνο για οικονομικούς πόρους, τεχνολογία και εξαγωγικές αγορές για τα ρωσικά αγαθά. Εντούτοις, προτού γίνει αυτό, η ρωσική κυβέρνηση έκανε μια δια-υπηρεσιακή μελέτη σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους της στενότερης εμπλοκής με την Κίνα. Τα αποτελέσματα συνέβαλαν στη μείωση των προηγούμενων ανησυχιών του Κρεμλίνου και απέδειξαν ότι πολλές από αυτές ήταν ουσιαστικά υπερβολικές.
Για παράδειγμα, αν και ο κινεζικός πληθυσμός στην Ρωσία είχε ανεπισήμως εκτιμηθεί σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια άτομα, η κυβέρνηση ανακάλυψε ότι δεν ξεπερνά τα 600.000 άτομα, με περισσότερους από τους μισούς Κινέζους μετανάστες να βρίσκονται στις ευρωπαϊκές περιοχές της Ρωσίας όπου υπάρχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης, κι όχι στην ρωσική Άπω Ανατολή. Οι αυξανόμενοι μισθοί στην Κίνα που προκλήθηκαν από την συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και τον υψηλό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας και την υποτίμηση του ρουβλίου το 2014-15, κατέστησαν την Ρωσία όλο και λιγότερο ελκυστική για τους Κινέζους εργαζόμενους.
Το Κρεμλίνο κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η κινεζική βιομηχανία όπλων προχωρά αλματωδώς χάρη στις μαζικές επενδύσεις στην εγχώρια Έρευνα και Ανάπτυξη. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) θα έχει ελάχιστες ανάγκες για ρωσικά συστήματα, δίνοντας στην Ρωσία ένα στενό παράθυρο ευκαιρίας για να πουλήσει όπλα στην Κίνα.
Τέλος, η Μόσχα κατέληξε να πιστεύει ότι το αυξανόμενο οικονομικό αποτύπωμα της Κίνας στην Κεντρική Ασία είναι αναπόφευκτο. Η βαθύτερη διείσδυση της Κίνας στην περιοχή μειώνει πραγματικά τα κίνητρα αυτών των χωρών ώστε να επιδιώξουν εξαγωγικές οδούς προς την Ευρώπη που θα μπορούσαν να παρακάμψουν την Ρωσία και να δημιουργήσουν πρόσθετη πίεση στους Ρώσους εξαγωγείς στην βασική αγορά της.
Η Μόσχα είναι ευτυχής να ζήσει με ένα Πεκίνο που επιδράμει στις οικονομίες της Κεντρικής Ασίας, αρκεί να σέβεται επισήμως την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ένα εμπορικό μπλοκ υπό την ηγεσία της Μόσχας, το οποίο δίνει στις ρωσικές εταιρείες προνομιακή πρόσβαση στις αγορές του Καζακστάν και της Κιργιζίας και δεν αμφισβητεί τον αυτοανακηρυγμένο ρόλο της Ρωσίας ως κύριο πάροχο ασφάλειας στην περιοχή.
Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταβολής της προσέγγισης, η οικονομική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα αυξάνεται από το 2014 και οι κινεζικές τράπεζες έχουν παράσχει πλούσια δάνεια σε μεγάλες ρωσικές κρατικές επιχειρήσεις και μέλη του περιβάλλοντος του Πούτιν που βρίσκονται σε διάφορους καταλόγους κυρώσεων. Αυτή η προσπάθεια να εξαγοραστεί η νομιμοφροσύνη της Ρωσίας είναι πιθανό να επιτύχει, δεδομένου ότι το Κρεμλίνο δεν πιστεύει πλέον ότι θα υπάρξει καλύτερη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η σχεδόν ομόφωνη ψήφιση ενός νέου κύματος κυρώσεων κατά της Ρωσίας από το Κογκρέσο των ΗΠΑ τον Αύγουστο του 2017, έπεισε πολλούς στη Μόσχα ότι όσο ο Πούτιν παραμένει στην εξουσία, οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον δεν θα βελτιωθούν.
Η εχθρότητα της Ουάσινγκτον απέναντι και στα δύο καθεστώτα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την βελτίωση των ρωσο-κινεζικών δεσμών. Η νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ «έβαλε στο ίδιο τσουβάλι» την Κίνα και την Ρωσία για «προσπάθεια εξουδετέρωσης της αμερικανικής ασφάλειας και ευημερίας», όπως έκανε και η νέα Στρατηγική για τον Κυβερνοχώρο (Cyber Strategy) του Υπουργείου Άμυνας.
Οι αυξανόμενες ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με την Κίνα και την Ρωσία προϋπάρχουν της διοίκησης Trump, αλλά ενθαρρύνουν τους ηγέτες αμφοτέρων των χωρών να αναζητήσουν ένα κοινό έδαφος. Η τεράστια κινεζο-ρωσική άσκηση την περασμένη εβδομάδα είναι ένα σαφές μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη: Εάν συνεχίσετε να ασκείτε πιέσεις με κυρώσεις, δασμούς και στρατιωτικές αναπτύξεις, θα ενώσουμε τα χέρια μας και θα αντιδράσουμε.
ΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Η κινεζο-ρωσική συνεργασία ασφαλείας έχει τα όριά της και είναι σημαντικό αυτά να μην παραμεληθούν. Η Μόσχα και το Πεκίνο δεν επιδιώκουν επίσημη συμμαχία, τουλάχιστον για την ώρα. Το Πεκίνο δεν θέλει να έρθει σε στρατιωτική αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αποτέλεσμα φιλοπόλεμων ή ακούσιων ρωσικών παραστρατημάτων στη Μέση Ανατολή ή την Ευρώπη. Ομοίως, η Μόσχα δεν θέλει να εξαναγκαστεί να πάρει θέση, αν η Κίνα συγκρουστεί με άλλους στρατηγικούς οικονομικούς εταίρους της Ρωσίας, όπως το Βιετνάμ ή η Ινδία.
Ακόμα και αν δεν υπάρχει επίσημο κινεζο-ρωσικό σύμφωνο ασφαλείας τύπου ΝΑΤΟ, θα ήταν λάθος η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της να αγνοήσουν τις συνέπειες της αυξημένης στρατιωτικής συνεργασίας. Ασκήσεις όπως η Vostok-2018 βελτιώνουν την διαλειτουργικότητα μεταξύ των ρωσικών και των κινεζικών δυνάμεων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει χρήσιμο σε περιφερειακά θερμές περιοχές όπως η Κεντρική Ασία ή η Κορεατική Χερσόνησος. Επίσης, βελτιώνουν την εμπιστοσύνη και τις ανεπίσημες διασυνδέσεις μεταξύ ανώτερων αξιωματούχων -όχι διαφορετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον αποκτούν δεσμούς με τους ομολόγους τους στην Ευρώπη και την Ασία.
Η ενισχυμένη εμπιστοσύνη μεταξύ του ρωσικού και του κινεζικού στρατού μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενη συνεργασία και συντονισμό στον κυβερνοχώρο, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την διαπίστωση τρωτών σημείων στα στρατιωτικά και πολιτικά συστήματα επικοινωνιών των ΗΠΑ. Κατ’ ελάχιστον, οι ρωσικές και κινεζικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας πιστεύεται ότι μοιράζονται ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις της CIA που διεξάγονται εναντίον τους.
Αυτή την στιγμή, όμως, αυτό που έχει σημασία στο Πεκίνο είναι η αυξημένη ροή των εξελιγμένων ρωσικών όπλων, που θα βελτιώσουν ριζικά τις δυνατότητες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού για άμεση μάχη. Το προηγμένο σύστημα βλημάτων εδάφους-αέρα S-400 που η Κίνα αγόρασε από την Ρωσία το 2014 και άρχισε να εγκαθιστά νωρίτερα φέτος, μπορεί να επιτρέψει στο Πεκίνο να ελέγξει όλο τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν, καθιστώντας την άμυνα του νησιού πολύ πιο δύσκολο έργο για την ταϊβανέζικη πολεμική αεροπορία και τους Αμερικανούς στρατιωτικούς σχεδιαστές.
Το σύστημα S-400 θα βοηθήσει επίσης την Κίνα να επιτύχει τον στόχο της ίδρυσης Ζώνης Αναγνώρισης Αεράμυνας (Air Defense Identification Zone), έναν χώρο στον οποίο ο κινεζικός στρατός θα έχει την εξουσία να αναγνωρίζει και να ελέγχει όλα τα ξένα πολιτικά αεροσκάφη στα αμφισβητούμενα ύδατα των Θαλασσών της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας. Η αγορά του πιο εξελιγμένου μαχητικού ρωσικού αεροσκάφους, Su-35, από την Κίνα, θα εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό.
Η κοινή αντίληψη στην Ουάσινγκτον και σε άλλες Δυτικές πρωτεύουσες αγνοεί τον βαθμό στον οποίο οι κοντόφθαλμες πολιτικές των ΗΠΑ ωθούν την Ρωσία και την Κίνα πιο κοντά τη μια στην άλλη.
Τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή για τους Αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να επανεξετάσουν μια πολιτική που ανταγωνίζεται -συχνά χωρίς λόγο- αμφότερους τους βασικούς γεωπολιτικούς ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών και να σκεφτούν πιο δημιουργικά για το πώς να διαχειριστούν μια νέα εποχή αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
ALEXANDER GABUEV
Ανώτερος συνεργάτης και επικεφαλής του προγράμματος Russia in the Asia-Pacific στο Carnegie Moscow Center.
foreignaffairs