Η αποτυχία της ιρακινής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες ενός πληθυσμού με έντονο πρόβλημα φτώχειας και κουρασμένου από τον πόλεμο, να θεραπεύσει πολιτικά και κοινωνικά ρήγματα και να διαμορφώσει ένα κοινό εθνικό πλαίσιο που θα ενώσει την χώρα, θα μπορούσε σύντομα να ανοίξει το δρόμο για έναν ακόμα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο.
Όταν το Ιράκ και η διεθνής κοινότητα απελευθέρωσαν τη Μοσούλη πέρυσι, η ιρακινή κυβέρνηση δήλωσε τη νίκη: Η τριετής σύγκρουση κατά των τζιχαντιστών τρομοκρατών που είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος του βορρά της χώρας, τελείωσε. Αλλά η δήλωση ήταν πρόωρη. Το ISIS εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή, όχι μόνο λόγω της δικής του οξύνοιας ως αντάρτικο κίνημα, αλλά επειδή οι κυρίαρχες ελίτ του Ιράκ δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες που ενεργοποίησαν το ISIS εξ αρχής.
Η αποτυχία της να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες ενός πληθυσμού με έντονο πρόβλημα φτώχειας και κουρασμένου από τον πόλεμο, να θεραπεύσει πολιτικά και κοινωνικά ρήγματα και να διαμορφώσει ένα κοινό εθνικό πλαίσιο που θα ενώσει την χώρα, θα μπορούσε σύντομα να ανοίξει το δρόμο για έναν ακόμα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, για τον έλεγχο του ιρακινού κράτους.
Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Μάιο του 2018, το Ιράκ υποτίθεται ότι θα γυρνούσε σελίδα σε ένα νέο, μετα-ISIS, ακόμη και μετα-σεχταριστικό κεφάλαιο, στο οποίο οι πολιτικοί θα θεράπευαν την πόλωση της χώρας, την ενδημική διαφθορά και την βίαιη αστάθεια. Ωστόσο, τα πράγματα χειροτερεύουν, δεν καλυτερεύουν, για το Ιράκ.
Ο αποδυναμωμένος πρωθυπουργός του Ιράκ, Χαιντέρ αλ-Αμπαντί, ο οποίος ήρθε στην τρίτη θέση στις εκλογές, προώθησε μια σειρά από ελάσσονος σημασίας πρωτοβουλίες κατά της διαφθοράς, που δεν κατάφεραν να πείσουν τους Ιρακινούς που έγιναν ανυπόμονοι λόγω των αποσπασματικών, συμβολικών μεταρρυθμίσεων. Η διαφθορά μπορεί να πάρει χρόνια για να διορθωθεί, εξηγούν οι πολιτικοί του Ιράκ –πατρονάροντας έναν πληθυσμό που έχει ήδη περιμένει τις μεταρρυθμίσεις περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια.
Τις εκλογές ακολούθησαν μαζικές διαδηλώσεις σε ένα μεγάλο μέρος του νότιου Ιράκ, συμπεριλαμβανομένης της Βασόρας, όπου οι διαδηλωτές έκαψαν κτίρια επαρχιακών συμβουλίων και το ιρανικό προξενείο και εισέβαλαν σε γραφεία πολιτικών κομμάτων. Οι δυνάμεις ασφαλείας του Ιράκ και οι κυβερνητικά εγκεκριμένες σιιτικές πολιτοφυλακές ανταποκρίθηκαν με θανατηφόρα βία και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Βασόρα κατέχει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στο Ιράκ, αντιπροσωπεύει το 80% των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας και παρέχει περισσότερα από 7 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα στα κυβερνητικά ταμεία. Θα έπρεπε να είναι η πλουσιότερη επαρχία του Ιράκ, αλλά είναι από τις φτωχότερες. Όπως και μεγάλο μέρος του Ιράκ, η πόλη στερείται καθαρού νερού, ηλεκτρικής ενέργειας και θέσεων εργασίας.
Ο συνδυασμός ενός απογοητευμένου πληθυσμού και μιας κυβέρνησης που στερείται τόσο αξιοπιστίας όσο και ικανότητας να την καταπραΰνει, δημιουργεί μια επικίνδυνη κατάσταση. Το Ιράκ έχει όλα τα θέματα μιας χώρας που είναι επιρρεπής σε υποτροπή συγκρούσεων και, αντί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, θα μπορούσε να βρεθεί σε ακόμα έναν εμφύλιο πόλεμο. Πέρα από την πολιτική και κοινωνική πόλωση, υποφέρει από την αδυσώπητη συσσώρευση όπλων και στρατιωτικών οργανώσεων, από την απουσία βιώσιμων θεσμών και από πολλαπλές εναλλακτικές Αρχές που υποκαθιστούν το ιρακινό κράτος. Πολλές περιοχές είναι πέρα από την επιρροή και τον έλεγχο της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του κυρίως σιιτικού νότου, όπου η εξουσία κατανέμεται διάχυτα μεταξύ κομμάτων, πολιτοφυλακών, φυλών και κληρικών.
Από το 2003, η μεγάλης κλίμακας σύγκρουση στο Ιράκ ήταν μεταξύ των αραβικών σουνιτικών και των σιιτικών κοινοτήτων. Αλλά στην επόμενη φάση, οι συγκρούσεις στο Ιράκ πιθανότατα θα είναι μεταξύ των ισχυρών, πλούσιων σε πόρους και σκληραγωγημένων από τον πόλεμο Σιιτών που κυριαρχούν στην κυβέρνηση.
ΕΝΔΟΣΙΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ
Όταν το ISIS αναδύθηκε το 2014, κάλυψε ένα πολιτικό και ιδεολογικό κενό που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Αξιοποίησε τα αισθήματα περιθωριοποίησης μεταξύ των Ιρακινών Σουνιτών, καθώς και την δυσαρέσκεια για την διαφθορά και την δυσλειτουργία της κυβέρνησης της Βαγδάτης. Αυτές οι βαθιά ριζωμένες δυσαρέσκεια είναι ακόμα παρούσες, αλλά οι Σουνίτες Άραβες είναι απίθανο να κινητοποιηθούν στο προσεχές μέλλον. Είναι πολύ πληγωμένοι, έχουν αιμορραγήσει και είναι κουρασμένοι ως αποτέλεσμα των αμέτρητων πολέμων εναντίον εχθρών εσωτερικών (ISIS, Αλ Κάιντα στο Ιράκ, μάχες μεταξύ φυλών) και εξωτερικών (οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι κυριαρχούμενες από Σιίτες ιρακινές ένοπλες δυνάμεις και οι σεχταριστικές σιιτικές πολιτοφυλακές).
Αντ’ αυτού, ο επόμενος πόλεμος του Ιράκ θα είναι πιθανώς ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Σιιτών Ισλαμιστών αντιπάλων. Αυτές οι ομάδες έχουν κυριαρχήσει στις ισχυρότερες κυβερνητικές θέσεις του Ιράκ και τα ιδρύματα ασφαλείας του από το 2003. Έχουν αναπτύξει ή συν-επιλέξει ομάδες πολιτοφυλακής για την εξασφάλιση σημαντικών κρατικών πόρων. Συλλογικά, οι σιιτικές πολιτοφυλακές είναι ισχυρότερες από τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες κατέρρευσαν μπροστά στην επίθεση του ISIS το 2014.
Οι σιιτικές πολιτοφυλακές δεν υποβάλλονται σε κυβερνητικό έλεγχο, αλλά είναι εδραιωμένες στα κρατικά όργανα και εκμεταλλεύονται κρατικούς πόρους. Η πιο ισχυρή και παλαιότερη πολιτοφυλακή του Ιράκ, η ταξιαρχία Badr (που σχηματίστηκε στην δεκαετία του 1980 στο Ιράν), διοικεί την ομοσπονδιακή αστυνομία και είναι επικεφαλής στο Υπουργείο Εσωτερικών από το 2003. Μετά την πτώση του πρώην δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, η ταξιαρχία Badr πολέμησε σε αιματηρές μάχες με τον αντιδυτικό κληρικό Muqtada al-Sadr και την πολιτοφυλακή του «Στρατός του Mahdi». Το Ισλαμικό Κόμμα Dawa του πρωθυπουργού Αμπαντί δεν έχει την δική του πολιτοφυλακή αλλά έχει καταχραστεί τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων για να καταστείλει τους αντιπάλους του. Έχει επίσης κινητοποιήσει και εξοπλίσει φυλετικές φατρίες.
Οι αντιπαλότητες μεταξύ των σιιτικών φατριών προηγήθηκαν της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Από το 2003, οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ιρακινών Σιιτών απαιτούσαν έντονη διαμεσολάβηση από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων, σε ορισμένες περιπτώσεις, από ξένες δυνάμεις, όπως το Ιράν. Το 2005, ο Μεγάλος Αγιατολάχ Σιστανί, ο κορυφαίος Σιίτης κληρικός, αναγκάστηκε να διαμεσολαβήσει μεταξύ αντίπαλων σιιτικών ομάδων εν μέσω μιας θανατηφόρας σουνιτικής εξέγερσης. Το Ιράκ απέφυγε μια ολομέτωπη εσωτερική σιιτική σύγκρουση ως τώρα επειδή έχει ασχοληθεί με τις σουνιτικές εξεγέρσεις, την Αλ Κάιντα στο Ιράκ και στην συνέχεια με το ISIS. Αυτές οι απειλές εξακολουθούν να κρύβονται στο βάθος, αλλά δεν είναι οι επικείμενες, υπαρξιακές απειλές που κάποτε ήταν για την κυρίαρχη σιιτική κοινότητα.
Οι διαφωνίες για τους κρατικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της υψηλού ρίσκου, ταλαιπωρημένης από αντιμαχίες διαδικασίας σχηματισμού κυβέρνησης (που καθορίζει το μερίδιο της άρχουσας τάξης στο ιρακινό κράτος και τους πόρους του) μετατρέπεται γρήγορα σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι σιιτικές παρατάξεις του Ιράκ δεν μπορούν να συνεχίσουν να τη γλιτώνουν με το να μοιράζουν το κράτος μεταξύ τους, ενώ προσφέρουν κενές υποσχέσεις σε έναν δυσαρεστημένο πληθυσμό. Η λαϊκή απαίτηση για μεταρρυθμίσεις είναι τόσο επείγουσα και τόσο μεγάλη που ακόμη και το σιιτικό θρησκευτικό κατεστημένο παρενέβη για να επιμείνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να την αντιμετωπίσει. Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος ότι μια και μόνη φατρία θα χρησιμοποιήσει ως όπλο τα κρατικά ταμεία και θα εκμεταλλευτεί την διαδικασία μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια, καθιστά αυτές τις πολιτικές συγκρούσεις δυνητικά υπαρξιακές για τις εμπλεκόμενες ομάδες.
Το πολιτικό και στρατιωτικό τοπίο του Ιράκ έχει αλλάξει σημαντικά από το 2003. Στα χαρτιά, η 100.000 ανδρών οργάνωση-ομπρέλα των πολιτοφυλακών, γνωστή ως η Δύναμη Λαϊκής Κινητοποίησης (PMF), που σχηματίστηκε μετά την κατάρρευση του ιρακινού στρατού όταν το ISIS κατέλαβε την Μοσούλη, είναι ένα κρατικό όργανο που υποβάλλεται σε κυβερνητικό έλεγχο. Στην πραγματικότητα, όμως, ηγείται και κυριαρχείται από πληθώρα αυτόνομων ομάδων πολιτοφυλακής που ευθυγραμμίζονται με το Ιράν, οι οποίες δεν λογοδοτούν στην κυβέρνηση και έχουν ιστορικό βίαιης αντιμετώπισης του ιρακινού στρατού. Η PMF ανεβαίνει τόσο γρήγορα ώστε θα μπορέσει σύντομα να απορροφήσει τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ.
Οι εντάσεις αυξήθηκαν μεταξύ του Abadi (που είναι και ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων) και της υποστηριζόμενης από το Ιράν ηγεσίας του PMF. Ο Hadi al-Ameri, επικεφαλής της ταξιαρχίας Badr και de facto επικεφαλής της PMF, προειδοποίησε τον Ειδικό Απεσταλμένο των ΗΠΑ, Brett McGurk, ότι θα ανατρέψει οποιαδήποτε κυβέρνηση σχηματιστεί ως αποτέλεσμα παρέμβασης των ΗΠΑ. Μέσα από αδιάλειπτες απειλές εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών από πολιτοφυλακές ευθυγραμμισμένες με το Ιράν, την Πέμπτη, αναφέρθηκε ότι πολλαπλοί όλμοι είχαν στοχεύσει την πρεσβεία των ΗΠΑ στην οχυρωμένη Πράσινη Ζώνη της Βαγδάτης. Στην Βασόρα, πληρεξούσιοι των Ιρανών εκτόξευσαν πυραύλους εναντίον του προξενείου των ΗΠΑ που βρίσκεται στο αεροδρόμιο της πόλης.
Ήδη, η PMF προειδοποίησε τον ιρακινό στρατό να μην παρέμβει στην διχαστική πολιτική που έχει κατακλύσει την χώρα. Ο ιρακινός στρατός θα χάσει σχεδόν σίγουρα έναν πόλεμο με την PMF και τις σιιτικές πολιτοφυλακές της, οι οποίες τώρα συγχωνεύονται κάτω από ένα λάβαρο και δεν είναι πλέον ανόμοιες και άτακτες ομάδες όπως ήταν πριν από μια δεκαετία. Αυτές οι ομάδες έχουν πραγματοποιήσει έναν ριζικό μετασχηματισμό σε βιώσιμα, αξιόπιστα και εμπειροπόλεμα κοινωνικοπολιτικά κινήματα. Η PMF κατέβασε για πρώτη φορά υποψηφίους στις εκλογές και κατέλαβε την δεύτερη θέση, κερδίζοντας αντιπάλους με δεκαετίες πολιτικής κινητοποίησης και εμπειρίας. Η PMF δεν είναι μόνο καλύτερα εκπαιδευμένη και πειθαρχημένη από τον στρατό, αλλά, κρισίμως, απολαμβάνει πολύ περισσότερη νομιμοποίηση και υποστήριξη από τον πληθυσμό λόγω των επιτυχιών στα πεδία μάχης και της λαϊκής προέλευσής της. Ο στρατός, αντίθετα, είναι κληρονόμος μιας μιαρής ιστορίας και θεωρείται γενικώς διεφθαρμένος και αναποτελεσματικός.
ΣΩΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΙΡΑΚ
Οι δομικές συνθήκες στο Ιράκ είναι τέτοιες που οι πολιτικές αντιπαλότητες και οι μακροχρόνιες διαμαρτυρίες έχουν όλες τις πιθανότητες να κλιμακωθούν σε εμφύλια σύγκρουση. Οι κοινωνικές αναταραχές, όπως οι διαδηλώσεις στην Βασόρα, θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν ακόμη πόλεμο μεταξύ αντίπαλων φατριών που αμφισβήτησαν και εκμεταλλεύτηκαν τα πλούτη και τα λάφυρα της χώρας από το 2003.
Ωστόσο, το Ιράκ μπορεί να έχει ακόμη μια τελευταία επιλογή για την ειρήνη, με τη μορφή ενός πιο ενεργού και παρεμβατικού ρόλου από τον Αγιατολάχ Σιστανί. Από το 2003, οι δηλώσεις και οι φετφάδες του Σιστανί συνέβαλαν στην συγκράτηση των σεχταριστικών συγκρούσεων. Το 2014, όταν το ISIS κατέλαβε την Μοσούλη, ο Sistani ανάγκασε τον πρώην πρωθυπουργό Nouri al-Maliki να εγκαταλείψει την εξουσία, κάτι που άνοιξε τον δρόμο για την πρωθυπουργία του Abadi και κινητοποίησε εθελοντές για να σταματήσει η επέκταση του ISIS. Έχει ήδη παρέμβει στην πρόσφατη σύγκρουση αποφασίζοντας ουσιαστικά ότι ο Abadi πρέπει να παραιτηθεί. Σύμφωνα με την αιώνων σιιτική θρησκευτική παράδοση και πρακτική στο Ιράκ, ο Αγιατολάχ παρεμβαίνει μόνο απρόθυμα και, όταν το κάνει, αντικατοπτρίζει το μέγεθος της κρίσης. Ο Αμπαντί με το να αγνοήσει ή να αντιταχθεί στον Σιστανί, θα μετατοπίσει περαιτέρω την σιιτική λαϊκή άποψη εναντίον του και θα χαλυβδώσει και θα ενώσει τους αντιπάλους του. Λίγοι ηγέτες στην ιστορία του Ιράκ επέλεξαν μια μάχη με τους κληρικούς στη Νατζάφ και βγήκαν από αυτήν αλώβητοι.
Το σώμα των κληρικών και το θρησκευτικό κατεστημένο στο οποίο προεδρεύει ίσως να είναι μοναδικά τοποθετημένο για να επιβάλει αξιόπιστα τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται το Ιράκ. Η απαράμιλλη επιρροή και υποστήριξη του Σιστανί και τα τεράστια κοινωνικά και θρησκευτικά του δίκτυα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να δημιουργήσουν μια ασφαλή ζώνη που να προστατεύει και εξουσιοδοτεί τους πιο μετριοπαθείς πολιτικούς του Ιράκ και τους ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών -εκείνους που έχουν φιμωθεί από όσους διαθέτουν όπλα και μετρητά. Οι μεταρρυθμίσεις, η συμφιλίωση και η επίλυση των εκκρεμών διαφορών θα απαιτήσουν μια διαρκή και σθεναρή προσπάθεια εκ μέρους του θρησκευτικού κατεστημένου που έρχεται με δικούς του κινδύνους. Αλλά το Ιράκ έχει λίγες άλλες επιλογές, αν είναι να αποφύγει έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο.
Ο RANJ ALAALDIN είναι επισκέπτης συνεργάτης στο Brookings Doha Center.
foreignaffairs