Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.
Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.
Μνημόσυνα (1857) και έτερα ποιήματα
Σβήνοντ’ αστέρια φλογερά μες στ’ ουρανού τα βάθη· εμπρός μου ακλόνητο βουνό εσάλεψε κι εχάθη μες στου πελάου το βάραγγα… Κι ωστόσο είχα πιστέψει ότι δεν θα ’τον αρκετή για να σε καταστρέψει της μοίρας όλ’ η δύναμις… Αγαπητό μου χτίριο, λησμονημένης γενεάς άταφο μεγαθήριο! Δέξου το μοιρολόγι μου… Όταν σε βλέπω, κλαίω… * Σα να ’σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαίο οι χρόνοι σ’ εξεκλείδωσαν, και κάθε σου σφοντύλι τώρα στο χώμα σέπεται και το πατούν οι σκύλοι… Ακατανόητος θυμός, οργή Θεού, κατάρα!… να ’ρχονται πάντ’ ανέλπιστες βροντές, σεισμός, αντάρα κι ό,τι κι αν έχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο να μας το ρίχνουν καταγής το ’να σιμ’ από τ’ άλλο!
Πιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γειρμένο! Άμετρες είδες γενεές να λάμψουν, να γεράσουν, να λιώσουνε σαν το κερί… Βαρβάρους να περάσουν σα σίφουνας κατάμαυρος… Άκουσες το σφυρί τους να σου συντρίβει το κορμί… ένιωσες την πνοή τους επάνωθέ σου να διαβεί και να σε κιτρινίσει σα φύλλο π’ άσπλαχνος βοριάς περνώντας έχει ψήσει. Ύστερα… νύχτα φοβερή, κρυφό χτικιό, νεκρίλα, γεράματ’, αποκάρωμα και φράγκικη σαπίλα.
Περνά κι αυτό τ’ ανάθεμα, διαβαίν’ η λέπρα, η ψώρα, κι ευθύς επλάκωσ’ άλλο φιο την έρημή σου χώρα· την όργωσαν κατάσαρκα τα τούρκικα λεπίδια κι είδες παντού τη σάρκα της να σέρνεται κοψίδια. Πόλεμος ατελείωτος για τετρακόσιους χρόνους με πείνα, με ξεκλήρισμα, με σίδερα, με πόνους· φωτιά παντού και θέρισμα… Μια μέρα το δρεπάνι του Χάρου σαν κι εστόμωσε… είπε κι εκείνο «φθάνει!» Ο κόσμος εξανάσανε… Να ’θε’ βαστάξει ακόμα, χίλιες φορές καλύτερα. Έμαθ’ αυτό το χώμα 35 να το ποτίζουν αίματα, κι όταν διψά, στειρεύει… Ολόγυρά σου κοίταξε… δε βλέπεις;… τί δε ρεύει;…
Κι ωστόσο συ δεν έπεσες! Ολόρθο κυπαρίσσι τα μνήματά μας να τηράς η μοίρα σ’ είχε αφήσει. Οι χρόνοι εφεύγαν φτερωτοί κι η νεκρική ευμορφιά σου έμενε πάντοτ’ άφθαρτη… Μια μέρα εκεί σιμά σου ακούστηκε άγριος σάλαγος… Στερνή ταπεινοσύνη, αλλόκοτη, ανυπόφορη σὄμελλε να ’ν’ εκείνη… Επάνω στ’ αντικέφαλο μιας άλλης αδερφής σου κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου και με φωνές, μ’ αλαλαγμούς ανεβοκατεβαίνουν σφελάγγια αγεροκρέμαστα, στ’ αγώγι τους πεθαίνουν και στον βαρύ τον κάματο… Σκοτίδιασε, νυχτώνει… Σκορπούν οι αλιτήριοι… Χαράζει, ξημερώνει… Κι εκεί π’ όταν εδιάβαινε στο φλογερό του δρόμο ο ήλιος μας εστύλωνε το μάτι του με τρόμο, είδες εκεί, μαυρόμοιρη, σιχαμερό σκουλήκι, αγνώριστο παράλλαμα, την πέτρινή του θήκη, σκλαβιάς σημάδι φοβερό, εμπρός σου έναν δερβίση μισουρανίς να χτίσει!…
Είχε σημάν’ η ώρα σου. Στ’ άγριο πέρασμά του μια νύχτα σ’ έσπρωξε ο βοριάς με τα πλατιά φτερά του κι όλη σ’ εσώριασε στη γη… Σκέλεθρο χαλασμένο να μέν’ ολόρθο είν’ άσχημο, καλύτερα γειρμένο…
[15 Φεβρουαρίου 1876, Αθήναις]
greek-language