Το Brexit θα ρίξει την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι; Το σχέδιο της κυβέρνησης και οι διαφωνούντες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

may teresa
Η κυβέρνηση της Μέι δημοσιοποιεί τώρα ανησυχητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για ένα Brexit “χωρίς διαπραγμάτευση”, που περιλαμβάνουν τη μετατροπή του αυτοκινητοδρόμου Μ26 σε έναν προσωρινό χώρο στάθμευσης φορτηγών για να αντιμετωπίσει τις τελωνειακές συσσωρεύσεις στο Ντόβερ και την χρήση του στρατού για να μεταφέρει τρόφιμα και βασικά φάρμακα σε ολόκληρη την χώρα.

Το Brexit εξαρχής επρόκειτο να περιλαμβάνει αφενός ένα δύσκολο παζάρι μεταξύ της ικανοποίησης των πολιτικών πιέσεων εγχωρίως για τη μείωση της μετανάστευσης και της διαφοροποίηση του κανονιστικού καθεστώτος του Ηνωμένου Βασιλείου, αφετέρου της αντιμετώπισης της πραγματικότητας της διαβίωσης εκτός των αγορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια χώρα βαθιά ενσωματωμένη σ’ αυτές. Αυτό το παζάρι έχει επιδεινωθεί από ένα άλλο: Η θητεία της Theresa May ως Βρετανίδας πρωθυπουργού απαίτησε αυτήν να ελιχθεί ανάμεσα στις τάσεις μεταξύ των Leavers [δηλαδή, εκείνων που είναι υπέρ του Brexit] και των Remainers [εκείνων που είναι υπέρ της παραμονής στην ΕΕ] μέσα στην δική της κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ διαπραγματεύεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση τους όρους του Brexit.
Αυτές οι διαφορετικές εντάσεις έχουν επιλυθεί μέχρι στιγμής δια της ακινητοποίησης. Ωστόσο, η επικείμενη λήξη της προθεσμίας για την συμφωνία επί των προϋποθέσεων για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και για τη μετακίνηση στη μεταβατική φάση του Brexit σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν κάποιες πραγματικές επιλογές. Αυτές οι επιλογές έχουν τοποθετήσει μια ωρολογιακή βόμβα κάτω από την κυβέρνηση της Μέι.
Η ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑΤΩΝ
Το ξήλωμα της πρωθυπουργίας της Μέι άρχισε με την ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην [επίσημη] εξοχική πρωθυπουργική κατοικία, το Chequers, στις 6 Ιουλίου, μια συνάντηση που διήρκεσε όλο το Σαββατοκύριακο και παρήγαγε μια συμφωνημένη Λευκή Βίβλο του Brexit. Το έγγραφο αυτό, το οποίο περιγράφει την επίσημη πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου για την σχέση του με την Ευρώπη μετά το Brexit, προέκυψε πάνω από δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα, 14 μήνες αφότου η Μέι ενημέρωσε επίσημα την ΕΕ για την πρόθεση της χώρας της να εξέλθει, και εννέα μήνες πριν από την επίσημη ημερομηνία εξόδου το επόμενο Μάρτιο.
Η Λευκή Βίβλος προτείνει ένα άβολο μείγμα υψηλών επιπέδων εναρμόνισης με την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά για τα προϊόντα, βασιζόμενη στην τήρηση ενός “βιβλίου κοινών κανόνων” για τα εμπορεύματα και ένα πολύπλοκο σύστημα τελωνειακής συνεργασίας, παράλληλα με τη μεγαλύτερη ελευθερία των Βρετανών να αποκλίνουν στις ρυθμιζόμενες υπηρεσίες όπως τα χρηματοοικονομικά. Η ελπίδα της Μέι ήταν ότι η πρόταση αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί μια ρεαλιστική αφετηρία για τις διαπραγματεύσεις με τον Michel Barnier, τον κύριο διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit, κατά την περίοδο πριν από τον Μάρτιο.
Ωστόσο, ακόμη και προτού το έγγραφο μεταφραστεί -αδέξια- στις 22 άλλες επίσημες γλώσσες της ΕΕ, το πολιτικό έδαφος χανόταν κάτω από την κυβέρνηση της Μέι. Ο υπουργός αρμόδιος για την αποχώρηση από την ΕΕ, David Davis, παραιτήθηκε αμέσως μετά την συνάντηση, καταγγέλλοντας ότι “η πολιτική ‘κοινών κανόνων’ μεταφέρει τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της οικονομίας μας στην ΕΕ και βεβαίως δεν ξαναφέρνει τον έλεγχο των νόμων μας κατά καμία πραγματική έννοια”.
Μέρες αργότερα, μετά από κάποιους φαινομενικούς δισταγμούς, ο υπουργός Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον, τον ακολούθησε στην έξοδο, θρηνώντας την “ομίχλη της αυτο-αμφιβολίας” της Μέι για την οποία ένιωθε ότι θα σημάνει ένα “ημι-Brexit”, που θα αφήσει το Ηνωμένο Βασίλειο με το “καθεστώς μιας αποικίας”. Και από τα πίσω έδρανα του κοινοβουλίου, ο Jacob Rees-Mogg, ηγέτης της έντονα Ευρωσκεπτικής Ομάδας Ευρωπαϊκών Ερευνών, μιας φράξιας των Συντηρητικών, απέρριψε το σχέδιο της Μέι ως “μια ατυχή αναστροφή” και υποστήριξε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να είναι προετοιμασμένο να φύγει από τις διαπραγματεύσεις εάν η ΕΕ δεν προσφέρει καλύτερη συμφωνία.
Εν τω μεταξύ, στις Βρυξέλλες, ο Μπαρνιέ πάγωσε στο σχέδιο “Chequers”, εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με το πόσο δίκαιη είναι η βρετανική πρόταση περί πρόσβασης στην αγορά εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, και σχετικά με την γραφειοκρατική και νομική πολυπλοκότητα του βρετανικού σχεδίου “μέγιστης διευκόλυνσης” για έναν κοινό τελωνειακό χώρο. Ο Μπαρνιέ προειδοποίησε επίσης ότι έμειναν μόλις 13 εβδομάδες για να βρεθεί μια συμφωνία που θα προστατεύει τα ανοικτά σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδική Δημοκρατία -το λεγόμενο “backstop”- έτσι ώστε η μεταβατική περίοδος μετά το Brexit, που θα διατηρεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην ενιαία αγορά μέχρι να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης για μια οριστική εμπορική συμφωνία, να μπορεί να ενεργοποιηθεί στις 29 Μαρτίου 2019.
Η προσεκτικά διαμορφωμένη θέση διαπραγμάτευσης της Μέι οδήγησε σε διχασμό μέσα στην ίδια της την κυβέρνηση, μόνο για να απορριφθεί γενικότερα από τον Ευρωπαίο αντίστοιχό της. Η αδυναμία της επιδεινώθηκε από τις απελπιστικά λίγες ψήφους διαφοράς στο Κοινοβούλιο επί του κυβερνητικού νομοσχεδίου για το εμπόριο, όπου μόνο ένας συνδυασμός κοινοβουλευτικής στρεψοδικίας και η βοήθεια από τους αντάρτες των Εργατικών έσωσε την πρωθυπουργό από την ήττα σε βασικές τροπολογίες.
Αυτή η παρολίγον σωτηρία έφερε μια μεταβολή στον τόνο, με την κυβέρνηση να δημοσιοποιεί τώρα ανησυχητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για ένα “μη διαπραγματεύσιμο” Brexit που περιλαμβάνουν τη μετατροπή του αυτοκινητοδρόμου Μ26 σε έναν προσωρινό χώρο στάθμευσης φορτηγών για να αντιμετωπίσει τις τελωνειακές συσσωρεύσεις στο Ντόβερ και την χρήση του στρατού για να μεταφέρει τρόφιμα και βασικά φάρμακα σε ολόκληρη την χώρα. Όλες οι διαπραγματεύσεις περιλαμβάνουν ένα στοιχείο μπλόφας και παραπλάνησης.
Οι υποστηρικτές της προσέγγισης “όχι συμφωνία” (no-deal) -συμπεριλαμβανομένου, προφανώς, του νέου υπουργού του Brexit, Dominic Raab, ο οποίος αυτή την εβδομάδα ισχυρίστηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αρνηθεί να πληρώσει τον «λογαριασμό του διαζυγίου» αν οι Βρυξέλλες δεν προσφέρουν μια καλύτερη συμφωνία- ισχυρίζονται ότι η ΕΕ θα ανταποκριθεί στα βρετανικά αιτήματα, μόνο αν η κυβέρνηση είναι αρκετά θαρραλέα ώστε να απειλήσει να φύγει. Αλλά τόσο τα εμπορικά μαθηματικά όσο και η νομικίστικη προσέγγιση της Ευρώπης στην λήψη αποφάσεων υποδηλώνουν κάτι διαφορετικό.
Η έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα προέβλεψε ένα χτύπημα κατά 4% στο βρετανικό ΑΕΠ και ένα χτύπημα 0,5% στην ΕΕ των 27, στο πλαίσιο του σεναρίου χωρίς συμφωνία. Οι αριθμοί αυτοί δίνουν λίγους λόγους στην ΕΕ να υποχωρήσει πρώτη, ακόμη και αν ήταν δυνατόν να δεχθεί τα αιτήματα του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς να διαλύσει το συνταγματικό και κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης.
Οπότε, τι πραγματικά θέλουν όσοι υποστηρίζουν την μη συμφωνία (no-deal); Μια μικρή ομάδα φαίνεται να επιδιώκει την ριζική επανεξισορρόπηση της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου στην παγκόσμια οικονομία είτε λόγω μιας ρομαντικής πεποίθησης ότι η χώρα μπορεί να αποκαταστήσει τον αυτοκρατορικό της ρόλο στον κόσμο είτε επειδή είναι αφοσιωμένη στο να βγάλει το Λονδίνο από τους ρυθμιστικούς περιορισμούς που επιβάλλει η Ευρώπη.
Αλλά για τους άλλους, το “μη συμφωνία” δεν αποτελεί μια αξιοπρεπή υποχώρηση από την φαντασίωση που πούλησε το Brexit στο βρετανικό εκλογικό σώμα την στιγμή του δημοψηφίσματος του 2016. Κατά την διάρκεια εκείνης της [προεκλογικής] εκστρατείας, οι Leavers [οι υπέρ της εξόδου, δηλαδή] υποσχέθηκαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να διατηρήσει όλα τα οφέλη της ένταξης στην ΕΕ, ενώ θα απελευθερωνόταν από τα βάρη: Ο Johnson διαβοήτως ισχυριζόταν ότι υποστήριζε “και να έχω την πίτα μου και να την τρώω” (“pro- having my cake and pro- eating it”).
Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δείξει την παραμικρή αμφιβολία για την αρχική και λογική της θέση: Καμία πρόσβαση στην αγορά για το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν [το Λονδίνο] δεχθεί όλους τους σχετικούς κανόνες της ΕΕ και την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και προστατεύει την ειρηνευτική συμφωνία της Ιρλανδίας επιλύοντας το ζήτημα των συνόρων. Έτσι, για τους Leavers, η επιλογή τώρα είναι να παραδεχτούν την συναλλαγή και το τεράστιο κόστος και τους κινδύνους του σχεδίου του Brexit και να επιτύχουν έναν μη ικανοποιητικό συμβιβασμό ή να δραπετεύσουν από την κυβέρνηση και να ξεφωνίσουν την πιο ρεαλίστρια Theresa May για την προδοσία του ονείρου ενός σκληρού Brexit χωρίς συνέπειες.
Η απομάκρυνση των σκληρών Brexiters αφήνει την Μέι με έλλειμμα ψήφων τις οποίες χρειάζεται για να επιδιώξει ακόμη και το υβριδικό Brexit της Λευκής Βίβλου, το οποίο έχει ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτό από την ΕΕ των 27. Το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν, το οποίο είναι επίσης διχασμένο από μια βαθιά εσωτερική διάσπαση για το θέμα και είναι πρόθυμο να αντιμετωπίσει μια εξασθενημένη Μέι σε γενικές εκλογές, είναι εξίσου απρόθυμο να ρίξει σωσίβιο στην κυβέρνηση, αν και η πλειοψηφία των Εργατικών βουλευτών θα προτιμούσε ένα ηπιότερο Brexit.
Οι Δημοκρατικοί Ενωτικοί (Democratic Unionists), των οποίων οι ψήφοι παρέχουν στη Μέι την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, δεν θα δεχθούν καμία συμφωνία Brexit που να αντιμετωπίζει την Βόρεια Ιρλανδία διαφορετικά από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η ιρλανδική κυβέρνηση και οι διαπραγματευτές της ΕΕ δεν θα συμφωνήσουν σε κανονιστικές αποκλίσεις μεταξύ του Δουβλίνου και του Μπέλφαστ.
Η μοίρα της Λευκής Βίβλου του Brexit δείχνει γιατί η βρετανική κυβέρνηση έχει καταναλώσει τόσο πολύ χρόνο για να παρουσιάσει ένα λεπτομερές σχέδιο για το Brexit: Το έργο για το οποίο ψήφισε το εκλογικό σώμα, [δηλαδή] την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά με ανεξαρτησία να θέτει [το Ηνωμένο Βασίλειο] τους δικούς του κανόνες, τελωνειακές διευθετήσεις και συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμο, απλώς δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδώσει καρπούς.
Με το να χαράξει κόκκινες γραμμές εξόδου από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση νωρίς στην πρωθυπουργία της, η Μέι κέρδισε την προσωρινή υποστήριξη των σκληρών Brexiters, αλλά έκανε αδύνατο ένα Brexit αποδεκτό από την βρετανική επιχειρηματική κοινότητα και την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου και του κοινού. Έχει καταλάβει τον αριθμό 10 της Downing Street για δύο χρόνια υποσχόμενη ένα Brexit χωρίς συμβιβασμούς, αλλά καθώς πλησιάζει η προθεσμία για την συμφωνία, θα πρέπει να επιλέξει.
Με την επιλογή έρχεται και η διαίρεση, καθώς ο συνασπισμός υπέρ του Brexit διαφωνεί θεμελιωδώς σχετικά με το ποιο σημείο συναλλαγής μεταξύ [εθνικής] κυριαρχίας και οικονομικών θα πρέπει να στοχεύει το Ηνωμένο Βασίλειο.
ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ Η ΜΕΙ;
Ωστόσο, η Μέι θα μπορούσε και πάλι να επιβιώσει. Η παράλυση των διαπραγματεύσεων μπορεί να ταιριάζει με τους εσωτερικούς της αντιπάλους και την αντιπολίτευση, αλλά θα μπορούσε επίσης να αφήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να αντιμετωπίσει τον γκρεμό του Brexit την άνοιξη του 2019, με τα αεροπλάνα να είναι στο έδαφος, τα τελωνεία να κατακλύζονται και τα ράφια των σούπερ μάρκετ άδεια.
Οι εσωτερικοί αντίπαλοι της May μπορούν να επιρρίψουν την ευθύνη για όλα τα προβλήματα στην αποτυχία να κάνει το Brexit αρκετά σκληρό εκμεταλλευόμενοι την άνεση των [βουλευτικών] “πίσω εδράνων”, αλλά φοβούνται επίσης την κατάρρευση της κυβέρνησης για δύο λόγους. Πρώτον, δεν έχουν ούτε τους αριθμούς ούτε την αξιοπιστία να αναλάβουν οι ίδιοι την διαδικασία. Δεύτερον, ο κύριος κερδισμένος της κατάρρευσης της κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι το Εργατικό Κόμμα του Corbyn, το οποίο προς το παρόν έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Αναγκασμένοι να επιλέξουν ανάμεσα σε μια ατιμωτική υποχώρηση από το σκληρό Brexit ή τον κίνδυνο μιας εξοργισμένης λαϊκής ψήφου υπέρ της πιο αριστερής κυβέρνησης της βρετανικής ιστορίας, ίσως να είναι οι Brexiters που θα υποχωρήσουν πρώτοι.
JONATHAN HOPKIN
Αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο London School of Economics and Political Science
foreignaffairs

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ