Πώς Ταμείο και Σόιμπλε καταρρίπτουν τα επιχειρήματα Μητσοτάκη περί εξόδου από το μνημόνιο το 2014
Του Σωτήρη Καψώχα
Σε 42 ημέρες -και συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου-, με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος αυστηρής επιτήρησης της χώρας από τους δανειστές-επόπτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κλείνει ένας υπεροκταετής κύκλος επώδυνων μνημονίων για την Ελλάδα. Ένας κύκλος που έφερε στους Ελληνες δεινά ύψους 75,8 δισ. ευρώ, τα οποία κατανεμήθηκαν σε μέτρα 65,8 δισ. την περίοδο 2010-2014 και 10 δισ. ευρώ την περίοδο 2015-2018, καθώς και την απώλεια του 25% του εθνικού πλούτου της χώρας από το 2009 έως το 2015. Η επιμνημόσυνος τελετή της περιπέτειας που πέρασε η χώρα έγινε την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή, όταν η μεταμνημονιακή εποχή αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και σύμπασας της αντιπολίτευσης, σε μια συζήτηση που προκλήθηκε με πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι η καθαρότητα της εξόδου αμφισβητήθηκε έντονα από τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο τα προηγούμενα χρόνια και έσυραν τη χώρα στα μνημόνια, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και η Φώφη Γεννηματά εμμέσως διεκδίκησαν μέρος της επιτυχίας. Ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι το τρίτο μνημόνιο των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν αχρείαστο, αφού η έξοδος είχε δρομολογηθεί από το 2014, επί συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, και θα είχε συντελεστεί, εάν ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε ρίξει την τότε κυβέρνηση με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Στο προσκήνιο επανήλθε, μάλιστα, το περίφημο «success story» της εποχής Σαμαρά, το οποίο, σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ανακόπηκε από την παρούσα κυβέρνηση, που «οδήγησε τη χώρα και την οικονομία της πίσω στην εποχή των σπηλαίων και έφερε την καταστροφή και τον όλεθρο».
Τι ήταν αυτό το περιώνυμο «success story», μέσω του οποίου επιχειρούν με τόση επιμονή να αυτοπροσδιοριστούν το δίδυμο Σαμαρά – Βενιζέλου αλλά και τα κόμματά τους σήμερα; Πρόκειται για μια κραυγαλέα… μούφα, μια απάτη κατά το κοινώς λεγόμενο. Εφευρέθηκε, κατασκευάστηκε και διαφημίστηκε καταλλήλως από έναν εσμό προθύμων της πολιτικής και της ενημέρωσης, για να καλλιεργήσει στην αναστατωμένη και σε αναβρασμό κοινωνία μια ψεύτικη εντύπωση: ότι, δηλαδή, τα προβλήματα της χώρας τελειώνουν.
Ομως η απάτη, όπως και το ψέμα, δεν έχει μεγάλη διάρκεια. Μπορεί να χρειάστηκε να περάσουν λίγα χρόνια και να υποβληθούν και σε άλλες θυσίες οι Ελληνες πολίτες, αλλά η αλήθεια βγήκε στο φως. Οχι από τον Αλέξη Τσίπρα, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο ή άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από το ΔΝΤ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε! Αυτοί, δύο εκ των πρωταγωνιστών του ελληνικού δράματος, διέλυσαν με τον πιο σαφή και επίσημο τρόπο τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα του 2014 ήταν με το ένα πόδι έξω από τα μνημόνια και την κρίση.
Ο νέος πρόεδρος της γερμανικής Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στην τελευταία του συνέντευξη ως υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, μιλώντας σε ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό πριν από πέντε μήνες, ήταν σαφής όταν υπογράμμιζε ότι τώρα -και προφανώς όχι το 2014- ήρθε η ώρα να τελειώσει ο εφιάλτης των Ελλήνων. Και ήταν αποκαλυπτικός όταν έλεγε με νόημα ότι ο τότε πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ζητούσε από τους δανειστές, επίσημα και επίμονα, να διακοπεί η εφαρμογή του προγράμματος και να του δοθεί ένα διάλειμμα για καθαρά πολιτικούς λόγους, προκειμένου να παρακαμφθεί ο σκόπελος της προεδρικής εκλογής και να αποφευχθεί η πτώση της κυβέρνησής του. Με τον τρόπο του, δηλαδή, κατέστησε φανερό και στους πλέον δύσπιστους ότι το δίδυμο Σαμαρά – Βενιζέλου δεν το ενδιέφερε τόσο να διατηρήσει ένα (ανύπαρκτο) «success story», δεν νοιαζόταν για τη διάσωση της οικονομίας, αλλά για τη διάσωση της κυβέρνησής του και μόνο.
Εκτροχιάστηκε το πρόγραμμα το 2014
Νωρίτερα, συγκεκριμένα στις αρχές του 2017, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με μια έκθεση που δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ήταν εξίσου αποκαλυπτικό. Ανέφερε συγκεκριμένα: «Το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε 16 τριμηνιαίες αξιολογήσεις, εκ των οποίων μόνο πέντε ολοκληρώθηκαν, κι αυτές με σημαντικές καθυστερήσεις. Μετά τον Ιούνιο του 2014 το πρόγραμμα εκτροχιάστηκε». Ή, αν προτιμάτε αγγλιστί: «After June 2014, the program went irretrievably off track». Η συγκεκριμένη αναφορά-συμπέρασμα του Ταμείου επιβεβαιώνει πλήρως την επιχειρηματολογία της σημερινής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η τότε κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, θορυβημένη από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών (25 Μαΐου 2014), που έφεραν πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό 26,6%, έναντι 22,71% της ΝΔ, και γνωρίζοντας ότι επίκειται η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, έριξε εσκεμμένα έξω το πρόγραμμα προκειμένου να ναρκοθετήσει τη διάδοχη κατάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάρτιο του 2014, δύο μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ανακοίνωσε την απόδοση κοινωνικού μερίσματος ύψους 450 εκατ. ευρώ, δαπάνη την οποία ενέταξε στον προϋπολογισμό του 2014, με αποτέλεσμα η χρονιά να κλείσει με πλεόνασμα 0,4% έναντι του επίσημου στόχου για πλεόνασμα 1,5%. Την ίδια ώρα, μάλιστα, ισχυριζόταν ότι το μέρισμα δόθηκε από το πλεόνασμα του 2013. Η έκθεση του ΔΝΤ συνοψίζει τις απόψεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 6ης Φεβρουαρίου 2017.
Η «κακή» τετραετία 2012-2015
Ο συντάκτης της έκθεσης δεν παραλείπει να αναφέρει με αριθμούς την κακή πορεία υλοποίησης των συμφωνηθέντων. «Κατά τη διάρκεια του 2012-2015, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν σημαντική (3,25% του ΑΕΠ), αλλά υπολειπόταν του στόχου του προγράμματος (7% του ΑΕΠ)», αναφέρει και συνεχίζει: «Μόλις το πρόγραμμα εξετράπη από την πορεία, το πρωτογενές πλεόνασμα μειώθηκε στο 0,25% του ΑΕΠ μέχρι το 2015, κάτω από τον αρχικό στόχο του προγράμματος του 4,5% του ΑΕΠ και τον αναθεωρημένο στόχο του προγράμματος στο 3,5% του ΑΕΠ».
Και ακόμη, «τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις ήταν 1,9 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του αρχικού στόχου», διαβάζουμε.
«Οσον αφορά στη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, οι στόχοι που ορίζονται δεν πληρούνται. Η πραγματική προσαρμογή από την πλευρά των εσόδων (3% του ΑΕΠ) κατά τη διάρκεια του 2011-2015 σε μεγάλο βαθμό επικεντρώθηκε κυρίως σε ad hoc μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της οπισθοδρομικής και στρεβλής φορολόγησης σε μικρές ομάδες πληθυσμού», ενώ «οι πρωτογενείς δαπάνες αυξήθηκαν ελαφρά (0,5% του ΑΕΠ)».
Αντίστοιχα επικριτική είναι η έκθεση του ΔΝΤ και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, λέγοντας ότι «η πρόοδος ήταν περιορισμένη»: «Θεμελιώδεις αδυναμίες σε βασικές λειτουργίες παραμένουν», γράφει ο συντάκτης, που αναφέρεται επίσης σε «πολιτικές παρεμβολές» στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Ακόμη και για τον ΕΝΦΙΑ γράφει ότι «ο νέος φόρος ακίνητης περιουσίας ΕΝΦΙΑ εισήχθη, αλλά οι μεταρρυθμίσεις στην αποτίμηση του ακινήτου παρέμειναν σε στασιμότητα», ενώ «οπισθοδρόμηση παρατηρήθηκε με την εφαρμογή του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος του 2013».
Κόστος των μνημονίων
Στο εφιαλτικό ποσό των 75,8 δισ. ευρώ ανήλθε το ύψος των συνολικών μέτρων που επιβλήθηκαν από το 2010 στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Μέχρι και το 2014 έχουν επιβληθεί μέτρα συνολικού ύψους 65,8 δισ. ευρώ, που ανέρχονται στο 37,6% του ΑΕΠ.
Μνημόνιο 1
Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων σε διάρκεια 2,4 ετών (2010-2012) ανήλθε σε 40,6 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των μέτρων σε ετήσια βάση έφτασε τα 16,9 δισ. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μνημονίου δεν υπήρξε συμφωνία σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα έπρεπε να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση ούτε κάποια δέσμευση για αναδιάρθρωση χρέους.
Μνημόνιο 2
Κατά το δεύτερο μνημόνιο διάρκειας 2,6 ετών, το ύψος των πρόσθετων μέτρων άγγιξε τα 25,2 δισ. ευρώ, κατανεμημένα σε 9,7 δισ. σε ετήσια βάση. Και πάλι καμία συμφωνία δεν έγινε σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα ή την αναδιάρθρωση του χρέους, με εξαίρεση το PSI.
Σχέδιο Χαρδούβελη
Το σχέδιο Χαρδούβελη προέβλεπε μέτρα ύψους 1 δισ. για ένα έτος, ενώ υπήρξε συμφωνία με τους εταίρους για την επίτευξη συγκεκριμένων πρωτογενών πλεονασμάτων: 3% για το 2015, 4,5% για τα έτη 2106-2017 και 4,2% για το 2018. Το σύνολο των απαιτούμενων πλεονασμάτων σε ποσοστό του ΑΕΠ ανερχόταν στο 16,2% ή, αλλιώς, σε 29,2 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η προσαρμογή του ετήσιου κόστους των μέτρων λόγω ελάφρυνσης των πρωτογενών πλεονασμάτων θα ανερχόταν σε 1 δισ., ενώ η προσαρμογή του ετήσιου κόστους λόγω και αναδιάρθρωσης του χρέους θα έφτανε το 1 δισ. ευρώ.
Σχέδιο Γιούνκερ
Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων διάρκειας 1,5 έτους (2015-2016) ανερχόταν, σύμφωνα με το σχέδιο Γιούνκερ, στα 8 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των μέτρων σε ετήσια βάση σε 5,3 δισ.
Μνημόνιο 3
Στο τρίτο μνημόνιο διάρκειας 3,5 ετών (2015-2018) το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων φτάνει τα 10 δισ. ευρώ, με το ύψος των μέτρων στα 2,9 δισ. σε ετήσια βάση. Τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν ήταν: 0,25% για το 2015, 0,5% για το 2016, 1,75% για το 2017 και 3,5% για το 2018. Το σύνολο των απαιτούμενων πλεονασμάτων σε ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει το 5,5% ή, αλλιώς, τα 9,3 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, η προσαρμογή του ετήσιου κόστους μέτρων λόγω ελάφρυνσης πρωτογενών πλεονασμάτων άγγιξε τα 2,6 δισ., ενώ η εξοικονόμηση κόστους λόγω αναδιάρθρωσης χρέους την τριετία 2016-2018 ανέρχεται στα 3,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, διαπιστώνεται από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ότι η επιβολή της λιτότητας απέτυχε σε όλα τα επίπεδα, καθώς οδήγησε σε βαθιά ύφεση, συρρίκνωση επενδύσεων, απώλειες εισοδημάτων, πρωτοφανή μείωση καταθέσεων, εκτίναξη της ανεργίας κ.λπ.
Αθροιστικά, την περίοδο 2010-2014 το ύψος των μέτρων ήταν 65,8 δισ. ευρώ και το ονομαστικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 58,4 δισ. ευρώ. Η πτώση του ΑΕΠ αντανακλά τη σημαντική μείωση επενδύσεων, απασχόλησης και εισοδημάτων. Ειδικότερα, η επενδυτική δαπάνη από 38,3 δισ. ευρώ το 2010 μειώθηκε πάνω από 50% και υποχώρησε το 2014 στο ποσό των 19,94 δισ. ευρώ. Η ανεργία αυξήθηκε θεαματικά την ίδια περίοδο. Από το 12,7% που είχε διαμορφωθεί το 2010, εκτινάχθηκε στο 26,5% το 2014, με κίνδυνο περαιτέρω αύξησης. Ο αριθμός των ανέργων, από 639.375 άτομα το 2010, αυξήθηκε σε 1.272.500 το 2014. Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων τον Δεκέμβριο του 2010 ήταν 209,6 δισ. ευρώ, για να υποχωρήσουν τον Δεκέμβριο του 2014 σε 133,7 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η πολιτική που επέβαλαν οι δανειστές στις ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει ούτε το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το δημόσιο χρέος. Παρά τα μέτρα, παρά τα δύο κουρέματα που πραγματοποιήθηκαν το 2012 (PSI και επαναγορά) και τη διαγραφή χρέους ύψους 138 δισ. ευρώ, το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ από 145,7% του ΑΕΠ το 2010 βρέθηκε στο τέλος του 2014 στο 177,8% του ΑΕΠ, δηλαδή σε μη βιώσιμα επίπεδα.
infiltr8or