Του Γ. Σωτηρέλη*
Η κίνηση Ματαρέλα να αρνηθεί τον διορισμό υπουργού που του πρότεινε ο εντολοδόχος πρωθυπουργός προκάλεσε τεράστια πολιτική αναταραχή στην Ιταλία – που ευτυχώς καταλαγιάζει…-, έκδηλη ανησυχία σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και έντονη συζήτηση στη χώρα μας. Και είναι εύλογο διότι πρόκειται για κίνηση υψηλού συμβολισμού: σηματοδοτεί με τον ευκρινέστερο τρόπο το πόσο προβληματική και επιπόλαια εξακολουθεί να είναι η αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων και εν πολλοίς αρνητικών πολιτικών φαινομένων που ανέδειξε τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση και η έξαρση των μεταναστευτικών ροών. Ειδικότερα:
Α. Από συνταγματική σκοπιά, η άποψή μου είναι ότι ο ιταλός πρόεδρος υπερέβη σαφώς τα όρια του ρόλου του ανώτατου άρχοντα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής (προεδρευόμενης ή βασιλευόμενης) δημοκρατίας, που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν νοείται η λογική της διπλής εμπιστοσύνης – τόσο από τον ανώτατο άρχοντα όσο και από τη Βουλή – που πρυτάνευσε στον πρώιμο («ορλεανικό» ή «δυαδικό») κοινοβουλευτισμό και εξακολουθεί να ισχύει μόνο στο προεδρικό σύστημα (ΗΠΑ, Κύπρος) καθώς και στο ιδιόμορφο ημιπροεδρικό της Γαλλίας (το οποίο ο πρόεδρος Μακρόν φαίνεται να συγχέει, ανεπίτρεπτα, με το σύστημα της Ιταλίας…).
Η αμφισβήτηση λοιπόν από τον πρόεδρο κορυφαίων πολιτικών επιλογών τού μόλις αναδειχθέντος πρωθυπουργού – εφόσον βέβαια αυτές δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα – σημαίνει και αμφισβήτηση του ίδιου του πυρήνα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος στην προεδρευόμενη δημοκρατία είναι εξ ορισμού ο ασθενέστερος πόλος της εκτελεστικής λειτουργίας, με ρυθμιστικές μόνο αρμοδιότητες και οριακή διακριτική ευχέρεια τόσο όταν διορίζει τον πρωθυπουργό – δεδομένου ότι δεσμεύεται από την αρχή της δεδηλωμένης – όσο και όταν διορίζει, με πρόταση και ευθύνη αυτού, τους υπουργούς. Το μόνο που μπορεί να κάνει – πέρα από το να νουθετεί αφανώς – είναι να ασκεί μια μορφή ελέγχου νομιμότητας (όπως έγινε στο παρελθόν από τον Σκάλφαρο με τον προταθέντα για υπουργό Δικαιοσύνης δικηγόρο του Μπερλουσκόνι).
Σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιούται να ασκεί έλεγχο πολιτικής σκοπιμότητας όπως έπραξε, ατυχέστατα, ο Ματαρέλα (αλλά και ο βασιλιάς στην Ελλάδα το 1965…), διότι έτσι παραβιάζει όχι μόνον το κοινοβουλευτικό σύστημα που συνεπάγεται εξ ορισμού τον καθοριστικό ρόλο του πρωθυπουργού, αλλά και την ίδια την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο πρωθυπουργός δεν είναι πρώτος μεταξύ ίσων αλλά ο κυρίαρχος του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Κι αυτό ισχύει ακόμη και όταν ο πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από τον λαό (π.χ. Πορτογαλία, Αυστρία, Φινλανδία). Η αμφισβήτηση λοιπόν από τον πρόεδρο κορυφαίων πολιτικών επιλογών τού μόλις αναδειχθέντος πρωθυπουργού – εφόσον βέβαια αυτές δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα – σημαίνει και αμφισβήτηση του ίδιου του πυρήνα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Β. Είναι φανερό, αν κρίνουμε και από τις ανεκδιήγητες δηλώσεις του επιτρόπου Ετινγκερ – που έπρεπε να έχει ήδη παραιτηθεί…- ότι οι ιθύνουσες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να εθελοτυφλούν. Προτιμούν να κάνουν εκπτώσεις στη Δημοκρατία παρά να καταπολεμήσουν τις δομικές παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης: τον ιδιόμορφο «καθεστωτισμό», τον θεσμικό ελιτισμό, τον πολιτικό ολιγαρχισμό, τις πολλαπλές οικονομικές ανισότητες και, βεβαίως, τον ολοένα και πιο απροκάλυπτο «γερμανοκεντρικό» προσανατολισμό της.
Με αυτήν όμως τη συμπεριφορά, που είναι υποταγμένη σε κοντόφθαλμες και μονοδιάστατες οικονομικές επιλογές, έχουν ακέραιη την ευθύνη για την άνοδο του ακραίου, ισοπεδωτικού και συχνά αλλοπρόσαλλου – όπως στην Ιταλία – «λαϊκισμού» αλλά και της γενικευμένης πλέον αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης (δηλαδή της μεγαλύτερης κατάκτησης του προηγούμενου αιώνα). Με άλλα λόγια, αν αυτές οι δυνάμεις δεν αναστοχαστούν – κριτικά αλλά και αυτοκριτικά – το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι πραγματικά αμφίβολο αν θα υπάρξει τέτοιο μέλλον…
*Από τα ΝΕΑ