Ο Λεονίντ Ρογκόζοφ είχε σπουδάσει Ιατρική κι ενώ έκανε τη διδακτορική του διατριβή το 1960, του δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία: να μετάσχει ως γιατρός στην Έκτη Σοβιετική Αποστολή στην Ανταρκτική.
Μαζί με άλλους 12 ερευνητές έφθασαν στο Σταθμό Νοβολαζαρέφσκαγια, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ο 27χρονος γιατρός δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι αυτή η αποστολή θα τον έκανε διάσημο ανά την υφήλιο κι ότι ο πιο γνωστός ασθενής του δεν θα ήταν κάποιος από τους συντρόφους του, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός.
https://www.youtube.com/watch?v=Rcp7uDnoDuA#action=share
Αφού έφθασαν στο σταθμό η ομάδα προετοιμάστηκε για έναν μακρύ, σκληρό χειμώνα. Αλλά λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1961 ο Ρογκόζοφ διεπίστωσε ότι είχε αναπτύξει σκωληκοειδίτιδα. «Δεν μιλάω γι’ αυτό το θέμα», έγραψε στο ημερολόγιό του. «Γιατί να ανησυχήσω τους φίλους μου; Ποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει»;
Σύντομα, όμως, διεπίστωσε ότι η αναμονή δεν ήταν επιλογή κι ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να διαλέξει ανάμεσα στο θάνατο ή να κάνει εγχείρηση στον εαυτό του! «Αυτό είναι μάλλον ανέφικτο. Αλλά δεν μπορώ να σταυρώσω τα χέρια και να τα παρατήσω», σημείωνε. Άλλωστε ο κοντινότερος Σοβιετικός ερευνητικός σταθμός, ο Ουσίνσκ, απείχε πάνω από 1.600 χιλιόμετρα από τον Νοβολαζαρέφσκαγια, ενώ οι ερευνητικοί σταθμοί άλλων κρατών στην Ανταρκτική δεν διέθεταν αεροσκάφη, που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να προσγειωθούν λόγω της σφοδρής χιονοθύελλας.
Στις 30 Απριλίου ήλθε η ώρα. Η κατάσταση δεν σήκωνε άλλη αναμονή, τα αντιβιοτικά δεν βοηθούσαν πλέον καθώς εμφανίστηκαν σημάδια τοπικής περιτονίτιδας. Οι φίλοι του απομάκρυναν όλα τα αντικείμενα από το δωμάτιό του, το καθάρισαν κι απολύμαναν σεντόνια και εργαλεία. Ο μηχανικός Ζηνόβι Τεπλίνσκι του κρατούσε έναν καθρέφτη, ο μετεωρολόγος Αλεξάντερ Αρτέμεφ έπαιζε το ρόλο του εργαλειοδότη κι ο υπεύθυνος του Σταθμού, Βλάντισλαβ Γκέρμποβιτς παρίστατο για να βοηθήσει σε περίπτωση που κάποιος έχανε τις αισθήσεις του. Αν λιποθυμούσε ο ίδιος, ο Ρογκόζοφ είχε έτοιμες ενέσεις που θα τον αφύπνιζαν.
Η εγχείριση άρχισε γύρω στις 2 το πρωί. Σε ημι-επικλινή θέση ο Ρογκόζοφ μισογύρισε στην αριστερή πλευρά, έκανε μια τομή 10-12 εκατοστών στο κοιλιακό τοίχωμα κι άρχισε να αφαιρεί το τυφλό έντερο. Γάντια δεν φορούσε γιατί ο φωτισμός ήταν τόσο άσχημος, που έπρεπε να προχωρά βασιζόμενος στις αισθήσεις του. «Η καρδιά μου έγινε κόμπος, χτυπούσε πολύ αργά και ένιωθα τα χέρια μου σαν λάστιχα», έγραψε στο ημερολόγιό του.
Ένας συνάδελφός του σημείωσε αργότερα στο δικό του ημερολόγιο: «Ο Ρογκόζοφ έκανε την τομή κι άρχισε να δουλεύει μέσα στα εντόσθιά του. Όταν έβγαλε το τυφλό έντερο, το έντερό του έκανε έντονους θορύβους, τρομερούς, θέλαμε να φύγουμε, να μην κοιτάζουμε πια- αλλά διατήρησα την ψυχραιμία του. Αλλά και ο Αρτέμεφ κι ο Τεπλίνσκι παρέμειναν στις θέσεις τους, αν και ήταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Ο Ρογκόζοφ ήταν ήρεμος, συγκεντρωμένος στη δουλειά του, αλλά έτρεχε ιδρώτας στο πρόσωπό του και ζητούσε συνέχεια από τον Τεπλίνσκι να του σκουπίζει το μέτωπο».
Κατά τη διάρκεια της επέμβασης ο Ρογκόζοφ, λόγω της γενικής αδυναμίας και της ναυτίας, αναγκαζόταν να σταματάει κάθε 10 λεπτά για να πάρει ανάσες. Γύρω στις 04:00 η εγχείριση ολοκληρώθηκε, αφού προηγουμένως έραψε την τομή του. Στη συνέχεια πήρε υπνωτικά χάπια για να κοιμηθεί.
Ο Ρογκόζοφ επανήλθε στα τακτικά καθήκοντά του περίπου δύο εβδομάδες μετά την επέμβαση. Όταν μετά από μήνες επέστρεψε στο Λένινγκραντ τιμήθηκε με το Τάγμα του Κόκκινου Λάβαρου της Εργασίας, το οποίο απένεμαν οι Σοβιετικές Αρχές σε επιφανείς επιστήμονες.
Εργάστηκε ως γιατρός, ενώ διετέλεσε επικεφαλής του τμήματος χειρουργικής στο Ινστιτούτο Ερευνών της Αγίας Πετρούπολης για τον πνεύμονα και τη φυματίωση. Από το 1986 μέχρι το 2000, που πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 66 ετών.