Η εμπορική διαμάχη μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου είναι χαρακτηριστική για την ένταση που επικρατεί στις σχέσεις ανάμεσα σε μια εδραιωμένη και μια ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη.
Η απόφαση επιβολής αμερικανικών εμπορικών δασμών κατά της Κίνας συνοδεύτηκε από απειλές του Πεκίνου ότι θα απαντήσει με το ίδιο νόμισμα και ότι δεν φοβάται το ενδεχόμενο πρόκλησης ενός εμπορικού πολέμου με την Ουάσιγκτον.
Την ίδια ώρα ωστόσο οι οικονομίες των δύο χωρών είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα μια τέτοια αντιπαράθεση να έχει αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα, επισημαίνει ο Τόμας Έντερ από το Ινστιτούτο Κινεζικών Μελετών Merics στο Βερολίνο. «Αν σκεφθεί κανείς για παράδειγμα την πιθανή κινεζική αντίδραση στους αμερικανικούς δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, δηλαδή το ενδεχόμενο επιβολής δασμών σε αμερικανικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως φασόλια σόγιας, χοιρινό κρέας και άλλα εισαγόμενα προϊόντα τέτοιου τύπου, (σ.σ. θα διαπιστώσει ότι) αυτό βεβαίως θα προκαλούσε πληθωριστικές τάσεις στην Κίνα, υψηλότερο κόστος για τους κινέζους καταναλωτές», τονίζει ο Τόμας Έντερ.
Αν εξετάσει κανείς τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις των τελευταίων ετών, διαπιστώνει χονδρικά ότι η Κίνα αποκομίζει γιγάντια πλεονάσματα από το εμπόριο με τις ΗΠΑ –σχεδόν 400 εκατομμύρια δολάρια το 2016. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του ποσού δαπανά το Πεκίνο για αγορά αμερικανικών ομολόγων, χρηματοδοτώντας έτσι τον κρατικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Μπορεί κανείς κάλλιστα να ισχυριστεί ότι οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου είναι οι πιο σημαντικές στον κόσμο.
Πάντως είναι αισθητές οι τριβές ανάμεσα στην εδραιωμένη υπερδύναμη των ΗΠΑ και την οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά ολοένα και πιο δυναμική Κίνα. Παρατηρώντας τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό, θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς τη λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη», ο οποίος με αφορμή την αντιπαλότητα της Αθήνας και της Σπάρτης στην αρχαιότητα είχε εκτιμήσει ότι όταν μια νέα δύναμη απειλεί να εκθρονίσει μια κυρίαρχη δύναμη, τότε η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
Το Πεκίνο διεκδικεί ρόλο συνδιαμορφωτή
Σήμερα βεβαίως επικρατεί η ελπίδα ότι Ουάσιγκτον και Πεκίνο θα αποφύγουν την «Παγίδα του Θουκυδίδη», ωστόσο η αντιπαλότητα ανάμεσά τους είναι προφανής. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται και στην επικαιροποιημένη εθνική στρατηγική ασφαλείας της αμερικανικής κυβέρνησης, όπου γίνεται λόγος για «επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων». Εκεί επισημαίνεται ακόμη ότι η Κίνα και η Ρωσία «επιχειρούν να διαβρώσουν την ασφάλεια και την ευημερία της Αμερικής» και να «οικοδομήσουν έναν κόσμο αντίθετο προς τις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ».
Η Κίνα υπό την ηγεσία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ βρίσκεται «στο απόγειο της δύναμής της στη σύγχρονη εποχή», διαπιστώνει μιλώντας στην DW ο Μάικλ Κόβριγκ, αναλυτής της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Crisis Group, ο οποίος υπογραμμίζει μεταξύ άλλων τη μαζική ενίσχυση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων και την ισχυρότερη παρουσία του Πεκίνου σε ευαίσθητες περιοχές, όπως η Νοτιοκινεζική Θάλασσα.
Παρόλα αυτά ο Μάικλ Κόβριγκ εκτιμά ότι «φιλοδοξία της Κίνας δεν είναι να ανατρέψει το παρόν διεθνές σύστημα, αλλά να γίνει μια χώρα που δεν θα τηρεί απλά μια στάση απομονωτισμού (…) αλλά θα εμπλέκεται ενεργά με στόχο να αυξήσει τον βαθμό συνδιαμόρφωσης αυτού του συστήματος, του διεθνούς δικαίου και των θεμελιωδών αρχών της παγκόσμιας διακυβέρνησης».