Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ποίαν νὰ εἶχε καλὴν τύχην ὁ καπετὰν Στέφος ὁ Γιαρούς, καὶ τοῦ ἤρχοντο ὅλα βολικὰ εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον; Ποτὲ δὲν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος τόσον τυχερός, ὅσον αὐτός. Ἀπὸ μίαν παλιοκαϊάσα*, εἶδος βομβάρδας* ἢ κολυακιᾶς*, ὁποὺ τοῦ εἶχεν ἀφήσει ὡς ἀζήλευτον κληρονομίαν ὁ πατέρας του, ἀπέκτησε τώρα μίαν τεραστίαν σκούναν μεγίστης χωρητικότητος ― ἐπειδὴ ἡ μόδα ἦτον, εἰς τὰς ἡμέρας μας, ν᾽ ἀρματώνουν ὡς σκοῦνες καὶ τὰ μεγαλύτερα θαλασσινὰ †σώματα†. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶχε συνήθειαν, ἑκάστοτε, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μπαρκάρῃ ἀπὸ τὸν λιμένα, νὰ βάζῃ τὴν γυναῖκά του, τὴν Σινιώραν, νὰ προπορεύεται πρώτη ὣς τὴν βάρκαν, κι αὐτὸς ν᾽ ἀκολουθῇ, ἐπειδὴ ἐκείνη εἶχε καλὸ ποδαρικό. Καὶ ὅταν εἷς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ὅτι αὐτὸ ἦτο δεισιδαιμονία, ὁ παπ᾽ Ἀβέρκιος ὁ ἐρημίτης ἀπήντησεν ὅτι τὴν δοξασίαν ἢ τὴν συνήθειαν αὐτὴν ἐπικυρώνει κ᾽ ἡ Ἁγία Γραφή. «Ἐπὶ τῷ ποδί μου εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεός», εἶπεν ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Λάβαν τὸν πενθερόν του.
Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι τὸ μόνον «γούρι», ὁ καλὸς οἰωνός, τὸν ὁποῖον ἐσυνήθιζε κατὰ κόρον ὁ καπετὰν Στέφος, ἦτον ἡ κλεψιά. Ἀγαποῦσε πολὺ τὸ πλιάτσικο, ὁ βλογημένος. Ὅ,τι τοῦ ἔπεφτε στὴν πλώρην του, δὲν τὸ ἄφηνε. Εἴτε εἰς τὸ πέλαγος, εἴτε εἰς ὅρμον, ὅπου καὶ ἂν προσήγγιζε, πᾶν ναυτικὸν εἶδος, τὸ ὁποῖον ἤθελεν εὑρεθῆ στὸν δρόμον του, ἄρμενον ἢ κάνναβιν ἢ ξύλον, τὸ μετεχειρίζετο ὡς λάφυρον πολέμου. Πλὴν τοῦτο ἴσως τὸ συνήθιζον καὶ ἄλλοι ναυτικοί, καί, διὰ νὰ εἴπωμεν τὴν μαύρην ἀλήθειαν, ποτὲ δὲν ἔλειψεν ἀπὸ τὸν ναυτικόν μας κόσμον, αὐτὴ ἡ στοιχειώδης πειρατεία. Καὶ ὅμως οἱ ἄλλοι ποτὲ δὲν ἠμποροῦσαν, ὅπως ὡμολόγουν οἱ ἴδιοι, νὰ «κεφαλώσουν»· δὲν ἐσήκωναν δηλαδὴ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἀπὸ τὰς καταδρομὰς τῆς τύχης. Ἀλλὰ διὰ τὸν καπετὰν Στέφον ὅμως, ἡ κλεψιὰ τοῦ ἔβγαινεν εἰς καλόν.
Τὸν ἐνθυμοῦντο ὅλοι, ὅταν ἦσαν παιδιὰ εἰς τὸ δημοτικὸν σχολεῖον καὶ εἰς τὴν α´ τοῦ Ἑλληνικοῦ· διότι ὣς ἐκεῖ ἐπήγαιναν συνήθως τὰ καπετανόπουλα τοῦ τόπου. Δὲν ὑπῆρχεν ὄνειδος καὶ χλεύη, δὲν ὑπῆρχε παραγκώμι καὶ ἀναγόρευμα, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν τοῦ ἔρριπτον κατάμουτρα. Συνήθως τὸν ὠνόμαζον «σαλιάρα»* ἢ «μπουκαπόρτα»* ἢ «μάπα κεφάλι»*. Ἀλλὰ τώρα, ὅταν τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἐζήλευαν, θὰ ἠδύναντο νὰ εἴπωσι πρὸς ἀλλήλους: «Οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολήν;»
*
* *
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Σινιώραν, τὴν καπετάνισσαν, ὅλ᾽ οἱ ἄνδρες τὴν ἐθεωροῦσαν ὡς πολὺ καλόκαρδην, ὅταν τὴν ἔβλεπαν ἀνοιχτοπρόσωπην, κοκκινομαλλού, χονδρὴν ὡς ξυλίνην καρούταν*, νὰ κάθεται σχεδὸν διαρκῶς ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς ἐξώπορτας τοῦ σπιτιοῦ, χωρὶς νὰ κάμνῃ τίποτε. Αἱ γυναῖκες τὴν ἔλεγαν «ἀπασσάλωτη*, ἀναφάνταλη*, ἀστάνευτη»*. Ἔλεγαν ὅτι ἐξακολουθεῖ καὶ τώρ᾽ ἀκόμα, σχεδὸν πενηντάρα, νὰ βάπτῃ τὰ μαλλιά της μὲ «ἀκνά». Ἐπειδή, ὅταν τῆς τὰ ἔβαπτε μικρᾶς κόρης ἡ μάννα της, τὸ πρᾶγμα δὲν ἐλογίζετο εἰς ὄνειδος.
Αὐτὴ ὅμως θὰ ἠδύνατο ν᾽ ἀπαντήσῃ ὅτι τώρα ἦτο λογικώτερον νὰ τὰ βάπτῃ. Καὶ τῷ ὄντι, ποτὲ δὲν ἐχαλοῦσε ἡ καρδιά της, οὔτε δι᾽ αὐτὸ οὔτε δι᾽ ἄλλο τίποτε. Ἔλεγε μόνον: «Ποτὲ δὲν βάζω κακὸ στὸν νοῦ μου, κι ὅλα μοῦ ἔρχονται δεξιά».
Πῶς νὰ μὴν εἶναι καλόκαρδη, καὶ πῶς νὰ μὴν τῆς ἔρχωνται δεξιά, ἀφοῦ εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον της, ὅταν ἀπέθανεν ἡ πρώτη γυναίκα του, καὶ τὴν ἐπῆρε χηρευμένος ὁ Στέφος (ἡ μακαρῖτις ἐκείνη ἐπέζησε μόνον ἕως τὸν δέκατον μῆνα μετὰ τὸν γάμον της, καὶ τόσον μόνον ἐχάρη, ὅσον διὰ νὰ κυοφορήσῃ, νὰ φέρῃ ἓν βρέφος εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀποθάνῃ λεχώ), ἡ Σινιώρα δὲν ἐδίστασε, καθὼς ἔλεγαν, νὰ ὑπάγῃ μὲ ἀντικλείδι μίαν νύκτα, ν᾽ ἀνοίξῃ τὸ ἔρημο κι ἄχαρο σπίτι τῆς μακαρίτισσας (τὸ ὁποῖον ἐκληρονόμησεν ὁ σύζυγος, διότι ἐπέζησε τὸ νεογνόν), νὰ κλέψῃ τὰ νυφιάτικα ροῦχα τῆς νεκρᾶς, καὶ νὰ τὰ φορέσῃ. Ἀπ᾽ ἐδῶ φαίνεται ὅτι δὲν εἶχε προλήψεις, ἡ «καλοκόκκαλη». Ποτὲ δὲν ἔβαζε κακὸ στὸν νοῦ της, καὶ τῆς ἤρχοντο ὅλα δεξιά. Μία τοιαύτη, ἑπόμενον ἦτο νὰ ἔχῃ καὶ «καλὸ ποδαρικὸ» διὰ τὸν σύζυγόν της.
*
* *
Ὅσον διὰ τὸν καπετὰν Στέφον, οἱ τωρινοὶ πλοίαρχοι εἶχον ξεχάσει πλέον ὅλα τὰ παλαιὰ ἐγκώμια, καὶ τὸν περιέγραφον μόνον ὡς «μποῦφον». Τὸ ὄρνεον ἐκεῖνο, ὡς διηγοῦνται, φύσει ἀνίκανον νὰ κυνηγῇ, ὅπως κάμνουν τ᾽ ἄλλα ἁρπακτικά, κάθεται ἐπὶ κλάδου ἢ ἐπὶ βράχου, ὅπου ἡ μαύρη μορφή του συγχέεται καὶ γίνεται ἓν μὲ τὸ βάθρον καὶ μὲ τὴν σκοπιάν του, ἀνοίγει μίαν σπιθαμὴν τὸ πλατὺ καὶ λαίμαργον στόμα του, καὶ τὰ καημένα τὰ πουλάκια, ἀπατώμενα ἀπὸ τὸν μέλανα γνόφον, καθὼς πλέουν εἰς τὸ κενόν, ἔρχονται ὡσὰν τυφλὰ καὶ πέφτουν μέσα εἰς τὸ χάσκον, τὸ σπηλαιῶδες στόμα τοῦ μπούφου. Οὕτω πως τοῦ ἤρχοντο ὅλαι αἱ ὑποθέσεις, ὅλαι αἱ ἐπιχειρήσεις, τοῦ Στέφου. «Σὰν τ᾽ μπούφ᾽ τοὺ π᾽λί». Ὅπως στὸν μποῦφον τὸ πουλί.
Οἱ ἄλλοι πλοίαρχοι, ἐπὶ μῆνας καθήμενοι εἰς τὸν Γαλατᾶν, ἢ εἰς τοὺς λιμένας τοῦ Εὐξείνου, δὲν ἐναυλώνοντο. Αὐτὸς μόλις ἔφθανεν, εὕρισκε ναῦλον.
Ἄλλοι, ἱκανώτεροι αὐτοῦ θεωρούμενοι ναυτικοί, μόλις ἀπέπλεον, εὕρισκον τοὺς καιροὺς ἐναντίους. Αὐτὸς εὕρισκε πάντοτε πρύμον τὸν ἄνεμον. Οἱ ἄλλοι ἐναυλώνοντο πρὸς 95 ἑκατοστὰ τοῦ φράγκου. Αὐτὸς πρὸς 1,05. Οἱ ἄλλοι δὲν ἐγλύτωναν ἀπὸ «σταλία» καὶ ἄργητα εἰς τὸ ἐκφόρτωμα. Αὐτὸς ἐξεφόρτωνεν ἀμέσως. Οἱ ἄλλοι συχνὰ ἐφουρτουνιάζοντο, ἢ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ κάμουν ἀβαρίαν· εἰς αὐτὸν ποτὲ δὲν συνέβη.
*
* *
Μίαν φοράν, ἐνῷ εὑρίσκετο εἰς τὸ χωρίον του, συνέβη ἓν ἑβραιοκάικον, ξουριασμένον* ἴσως ἀπὸ τὴν Σαλονίκην, νὰ φθάσῃ ἔρημον εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς νήσου. Ἦτο μικρὸν σκάφος, παλαιόν, σαθρόν, ἄχαρι. Ὅταν ἡ ἐπὶ τῶν Ναυαγίων ἐπιτροπὴ τὸ ἔβγαλεν εἰς τὴν δημοπρασίαν, ὅλ᾽ οἱ ἄλλοι τὸ ἐπεριφρόνησαν, καὶ μόνος ὁ Στέφος προσέφερεν εὐτελῆ τιμήν. Τὸ ἠγόρασεν ἀντὶ ἑβδομήκοντα περίπου δραχμῶν, ὡς καύσιμον ξυλείαν. Τὴν ἄλλην ἡμέραν παρουσιάζεται εἷς παλαιός, ξεπεσμένος γριπάρης, καὶ προσφέρεται, ἂν τὸ ἐπεσκεύαζεν ὁ ἀγοραστὴς δι᾽ ἐξόδων του, νὰ τὸ ἐνοικιάσῃ καὶ νὰ τὸ μεταχειρισθῇ πρὸς ἁλιείαν, μὲ συμφωνίαν νὰ δίδῃ εἰς τὸν καπετὰν Στέφον τὸ τρίτον τοῦ προϊόντος του ἀκαθάριστον. Ἀφοῦ τὸ παρέλαβε, τὸ ἔκαμε τράταν, καὶ ἤρχισε νὰ ψαρεύῃ. Κατὰ τοὺς μῆνας τοῦ χειμῶνος ἐκείνου, συνέβη νὰ πέσῃ τόσον ἄφθονον ψαρικὸν εἰς τοὺς αἰγιαλοὺς τῆς νήσου, ὥστε ὁ καπετὰν Στέφος εἰς τὸ μερίδιόν του ἐπῆρεν, εἰς 67 ἡμέρας, 1.300 δραχμάς. Εἰς τὸ πλάγι ἑνὸς βουνοῦ, εἰς τὸ μέρος τὸ πλέον ἄγονον καὶ ἄνυδρον, ὁ Στέφος, ἔδωκε τρεῖς λίρας εἰς πτωχὸν χωρικὸν καὶ ἠγόρασεν ἐκτεταμένον ἀγρόν. Μόλις ἔβαλε νὰ καλλιεργήσουν τὸ κτῆμα, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν οἱ ἐργάται ἀνεκάλυψαν ἄφθονον βρύσιν εἰς μίαν γωνίαν. Ἐπὶ εἴκοσι χρόνους ὁ πρῴην ἰδιοκτήτης δὲν εἶχε παύσει ν᾽ ἀνασκαλεύῃ ὅλον τὸ ἔδαφος καὶ ποτὲ ἡ σκαπάνη του δὲν ἔτυχε νὰ κτυπήσῃ εἰς τὴν θαυματουργὸν φλέβα! Τινὲς εἶπον, ὅτι ἀνεκαλύφθη καὶ μεταλλεῖον ἐντὸς τοῦ ἀγροῦ ἐκείνου· ἀλλὰ τοῦτο ἴσως ἦτο ὑπερθεματισμός.
Τίς οἶδε, πόθεν εἶχε λάβει τὸ μυστηριῶδες μαγικόν, τὸ περίαπτον αὐτὸ τῆς εὐτυχίας; Μία γραῖα, ἥτις ἐφαίνετο νὰ γνωρίζῃ πολλὰ πράγματα, διηγεῖτο τὸν βίον καὶ τὴν πολιτείαν δύο παλαιῶν γυναικῶν γνωρίμων της:
― Κλεφτρίνες, πλιό, κακὲς κλεφτρίνες, παιδάκι μ᾽! Τ᾽ ἀκοῦς ἐσύ, ὅποτε ἔφερνε μπόρα, κι ὅλες οἱ νοικοκυράδες κ᾽ οἱ ἀργατίνες* οἱ παρακατινές, ποὺ μάζευαν τὶς ἐλιὲς στὸν κάμπο, ἐφορτώνονταν βιαστικὰ τὰ κοφίνια τους κ᾽ ἔτρεχαν γιὰ τὸ χωριό, αὐτὲς οἱ δυὸ μαυροφόρες, ἡ Γιαρούδαινα κ᾽ ἡ Τούρκα ἡ μάννα της, ἔπαιρναν τὶς κόφες τους κ᾽ ἔτρεχαν γιὰ τὰ χωράφια! Ὁ λύκος στὴν ἀνεμοζάλη, πλιό…
Αὗται ὑπῆρξαν αἱ δύο τροφοὶ τοῦ Στέφου, ἡ μάννα του κ᾽ ἡ κυρούλα του. Ἀπὸ αὐτὰς εἶχε λάβει ὡς φαίνεται τὸ μυστικὸν περίαπτον τῆς εὐτυχίας.
*
* *
Μίαν χρονιάν, ἐν τοσούτῳ, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων, εἶχεν ἐκτεθῆ εἰς τὸ καφενεῖον Λαυκιώτη, εἰς τὸ παραθαλάσσιον, μία εἰκὼν αὐτοφυοῦς ζωγράφου, μᾶλλον χρωματιστοῦ, ναύτου, ἥτις παρίστανεν ἐπὶ μακρᾶς ὀθόνης τεραστίαν σκούναν, πλέουσαν μὲ φουσκωμένα τὰ πανιά. Ἐπὶ τῶν κεραιῶν της ἐφαίνετο μία περίεργος μορφή, ἓν ἄγνωστον εἶδος ζῴου, μὲ στόμα μέγα ἀνοικτόν, καὶ γύρω εἰς τὴν μορφὴν ταύτην νέφος ζῳυφίων πτερωτῶν, τὰ ὁποῖα ἔπιπτον εἰς τὸ χάσκον στόμα.
Τί ἐσήμαινεν ἡ εἰκὼν αὕτη; Πολλαὶ συζητήσεις ἐγίνοντο.
― Θὰ εἶναι τελώνιο ποὺ κάθισε στὰ πινὰ* τῆς σκούνας, ἔλεγεν εἷς.
― Θὰ εἶναι θαλασσινὸ ὄρνιο, ποὺ γητεύει τὰ πουλιά, ἔλεγεν ἄλλος.
― Εἶναι θαλασσαετός!… εἶναι σακκάς, πελεκᾶνος!
― Εἶναι… γλάρος!
― Μωρὲ εἶναι μποῦφος! εἶπεν εἷς γηραιὸς θαλασσινός.
― Μὰ γιατί ἔχει σὰν ἀνθρωπινὸ μοῦτρο;
Τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὁ καπετὰν Στέφος ὁ Γιαροὺς ἐπεριμένετο νὰ φθάσῃ, διὰ νὰ κάμῃ Χριστούγεννα εἰς τὸ χωρίον. Ἦλθεν ἡ παραμονὴ καὶ δὲν ἐφάνη. Ἡ μεγάλη σκούνα δὲν ἐπρόβαλεν ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ τὰ δύο νησιὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν λιμένα. Τί ἔγινε; Μήπως ἐφουρτουνιάσθη ὁ καπετὰν Στέφος κ᾽ ἐπόδισε* πουθενά; Θὰ ἦτο ἀπίστευτον.
Ὅλοι ἀνησύχησαν, μόνον ἡ Σινιώρα, ἡ καπετάνισσα, δὲν ἐξέφρασε καμμίαν ἀνησυχίαν. Εἶχε νυχτώσει. Ἔβαλε τὰ παιδιά της νὰ κοιμηθοῦν. Κοντὰ τὰ μεσάνυχτα, ἄνοιξε τὸ παράθυρον. Τρικυμία ἐμαίνετο ἔξω. Ὁ βορρᾶς ἐσύριζε.
Ἤκουσε συριγμὸν τροχαλίας καὶ κρότον ἁλύσεως. Μέγας ὄγκος ἐφαίνετο εἰς τὸν λιμένα ἀντικρὺ τοῦ παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸν μέγαν ὄγκον, κ᾽ ἐπλησίασε μὲ βαρεῖαν κωπηλασίαν εἰς τὴν προκυμαίαν.
― Καλῶς σ᾽ ηὗρα, καπετάνισσα! ἔκραξε μία φωνὴ ἀπὸ τὴν βάρκαν.
― Καλῶς τὴν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ! ἔκραξεν ἡ κοκκινομαλλού, ἀναγνωρίσασα τὴν φωνὴν τοῦ συζύγου της.
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ὁ καπετὰν Στέφος ἐπῆγεν εἰς τὸ καφενεῖον. Εἷς ἀστεῖος μεταξὺ τῶν συναδέλφων του ναυτικῶν τὸν ἐφαντάζετο (πράγματι αὐτὸς εἶχε δώσει νύξιν εἰς τὸν χρωματιστήν, πῶς νὰ τὸν ζωγραφίσῃ) καθήμενον, ὡς ἐπὶ κλάδου, ἐπὶ τῆς κεραίας καὶ τῶν ἐξαρτίων τοῦ ἰδίου πλοίου του μὲ κεφαλὴν μπούφου καὶ μὲ ἀνθρωπίνην κατὰ τὰ ἄλλα ὄψιν, ἀνοίγοντα μίαν πῆχυν τὸ στόμα καὶ μέσα εἰς τὸ μαῦρον χάσμα νὰ πίπτουν ὡς τυφλά, ὡσὰν πτερωτὰ πουλάκια, τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ νομίσματα.
Ὁ ἁπλοϊκὸς ζωγράφος ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν τὴν ἰδέαν, κ᾽ ἐσχεδίασε μεγάλην σκούναν ν᾽ ἀρμενίζῃ πλησίστιος. Ἐπάνω εἰς τὸ κατάρτι της τὸ πρυμναῖον ἐζωγράφισεν ἕνα μέγαν ἀνθρωπόμορφον μποῦφον, ὡσὰν καρφωμένον ἐπὶ τῆς κεραίας, μὲ ἠλίθιον μειδίαμα εἰς τὴν ὄψιν, καὶ εἰς τὸ στόμα του τὸ χάσκον ὡς ᾍδης, βροχηδόν, ἀγεληδόν, πτεροφόρα καὶ πτηνοειδῆ ἔπιπτον ἀμέτρητον πλῆθος ναπολεόνια, τούρκικες λίρες, βενέτικα φλωριά, ρηγῖνες καὶ κολωνᾶτα.
Ὁ καπετὰν Στέφος εἶδε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἐπῄνεσε.
― Μπράβο τοῦ μαστρο-Γιαννιοῦ, τὴν κατάφερε, εἶπε· κέρασέ τον ἕνα ρακί!
Κ᾽ ἔρριψε μίαν πεντάραν εἰς τὸ τραπέζι.
(1904)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/348-03-57-t-mpoyf-t-pli-1904