ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ἡ Ἄκληρη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Μικρά διηγήματα

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Βέβαια, ἡ τύχη της τὸ εἶχε κοντὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα βάσανά της, νὰ εὑρεθῇ καὶ τὸ σπίτι της αὐτό, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, εἰς μέρος τόσον παράμερον, καὶ τόσον ξανοιχτὸν συνάμα· σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατέναντι εἰς μικρὰν πλατεῖαν, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐργαστήρια, τὸ ἓν σιδηρουργεῖον, τὸ ἄλλο βαρελάδικον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ διάφορα μέρη ἦσαν ὡς κυψέλαι, ὡς σφηκοφωλεαί, ὅπου ἐμαζώνοντο καθημερινῶς ὅλες «οἱ κλῆρες»* τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ χωρίου, κ᾿ ἐθορυβοῦσαν, κ᾿ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον.
Νέα ὅταν ἦτον ἡ Μαχώ, ἐνόσω εἶχεν ἀκόμη ἐλπίδα, ν᾿ ἀποκτήσῃ κι αὐτὴ τέκνον, ἐσυνήθιζε ν᾿ ἀγαπᾷ ὅ,τι σήμερον ὠνόμαζε «κλῆρες», τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ εἶχε κάμει τόσα ταξίματα καὶ μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κ᾿ ἐπῆγε δύο τρεῖς φορὲς στὰ «Θέρμα», καὶ ἡ στείρωσίς της δὲν ἐθεραπεύθη, καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καρπογονήσῃ ―τώρα, τελευταῖον, ἐξενιτεύθη καὶ ὁ σύζυγός της, κι αὐτὴ πλέον ἤρχισε νὰ γηράζῃ―, δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ὑποφέρῃ τὰ μικρὰ παιδιά· καθίσταντο λίαν ὀχληρά!
Διότι ὁ γιαλὸς εἶχε βάρκες, καὶ μέσα στὶς βάρκες ἐπηδοῦσαν οἱ κλῆρες, κ᾿ ἐφώναζαν, καὶ ἀτακτοῦσαν· ἂν ἦτον καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δὲν ἔπαυαν νὰ κολυμβοῦν, κ᾿ ἐβουλιοῦσαν τὶς βάρκες, κ᾿ ἔκαναν διαβολεμένον θόρυβον· καὶ ἡ μικρὰ πλατεῖα εἶχε δένδρα, κ᾿ ἐπάνω στὰ δένδρα ἀνερριχῶντο οἱ κλῆρες, κ᾿ ἔτρωγαν μισοάγουρα τὰ μοῦρα καὶ τὰ ζίζυφα, κ᾿ ἐκυνηγοῦσαν τὰ πουλιά, κ᾿ ἔσπαζαν τὰ κλωνάρια· καὶ κανὲν ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔπιπτε ποτὲ κάτω νὰ μισερωθῇ διὰ νὰ πάρουν φόβον τ᾿ ἄλλα. Καὶ ἀπὸ τὸ ἓν ἐργαστήριον ὁ βαρελὰς ἦτον ἄνθρωπος μαλακός, κ᾿ ἐπέτρεπεν εἰς τὶς κλῆρες νὰ κυλοῦν τὰ βαρέλια, νὰ τοῦ χαλοῦν τὰ στεφάνια, νὰ κάμουν ὧρες-ὧρες τρομερὸν βόμβον εἰς τὴν γειτονιάν. Καὶ ὅσον διὰ τοὺς δύο ἀδελφοὺς γύφτους τοῦ ἄλλου ἐργαστηρίου, ὁ μαστρο-Γιάννης, ὅσον καὶ ἂν τὰ ἐμάλωνε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ περιορίσῃ· καὶ ὁ Γιάλα-Ντρίτσας ἐπικαλούμενος, ὁ ἄλλος ἀδελφός, ἦτον πάντοτε σχεδὸν μεθυσμένος κ᾿ οἱ μάγκες εἶχον εὕρει μὲ αὐτὸν καλὴν διασκέδασιν. Ἐκτυποῦσαν κ᾿ ἔσπαζαν τοὺς φυσητῆρας, ἔκλεπταν τεμάχια σιδήρων, τοῦ ἥρπαζαν τὶς βρεχτοῦρες, καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσαν μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ φωνές:
― Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!
Δίπλα εἰς τὸ σπίτι τῆς θειᾶς Μαχῶς, ἐκατοικοῦσεν ἡ Ἀφροδὼ μὲ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της. Ἡ Ἀφροδὼ εἶχε ―πῶς τὰ μοιράζει ὁ Θεός!― ὀκτὼ παιδιά, ὅλο κορίτσια! Ἓν μόνον ἀγόρι εἶχε κάμει, καὶ ὡς διὰ νὰ διορθωθῇ τὸ παρόραμα τῆς φύσεως, τῆς τὸ εἶχε πάρει ὁ Χάρος. Κάποια ἐχθρά της στρίγλα, τίς οἶδε ποία, τῆς εἶχε ρίξει τὰ κορίτσια* ἐπάνω στὸν γάμον της, ὅταν ἀνεγινώσκετο ὁ Ἀρραβών. Δὲν εἶχαν λάβει πρόνοιαν οἱ δικοί της, νὰ τῆς βάλουν τὸ Τετραβάγγελον εἰς τὸν κόρφον της. Ἄλλως, ὁ πενθερός της ἔλεγαν ὅτι ἐδιάβαζε τὴν Σολομωνικήν, καὶ ἴσως ἐκείνη ἡ ἁμαρτία νὰ εἶχε φθάσει…
Εἶχεν ὀκτὼ κορίτσια, ὅλα ὡς ἀραπάκια, τὸ ἓν μελανώτερον τοῦ ἄλλου. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔφθαναν τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ πολὺ σύντομα, εἰς τὴν ἥβην, ὅλα ἐξάσπριζαν, ὠμόρφαιναν, ἐγίνοντο ἀγνώριστα… Αὐτὰ κατορθώνει ἡ δημιουργὸς μήτηρ, ἡ φύσις!
Ἡ θεια-Μαχὼ «σὰ ψέμματα, σὰν ἀλήθεια», τῆς εἶχε ζητήσει νὰ τῆς δώσῃ ἓν τῶν κορασίων της νὰ τὸ υἱοθετήσῃ. Ἡ Ἀφροδώ, μὲ ὅλας τὰς ἀνάγκας της (ὁ σύζυγός της, χωρικός, εἶχε μικράν τινα κτηματικὴν περιουσίαν), ἀδιστάκτως ἠρνήθη!…
*
* *
Μίαν χρονιάν, ὅταν ἦλθεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἀπὸ τὴν Τετάρτην ἑσπέρας, καθὼς διεκόπησαν τὰ μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ὅλες οἱ «πανοῦκλες» τοῦ χωριοῦ, τοῦ σχολείου καὶ τοῦ δρόμου, εἶχαν κολλήσει γύρω, εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν καὶ εἰς τὸ σιδηρουργεῖον, κ᾿ ἔκαμνον δαιμονικὸν θόρυβον. Ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Γιάλα-Δρίτσαν νὰ τοὺς δώσῃ μεγάλα καρφιά, «τζαβέτες»*, διὰ νὰ καίουν τὰ καψύλιά των. Ἄλλοι ἐζητοῦσαν ἐπιτακτικῶς νὰ τοὺς κατασκευάσῃ μικρὰ «κανονάκια». Ἔψαλλον τὸν στίχον τοῦ ᾄσματος:
Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ᾿ μας καρφιά,
φτιάσ᾿ μας πιρούνια τρία,
ὁ σκύλος ὁ παράνομος.
Ἡ βρεχτούρα ἔπαιζε μέγα μέρος εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν διαμάχην καὶ τὴν στιχομυθίαν. Τὴν μίαν τὴν εἶχαν κλέψει οἱ μάγκες, καὶ τὴν ἔβρεχαν μὲ θαλάσσιον νερόν, ὁ Γιάλα-Δρίτσας τοὺς ἐφοβέριζε μὲ τὴν ἄλλην.
Εἰς ἐπίμετρον, ὁ νέος δήμαρχος, ὅστις εἶχεν ἐκλεχθῆ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, θέλων νὰ νεωτερίσῃ καὶ νὰ μιμηθῇ ὅ,τι γίνεται εἰς τὰς πόλεις, εἶχε διατάξει νὰ κατασκευασθῇ ἐξέδρα ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας διὰ νὰ ψαλῇ ἡ Ἀνάστασις. Ὁ ναὸς ἀπεῖχε περὶ τὰ διακόσια βήματα. Ἐπάνω εἰς τὰς δοκοὺς καὶ εἰς τὰ ξύλα καὶ τὰ σκελετὰ ἐκεῖνα, ἐκόλλησαν ὅλες οἱ «κλῆρες» καὶ δὲν ἐξεκολλοῦσαν. Περισσότερον θόρυβον ἔκαμνον αὐτοὶ παρὰ ὅσην δουλειὰν οἱ μαστόροι, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ· ὡμοίαζον μὲ μυῖγες, ὁποὺ εἶχαν πέσει ἐπάνω εἰς κολλητικὸν γλυκὺ στρῶμα. Πᾶν νεοφανὲς πρᾶγμα ἦτο δι᾿ αὐτοὺς ἀνέκφραστος ἀγαλλίασις.
Ἡ πτωχὴ ἡ «Ἄκληρη», δὲν ἐτόλμα πλέον ν᾿ ἀνοίξῃ παράθυρον, νὰ τοὺς ἐπιπλήξῃ. Εἶχε διδαχθῆ ἐκ πικρᾶς πείρας ὅτι τὸ «νὰ τοὺς μαλώνῃ» τις ἦτο δι᾿ αὐτοὺς μεγάλη διασκέδασις· καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ἐζητοῦσαν, εἰμὴ νὰ εὕρουν πλᾶσμά τι νὰ κάμνῃ τὸ σοβαρόν, διὰ νὰ τὸν πάρουν «στὸ μεζέ». Πρὸ πολλοῦ καιροῦ ἤδη εἶχε λάβει τὰ μέτρα της, νὰ μὴ παραπονῆται ποτέ, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρῃ ἐν ἄκρᾳ ὑπομονῇ. Τὸ ὁποῖον εἶναι σπανία φρόνησις, καὶ δι᾿ ἄνδρα ἀκόμη.
Τέλος ἦλθεν ἡ νύκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὰ μεσάνυκτα ἐψάλη ἡ Ἀνάστασις, ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, κατὰ τὰ σχέδια τοῦ νέου Δημάρχου. Ὅλος ὁ κόσμος ἐστάθη γύρω εἰς τὴν ἐξέδραν, αἱ γυναῖκες ὀλίγον παραπίσω. Ἡ θεια-Μαχώ, μαζὶ μὲ ἄλλας δύο ἢ τρεῖς, χήρας ἢ γραίας, ἐστάθησαν ἔξω τῆς γυναικείας θύρας τοῦ ναοῦ, κ᾿ ἐθεῶντο μακρόθεν.
Γυναῖκές τινες ἐγόγγυσαν ὅτι δὲν ἤκουον ἢ ὅτι δὲν ἔβλεπον καλά, τὰ ἐν τῇ ἐξέδρᾳ. Ἐσυμπέραναν μόνον ὅτι ἐψάλλετο τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀπὸ τὰς σταυροειδεῖς ἀνακινήσεις τῶν λαμπάδων, καὶ ἀπὸ τὰ ὀλίγα τρομπόνια ποὺ ἔπεσαν.
*
* *
Πλησίον εἰς τὸν ὅμιλον τῶν χηρῶν καὶ τῶν γεροντισσῶν ἦλθεν ἓν δεκαετὲς παιδίον, τὸ ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο εὐχαριστημένον. Ἦτο μακρινὸς ἀνεψιὸς τῆς Μαχῶς. Μία ἐκ τοῦ ὁμίλου ἦτο ἡ μητέρα του. Ἦτο τὸ μόνον παιδίον τὸ ὁποῖον ἦτο κάπως συμπαθὲς εἰς τὴν «Ἄκληρην».
― Ἰπέρσ᾿ ἦταν καλά, θεια-Μαχώ, εἶπεν ἀποτείνας τὸν λόγον πρὸς τὴν θείαν του.
«Ἰπέρσι», καθὼς ἐνθυμεῖτο ἡ Μαχώ, ἔβρεχε, καὶ ἡ Ἀνάστασις δὲν εἶχε ψαλῆ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἀλλ᾿ ἴσως ὁ μικρὸς ἐνθυμεῖτο ἓν πυροτέχνημα, τὸ ὁποῖον ἐκάη ἀπὸ παραθύρου γειτονικῆς οἰκίας.
― Τάχα θὰ ζήσουμε καὶ τοῦ χρόνου, παιδάκι μ᾿; εἶπεν ἡ Μαχώ.
Τὸ παιδίον, ἀπογοητευμένον ἤδη, εἶχεν ἀρχίσει νὰ χάνῃ τὸ ἰδανικόν του, κ᾿ ἐλυπεῖτο τὸ παρελθόν.
Ἡ γραῖα ἀνησύχει διὰ τὸ μέλλον.
(1905)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/353-04-04-h-aklhrh-1905

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ