Μικρά διηγήματα
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὢ ναί, ἀπήλαυσα… Τί ἄλλο θὰ ὠνειροπολοῦσα τάχα εἰς τὸν κόσμον; Τί ἄλλο, παρὰ μίαν στιγμὴν νὰ τὴν ἴδω;… Καὶ τώρα τὴν ἔβλεπα ἐπὶ πολλὰ λεπτά, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ ἦσαν σταγόνες πεσοῦσαι ἀπὸ τὸ κέρασμα τῆς θείας ἀμβροσίας εἰς τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου.
Ναί, ἐνθυμοῦμαι καλά. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν ἀνεβασμένα, καὶ τὸ γυαλὶ τοῦ παραθύρου κατελάμπετο ἀπὸ τὴν λυχνίαν τὴν πλησίον, ἥτις πρέπει νὰ ἵστατο ἐπὶ τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εἰς τὸ παράθυρον.
Εἶχεν ἔλθει κ᾿ ἐκάθισε σιμὰ στὸ παράθυρον, βλέπουσα πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἐφόρει λευκά· μόνον αἱ πλατεῖαι χειρῖδες τοῦ ὑποκαμίσου της εἶχον ἐρυθρὸν κέντημα. Ἔφερε τὸ ἐργόχειρον κρεμαστὸν περὶ τὸν θεῖον λαιμόν της, κ᾿ ἔκυπτεν αὐτὴ ἐπὶ τῆς θεσπεσίας τραχηλιᾶς της, τῆς κολπουμένης μὲ πτυχὰς καὶ σχῆμα ἀνέφικτον εἰς τὴν πλέον ἰδεώδη πλαστικήν. Ἔκυπτε, καὶ τί ἔκαμνεν; Ἴσως ἠρίθμει τὰς θηλειὰς τοῦ πλεξίματός της. Ἔπαλλε γοργὰ τὰς μακρὰς βελόνας της. Ὤ, μὲ αὐτὰς μοῦ εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν· ἀλλ᾿ εἶναι λίαν προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…
Ἰδού, στρέφει τὸ ἀγλαὸν πρόσωπον πρὸς τὰ ἔξω. Βλέπει πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, ἄβυσσον. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν μαῦρον σημάδι ἐδῶ· μία βαρκούλα, καὶ στὴν βαρκούλα μέσα, τί; Ἓν σπάραγμα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον.
Ἰδού, μειδιᾷ· ὢ κάλλος, ὢ μορφή, ὢ ὀπτασία!… Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… Καὶ τώρα, γελᾷ, μόνη της· ὢ μέλος, ὢ ἄνθος, ὢ ἄστρον ἐπίγειον!…
Τὸ σῶμ᾿ αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ μὴ λυγίσῃ
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
*
* *
[Ὁλόγυρα εἶχαν ἀνοίξει τὰ ἐλαιοτριβεῖα. Ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ἐγκαινιάζονται αἱ ἐργασίαι δι᾿ Ἁγιασμοῦ, καὶ τώρα ἐκόντευε νὰ ἔλθῃ Ἅις-Δημήτρης. Χρόνος ἡ νύκτα. Ἓν ἐλαιοτριβεῖον ἦτο πλησίον εἰς τὴν οἰκίαν μας, ἄλλα δύο ἔνθεν κ᾿ ἐκεῖθεν τοῦ δρόμου ἀντικρύ, ἄλλο ἓν πέραν τοῦ μικροῦ χειμάρρου, καὶ ὀκτὼ ἢ δέκα ἄλλα τριγύρω εἰς τὰς δυτικὰς καὶ βορεινὰς ἄκρας τοῦ χωρίου. Πολλοὶ ἔχουν ἐξυπνήσει καὶ κυκλοφοροῦν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ὅπου ἀκούονται φαιδραὶ ὁμιλίαι ἀκόμη καὶ ᾄσματα, ἢ μᾶλλον κελεύσματα πρὸς τὴν βαρεῖαν ἀγγαρείαν τοῦ ἐργάτου*, τοῦ ἐλαιοτρίπτου καὶ τοῦ ἀδρακτίου μὲ τὴν τεραστίαν μανέλαν*. Ἀκόμη κ᾿ ἕνας σαλεπτζής, νεωτερισμὸς κι αὐτό.]
*
* *
… Ἰδοὺ ἐγώ, κωμάζω ὑπὸ τὰ παράθυρά της. Οὔτε φωνή, οὔτε κιθάρα, οὔτε στεναγμός. Ἔβαλα τὰς κώπας εἰς ἀνάπαυσιν, κ᾿ ἐστάθην. Παρακαλῶ τὰ ρεύματα νὰ μὴ μὲ παρασύρουν. Ἐδῶ ἀντικρύζει ἀκριβῶς. Βλέπω ―φεῦ, εἶναι ὡραῖον νὰ ἔχῃ τις ὄμματα διὰ νὰ βλέπῃ τοῦτο― βλέπω τὸ παράθυρον φωτισμένον. Ἡ καρδία πάλλει, τὸ πᾶν ἠρεμεῖ. Μὴ φυσᾷς, αὔρα, μὴ μὲ σύρετε, ρεύματα. Περιμένω τὴν τρισολβίαν στιγμήν… Ὤ, ἂς ἔλθῃ ἡ στιγμὴ ἐκείνη· εἶναι ἀνταξία τῶν αἰώνων· καὶ εἶτα ἂς ἔλθῃ τὸ μηδέν, πλὴν ὅταν ἐκείνη ἐπὶ στιγμὴν ἀνατείλῃ, εἰς τὸ μηδὲν θὰ μείνῃ ἓν μόριον ὑπάρξεως, καὶ εἰς τὸ χάος μία ἀκτὶς ἀναμνήσεως. Ἔπλευσα, κι ἀπέκαμα, κ᾿ ἐνυκτώθην… Ἰδοὺ τώρα, ἀφοῦ διέσχισα ἀπὸ γωνίας εἰς γωνίαν, ἀπὸ τὸν κάβον τῆς μεσημβρινῆς ἀκτῆς, ἕως τὰ νῶτα τοῦ χωρίου, ὅλον τὸ μῆκος τοῦ δυτικοῦ κολπίσκου, ἔφθασα κ᾿ ἐστεγάσθην ὑποκάτω εἰς τὰ Μνημούρια· εἰς τὸ κοιμητήριον τῆς πολίχνης τὸ κτισμένον ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ παραθαλασσίου λόφου, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς προεξοχῆς, ἐφ᾿ ἧς κεῖται τὸ χωρίον. Ὁ κρότος τῆς κώπης εἰς τὸ κῦμα δὲν ἀκούεται. Νύκτα χωρὶς σελήνην. Σκιὰ ἁπλώνεται κάτω τῆς ἀκτῆς, τῆς ἀνταυγείας τῶν ἀστέρων ἐπὶ τῶν μαρμάρων καὶ τῶν ἐπιτυμβίων πλακῶν. Μελανώτερον κάτω τὸ σκότος, εἰς τὴν ρίζαν τοῦ λόφου, εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος. Ὁ φλοῖσβος ἐπιτάττει σιωπήν.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Α´
… Ἀκόμη δὲν ἤνοιξαν αἱ πύλαι τῆς Ἀνατολῆς νὰ εἰσέλθῃ παμβασιλεὺς ὁ ἥλιος, κι ὁ γερο-Γατζῖνος ἐσηκώθη, ἤνοιξε τὸ καφενεδάκι, καὶ ὑπηρετεῖ τοὺς πρωινοὺς πελάτας. Πῶς νὰ χορτάσῃ τις τὸν ὕπνον ἐκεῖ, εἰς τὰ ὡραῖα λυκαυγῆ, εἰς τὰς γλυκείας ἠοὺς τοῦ φθινοπώρου… Ἐξύπνησα τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ, ἐξῆλθα, καὶ κάμψας ἕνα δρομίσκον, ἔφθασα εἰς τὸν αἰγιαλόν.
Ὁ αὐγερινὸς τώρα εἶχεν ἀνατείλει. Ἀνήρχετο ὑψηλά, ὑψηλά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἓν ἀστεράκι, τὸ ὁποῖον ἔτρεχεν ὡς μαγευμένον κοντά του. Ἐπάνω στὴν ράχιν, ἀντικρύ, ἄνωθεν τοῦ σκοτεινοῦ ἄλσους, ἐχόρευον δύο ἄλλα ἄστρα· φλοῖσβος καὶ ἦχος ἔπληττε τὴν ἀκτήν· πρὸς τὰ βορειανατολικὰ ἐστρώνετο ρηχὸν τὸ κῦμα, καὶ οἱ βράχοι ἀριστερὰ μὲ τὰς λευκὰς οἰκίας, ὡς φωλεὰς γλάρων χυτὰς κτισμένας ἐπάνω των, ἐδέχοντο εἰς τοὺς πόδας τὸ προσκύνημα τῶν θωπευτικῶν κυμάτων.
Ὁ γερο-Γατζῖνος μοῦ ἔκαμε καφέν, χωρὶς νὰ τοῦ παραγγείλω. Δὲν ἦτο ἡ ὥρα τώρα δι᾿ ὁμιλίαν. Εἰς τὰς ὥρας τοῦ ροδίνου λυκαυγοῦς κανὲν τοιοῦτον δὲν ἔχει τὸν τόπον του. Δὲν εἶχε σκάσει ἀκόμη τ᾿ ἀφιόνι*. Ἦτο ἡ ὥρα διὰ μαχμουρλίκι τουρκικόν. Ἄλλως θὰ μοῦ διηγεῖτο πολλὰς ἱστορίας· πῶς ὁ γερο-Ἀκούκατος, τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχε λάβει τὸ ἐπώνυμον τοῦτο, καθότι ὅταν ἔκαμνε τὸν διαλαλητήν, εἰς τὰς δημοπρασίας, ἐπανελάμβανε συχνὰ ἐρωτηματικῶς πρὸς τὸ κοινὸν «τ᾿ ἀκούκατε, βρὲ παιδιά;», ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἐπροφέρετο οὕτω, ἀντὶ ἀκούσατε· αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ἀκούκατος, ὅταν εἶχε τὸ καφενεδάκι, εἰς τὸν ἄλλον γιαλόν, πρὸ χρόνων, ἔρημος καὶ μοναχὸς στὰ ξένα, εἶχεν ὡς κατοικίαν αὐτὸ τὸ μαγαζάκι του, κ᾿ ἐκοιμᾶτο ἐπὶ τῆς σανίδος τοῦ καναπέ, δύο σπιθαμῶν τὸ πλάτος, μὲ δύο προσκέφαλα εἰς τὰς δύο ἄκρας· ὥστε, ὅταν ἤθελε νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, ἀνεκάθιζε, κ᾿ ἐπλάγιαζε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε πρὶν τοὺς πόδας. Ἀλλ᾿ ἦτο τόσον πρόθυμος νὰ περιποιῆται τοὺς πελάτας, ὥστε ποτὲ δὲν ἐχόρταινε τὸν ὕπνον, καὶ ἅμα τοῦ ἔκρουέ τις τὴν θύραν, ξένος, πτωχὸς ἢ ἄστεγος, πάραυτα ἐσηκώνετο καὶ τοῦ ἤνοιγε· καὶ τοῦ ἔκαμνε καφὲν ἢ φασκομηλιάν, καὶ ἂν εἶχε καὶ ἂν δὲν εἶχε πεντάλεπτον.
*
* *
Τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχον ἀνοίξει ἤδη, τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ. Ἓν τούτων μ᾿ ἐξυπνοῦσε κάθε πρωί, δίπλα εἰς τὴν πατρικήν μας οἰκίαν. Ἄλλα δύο ἦσαν ἀντικρύ, πέραν τοῦ μικροῦ ποταμίσκου τῆς μούργας. Ἓν ἄλλο ἔκειτο ἐκεῖθεν τοῦ δρόμου, καὶ ἄλλα ὀκτὼ ἢ δέκα εὑρίσκοντο εἰς τὰς ἄκρας τοῦ χωρίου, ὁλόγυρα εἰς τοὺς κήπους.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἐκυκλοφόρουν, πρωινοί. Κρότοι εὐάρεστοι ἔπληττον τὰς ἀκοάς. Ἠκούοντο πανταχόθεν ὁμιλίαι, γέλωτες καὶ ᾄσματα· μᾶλλον κελεύσματα ἀρχαιοπρεπῆ, συνοδεύοντα τὴν βαρεῖαν ἀγγαρείαν τοῦ ἀδρακτιοῦ μὲ τὴν μακρὰν ὀγκώδη μανέλαν, τοῦ ἐργάτου, καὶ τοῦ ἐλαιοτρίπτου. Τηγανίτες ἐμοσχοβολοῦσαν παντοῦ. Οἱ ἐλαιοτριβεῖς ἐκαλοπερνοῦσαν καθημερινῶς ἀπὸ τὰ φιλεύματα καὶ τὰ κεράσματα τῶν οἰκοκυράδων.
Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ νεωτερισμοί.
Ἐσχάτως, ὡς καὶ ἕνας σαλεπτζὴς ἀκόμη μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ χωρίον. Οἱ ὀλίγοι ὅμως πελάται του ἀριθμοῦνται μεταξὺ τοῦ κινητοῦ καὶ ἀγοραίου πληθυσμοῦ, καμμία δὲ οἰκοκυρὰ δὲν θὰ ἐπέτρεπεν εἰς τὸν υἱὸν ἢ τὸν σύζυγόν της κατ᾿ οἶκον νὰ ζητήσῃ σαλέπι νὰ πιῇ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πλανοδίου ξένου… Ἐὰν ἔλειπε τὸ μαχμουρλίκι, ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Γατζῖνος θὰ μοὶ διηγεῖτο καὶ πάλιν πῶς, τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν αὐτὸς ἦτο καραβοκύρης, μᾶς ἔφερνεν εἰς τὴν οἰκίαν ὡς δῶρον χαλβὰν πολίτικον, ὅταν ἐγύριζεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, καὶ πῶς, ὅταν ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μπακάλης, ἐπωλοῦσε τὸ μαῦρο χαβιάρι μὲ τὸ βαρελάκι ὡς ταραμάν, πρὸς ἓξ δραχμὰς τὴν ὀκάν. Πλὴν αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς δὲν ἐπιτρέπουσιν ἐκμυστηρεύσεις.
Ὤ, αἱ ὧραι τοῦ λυκαυγοῦς!… Ἰδοὺ αὐτόμαται ἦξαν πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι· πλὴν ἂς ἀφήσωμεν τοὺς παλαιούς, καὶ ἂς ψάλωμεν μετὰ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ θεσπεσίου: «Προσενωπίῳ σοι ὧραι, ὑπεκλίθησαν· φῶς γάρ, καὶ πρὸ ποδῶν ὑψίδρομον σέλας, Χριστέ…»
Ἰδοὺ ἀριστερά μας, μεταξὺ τῶν βράχων, ἓν λείψανον σεσαθρωμένης ξυλίνης ἀποβάθρας, καὶ δύο βαθμίδες κάτω ὑποβρύχιοι. Μία βάρκα φαίνεται ἐκεῖ δεμένη. Δύο μορφαὶ πλησιάζουν, ὁ εἷς φορτωμένος μέγα ζεμπίλι, ὁ ἄλλος μὲ ἐλευθέρας τὰς χεῖρας, κύπτων καὶ ἀνασηκώνων τὴν περισκελίδα του. Ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας ὑπάγει διὰ τὸν ἀρσανάν. Ὁ υἱός του, ὁ Νικολός, λύει τὴν μπαρούμα*, ὁ πατέρας βάζει τὰ κουπιά· ὁ μικρὸς πηδᾷ μέσα, ἡ πλώρη στρέφεται πρὸς τὸ πέλαγος. Τόσον πρωινὸς ἤδη ὁ Γιάννης τῆς Σοφούλας! Μὲ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς τρέχει εἰς τὴν ἰσόβιον καθημερινὴν ἀγγαρείαν του. Ἐργασία ὁλοήμερος ἐκεῖ, καὶ κρότος, καὶ «ὠδῖνες ὡς τικτούσης». Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν κοιλοπονοῦν, ὅσον καὶ ἂν καταπονοῦνται οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ κατασκευάζωσι «τείχη Τριτογενεῖ», ἡ θάλασσα θὰ καταφάγῃ μίαν ἡμέραν ὅλους τοὺς δρυΐνους δράκοντας, «δὴ ὦκ λεβάιαθανς», ὅπως λέγει ὁ Μπάυρων. «Ἐν πνεύματι βιαίῳ συντρίψεις πλοῖα Θαρσείς».
*
* *
Ὦ αὐγή, γλυκεῖα αὐγή, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ροδίζεις ἐκεῖ εἰς ὕψος, ἀλλὰ καὶ τόσον χαμηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ράχιν τὴν ἀντικρινήν ― τῆς ἀκτῆς ποὺ κλείει τὸν λιμένα. Εὐτυχῆ τ᾿ ἀρνάκια τὰ βόσκοντα ἐκεῖ στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ φθάνουν ἕως τὴν κορυφὴν τῆς ράχης καὶ πηδοῦν καὶ χορεύουν, καὶ σὲ ἀπολαύουν ἐγγύθεν, καὶ μεθύουν, ὦ αὐγή, ἀπὸ τ᾿ ἀρώματά σου. Πλέον εὐτυχῆ τὰ πουλάκια, ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλῶνα εἰς κλῶνα, καὶ σκιρτοῦν καὶ ἀναγαλλιάζουν εἰς τὴν θείαν ἐπαφήν σου… Εὐτυχὴς κι ὁ βοσκός, ποὺ τὸν ἐξύπνησες τώρα ναρκωμένον ἀπὸ τὴν δροσιάν σου, καὶ πετᾷ τὴν κάπαν του, κι ἁρπάζει τὴν μαγκούραν του καὶ τρέχει νὰ σαλαγήσῃ τὰ πρόβατα, νὰ ἐνεργήσῃ τὸν πρωινὸν ἀμολγόν, σφυρίζων καὶ ἄφροντις, καὶ τόσον πολὺ εὐτυχής, ὥστε οὔτε τὸ ὑποπτεύει.
*
* *
Νὰ ὑπάγω μαζί; Τί νὰ κάμω; Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ μείνω; Νὰ πλεύσω μὲ τοὺς λογισμούς μου, μὲ τὸ πάθος μου. Θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ἄλλους. Αὐτοὶ δὲν θὰ ἠξεύρουν τίποτε κι ἐγὼ ἀνέτως θὰ διαλογίζωμαι. Θὰ ἐντρυφῶ εἰς τὴν λύπην μου.
Δὲν ἐννόησα πῶς εὑρέθην μέσα στὴν βάρκαν. Ἐκκινοῦμεν. Εἷς βράχος μισοφαγωμένος ἀπὸ τὸ κῦμα, καὶ ἀπὸ τὰ πατήματα τῶν πρὸ αἰώνων λεμβούχων καὶ ναυτῶν, καὶ δύο δοκίδες, ἀπὸ σκληρὸν ξύλον, τὸ ὁποῖον δὲν ἐσάπησεν ἀκόμη ὕστερον ἀπὸ γενεὰς καὶ γενεάς, ἐπέχουν θέσιν προκυμαίας.
Ὁ γερο-Μορφούλης, οἰκοκύρης τῆς πρώτης ἐπὶ τοῦ θαλασσοπλήκτου βράχου οἰκίας, ἰδοὺ ἐξύπνησε, κατῆλθεν, ἑτοιμάζει τοὺς γάντζους, τὶς πράγκες*, τὰ καμάκια του, λύει τὴν βαρκούλαν του, καὶ πηγαίνει διὰ πρωινὸν γῦρον, περὶ τὸν λιμένα.
Ἐπάνω ἀπὸ τοῦ Μορφούλη εἶναι ἡ καλύβη τῆς Μπατλίνας καὶ τῆς γρια-Μαλαμίτσας, παραπάνω εἶναι τὸ κελλὶ τοῦ Φάλκου τῆς Μελάχρως, καὶ ἄνω ὑπερέχει τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, προστάτου τῶν θαλασσινῶν. Αἱ θυρίδες του πάμφωτοι· κανδῆλαι καὶ λαμπάδες καίουν ἐκεῖ. Ὁ παπα-Γληγόρης θὰ εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον, καὶ ἤρχισε πολὺ πρωὶ τὴν λειτουργίαν του.
Ὅλος ὁ γιαλὸς ροδίζει γύρω. Τὰ κύματα φρικιοῦν ἠρέμα, καὶ τὸ φωσφόρισμά των ἀνταυγάζει ἀποχρώσεις ἐρυθροῦ γαροφάλλου. Ἡ Ἀλοΐνα, ἡ νοικοκυρὰ τῆς πρώτης οἰκίας, ἀριστερὰ ἀπὸ τοῦ Μορφούλη, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ μπαλκονιοῦ της, καὶ τινάζει εἰς τὴν θάλασσαν τὰ σινδόνια της. Τίς οἶδε; θὰ ἔχῃ ἰδεῖ κακὸν ὄνειρον, πὼς τῆς ἔκαμαν μάγια, καὶ προσπαθεῖ νὰ ρίψῃ εἰς τὰ κύματα τὴν κακὴν γοητείαν. Ἡμᾶς ὅμως δὲν μᾶς κολλᾷ. Ἡ θάλασσα εἶναι ἁγνή, ἀμόλυντος.
Ὀλίγους ἐρήμους βράχους παραπλέομεν, ὅπου δὲν ἔχουν κτίσει ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὰ φανταστικὰ οἰκόπεδα. Ἔπειτα φθάνομεν κάτω ἀπὸ μίαν οἰκίαν, μὲ εἶδος ἰσογείου ἀποθήκης συνεχομένης. Ὁ μαστρο-Μαθινός, ὁ ἰδιοκτήτης, ἔχει καταβῆ ἤδη εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔχει ἀναμμένον τὸν κρεμαστὸν λύχνον του, καὶ εἰς τὸ φῶς τὸ ἀμυδρὸν καλαφατίζει* μίαν βάρκαν, συρμένην εἰς τὴν ἄμμον ἐπὶ τῆς ξυλίνης ἐσχάρας, ἀποκάτω ἀπ᾿ τὸ μπαλκόνι, τὰς ἀντηρίδας τοῦ ὁποίου φθάνει μὲ τοὺς ἀφρούς του, ὅταν ἀναπηδᾷ εἰς ὥραν φουσκοθαλασσιᾶς, τὸ κῦμα. Μακάριος θνητός, μὲ τὸ σαρίκι περὶ τὴν κεφαλήν του, μὲ τὸν ψαρόξανθον μύστακα, μὲ τὴν ξυλίνην σφῦράν του, ὁποὺ ἀκούομεν τοὺς κτύπους της ἀπὸ τὴν βάρκαν μας, ἀνάμεσα εἰς τὸν φλοῖσβον τῆς ἀποθαλασσιᾶς.
Πλέομεν ἀκόμη πρὸς τὸν μυχὸν τοῦ ὅρμου. Δίπλα εἰς τοῦ Μαθινοῦ λευκάζει ἀνάμεσα εἰς δασύλλιον ἀμαυρὸν ἡ οἰκία τοῦ καπετὰν Χαρμόζου. Ὅλην τὴν ζωήν του εἶχεν ἀρμενίσει εἰς τὸ Αἰγαῖον καὶ τὴν Μεσόγειον, καὶ τώρα γηράσας ἀπεσύρθη εἰς τὸ καταφύγιον αὐτὸ τῆς παραλίας, ὅπου μονάζει μὲ τὴν γριάν του, ἄτεκνος μὲ μίαν ψυχοκόρην, εἰς τὸ βάθος αὐλῆς καταφορτωμένης ἀπὸ γάστρας, ἀνθέων καὶ φυτῶν, ἀπὸ ἀναδενδράδας καὶ χλόην. Τὸ παράθυρόν του ἰδοὺ ἀνοικτὸν καὶ φωτισμένον. Ὁ γερο-Χαρμόζος, μὲ τὰ νυκτικά του, κάθεται πλησίον, καπνίζει τὴν πίπαν του, καὶ ἀναπνέει ἀπλήστως τὴν ψυχρὰν αὔραν. Μία φλὸξ λάμπει ἴσα μὲ τὴν βάσιν τοῦ παραθύρου. Ἔχει ἀνάψει τὸ καμινέτον του διὰ νὰ ψήσῃ καφέν. Κατὰ πᾶσαν νύκτα, ὡς διηγεῖτο ὁ ἴδιος, τακτικὰ δύο ἢ τρεῖς φορὰς σηκώνεται, καὶ ἀνάπτει τὴν πίπαν του. Ἀναζῇ τὰς θαλασσινὰς ἕξεις του, τὰς ἐκ περιτροπῆς φρουράς, καὶ σκάντζα-βάρδιες τοῦ καραβιοῦ, ὁποὺ τοῦ εἶχαν γίνει δευτέρα φύσις.
*
* *
Πλέομεν καὶ φθάνομεν πρὸς τὰ ρηχά, εἰς τὴν ἀμμουδιὰν πέρα. Ἐπάνω στὸ μπαλκόνι τῆς ἀκρινῆς οἰκίας τοῦ χωρίου, μεγάλης νεοκτίστου οἰκοδομῆς, ὁ γερο-Χαριστίδης ἔχει ἀνοίξει τὴν πόρταν, καὶ μὲ ἀναμμένον τὸ μακρὸν τσιμπούκι του, κάθηται ἐπὶ θρονίδος, καὶ κοιτάζει ρεμβὸς τὸ πέλαγος. Ὁ γέρων φαλαγγίτης, Μακεδὼν τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἔχει κτίσει φωλεὰν τώρα εἰς τὸ γῆρας, ἀφοῦ ἐπέρασεν ὅλην τὴν νεότητά του στὸ φτερό. Ἔλαβεν εἰς γάμον τὴν θυγατέρα ἑνὸς ὁμήλικός του, τὴν ὁποίαν εἶχε φιλεύσει πολλάκις κομφέτα καθ᾿ ὃν χρόνον ἐπῆρε τὴν σύνταξίν του, καὶ τώρα ἐκείνη τοῦ ἀποδίδει θάλπος εἰς τὸ γῆρας, καὶ αὐτὸς ἀγάλλεται νὰ εἶναι πατὴρ τῶν ἐγγόνων του. Φορτουνᾶτε σένεξ!*
Ἀκόμη μία τελευταία οἰκία, νεόδμητος. Ἄλλος γέρων τὴν ἔχει κτίσει. Ὁ γερο-Μένος, ἡ ζῶσα ἀντίθεσις τοῦ γερο-Χαριστίδη. Ἦτο ἐπὶ σαράντα χρόνια γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἐδῶ· ἐπῆρε σύνταξιν φροντιστοῦ, καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον. Δύο ἢ τρεῖς φορὰς εἶχε κινδυνεύσει νὰ πιασθῇ εἰς τὰ βρόχια τῶν προξενητριῶν, πρεσβύτης ἤδη. Ὕστερον ἐπέστρεψε τὸν ἀρραβῶνα, κ᾿ ἔμεινε μέχρι τέλους ἄγαμος… Ἰδού, ἀνοίγει τὸ παράθυρόν του. Αὐτὸς δὲν ἔχει οὔτε τὸ καμινέτον τοῦ Χαρμόζου, οὔτε τὴν πολυθρόναν τοῦ Χαριστίδου. Μόνον μίαν τεραστίαν πίπαν, τῆς ὁποίας ὁ καπνός, εἰς τὸ χάσμα τοῦ παραθύρου, στροβιλίζει πρὸς τὰ ὕψη.
*
* *
Τὸ λυκαυγὲς ἀραιόν, αἰθριοῦται. Τὰ ρόδα τὰ ἐρυθρὰ γίνονται βαθμηδὸν λευκά. Ἡ μεγάλη Μορμὼ φεύγει, ὑπάγει νὰ βυθισθῇ προσκαίρως εἰς τ᾿ ἀνήλια ἄντρα της. Ἡ γλυκεῖα Μορφὼ ἐπιφαίνεται, κι ἁπλώνει τὴν πλουμιστὴν ὀθόνην της, τὸν πέπλον τὸν διαφανῆ, πέρα πέρα εἰς ὅλην τὴν πλάσιν. Οὔτε ἰδέαν εἶχα διατί ἠλαύνομεν ἐπιμόνως πρὸς τὰ βόρεια, ἐνῷ ἡ κατεύθυνσίς μας ἔπρεπε νὰ ἦτο μᾶλλον πρὸς τὰ βορειανατολικά. Ἄλλως, δὲν ἐρωτῶ ποτὲ διατί τοῦτο, διατί ἐκεῖνο. Διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τις ἄνθρωπον, καὶ μάλιστα ναυτικόν, πρέπει νὰ τὸν «χασομερήσῃ», κι ἐκτὸς τούτου, συνήθως μανθάνει τις τόσα μετὰ τὴν ἐρώτησιν, ὅσα ἤξευρε καὶ πρὶν ἐρωτήσῃ. Τέλος ἡ ἀπορία ἐλύθη.
Ἡ μικρὰ φελούκα, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμην μετὰ τῶν δύο φίλων μου, πατρὸς καὶ υἱοῦ, δὲν ἦτο ἰδική των. Τὴν ἐπῆραν προσωρινῶς, διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ ξεφουντάρουν τὴν ἰδικήν των βάρκαν, ὀλίγον μεγαλυτέραν οὖσαν. Αὕτη ἦτον ἀραγμένη πρὸς τὸν μυχὸν τοῦ ὅρμου, μεσοπόντιος, μακρὰν τῆς ξηρᾶς. Ἐφθάσαμεν. Ἐμβῆκαν κι οἱ δύο εἰς τὴν μεγάλην βάρκαν, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, καὶ σκοπὸν εἶχαν νὰ ἐπανέλθουν καὶ μὲ τὰς δύο εἰς τὸ ἴδιον μέρος, εἰς τὸν μικρὸν μῶλον τοῦ γερο-Μορφούλη, διὰ ν᾿ ἀφήσουν τὴν μικρὰν σκάφην, τὴν ξένην, καὶ εἶτα, μὲ τὴν ἰδικήν των, νὰ πλεύσουν εἰς τὸ τέρμα των.
Αἴφνης ὁ Γιαννούλης, ὅστις ὀλίγας μόνον ἀκαταλήπτους φράσεις εἶχεν ἀποτείνει εἰς τὸν υἱόν του, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμβαρκάραμεν ―εἰς τὰς ὁποίας ὁ υἱός του εἶχεν ἀπαντήσει μὲ εἶδός τι βόμβου, ἐπίσης ἀκατανόητον― ἤνοιξε τὸ στόμα, καὶ μοῦ εἶπε, καθαρὰ ὁπωσοῦν:
― Αὐτὸ σοῦ εἶπα τὴν ὥρα ποὺ ἦρθες νὰ σὲ πάρουμε μαζὶ καὶ δὲν ἐκατάλαβες.
― Τί μοῦ εἶπες; ἠρώτησα ἐγώ.
― Εἶπα, θὰ πᾶμε μιὰ στιγμὴ νὰ σηκώσουμε τὸ σίδερο* τῆς δικῆς μας βάρκας, καὶ στὸ γύρισμα σὲ παίρνουμε.
Ποῦ νὰ καταλάβω, τῷ ὄντι! Τὴν ὥραν ἐκείνην, ποὺ ἐπῆγα νὰ ἐπιβιβασθῶ, κάτι εἶχε μουρμουρίσει ὁ μαστρο-Γιάννης: «σίδερο… βάρκα… σὲ πάρουμε». Ἐγὼ εἶχα ὑποθέσει ὅτι ἔλεγε νὰ σταθῶ ἑωσότου σηκώσουν τὸ σίδερο (ἤτοι τὴν ἄγκυραν) αὐτῆς ἐκείνης τῆς φελούκας, καὶ τότε νὰ πηδήσω μέσα.
*
* *
Ὣς τόσον, ἡ μικρὰ φελούκα αὐτὴ μοῦ ἄρεσεν ἐμένα, κι ὄχι ἡ βαρειὰ βάρκα ἡ ἄλλη. Αὐτὴν τὴν ἐλαφρὰν σκάφην θὰ ἠμποροῦσα νὰ τὴν κυβερνῶ καὶ νὰ τὴν ἐλαύνω, χωρὶς κόπον, μόνος μου.
Τότε ἐσκέφθην ὅτι ποτέ, εἰς ὅλην τὴν ζωήν μου, δὲν θ᾿ ἀπεφάσιζα νὰ ζητήσω ἀπὸ κανένα ἀπὸ τοὺς γηραιούς, τοὺς βραχυλόγους καὶ σκυθρωποὺς γερολύκους τῆς θαλάσσης, τοὺς παίζοντας πρέφαν καὶ καπνίζοντας μακρὰ τσιμπούκια, πρωὶ καὶ δειλινόν, εἰς τὸν καφενὲν τοῦ γερο-Τζανιάκου, νὰ μοῦ δανείσῃ τὸ «φελούκι» διὰ νὰ ὑπάγω ὁλομόναχος εἰς μακράν, ἰδιόρρυθμον θαλασσίαν ἐκδρομήν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τώρα ἤμην ἀνέτοιμος ὅλως. Οὔτε τροφὴν εἶχα, οὔτε νερόν, οὔτε κανὲν ἐργαλεῖον ἢ ὅπλον. Μόνον ἕνα πακέτο καπνὸν κ᾿ ἕνα κουτὶ σπίρτα.
Ἀλλὰ τί μ᾿ ἔμελε; Ποτὲ δὲν ἔκαμα τίποτε κατόπιν ἑτοιμασίας. Καὶ ὅταν ἡτοιμάσθην διὰ τίποτε, παρέλειψα νὰ τὸ κάμω.
Λοιπὸν εἶπα στὸν Γιαννούλην:
― Δὲν λυπᾶστε τὸν κόπο σας, νὰ τὸ πᾶτε αὐτὸ τὸ φελούκι πίσω;
― Μὰ πῶς νὰ κάμουμε;
― Νὰ τραβῆξτε τὸν δρόμο σας, καὶ ν᾿ ἀφήσετε τὴν βαρκούλα σ᾿ ἐμέ. Ἐγὼ τὴν ἀράζω.
― Τὰ καταφέρνεις;
―Κι ἂν εἶμαι ἀτζαμής, θὰ φωνάξω κανέναν νὰ μὲ ξαλαφρώσῃ.
― Καὶ δὲ θά ᾽ρθῃς μαζί, πέρα;
― Τί μὲ θέλετε; Γιὰ μπελά;
― Λοιπόν, καλὸ βράδυ! εἶπεν ὁ μαστρο-Γιάννης.
― Κατευόδιο σας!
*
* *
Ὁ Γιαννούλης ᾐσθάνθη ἴσως μεγάλην ἀνακούφισιν. Μεγαλυτέραν, πιστεύω, ᾐσθανόμην ἐγώ, διότι τοὺς ἀπήλλαξα ἀπὸ τὸ βάρος μου. Ἰδοὺ τώρα εὑρέθην μόνος, κάτοχος τῆς μικρᾶς λέμβου. Ναύτης κ᾿ ἐπιβάτης ἐν ταὐτῷ· κυβερνήτης καὶ ναύκληρος καὶ πιλότος καὶ μοῦτσος τῆς ἐλαφρᾶς σκάφης.
Μόνος· μόνος μὲ τοὺς λογισμούς μου, εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ κύματος, εἰς τὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς τρικυμίας. Ὅταν ἔχῃ τις πληγήν, βαθεῖαν, κρυφήν, εἰς τὴν θάλασσαν πρέπει νὰ πλέῃ, μόνος, ὁλομόναχος.
Μεγαλυτέραν εὐτυχίαν δὲν εἶχα γευθῆ. Ἤμην τότε, ὡς ἔγγιστα, τριακοντούτης, καὶ πρὸ πολλοῦ ἤδη εἶχον ἀρχίσει ν᾿ ἀπογοητεύωμαι ἀπὸ τὴν ζωήν!
Ἔλαβα τὰς κώπας, καὶ ἀπεμακρύνθην τάχιστα ἀπὸ τοὺς βραχώδεις λόφους, ἐφ᾿ ὧν ἐκτείνεται ἀραιὰ ἡ ἄκρα τοῦ χωρίου. Ἐπλησίασα ἀριστερὰ πρὸς τὴν βουνώδη λωρίδα, τὴν κλείουσαν ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, κ᾿ ἔβαλα πλώρην πρὸς τὸ ἀκρωτήριον μεσημβρινῶς τῆς λωρίδος αὐτῆς. Ἀντίκρυσα μετ᾿ ὀλίγον ὅλην τὴν πρόσοψιν τῆς πολίχνης, μὲ τοὺς διπλοῦς προβλῆτας πρὸς τὰς δύο ἐσχατιάς, μὲ τὴν βαθεῖαν λάκκαν καταμεσῆς, μὲ τοὺς καταλεύκους οἰκίσκους, καὶ τὰ δύο καμπαναριὰ τῶν δύο κυριωτέρων ναῶν, ἀποτελοῦντα ὅλα ὡραῖον σύνολον.
Ἡ μέρα εἶχε φέξει ἤδη, καὶ μίαν ἀκτῖνα ἔβλεπα ν᾿ ἀγλαΐζῃ τὴν ἄκραν κορυφὴν τῆς Καραφίλτζας, τοῦ κεντρικοῦ βουνοῦ, κατέναντί μου πρὸς δυσμάς.
Ἄφησα δεξιὰ τὸ Δασκαλειό, ἓν σύμπλεγμα χαμηλῶν βράχων ἀποτελοῦν γραφικὴν πολύκολπον νησῖδα (τὸ καλύτερον μέρος διὰ νὰ λούεταί τις) εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἀνατολικοῦ ὅρμου, ἀριστερὰ τὰ Λαζαρέτα, τὰ πάλλευκα κτίρια μὲ τὴν ὑψηλὴν σκάλαν καὶ τὴν μακρὰν μαρμαρίνην ἀποβάθραν των, κ᾿ ἔφθασα εἰς τὸν κάβον τῆς Μπούτας. Οὕτω καλεῖται ἡ μεγάλη ἀνατολικὴ λωρίς, ἡ κλείουσα τὸν λιμένα. Ἐκεῖ συνήντησα κατάπρῳρα μεγάλην ἁλιευτικὴν βάρκαν. Ἦσαν οἱ Διολεταῖοι, ἐπιστρέφοντες ἀπὸ ἄγραν νυκτερινήν. Μοῦ ἔκραξαν «Καλημέρα».
― Δὲν μοῦ λέτε, τοὺς ἠρώτησα ἐγώ· τὴν γνωρίζετε τὴν φελούκα, αὐτὴν ποὺ ἔχω, τίνος εἶναι;
―Ἄ! τὴν ἐπῆρες ἀναρώτα*; μοῦ εἶπεν ὁ εἷς τῶν δύο ἀδελφῶν.
―Ἔτσι ἔτυχε.
― Τὴν γνωρίζω· εἶναι τοῦ καπετὰν Γιώργη τοῦ Τσίγκου.
― Μοῦ κάνετε τὴν χάρη, ἅμα τὸν ἰδῆτε, νὰ τοῦ πῆτε ὅτι θὰ γυρίσω τὸ γληγορώτερο, καὶ λυποῦμαι διότι δὲν ἦτον εὔκολο, τόσο πρωί, νὰ ζητήσω τὴν ἄδειάν του. Ἔπρεπε νὰ πάω νὰ τὸν ἐξυπνήσω στὸ σπίτι, κι αὐτὸ θὰ ἦτον ἀκόμα μεγαλυτέρα τόλμη καὶ χωριατιά, παρὰ ὅτι τοῦ πῆρα τὴν βάρκα.
― Μὴ σὲ μέλῃ, κάμε τὸ ζέφκι* σου, εἶπεν ὁ ἕτερος ἀδελφός. Ποῦ ἀδειάζει κεῖνος ἀπ᾿ τὸ χουβαρδαλίκι νὰ θυμηθῇ τὴν βάρκα του!
*
* *
Ἔπλευσαν ἐκεῖνοι πρὸς δυσμάς, ἐγὼ πρὸς ἀνατολάς, κ᾿ ἐμακρύνθημεν. Μετ᾿ ὀλίγον ἔφθασα ὄπισθεν τῆς Μπούτας καὶ ἀντίκρυσα τὸν ἥλιον, ὅστις πρὸ μικροῦ εἶχε προβάλει ἀπὸ τὴν φαιὰν λευκὴν κορυφὴν τῆς νήσου τῆς ἀντικρινῆς. Ἡ ἀποθαλασσιὰ τοῦ πελάγους, ἀνάμεσα εἰς τοὺς σπαρτοὺς βράχους, οἱ ὁποῖοι ἐφαίνοντο ὡς βοσκήματα τῶν θαλασσῶν, ἀπεσπασμένα ἀπὸ τοὺς τραχεῖς κόλπους τοῦ κρημνώδους ἀκρωτηρίου, ἔκαμνε νὰ χοροπηδᾷ τὴν σκάφην μου, κ᾿ ἐγὼ ἐχόρευα μαζί της.
Εὑρισκόμην τώρα ὑπὸ τὸ κτῆμα ἀκριβῶς ἑνὸς θείου μου, τοῦ γερο-Οἰκονόμου, τοῦ κοινῶς καλουμένου Νταντοῦ. Ὅλη ἡ μακρὰ ἔκτασις τῆς ἀνατολικῆς Μπούτας, ἑκατοντάδες στρεμμάτων, εἶχε καλλιεργηθῆ ὡς ἀμπέλια καὶ περιβόλια. Αἱ πτυχαὶ τοῦ ἐδάφους ἐσχημάτιζον τέσσαρας ἢ πέντε λάκκας ἢ κοιλώματα, καὶ πᾶν κοίλωμα ἀπετέλει νεοφύτευτον ἄμπελον. Ἐκεῖ μία φωνὴ ἔκραξε:
―Ἔ! σαμπὰ χαΐρολσούν! Νέ χαμπέρ; (Καλημέρα· τί νέα;)
Ἀνέβλεψα καὶ εἶδα τὸν Κώσταν. Ἦτο ἰσόβιος καὶ ἄμισθος παραγυιὸς τοῦ γερο-Νταντοῦ, ὁ ἀθωότερος καὶ ἁγνότερος τρελὸς τοῦ κόσμου. Ὅλη ἡ τεραστία καλλιέργεια εἶχε γίνει, κατὰ τὸ πλεῖστον, διὰ χειρῶν του. Εἶχε ζήσει, ὅταν ἦτο ἀκόμη νέος καὶ γνωστικός, εἰς ἕνα τουρκομαχαλὰν τῆς Πόλης, καὶ τοῦ εἶχε μείνει ὡς ἕξις νὰ λέγῃ συχνὰ τουρκικὰς λέξεις. Δὲν ἐκάλει ποτὲ ἄνθρωπον μὲ τ᾿ ὄνομά του, ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ἤλλαζεν αὐθαιρέτως τ᾿ ὄνομα, ἢ τοῦ ἔβγαζε παρατσούκλι. Ἦτο πάντοτε εὔθυμος, καὶ ποτὲ δὲν ἐσκυθρώπαζε.
― Καλημέρα, Κώστα, εἶπα ἐγώ. Ἐπῆρα αὐτὴν τὴν βάρκα νὰ βγῶ στὸ σιργιάνι.
Ὅλα σχεδὸν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μπούτας, κατηφορικά, ἔφθαναν ἕως τὸ κῦμα. Ἐπλησίασα εἰς τὴν μικρὰν ἀγκαλίτσαν τοῦ γιαλοῦ, ἐπήδησα ἔξω, κ᾿ ἔδεσα τὴν μπαρούμα ―τὸ σχοινίον τῆς πλώρης― εἰς τὸν λαιμὸν ἑνὸς βράχου. Ἐκάθισα διὰ νὰ ξαποστάσω ἀπὸ τὴν κωπηλασίαν.
― Σπέντζες ἰστέρσιν; μοῦ ἐφώναξε μακρόθεν ὁ Κώστας. Βὰρ τσόκ. (Πιπεριὲς θέλεις; Ἔχω πολλές.)
Βεβαίως θ᾿ ἀνελογίσθη μέσα του ὅτι, εἰς τὴν προβεβηκυῖαν ὥραν τοῦ φθινοπώρου, δὲν ὑπῆρχαν πλέον οὔτε σταφύλια, οὔτε κυδώνια ―τὸ ὀψιμώτερον ὀπωρικόν― διὰ νὰ μὲ φιλεύσῃ.
Καὶ ἐν τῇ ἀκακίᾳ του ἐφαντάζετο ὅτι κ᾿ οἱ φρέσκες πιπεριὲς ἦσαν ἐπίσης εἶδος φρούτου. Ἀλλὰ δὲν ὑπώπτευε πόσον ἦτο εἴρων, καὶ δὲν ἀνελογίζετο ἂν πράγματι εἰς τὴν πνευματικήν μου διάθεσιν εἶχα ἀνάγκην καυστικῶν οὐσιῶν.
― Ἰστεμέμ, εἶπα ἐγώ. (Δὲν θέλω.) Ἐκμὲκ βάρ; (Ψωμὶ ἔχεις;)
― Βὰρ τσόκ.
Ἀπῆλθε ταχὺς πρὸς τὴν μικρὰν καλύβην, ὅπου διενυκτέρευε συνήθως, διότι μόνον τὰ Σαββατόβραδα κατήρχετο εἰς τὴν πόλιν. Μετὰ δύο λεπτὰ τὸν εἶδα νὰ ἐξέλθῃ κρατῶν τὸν τορβάν του, καὶ νὰ κατέρχεται πρὸς ἐμέ. Ἔφθασε πλησίον μου, ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν μάρσιπον μίαν κριθαρόπιτταν, καὶ μοῦ τὴν ἔδωκε. Ἐγὼ ἔκοψα μὲ τὴν χεῖρα τὸ τρίτον τῆς πίττας, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔρριψα πίσω εἰς τὸν τορβάν.
― Σαρὰπ γιόκ*, εἶπεν ὁ Κώστας.
Ἔλεγε τοῦτο μὲ θλιβερὸν τόνον, ὡς νὰ ἐλυπεῖτο διατί νὰ μὴ ἔχῃ τὸ κυριώτερον εὐφραντικὸν ποτὸν νὰ μοῦ προσφέρῃ.
― Δὲν θέλω κρασί, εἶπα ἐγώ. Νερὸ νὰ μοῦ δώσῃς.
Ἐπῆγε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐπέστρεψε μ᾿ ἕνα φλασκὶ γεμᾶτον.
― Μοῦ τὸ δίνεις ὅλο τὸ φλασκί, στὴν βάρκα; εἶπα ἐγώ.
― Πάρ᾿ το, εἶπε· ζαρὰρ γιόκ. (Δὲν βλάπτει.)
Μοῦ ἔδειξε διὰ χειρονομίας μακρὰν καὶ πολύκλαδον φλασκιάν, φέρουσαν πολλὰ φλασκιὰ ὥριμα ἤδη, τὰ ὁποῖα ἐχρειάζοντο μόνον νὰ τ᾿ ἀποκόψῃ τις καὶ νὰ τὰ σκαφιδώσῃ, διὰ νὰ γίνωσιν ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν.
―Ἐιβαλά (εὐχαριστῶ).
Ἔλυσα τὸ σχοινίον τῆς βάρκας καὶ ἀπέπλευσα. Ἰδοὺ τώρα εἶχα τεμάχιον κριθίνου ἄρτου, καὶ φλασκίον μὲ νερόν, τὸ ὁποῖον ὁ ἥλιος θὰ ἔκαμνε μετ᾿ ὀλίγον νὰ βράσῃ στὸ ἀμπάρι τῆς βάρκας. Τί θὰ μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ παρατείνω ἐπὶ μακρὸν τὴν ἐκδρομήν;
Β´
… Τὸ νερὸν ὑψώνεται ὁλονέν. Μέσον δὲν εἶχα νὰ τὸ ἐκκενώσω, καὶ μόνον μὲ τὶς χοῦφτες, ἂν ἠμποροῦσα. Εἰς τὴν προσπάθειάν μου ὅπως πλατύνω τὸ στόμιον τοῦ φλασκίου, τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε δώσει ὁ ἀφελὴς Κώστας ―τὸ νερὸν ποὺ εἶχε μέσα εἶχε βράσει ἤδη εἰς τὴν φλόγα τοῦ ἡλίου καὶ ἦτο ἄχρηστον πρὸς πόσιν― τὸ φλασκὶ ἐρραγίσθη κ᾿ ἐτρύπησε, κ᾿ ἔγινε σχεδὸν καὶ δι᾿ ἄντλησιν ἀνωφελές. Ἀπέχω ἴσον διάστημα ἀπὸ ἕκαστον τῶν τριῶν νησίων, τὰ ὁποῖα φράττουν τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ ἀπὸ τὸν κάβον τὸν δυτικομεσημβρινόν. Ἂς γίνῃ ὅ,τι γίνῃ. Πιθανὸν νὰ βουλιάξῃ ἡ βάρκα, κ᾿ ἐγὼ μαζί. Ἐὰν δὲν ἠμπορέσω νὰ σωθῶ κολυμβῶν, θ᾿ αὐτοκτονήσω ἀκουσίως. Καὶ θὰ εἶναι εὐκταία ἀπαλλαγή, χωρὶς εὐθύνην καὶ χωρὶς κόλασιν. Ἂς ταχύνω τὴν κωπηλασίαν, διὰ νὰ μὴ μοῦ μείνῃ ἀμφιβολία περὶ τοῦ ἀκουσίου τῆς αὐτοκτονίας. Ἂς καθίσω στὰ κάργα, ὅπως λέγουν οἱ ναυτικοί. Λυποῦμαι τὴν ζωὴν ἆρά γε;…
Ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἶχα ἀρρωστήσει βαριά, τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν ἤμην πολὺ νέος, καὶ τέλος εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀνάρρωσις. Ὡς ἐν ὀνείρῳ καὶ ἐν ἐγρηγόρσει, ἔλεγα μέσα μου: «Νὰ κάμῃ τις τὸν μισὸν δρόμον καὶ νὰ γυρίσῃ πίσω, εἰς μίαν πορείαν ἄφευκτον; Δὲν θὰ εἶναι κόπος διπλάσιος, ἀφοῦ μέλλει ἐξ ἅπαντος νὰ τὸν ξανακάμῃ;…»
Ἰδοὺ τώρα, ἐτέθην οἱονεὶ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἐκτὸς τῶν κοινῶν ἀνθρωπίνων συνηθειῶν καὶ τοῦ πρέποντος. Ἐπῆρα τὴν βάρκαν αὐτήν, σχεδὸν τὴν ἔκλεψα, χωρὶς νὰ τὸ προμελετήσω, καὶ ὅλως κατὰ τύχην, χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ κυρίου της. Ἔφυγα τὴν πατρικὴν οἰκίαν, καὶ ἀπουσιάζω διαρκῶς ἓν νυχθήμερον σχεδόν, χωρὶς νὰ δώσω εἴδησιν εἰς τοὺς οἰκείους. Φεῦ! οἱ δυστυχεῖς αὐτοί! ὁποῖος πόνος καὶ ὁποία τύψις. Εἴθε νὰ εἶχον υἱὸν καὶ ἀδελφὸν καλύτερον…
Καθ᾿ ὅλα τὰ φαινόμενα δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ φανῶ χρήσιμος εἰς αὐτούς. Ἰδού, τώρα, μὲ ὅλην τὴν βαθεῖαν εὐαισθησίαν καὶ τὴν τυφλὴν φιλοστοργίαν των, μετὰ τόσας ὥρας, εὔλογον εἶναι ὅτι θὰ ἤρχισε «νὰ τὸ γεμίζῃ ὁ νοῦς των» ―νὰ συνηθίζουν, δηλαδή, εἰς τὴν ἰδέαν, ὅτι κάτι κακὸν μοῦ συνέβη, καὶ συμφορὰ ἐπῆλθε― καὶ ὅτι δὲν θὰ μ᾿ ἐπανίδουν πλέον. Δὲν θὰ εἶναι κόπος, ματαιότης, κρῖμα, ἀφοῦ ἔχουν ἀρχίσει ἤδη νὰ συνηθίζουν εἰς τὴν ἰδέαν τοῦ χωρισμοῦ, νὰ μὲ ἰδοῦν νὰ γυρίσω ἔξαφνα πίσω;… ἴσως, διὰ νὰ μὲ χάσουν πάλιν μετ᾿ οὐ πολύ, καὶ πλέον διὰ πάντοτε; Δὲν θὰ εἶναι καλύτερον τώρα, παρὰ ἀργότερα εἰς τὸ μέλλον;
Ὦ Θεέ μου, δός μου φώτισιν!… Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός, ἐνῷ ἐπλανώμην ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὴν διάκρισιν τῶν κυμάτων, δὲν συνήντησα πλέον ἄλλο πλοῖον πουθενά, ἐκτὸς τῆς ἁλιευτικῆς βάρκας τὴν ὁποίαν τὸ πρωὶ εἶχα ἀντιπρῳρήσει. Καὶ ὅταν, μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐξάνοιξα μακρὰν ἕνα πανί, πάραυτα μοῦ ἦλθεν ἰδέα ὅτι θὰ εἶχαν στείλει πρὸς ἀναζήτησιν καὶ καταδίωξίν μου, κ᾿ ἔσπευσα μὲ βίαν κωπηλασίας νὰ κρυφθῶ ὄπισθεν τῆς νησῖδος, ὅπου πλησίον εὑρέθην, διὰ νὰ μὴ μὲ ἀνακαλύψῃ ἡ φανεῖσα ἐκείνη βάρκα μὲ τὸ ἱστίον τὸ λευκόν.
*
* *
… Ἀφοῦ μ᾿ ἐπῆραν τὰ ρέματα, κ᾿ ἐνυκτώθην ― εἶχε κατέλθει ἀμφιλύκη, κ᾿ ἐρρόδισε πάλιν εἰς τὴν δύσιν τ᾿ οὐρανοῦ τὰ θεμέλια, ὑψηλὰ ἀπὸ τὰ ἰόχροα ἀκρογιάλια τ᾿ ἀντικρινά― μὲ ὤθησε τ᾿ ἀπόγειο ἔξω ἀπὸ τὸν ὅρμον τοῦ κόλπου, μακρὰν ἀπὸ τὸν κάβον, πρὸς τὰ κράτη τῆς δύσεως καὶ τοῦ ζόφου τοῦ δνοφεροῦ. Ἀποκαμωμένος, εἶχα ἐξαπλωθῆ εἰς τὸ πλάτος τῆς πρύμνης, κι ἄφησα τὴν σκάφην νὰ πλέῃ ὅπου θὰ τὴν ὡδήγει ἡ αὔρα ἡ νυκτερινή, ἡ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς πνέουσα… Εἶχα δοκιμάσει νὰ μασήσω τρεῖς βουκιὲς ἀπὸ τὴν κριθαρόπιτταν, τὴν ὁποίαν μοῦ εἶχε δώσει τὸ πρωὶ ὁ ἄκακος Κώστας, ἀλλὰ δὲν κατέβαινε κάτω, καὶ δὲν εἶχα νερὸν νὰ δροσίσω τὸ στόμα μου. Τὸ φλασκί, τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε δώσει ὁ ἴδιος, εἶχε μεταβληθῆ εἰς πρόχειρον ἄντλημα, ραγισμένον καὶ τρύπιον, διὰ νὰ βγάζω τὰ νερά, ὅταν μοῦ εἶχε κολλήσει ἡ ἰδέα ὅτι δῆθεν ἐζήτουν ν᾿ αὐτοκτονήσω. Ὁ οὐρανίσκος εἶχε στεγνώσει, καὶ θὰ ἐπνιγόμην, πρὶν βυθισθῶ εἰς τὰ κύματα, ἂν ἐπροσπάθουν νὰ καταπίω τοὺς ψωμοὺς τοῦ κριθίνου ἄρτου. Ἀπὸ ἀδυναμίαν καὶ κόπωσιν δὲν ἠδυνάμην νὰ σταθῶ ἐπὶ τῶν ποδῶν μου. Ὕπτιος ἐρρέμβαζα πρὸς τ᾿ ἀνατέλλοντα ἄστρα καὶ εἶδα τὸν χλωμὸν τῆς σελήνης δίσκον, τεσσάρων ἡμερῶν δρέπανον, κυανωπόν, νὰ χαμηλώσῃ καὶ νὰ δύσῃ ὄπισθεν τῆς κορυφῆς, πόρρω, εἰς τὰς σκιερὰς δειράδας τοῦ Πηλίου. Εἶδα τὴν Πούλιαν νὰ προκύψῃ καὶ ν᾿ ἀνέλθῃ ἠρέμα εἰς ὕψος τ᾿ οὐρανοῦ, κλῶσσα φωτοειδής, ἥτις ὡδήγει νὰ βοσκήσουν εἰς τὸν ἀχνὸν καὶ εἰς τὴν αἴθρην τὰ λευκὰ λαμπερὰ πουλάκια της. Εἶδα τ᾿ ἄστρα τὰ πίπτοντα νὰ διασχίζουν ἐν ἀκαρεῖ τὸ στερέωμα, μ᾿ ἔκπαγλον ἀστραπήν, καὶ νὰ γίνωνται ἄφαντα εἰς τὸν βαθὺν γνόφον. Τὸ τελευταῖον, ἐξ ὅσων ἔβλεπα, μοῦ ἐφάνη, δὲν ἠξεύρω διατί, μᾶλλον ἀξιοσημείωτον.
Τέλος, δὲν ἐνθυμοῦμαι τίποτε. Φαίνεται ὅτι εἶχα κλείσει τὰ ὄμματα κ᾿ ἔπεσα εἰς βύθος, εἰς λήθαργον. Ἐκοιμώμην ἆρα; Ἦτο ἴσως τὸ πρῶτον στάδιον τοῦ θανάτου. Δὲν ἔβλεπα πλέον ἄστρα, οὔτε ὄνειρα.
Ἐπί τινα στιγμήν, ὡς νὰ συνῆλθον πρὸς ὥραν, δὲν ἠξεύρω διατί ἐσυλλογίσθην ἓν πρόσωπον. Μοῦ ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὁ Στάμος ὁ Ἀταίριαστος, εἷς φίλος μου, ἰδιόρρυθμος, συμπαθῶς διακείμενος πρὸς ἐμέ. Τὸν ἐνθυμήθην, ὡς ἔχοντα ἔκτακτον ἐπιδεξιότητα εἰς τὸ νὰ διευθύνῃ καὶ ἀρμενίζῃ πλοιάρια, κ᾿ ἔλεγα μέσα εἰς τὸ ἡμιόνειρόν μου: «Ἂν ἦτον τώρα ὁ Σταμάτης ἐδῶ, θὰ ἐκάθητο καταμεσῆς στὴν βάρκα, καὶ θὰ διεύθυνε μ᾿ ἕνα χέρι, τιμόνι, κουπὶ καὶ πανί». Ὅλ᾿ αὐτὰ συγχρόνως τὰ κατώρθωνε, τῷ ὄντι, ὁ περιδέξιος ἐκεῖνος, χειριζόμενος μ᾿ ἕνα κάβον σχοινίου, μακρόθεν, τὸ πηδάλιον καὶ τὴν σκόταν* τοῦ πανιοῦ, μὴ ἀφήνων συνάμα καὶ τὴν κώπην, καὶ μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα ἐξακολουθῶν νὰ κρατῇ, σβεστὴν ἢ ἀναμμένην, τὴν πίπαν του… Ἀλλὰ τώρα, ποῦ νὰ εὑρεθῇ ἄλλος Σταμάτης! Ὁ ἀτυχὴς καὶ τελευταῖον κακοκέφαλος φίλος μου εἶχεν αὐτοκτονήσει, καθὼς εἶχον ἀκούσει, ἢ μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶχον ἀκούσει, ὀλίγας ἡμέρας πρίν. Καὶ τὸ πρᾶγμα ἦτο πιθανόν. Ἑπόμενον ἦτο ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Ὢ πόσην θλῖψιν ᾐσθάνθην διὰ τὸν ἄνθρωπον!
Αἴφνης ἠλεκτρίσθην, καὶ ἀνετινάχθην. Ἐκάθισα πάλιν στὰ κάργα, καὶ ἄλα, ἄλα* τὸ κουπί! Ποῦ ηὗρα τόσην δύναμιν; Ἐκωπηλάτησα ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας συντόνως… Ἵδρωσα. Ἀπεμακρύνθην πολύ, γιαλὸ-γιαλό, ἀπὸ τὸν κάβον τοῦ λιμένος, παραπλέων τὴν ἔρημον ἀκτήν… Εἶχα μεγάλην κούρασιν. Τέλος, καὶ αὐτὸ ἦτο ὁ μεγαλύτερος παραλογισμός, τὸν ὁποῖον ἔπραξα ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς ἡμέρας ταύτης, αἴφνης ἀπεφάσισα νὰ πέσω εἰς τὴν θάλασσαν νὰ κολυμβήσω. Ἰδέαν περὶ αὐτοκτονίας δὲν εἶχα πλέον. Εἶπα, ἂς κάμω τέλος ἓν λουτρόν, ἂν καὶ προέβη ἤδη τὸ φθινόπωρον, καὶ πρέπει νὰ εἶναι κρύα ἡ θάλασσα. Ἐγυμνώθην κ᾿ ἐπήδησα εἰς τὰ κύματα. Ἀφοῦ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐκολύμβησα, ᾐσθάνθην τόσην νάρκην ὥστε δὲν εἶχα πλέον δύναμιν νὰ ἀνέλθω εἰς τὴν βάρκαν, νὰ ἐνδυθῶ, καὶ νὰ σωφρονήσω. Εἶπα: «Ἂς κάμω τ᾿ ἀνάσκελα!» κ᾿ ἔκαμα ὅπως ὅταν ἤμεθα παιδιά, ὁπότε, δραπετεύοντες ἀπὸ τὸ σχολεῖον, ἐκολυμβούσαμεν διαρκῶς ὀκτὼ ἢ δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν… Καθὼς ἤμην πλαγιασμένος, ἐλαφρὸς εἰς τὸ κῦμα, τί ἔπαθα; Ἀπεκοιμήθην τάχα; Ἐξαπλωμένος εἰς τὰ μαλακά, εἰς τὰ πούπουλα, ᾐσθανόμην ἀπόλαυσιν καὶ τρυφὴν Συβαρίτου. Ρόδον διπλωμένον δὲν ὑπῆρχεν ὑπὸ τὴν ράχιν μου, κ᾿ αἱ εὐωδίαι ὅλαι τῶν ρόδων τῆς ἀκρογιαλιᾶς, τῶν κήπων, τῆς ἀμφιλύκης καὶ τῆς αὐγῆς, ἤρχοντο εἰς τὰς αἰσθήσεις μου καὶ μ᾿ ἐμέθυσκον. Ὅλη ἡ αἴσθησις, ἡ συνείδησις κ᾿ ἡ ὕπαρξίς μου εἶχον μεταβληθῆ εἰς μίαν ἀπόλαυσιν ἀπείρου εὐωδίας.
Γ´
Ὅταν ἐξύπνησα, ᾐσθάνθην ἀκόμη ἐλαφρὸν σάλον καὶ λίκνισμα, ἀλλ᾿ ὄχι πλέον μαλακὸν ψῦχος θανάτου. Θάλπος εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὰς φλέβας μου, καὶ ἀμυδρόν, ἀλλὰ μελιχρὸν φῶς προσέπιπτεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου.
― Καλησπερούδια, εἶπε μία φωνή. Τί γίνεσαι φίλε; Ἔρχεσαι ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο;…
Ἠρέμα εἶχα ἀνακαθίσει κ᾿ ἐκοίταζα γύρω μου. Ἤμην πλαγιασμένος ἐπὶ ξηρῶν χόρτων καὶ ἀχύρων, εἰς τὸ χάσμα ἑνὸς παραθαλασσίου ἄντρου. Ἀνθρακιά, κατόπιν ἀρτίως σβεσθείσης φλογός, ἔκαιεν ἀντικρύ μου· λυχνάριον κρεμαστὸν ἐφώτιζε τὰ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου. Παρὰ πόδας, ὣς εἴκοσι βήματα, ἦτο μικρὰ ἀμμουδιά, ἀγκάλη τῆς θαλάσσης. Ἡ βάρκα μου εἶχε συρθῆ, κ᾿ ἔκειτο μεταξὺ δύο βράχων.
Ὁ λαλῶν μοὶ ἦτο λίαν γνωστός, ἂν καὶ πρὸ μηνῶν δὲν τὸν εἶχα ἰδεῖ, καὶ τὸν ἀνεγνώρισα πάραυτα. Ἦτο αὐτὸς ὁ Στάμος ὁ Ἀταίριαστος, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἶχα διαλογισθῆ πρῴην εἰς τὰ ληρώδη ὄνειρά μου, ὅπου μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶχα μάθει ὅτι εἶχεν αὐτοκτονήσει. Πράγματι δὲν ἤμην βέβαιος ἂν εἶχον ἀκούσει ποτὲ τοιοῦτόν τι.
― Λοιπόν, πῶς τὰ πέρασες, φίλε; ἐξηκολούθησε μὲ εὔθυμον καὶ σαρκαστικὸν τόνον.
― Σὺ εἶσαι, Ἀταίριαστε; εἶπα τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ πῶς βρέθηκες ἐδῶ, δὲν μοῦ λές;
Καὶ δὲν ἐπρόσθεσα: «Δὲν αὐτοκτόνησες λοιπόν;»
― Μάλιστα, ἐγὼ εἶμαι, μοῦ λέγει.
Καὶ μὲ βαυκαλιστικὸν καὶ γυναικομίμητον τόνον ἐπέφερε, παρῳδῶν ἐκ τῆς δημώδους μυθολογίας ἓν ἀφελὲς ἐν εἴδει παροιμίας ᾆσμα:
Σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος
Κ᾿σὸς κὶ κ᾿σομηλιγγᾶτος,1
κὶ στὴν κορφὴ ἀστερᾶτος.
Λέγων ἐγέλασε θορυβωδῶς, εἶτα ἐπανέλαβε:
― Πῶς βρέθηκα ἐδῶ, ἐρωτᾷς; Μᾶλλον ἐγὼ πρέπει νὰ σ᾿ ἐρωτήσω… Καὶ τί σοῦ ἦρθε νὰ πάρῃς τὴν ξένη βάρκα, ν᾿ ἀρμενίσῃς στὰ κουτουρού, χωρὶς νὰ εἶσαι ναυτικός;… Ἔπειτα νὰ πέσῃς στὴν θάλασσα, μεσάνυχτα, νὰ κολυμβήσῃς, μὲ τόσην ψύχρα, καὶ νὰ μὴ σοῦ κάνῃ καρδιὰ νὰ πνιγῇς, τοὐλάχιστον, γιὰ νὰ γλυτώσῃς ἐσύ, καὶ γλυτώσουν καὶ μερικοὶ ἄλλοι, ἀπ᾿ τὰ βάσανα;
―Ἐκολυμβοῦσα;… τώρα θυμοῦμαι.
―Ἐκολυμβοῦσες, κ᾿ ἔκανες τ᾿ ἀνάσκελα, στὸν καλό σου καιρό, σὰν νὰ μᾶς ἐπῆγε ὁ δάσκαλος, ἡ Σπαρτίνα, στὸ Σίφερι νὰ κολυμβήσουμε, ὅταν ἤμεθα παιδιά… Θυμᾶσαι τὸν δάσκαλο, τὴν Σπαρτίνα;
― Τὸν θυμοῦμαι.
― Τί ἔξυπνος! Ποτὲ δὲν μ᾿ ἐτιμώρησεν ὅταν ἔφταιγα, ἀλλὰ ὅταν μ᾿ ἐγκαλοῦσαν* ψέματα οἱ ἄλλοι, οἱ ἀληθινοὶ πταῖσται… Θυμᾶσαι καὶ τὸν δάσκαλο, τὸ Συμβάν;
― Τὸν θυμοῦμαι.
― Τί δραστήριος! Τοῦ κλέφταμε τὴν βέργα, ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, ἀπάνω στὴν δασκαλοκαθέδρα… Τὸ ἴδιο εἶχες ἀποκοιμηθῆ ἀπόψε καὶ σύ, μαλακά, μαλακά, ἐπάνω στὸ κῦμα… Πῶς δὲν ἐβούλιαξες, ἀπορῶ. Ἄλλως, ἂν εἶχες βουλιάξει, θὰ ξυπνοῦσες ἀκριβῶς πρὶν πνιγῇς γιὰ καλά, κ᾿ ἔτσι πάλι θὰ ἔβγαινες τέρτσο*.
Ἀκουσίως ἐγέλασα κ᾿ ἐγώ.
― Σ᾿ ἔσυρα, φίλε, ἔξω στὴν ἄμμο, ἐπῆρα τὰ ροῦχά σου ἀπ᾿ τὴν βάρκα, σ᾿ ἔνδυσα· ἐσύραμε τὴν ξένη βάρκα, μαζὶ μὲ τὸν Ἀγάλλο, ἔξω στὴν ἄμμο ― τώρα θὰ ἔλθῃ ὁ Διαμαντὴς ὁ Ἀγάλλος, νὰ τὸν ἰδῇς, νὰ πιστεύσῃς― ἄναψα φωτιά, σ᾿ ἐπλάγιασα, σ᾿ ἐσκέπασα, σ᾿ ἐζέστανα… Εἶχες τύχη, κ᾿ ἔπεσες εἰς καλὰ χέρια… Καλὰ ποὺ σ᾿ ἔφερε ἡ Μοῖρα ν᾿ ἀράξῃς ἐμπρὸς εἰς τὸ καλυβάκι μου, ὁποὺ κ᾿ ἐγὼ κατ᾿ ἀγαθὴν συγκυρίαν εὑρέθηκα ἐδῶ. Συνήθως μένω, ξεύρεις, ἐπάνω ψηλά, στὸν πύργο μου. ― Ἰδού, ἡ φλάσκα, μισογεμάτη, πιὲ νὰ ζεσταθῇς. Μπεβάδα*, μισὸ καὶ μισὸ μὲ τὸ νερό. Θέλεις φασκομηλιὰ νὰ σοῦ βράσω;
― Εὐχαριστῶ.
Μοῦ ἔφερε τὴν φλάσκαν εἰς τὸ στόμα, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ᾐσθανόμην ὄρεξιν νὰ πίω. Τότε ὁ Σταμάτης, διὰ νὰ μοῦ κάμῃ καρδιά, εἶπε:
― Μελαγχολᾶν οὐ μετρίως μοι δοκεῖς, εἶπεν ἀναφέρων φράσιν τοῦ Λουκιανοῦ, ἀπὸ τὸν Τίμωνα, τὸν ὁποῖον ἐνθυμεῖτο ἀπὸ τὸ Σχολεῖον.
― Καλῶς νὰ σ᾿ εὕρω!
Ἀλλά, βεβαίως, διὰ νὰ μὴ τυχὸν σιχαίνωμαι, ἀπὸ ἀξιέπαινον ἁβρότητα, καὶ διὰ νὰ μὴ φανῇ ἀλλόκοτος, ὡς πίνων πρῶτος αὐτός, ἐκράτησεν ὑψηλὰ τὴν φλάσκαν, χωρὶς νὰ τὴν φέρῃ εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰ χείλη, κ᾿ ἔπιεν ἐναέριον τὸν μικρὸν οἰνωπὸν καταρράκτην, πίπτοντα εἰς τὸ στόμα του. Εἶτα ἐκ δευτέρου μοὶ προσέφερε τὴν φλάσκαν.
Ἔπια πολλὰς σταγόνας. ᾘσθάνθην ἀληθῆ ἀναψυχήν.
―Ἔχω γυρίσει κόσμον καὶ κόσμον, ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος. Ἀλλὰ δὲν θυμοῦμαι ἂν εἶδα πουθενὰ ἄνθρωπον σὰν ἐσέ. Ἐγὼ εἶμαι, ὅπως μὲ λένε, Σημαδιακὸς κι Ἀταίριαστος. Ἐσύ, θαρρῶ εἶσαι Κ᾿σὸς κὶ Κ᾿σομηλιγγᾶτος.
Ὁ Σταμάτης ἦτο μακρινὸς συγγενής μου. Ἄνθρωπος διὰ τοὺς πλείστους καὶ ἀλλόκοτος καὶ ἀκατάληπτος. Νέος, εἶχε ξενιτευθῆ ὑπὲρ τὰ δέκα ἔτη, καὶ διέτριψεν εἰς Γαλλίαν, Ἀγγλίαν καὶ Ἀμερικήν. Ὀρφανεύσας ἀπὸ τὴν μητέρα του, ὅταν ἦτο μόνον δέκα ἐτῶν, δὲν ἠμπόρεσε ποτὲ νὰ χωνεύσῃ τὸν δεύτερον γάμον τοῦ πατρός του, «κ᾿ ἐπῆρε τὰ μάτια του», ὅπως κοινῶς λέγουν, κ᾿ ἔφυγεν, ἴσως τὸ πλεῖστον, ἀπὸ τὸ μῖσος τῆς μητρυιᾶς του. Ὅταν μετὰ τόσα ἔτη ἐπανέκαμψεν εἰς τὴν πατρίδα, εὗρε τὸν γέροντα πάσχοντα ἐκ χρονίας νόσου, καὶ τὴν μητρυιὰν κυρίαν τῆς περιουσίας του. Αὐτὸς τότε ἐκήρυξε καὶ διεξήγαγε λυσσώδη πόλεμον κατὰ τῆς γυναικὸς ἐκείνης. Μαχόμενος διὰ τῶν ὅπλων τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, τὸ μὲν δικαστικῶς, τὸ δὲ αὐθαιρέτως, κατήνεγκε βαρέα τραύματα εἰς τὰ στέρνα τῆς μητρυιᾶς καὶ τῶν συγγενῶν της, καὶ δυνάμει τῆς ἀρχῆς «ἐν τῇ ρομφαίᾳ μου ζήσομαι», κατώρθωσε νὰ καταλάβῃ ὅλα τὰ κτήματα τοῦ πατρός του, χωράφια, ἀμπέλια κ᾿ ἐλαιῶνας. Τὰ τελευταῖα ἦσαν ἀξιόλογα, καὶ περιεῖχον χιλιάδας τινὰς δένδρων. Ὕστερον ὅμως, εἰς χρόνους μεταγενεστέρους τῶν μικρῶν συμβάντων, τὰ ὁποῖα διηγούμεθα, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἔχασε, κατὰ γράμμα, ὅλον τὸ ἔδαφος τὸ ὁποῖον εἶχε κερδίσει, καὶ βαθμηδὸν ὅλα τὰ κτήματα τοῦ ἔφυγαν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐτάκησαν, πράγματι, μεταξὺ τῶν δακτύλων του, ὡς νὰ ἦσαν χιὼν ἢ κηρία.
Τὴν σήμερον ἔζη ἰδιότροπον βίον ἐν ἐρημίᾳ, κατοικῶν συνήθως εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, εἰς τὴν ἄνω ἐσχατιὰν τοῦ κυριωτέρου κτήματός του, ὅπου εἶχε κτίσει ἰδιόρρυθμον οἰκίσκον, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸν πύργον του». Ἐκεῖ ὁ μεμακρυσμένος διαβάτης κάτω εἰς τὸν δρομίσκον, ἔβλεπε ποικιλόχρωμα σινιάλα καὶ μπαντερόλια* ν᾿ ἀνεμίζουν ἐπὶ τῆς στέγης τοῦ μικροῦ πύργου. Εἰς μερικὰ πράγματα ὁ Σταμάτης ἐφαίνετο τῷ ὄντι, οἱονεί, παρδαλός, εἰς ἄλλα ὅμως ἐδείκνυε μεγάλην σοβαρότητα. Ἐκεῖθεν συχνά, διὰ νὰ μὴ λησμονῇ καὶ τὸν θαλασσινὸν βίον, κατήρχετο εἰς τὴν δυτικὴν ταύτην ἀκτήν, κ᾿ ἔσμιγε τὸν φίλον του τὸν Διαμαντὴν τὸν Ἀγάλλον, ἄλλον ἰδιόρρυθμον ἄνθρωπον.
*
* *
Ὁ Σταμάτης ἄναψε τὴν πίπαν του, καὶ στενάξας ἀκουσίως εἶπεν:
―Ἔ, φίλε μου!… πῶς δύναται ναυαγὸς νὰ σώσῃ ἄλλον ναυαγόν;.. Καὶ ὅμως ἐγὼ σ᾿ ἔσωσα!
― Καὶ πῶς εἶσαι σὺ ναυαγὸς Στάμο;
― Φίλε, εἶμαι καὶ εἶμαι ναυαγός. Ναυαγὸς εἰς τὴν ξηράν, χειρότερα παρὰ ἂν ἤμην ναυαγὸς εἰς τὴν θάλασσαν… Δὲν θυμᾶσαι τ᾿ ὄνειρο τὸ ὁποῖον πρὸ μηνῶν σοῦ διηγήθην;
Τῷ ὄντι, τὴν τελευταίαν φορὰν καθ᾿ ἣν τὸν εἶχα ἰδεῖ, πρὶν τὸν συναντήσω, κατὰ παράδοξον τρόπον, αὐτὴν τὴν νύκτα εἰς τὴν ἔρημον ἀκτὴν ὅπου μὲ εἶχε περισυλλέξει, μοῦ εἶχε διηγηθῆ ἓν ὄνειρον, ὀπτασίαν μᾶλλον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ― ὁπότε εἶχεν ἀρχίσει ἤδη νὰ ὑποθηκεύῃ τὰ κτήματα, νὰ παραπίνῃ, νὰ λοξοπατῇ καὶ νὰ προσπαθῇ διὰ πλαγίων, ἀκόμη καὶ δι᾿ εἰκονικῶν, νὰ ὀρθοποδήσῃ ἐπὶ τοῦ ὀλισθηροῦ ἐδάφους. Ὁ πατήρ του, ὅστις εἶχεν ἀποθάνει ἐν τῷ μεταξύ, καθ᾿ ὃν χρόνον ὁ Στάμος εἶχε καταλάβει ἤδη τὰ κτήματα, ἐμφανισθεὶς μὲ τὴν μακρὰν τσιμπούκαν καὶ μὲ τὴν βράκαν του, καθήμενος ὅπως τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν ὁ Σταμάτης ἦτο παιδίον, εἰς τὸ φουγοπόδαρο*, ὑπὸ τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας, τοῦ ἔλεγε καθ᾿ ὕπνους, μὲ τὸ πομπῶδες καὶ συνθηματικὸν ὕφος τοῦ καιροῦ του:
― Σταμάτη, Σταμάτη, μὴν ἐκποιῇς τὰ ὑποστατικά. Τὸ ἐλαιόλαδον, μέσα εἰς τὰ κιούπια, λάμπει καλλιότερον παρ᾿ ὅσον τὰ πέρπυρα εἰς τὰς δολερὰς χεῖρας τοῦ ἀθλίου τοκογλύφου.
―Ἔτσι, ἐπανέλαβεν ὁ Σταμάτης, ἐγὼ εἶμαι ποὺ εἶμαι, ναυαγὸς εἰς τὴν ξηράν… Ἀλλὰ σὺ ὅμως, μὴν ἐμπιστεύσῃς εἰς τὴν θάλασσαν, μὲ τὰ φελούκια ποὺ κάνουν νερά, μήτε εἰς τὰς γυναῖκας… Ἀγάπες, ἐπέφερεν ἀποτόμως ἔξαφνα, ἀγάπες, θλιβερέ μου φίλε… Ὤ, μὴν ἔχῃς πίστιν εἰς τὶς ἀγάπες! Πίστευσέ με, ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ ὡς κοινωνικὸν ζῷον, ἔπρεπε ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς πάντας, ὅλον τὸν κόσμον, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἀνάγκην των, καὶ δὲν ἠμπορεῖ μόνος νὰ ζήσῃ, μ᾿ ὅλα ταῦτα, κατ᾿ οὐσίαν, οὐδένα ἀγαπᾷ, εἰμὴ μόνον τὸν ἑαυτόν του, τὸν ὁποῖον καὶ φθείρει ἀπὸ τὴν πολλὴν φιλαυτίαν… Δι᾿ αὐτὸ λέγει κ᾿ ἕνα τροπάρι, τὴν Μεγάλην Σαρακοστήν ― ἐσὺ ξεύρεις ἀπ᾿ αὐτά ― πῶς λέγει;… Αὐτοείδωλον;…
― «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην, τοῖς πάθεσι…»
―Ἀκριβῶς… Νὰ εἶσαι βέβαιος, ἀνίσως ὁ ἄνθρωπος ― μὴ σοῦ φανῶ ἀλλόκοτος ἢ βάναυσος καὶ γελοῖος… ἐπειδὴ φοβοῦμαι τὴν κρίσιν σου…
― Τί πρᾶγμα;
― Νὰ εἶσαι βέβαιος, ἂν ἠμποροῦσε ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀγκαλιάσῃ τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὸ νερὸν ἢ εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὰ ὄνειρα ἢ εἰς τὰ ξυπνητά του, θὰ ἐγίνετο Νάρκισσος, καὶ θὰ ἠρκεῖτο εἰς τοῦτο καὶ μόνον. Ἀλλὰ δὲν κατορθώνει νὰ γίνῃ Νάρκισσος, καὶ ὡς νὰ πάσχῃ ἀπὸ τὴν ψώραν τοῦ Ἰώβ, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην προστριβῆς.
― Εὐφήμει, ὦ ἀγαθέ.
― Δι᾿ αὐτὸ ἐπρόλαβα καὶ εἶπα, φοβοῦμαι τὴν κρίσιν σου. Ἂς εἶναι, ἀρκοῦν αὐτά. Ἂς ὁμιλήσωμεν περὶ πλατωνικοῦ ἔρωτος, ἂν θέλῃς… Ἀλλὰ ποῦ στὸν διάβολο εἶναι ὁ πλατωνικὸς ἔρως, δὲν τὸν βλέπω πουθενά.
― Διότι εἶναι ἀόρατος, δι᾿ αὐτὸ τὸν ἐπιζητεῖ τις. Προσπαθεῖ νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ κάπου.
―Ἀλλὰ θὰ μείνῃ μὲ τὴν ἀναζήτησιν καὶ τὴν προσπάθειαν μόνον… Ἐγώ, ὅσων χρόνων εἶμαι, καὶ παντοῦ ὅπου ἐπῆγα, ηὗρα μόνον ἰδιοτελῆ, ἄπιστον, σαρκικὸν ἔρωτα. Μόλις ἐγύρισα ἀπὸ τὶς Φραγκιές, ἀπὸ τὰ ταξίδια τοῦ Σεβὰχ Θαλασσινοῦ, καὶ κατέλυσα προσωρινῶς εἰς ξένην, ἔρημον οἰκίαν, μίαν νύκτα, ἀκούω κλαυθμυρισμὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μου. Βγαίνω καὶ βλέπω ἓν νεογνόν, νόθον, ὁποὺ μοῦ εἶχαν ρίψει ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρόν μου. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας. Μωρέ, χαρὰ στὸν ἔρωτα! Δὲν εἶναι πλέον «ἔρωτας στὰ χιόνια», εἶναι ἔρωτας στὰ κόπρια…
― Εὐφήμει, εἶπα.
― Δι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἕνας μακαρίτης ἐξάδελφός σου, τὸν ἐνθυμεῖσαι, ποὺ εἶχε εὐχέρειαν ν᾿ αὐτοσχεδιάζῃ σατυρικὰ δίστιχα, ἔβγαλε, ἕνα καιρόν, τὸ τραγούδι:
«Μὲς στοῦ Νταντοῦ τὴ γειτονιά, κοντὰ στὶς Μπαλαλίνες,
ἐκεῖ κοιμᾶται ὁ Ἔρωτας μέσα στὶς γκαβαλίνες…»
― Καὶ τί τὸ ἔκαμες τὸ ἄτυχον ἐκεῖνο πλάσμα; ἠρώτησα ἐγώ.
― Τί νὰ τὸ κάμω; Ἔδωσα κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν διὰ νὰ τὸ θρέψῃ προσωρινῶς. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰδοποίησα τὸν κύριον Δήμαρχον, τὸν ἐκλεκτὸν τοῦ λαοῦ καὶ ἀξιοσέβαστον ἄρχοντα τοῦ τόπου, «ὅπως φροντίσῃ διὰ τὰ περαιτέρω». Αὐτὸς μάλιστα ὡς γεροντοπαλλήκαρον, καὶ πλούσιος, θὰ ἦτο κάπως ἁρμόδιος πρὸς τοῦτο… Νὰ σοῦ πῶ, καλὰ ποὺ εἶχα ὀλίγας ἡμέρας ποὺ ἔφθασα. Ἄλλως, οἱ καλοί μας πατριῶται θὰ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ μοῦ τὸ παραρρίξουν… καὶ νὰ μοῦ κολλήσουν τὸ στίγμα, ὅτι ἐγὼ ἤμην ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ποὺ εἶχα κάμει αὐτὲς τὶς ἀγάπες. Μπρέ, χαρὰ στὶς ἀγάπες!
Ἐσιώπησα ἐγώ, κ᾿ ἔκλεισα τὰ ὄμματα κουρασμένος. Ἐκεῖνος ἐξηκολούθησε:
― Νυστάζεις; Ἔχεις δίκαιον. Εἶσαι πολὺ ἀποκαμωμένος. Μὰ ἄκουσε ἀκόμα κι αὐτό. Κουράγιο, καὶ θὰ εἶσαι πολὺ καλὰ αὔριον. Λοιπόν, ὅταν ἤμουν εἰς τὸν Παναμᾶν ― διότι διέτριψα εἰς τὸν Παναμᾶν, κ᾿ ἐδούλεψα ὀλίγον καιρὸν εἰς τὴν περίφημον ἐπιχείρησιν, ἀγαπητέ μου… Ἴσως ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἔχω φέρει τὸ σπέρμα τῆς μουφλουταρίας*, ὁποὺ δηλητηριάζει τώρα καὶ τὰς ἰδίας μικρὰς ἐπιχειρήσεις μου. Ἐκεῖ, λοιπόν, εἶχα ἀρρωστήσει βαριὰ κ᾿ ἔμεινα ἐπὶ ἑβδομάδας εἰς νοσοκομεῖον. Λοιπόν, μία νεαρὰ καλόγρια, λευκὴ ὡς κρίνον, ἡ ὁποία ἐνδιεφέρετο μεγάλως καὶ διὰ τὴν ψυχικὴν σωτηρίαν τῶν ἀσθενῶν, καὶ τοὺς ἠνάγκαζεν ὅλους νὰ ἐκτελοῦν τὰ θρησκευτικά των χρέη, μοῦ ἔλεγεν ἐπὶ ἡμέρας, κάθε πρωί, ἅμα εἰσήρχετο εἰς τὸν θάλαμον: «Βοὺζ ἀλλὲ κομμουνιέ;»* Τὸ ἔλεγε μὲ τοιοῦτον θωπευτικὸν τόνον, ὥστε ἦτο ἀληθινὴ γλύκα νὰ τὴν ἀκούῃ τις· «― Νό, Μαντάμ», τῆς ἀπεκρινόμην ἀνελλιπῶς ἐγώ. Τὴν τετάρτην ἡμέραν εἶχεν ἀρχίσει νὰ θυμώνῃ καὶ νὰ σκυθρωπάζῃ· «Μαί, πουρκουά, ντόν;»* Τί νὰ τῆς πῶ; «Ἐγὼ δὲν μεταλαβαίνω στὴν Ἐκκλησία τὴ δική μου, κυρά, καὶ θὰ μεταλάβω στὴ δική σου;» Αὐτὸ τὸ ἐψιθύρισα, ἀκουσίως, ἑλληνιστί, ὥστε δὲν ἐκατάλαβε τίποτε. Τέλος ἐθύμωσε τόσον, ὥστε τὴν ἄλλην ἡμέραν, μοῦ ἔδωκεν εἴδησιν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξέλθω τοῦ νοσοκομείου. Ἐγὼ ἐχάρην μᾶλλον, διότι ἤμην ἤδη πολὺ καλύτερα, κ᾿ ἐπόθουν τὸν καθαρὸν ἀέρα… Ἀλλά, μετὰ μίαν ἑβδομάδα καὶ κάτι, ἴσως μετὰ ἐννέα ἡμέρας ― πίστευσέ το, ἂν θέλῃς…
― Τί;
―Ἦλθε καὶ μ᾿ ηὗρε ὅπου ἤμην. Ποῦ μὲ ἀνεκάλυψε;
― Καὶ σοῦ εἶπε, τί;
― Ρητῶς καὶ ἀπ᾿ εὐθείας δὲν μοῦ εἶπε τίποτε. Ἀλλὰ διὰ περιφράσεων μοῦ ἔδωκε νὰ ἐννοήσω ὅτι, ἂν ἤθελα νὰ γίνω κατόλικος, ἦτον πρόθυμη νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ παντοῦ ὅπου θὰ ἐπήγαινα.
― Λοιπόν, σὲ εἶχεν ἐρωτευθῆ;
―Ὤ, οἱ ἀγάπες, οἱ ἀγάπες! Δὲν σοῦ ἔλεγα; Μήπως Καλόγρια τῆς Ἀγάπης δὲν ἦτον κι αὐτή; Sœur de la Charité;*
― Ξεύρω κ᾿ ἐγώ;
―Ἀλλὰ πῶς νὰ βασισθῶ εἰς φράγκικες ἀγάπες, ἀφοῦ δὲν ἐβασίσθην ποτὲ εἰς ἀγάπες ρωμαίικες; Καὶ ν᾿ ἀλλάξω, μάλιστα, τὴν πίστιν μου πρὸς χάριν της; ― Πλὴν ὅλ᾿ αὐτὰ μ᾿ ἐνθυμίζουν τὸ δίστιχον, ὁποὺ εἶχα διαβάσει ἕνα καιρὸν εἰς ἐπιφυλλίδα τῆς «Ἐφημερίδος». Μήπως εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν πέννα σου; Μετάφρασις ἦτον; Τί ἦτον;
― Τὸ ποῖον;
― Ἰδοὺ πῶς ἔλεγε:
«Ἀγάπες ταξιδιάρες στὸ κῦμα τὸ θολὸ
κ᾿ ἐβούλιαξ᾿ ἡ βαρκούλα, κ᾿ ἐπέσαν στὸ γιαλό.»
― Δὲν θυμοῦμαι πλέον.
―Ἂς εἶναι. Τώρα ἔρχεται ὁ Διαμαντὴς ὁ Ἀγάλλος. Ὅπου εἶναι, ἔφθασε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος αὐτός. ― Φοβοῦμαι ὅμως μήπως πολὺ σ᾿ ἐκούρασα. Θαρρῶ πὼς ἔγινα πολὺ ἀνιαρός, ὅπως λέγουν οἱ γραμματισμένοι.
―Ὄχι.
― Μαζὶ λοιπὸν μὲ τὸν Ἀγάλλον, ἢ κατόπιν τοῦ Ἀγάλλου, θὰ ἔλθῃ κ᾿ ἔνας ἄλλος.
― Ποιός;
―Ὁ Πατσοστάθης, ἕνας βοσκός, τὸν ξέρεις; Εἶναι περιεργότατος, πολυδιήγητος, καὶ πιστεύει μὲ τὰ σωστά του ὅτι τοῦ ἔχουν κάμει μάγια. Αὐτοὶ οἱ δύο, ὁ Ἀγάλλος κι ὁ Πατσοστάθης, θὰ σὲ διδάξουν πολλὰ εἰς τὸ περὶ ἀγάπης κεφάλαιον.
Ἔσεισα τοὺς ὤμους, κ᾿ ἔκλεισα πάλιν τὰ ὄμματα. ᾘσθανόμην κόπωσιν χωρὶς πόθον ἀναψυχῆς, ἀδυναμίαν χωρὶς νυσταγμὸν ἢ πεῖναν. Δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τίποτε. Ἄφησα τὸν Ἀταίριαστον νὰ λέγῃ καὶ νὰ κάμνῃ ὅ,τι ἤθελε. Ὡς ἐν ὀνείρῳ τὸν ἤκουα νὰ λέγῃ:
―Ὁ Πατσοστάθης αὐτὸς ἔχει παράπονον κατὰ τοῦ Δημάρχου, ἐπειδὴ οὗτος τὸν ἐστεφάνωσε στανικῶς μὲ τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχε παραπάνω ἀπὸ δέκα χρόνια ἀρραβωνιασμένην. Πιστεύει ὅτι ὁ Δήμαρχος αὐτός, ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποίαν τὸν ὑπάνδρευσε, ἡ πεθερά του, ἡ γυναικαδέλφη του, οἱ γείτονές του, καὶ ὅλος ὁ κόσμος, τοῦ ἔχουν κάμει μάγια. Τώρα ἀσχολεῖται πῶς νὰ τὰ χαλάσῃ, καὶ πολλοὶ ἀγύρται τοῦ ἔχουν φάγει τὸ μισὸ τὸ κοπάδι του. Τί τὸ παράξενον εἰς τοῦτο; Μήπως δὲν ἔχει δίκαιον; Ἄνθρωπος προωρισμένος, γρήγορα ἢ ἀργά, νὰ γίνῃ θῦμα γοητείας ἢ ἀγυρτείας;… Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα; Μήπως εἶν᾿ εὔκολον νὰ διακρίνῃ τις, νὰ εὕρῃ τὰ ὅρια, ποῦ τελειώνει ἡ πλάνη καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ ἀπάτη; Ἕως ποῦ φθάνει ἡ μωροπιστία, καὶ πόθεν ἀρχίζει ἡ ἀγυρτεία; Τέτοιος εἶναι ὁ Πατσοστάθης. ― Ὅσον διὰ τὸν Ἀγάλλον, αὐτὸς εἶναι ἐλαφροΐσκιωτος. Βλέπει φαντάσματα σχεδὸν καθημερινῶς. Εἶναι ἀπὸ οἰκογένειαν πολὺ συνδεδεμένην μὲ τὰ στοιχειὰ τοῦ τόπου. Καὶ μ᾿ ὅλον ὅτι ἔλειψε τριάντα χρόνια σωστὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα ― ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ ἐπέρασεν ὡς βαρκάρης εἰς μίαν παραλίαν τῆς Γαλλίας, ὅπου κ᾿ ἐγὼ τὸν συνήντησα ἕνα καιρόν· τώρα ἔχει σύνταξιν, δύο ναπολεόνια τὸν μῆνα, ἀπὸ μίαν ἑταιρείαν Γαλλικήν ― εἰς τὴν παραθαλασσίαν ἐκείνην τῆς Γαλλίας δὲν εἶχεν ἰδεῖ ποτέ, πιστεύω, κανὲν φάντασμα, καὶ ὅμως, μόλις ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτόν, καὶ μόλις ἤρχισε νὰ μανθάνῃ ξαναπίσω τὰ ρωμαίικα, διότι σὲ βεβαιῶ ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, τὰ εἶχε ξεχάσει, καὶ τοῦ ἐπανῆλθαν ἐν τῷ ἅμα ὅλαι αἱ παλαιαὶ ἀδυναμίαι του. Ἀμέσως ξαναήρχισε νὰ βλέπῃ φαντάσματα, ὅπως εἰς τοὺς παιδικούς του χρόνους… Καὶ μὴ νομίζῃς ὅτι προσποιεῖται ἐν συνειδήσει ὁπωσοῦν. Αὐτός, μόλις ἐπάτησε τὸν πόδα ἐδῶ, ἐξανάγινε διὰ μιᾶς τὸ παλαιὸ χωριατόπουλο, παιδὶ μιᾶς μυλωνοῦς, τῆς γρια-Ἀγάλλαινας, μὲ τὸ λεπτὸν ἐπίχρισμα τοῦ ξενιτευμένου, τὸ ὁποῖον ἀναφαίνεται μόνον ὅταν, μίαν ἢ δύο φορὲς τὸν μῆνα, κατέρχεται εἰς τὴν πόλιν, καὶ φορεῖ τὰ καλά του ροῦχα· γελέκα βελούδινα, ὡραῖα σουρτοῦκα* ἀπὸ καστόρι· καὶ κρεμνᾷ εἰς τὸ στῆθος τὶς βαρειὲς χρυσὲς καδένες, μὲ ὅλα τὰ ἐγκόλπια καὶ τὰ ἀριστεῖά του… Διαρκῶς ὅμως μένει ἐδῶ ποὺ βλέπεις, εἰς τῆς Κεχριᾶς τὸ ρέμα, μὲ τοὺς δύο παλαιοὺς νερομύλους τοὺς ὁποίους ἔχει κληρονομήσει, τὸν ἕνα ἀπὸ τὴν μητέρα του, τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν πενθερὰν τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ἔκαμα ἐγὼ ἓν κίνημα, τὸ ὁποῖον ὁ Σταμάτης ἐξήγησεν ὡς νὰ ἤθελα νὰ εἴπω:
― Πῶς, ἀπὸ τὴν πενθερὰν τοῦ ἀδελφοῦ του;
― Διότι, ἐπέφερεν, ὁ ἀδελφός του εἶχε προαποθάνει ἄκληρος, κι ὁ νερόμυλος ἦτον προίκα του. Σὰν ἀπέθανε κ᾿ ἡ γρια-Μοσχαδού, ἡ συμπεθέρα του, ἐκληρονόμησε τὸν μύλον ὁ Διαμαντής.
Πῶς σοῦ φαίνεται; ἠρώτησεν ὡς ἐν ἐπιλόγῳ ὁ Σταμάτης, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ: «Καταλαβαίνω ὅτι μὲ ἀκούεις κι ἂς κάνῃς τὸν κοιμισμένον».
― Ποιός; εἶπα ἐγώ.
―Ὁ Διαμαντὴς ὁ Ἀγάλλος.
― Τυχηρὸς ἄνθρωπος.
― Λοιπόν, τώρα δουλεύει τοὺς δύο μύλους· πότε τὸν ἕνα, πότε τὸν ἄλλον, πότε καὶ τοὺς δύο μαζί. Τὰ δύο κτίρια ἀπέχουν ὣς ἕνα κάλων ἀπ᾿ ἀλλήλων, χωριζόμενα διὰ μικροῦ καταρράκτου, τοῦ ποταμίου τῆς Κεχριᾶς.
― Καὶ πῶς τοὺς προφταίνει καὶ τοὺς δύο μύλους συγχρόνως; ἠρώτησα ἐγὼ διὰ νὰ εἴπω κάτι τι, ἀφοῦ ὁ Σταμάτης μὲ διεβεβαίου ὅτι ἤμην ξυπνητὸς καὶ ἤκουα.
― Αὐτός; Ὄχι μόνον τοὺς μύλους, ἀλλὰ καὶ τὴν βάρκαν του ἀκόμα, ὁποὺ τὴν ἔχει συρμένην ὀπίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Μύτικα ποὺ βλέπεις (μοῦ ἔδειξε τὴν μικρὰν προβλῆτα ἀκτήν, τὴν χωρίζουσαν τὸν μικρὸν αἰγιαλόν, ὅπου εὑρίσκετο τὸ θαλάσσιον ἄντρον μας, ἀπὸ τὸ κυρίως ρέμα τῆς Κεχριᾶς)· κ᾿ ἐκείνην τὴν ρίχνει συχνὰ στὸ γιαλό, καὶ πάει γιὰ νὰ γιαλέψῃ*. Τώρα ποὺ θά ᾽ρθῃ, θὰ μᾶς φέρῃ, πιστεύω, διάφορα θαλασσινὰ μεζέδια. Τί λές; Θὰ κάμῃς ὄρεξιν;
― Νὰ ἰδῶ.
―Ἔχει καὶ ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμα ὁ Ἀγάλλος. Μίαν, πῶς νὰ τὴν εἰπῶ; ἐθελακρίβειαν, ποὺ εἶναι σπάνιον φαινόμενον. Μίαν φοράν, εἰς τὴν Βρετάνην, ὅπου τὸν εἶχα ἀνταμώσει, μᾶς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ φᾶμε γιουβέτσι ἑλληνικὸ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, νὰ καλέσουμε καὶ δύο Βρέτονας θαλασσινοὺς διὰ νὰ τοὺς ξιππάσουμε. Ἐβάλαμε ρεφενέ, ἐγὼ κ᾿ ἐκεῖνος, κ᾿ ἐπροσφέραμε τὸ γεῦμα εἰς τοὺς δύο Γάλλους. Ὅταν ἐβγάλαμε ν᾿ ἀποπληρώσουμε τὰ πιοτά, ἔτυχ᾿ ἐκεῖνος νὰ δώσῃ τρία σολδιὰ παραπάνω, ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν εἶχα ἄλλα λιανά, κι ὁ κάπηλος δὲν εἶχε ν᾿ ἀλλάξῃ μιὰ λίρα. Λοιπόν, θὰ τὸ πιστεύσῃς; Ὕστερ᾿ ἀπὸ ἓξ-ἑπτὰ χρόνια, πέρυσι, ὅταν τὸν ἐντάμωσα ἐδῶ, ἐνθυμήθη νὰ μοῦ ζητήσῃ τὰ τρία σολδιὰ ποὺ εἶχε δώσει παραπάνω εἰς τὸν κάπηλον τῆς Βρετάνης. Πῶς σοῦ φαίνεται;
― Συμπαθέστατος.
―Ὅπου εἶναι ἔφθασε, καὶ θὰ καταγοητευθῇς νὰ τὸν γνωρίσῃς.
― Τώρα μοῦ εἶπες τόσα πολλὰ δι᾿ αὐτόν, ὥστε δὲν αἰσθάνομαι πλέον ἐπιθυμίαν νὰ τὸν γνωρίσω.
Δ´
Προτοῦ ν᾿ ἀποτελειώσω τὴν φράσιν, ἠκούσαμεν βῆμα ἀνθρώπου, θροῦν ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους καὶ τὰ κλαδιά, καὶ πάραυτα ἐπαρουσιάσθη ἄνθρωπος, ὅστις δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ἑξῆντα ἐτῶν, ἀλλὰ πολὺ ὡραῖος καὶ ρωμαλέος. Ξυραφισμένος, μὲ στριμμένον ψαρὸν μύστακα, φορῶν κοῦκκον βελούδινον εἰς τὴν κεφαλήν, ἐνδύματα ἐπίσης βελούδινα, καίτοι παλαιὰ καὶ τριμμένα.
Μᾶς ἐχαιρέτισεν ἀφαιρέσας τὸν κοῦκκόν του, καί, ρίψας βλέμμα εὐμενείας πρὸς ἐμέ, ἀπέθεσε τὴν ράβδον καὶ τὸ τουφέκι του εἰς μίαν εἰσέχουσαν γωνίαν τοῦ βράχου, ἐκρέμασε τὸν μάρσιπόν του εἰς κλάδον ὑψηλὸν ἀνέρποντος θάμνου παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ σπηλαίου, ἔχωσε τὴν χεῖρά του ἐντὸς τοῦ μαρσίπου, κ᾿ ἔβγαλε μικρὰν φλάσκαν, μὲ οἶνον προφανῶς, κ᾿ ἕνα παχὺ πετεινάρι σφαγμένον, μαδημένον, ἕτοιμον διὰ ψήσιμο.
― Καλῶς τὸν Ἀγάλλο, εἶπεν ὁ Σταμάτης φαιδρός. Πῶς μᾶς ἄργησες; Ἀκόμα λίγο, καὶ θὰ στέλναμε γυρεύοντάς σε.
― Σοῦ ἔφερα μεζέ, Σταμάτη, εἶπε σοβαρὸς ὁ Ἀγάλλος. Δὲ μοῦ λές, βρίσκοντ᾿ ἐδῶ οἱ δυὸ φοῦρκες κ᾿ ἡ σούβλα;
Πρὶν λάβῃ ἀπάντησιν, ἔκυψεν εἰς τὴν γωνίαν, ἐκεῖθεν τῆς καιούσης ἀνθρακιᾶς, κ᾿ ηὗρε τὴν σούβλαν τὴν ὁποίαν ἐζήτει. Ὅσον διὰ τὶς δύο φοῦρκες, αὗται, καίτοι δὲν ἐφαίνοντο, μισοκρυμμέναι, ἐμπηγμέναι εἰς τὸ χῶμα, ἦσαν ἀνάμεσα εἰς τὰ καψαλισμένα χαμόκλαδα, δίπλα εἰς τὴν χαραγμένην κάμινον ἐφ᾿ ἧς ἤνθει ἡ ἀνθρακιά. Ὁ Ἀγάλλος συνεδαύλισεν ἐπιμελῶς τὸ πῦρ, ἐσούβλισεν ἐν τῷ ἅμα τὸ κοκόρι, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ ψήνῃ περιστρέφων αὐτὸ βραδέως καὶ κανονικῶς.
― Πῶς δὲν ἐπῆγες γιὰ ψάρια; ἠρώτησε μὲ τὸν σαρκαστικόν του τόνον ὁ Σταμάτης. Κι ἀποφάσισες νὰ θυσιάσῃς ἕναν πετεινό, ἁλάκερο!… Ἢ μήπως τὸν ἐγλύτωσες ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ γερακιοῦ; Πρόσεξε καλά, θηριάλωτα δὲν τρῶμε, ἐδῶ, στὸν τόπο μας. Δὲν εἴμαστε πλέον στὶς Φραγκιές, ὅπως ἄλλοτε.
― Ναί, θὰ σὲ χαλάσῃ τάχα! εἶπεν εἰρωνικῶς ὁ Ἀγάλλος. Μόνον, πρὸς χάριν τοῦ πατριώτη ἐδῶ, προσέθηκεν ἐμβλέψας εἰς ἐμέ, θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια· ἐγὼ τὸν εἶχα λαβώσει μὲ μιὰ πετριά, ἐκεῖ ποὺ ἔδιωχνα τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ σιτάρι ποὺ εἶχα ἁπλωμένο στὴν ψάθα. Κ᾿ ὕστερα, τὸν ἐλυπήθηκα καὶ τὸν ἔσφαξα.
― Μπράβο, εἶσαι πολὺ εὔσπλαγχνος πρὸς τὰ ζῶα, ἐκάγχασεν ὁ Σταμάτης. Μὰ δὲν μοῦ λές, πῶς ἄργησες, κ᾿ ἦρθες τόσο παράωρα;… Πῶς δὲν ηὗρες στὸ δρόμο κανένα φάντασμα, αὐτὴν τὴν φοράν!
Φαίνεται ὅτι εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυχτα, κ᾿ ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέαν περὶ τῆς ὥρας. Ἄλλως, ἡ ἀργοπορία τοῦ Ἀγάλλου ἐξηγεῖτο ἐκ τῆς ἰδιαιτέρας περιστάσεως ὅτι εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν εἰς τὸν φίλον του νὰ ἔλθῃ, καὶ ἀφοῦ ἐκωλύθη ἐγκαίρως νὰ ἔλθῃ, ἔκρινεν ὅτι ὤφειλε νὰ ἔλθῃ, καίτοι ἀργά. Ἴσως καὶ ἡ περιεργία τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ παλαιὸς ναύτης πρὸς τὴν θέσιν καὶ τὴν τύχην τὴν ἰδικήν μου, νὰ εἶχε συντελέσει εἰς τοῦτο. Φαίνεται, προσέτι, ὅτι οἱ δύο φίλοι, ζήσαντες ἐπὶ χρόνους εἰς τὴν ἑσπερίαν, εἶχον προσλάβει ἕξεις ὅλως ἀνομοίους πρὸς τὰς κρατούσας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου.
Εἰς τὴν τελευταίαν παρατήρησιν τοῦ Σταμάτη ὁ Ἀγάλλος ἐμειδίασε μὲ ἁπλότητα, καὶ ἀποτεινόμενος μᾶλλον πρὸς ἐμέ:
―Ὁ φίλος μου, ὁ Σταμάτης, ὅλα τὰ ξεύρει, καὶ τίποτα δὲν πιστεύει… Τί νὰ σὲ κάμω ἐγώ; (ἐπέφερε στρεφόμενος πρὸς τὸν ἴδιον). Καλύτερα λίγα νὰ ἤξευρες, καὶ νὰ πίστευες κεῖνα ποὺ πρέπει.
― Τί; Μήπως ηὗρες, στ᾿ ἀλήθεια κανένα στοιχειὸ στὸ δρόμο; ἐπέμεινεν ὁ Σταμάτης, ἴσως διότι ἐπεθύμει νὰ διηγηθῇ κάτι ὁ Ἀγάλλος πρὸς χάριν ἐμοῦ.
― Τουλόου σ᾿ τί λές; μὲ ἠρώτησεν ἀπ᾿ εὐθείας ὁ Ἀγάλλος. Τὰ πιστεύεις, ἢ ὄχι;
―Ἐγώ, εἶπα ἠρέμα καὶ μετὰ κόπου, μένω ἐπιφυλακτικός, ἀλλὰ ποτὲ δὲν δεικνύω ἀποτόμως δυσπιστίαν· καὶ πρὸ πάντων, ποτὲ δὲν φιλονικῶ.
―Ἔτσι μ᾿ ἀρέσουν κ᾿ ἐμένα οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος.
Χωρὶς νὰ παύσῃ ἐπὶ στιγμὴν νὰ περιστρέφῃ τὴν σούβλαν, καὶ νὰ συνδαυλίζῃ ἀνάμεσα τὸ πῦρ, πότε φέρων τὰ κάρβουνα πλησιέστερα εἰς τὴν σούβλαν, πότε ἀπωθῶν ἀπωτέρω αὐτά, ἤρχισε νὰ διηγῆται.
Ε´
Πρὶν ξενιτευθῇ, ὅταν ἦτο πολὺ νέος ἀκόμη, εἶχεν ἀγαπήσει μὲ ἔρωτα θερμὸν τὴν Μυρσούδα, τὴν κόρην τῆς ἀρχόντως τῆς Μερτζάναινας, ὀρφανὴν πατρὸς ἐμποροπλοιάρχου. Ὕστερα, ὅταν ἐμβαρκάρισε μὲ τὰ καράβια, ἐταξίδευσε κατ᾿ ἀρχὰς δύο χρόνια εἰς τὴν Μεσόγειον. Εἶχε δώσει ἀρραβῶνα εἰς τὴν Μυρσούδα, κ᾿ ἡ κόρη τὸν ἐπερίμενε νὰ γυρίσῃ γρήγορα. Αὐτὸς τῆς ἔστελνε τακτικὰ γράμμα, καὶ δύο φορὰς τῆς εἶχε στείλει δῶρα καὶ στολίδια, τὴν μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν Σμύρνην, τὴν ἄλλην ἀπὸ τὴν Βενετιάν.
Ἐπειδὴ ὅμως ἦτον φιλόδοξος, καὶ δὲν τοῦ εἶχαν περισσεύσει πολλὰ χρήματα, διὰ νὰ γυρίσῃ στὴν πατρίδα νὰ στεφανωθῇ, ἀπεφάσισε κ᾿ ἐμβαρκαρίσθη μ᾿ ἕνα γαλλικὸ καράβι, κ᾿ ἐπῆγεν ἕως τὴν Μασσαλίαν· ἐκεῖθεν προσήγγισεν εἰς δύο λιμένας τῆς Ἱσπανίας, ἀκολούθως ἔφθασεν εἰς τὸ μοιραῖον Στενόν ―εἰς τὸ Μὴ περαιτέρω τῶν ἀρχαίων― ἐκεῖ ὅπου θὰ συνήντα τις τὸν Ἄτλαντα, τὸν βαστάζοντα ἐπὶ τῶν νώτων τοὺς οὐρανούς ―ἄνθρωπον μὲ πολλὰς ἁμαρτίας καὶ μὲ πολλὰ βάσανα, ὡς εἰκός, τὸν ὁποῖον οἱ θεοὶ εἶχον καταδικάσει ὡς μέγαν ἀχθοφόρον, ἀντιπρόσωπον ὅλης τῆς ἀχθοφορούσης ἀνθρωπότητος― καὶ ὁπόθεν θὰ ἔπλεέ τις ἀσφαλῶς εἰς τὰς νήσους τῶν Μακάρων, καὶ θὰ ἐμέθυεν ἀπὸ τοῦ κήπου τῶν Ἑσπερίδων τ᾿ ἀρώματα ― ἐκεῖ ὁπόθεν δὲν ἐπιστρέφει τις πλέον.
Ἔφθασεν εἰς τὰ βόρεια τῆς Γαλλίας, εἰς τὸν Ὠκεανόν. Εἶχεν ἀκόμη τὸν πόθον τῆς πατρίδος, καὶ τὴν μνήμην τῆς Μυρσούδας ― κι ἀκόμη δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἔστειλε γράμμα, δὲν ἔστειλεν ὅμως στολίδια καὶ καλούδια τῆς μνηστῆς του ἔκτοτε, ἂν καὶ εὔλογον θὰ ἦτον, ἀφοῦ ἐπῆγεν εἰς μεγαλύτερον κόσμον, κ᾿ ἐκέρδισε περισσότερα χρήματα, νὰ ἐψώνιζε καλύτερα πράγματα διὰ νὰ τὴν θυμηθῇ. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐγελάσθη, ὡς ἄνθρωπος ἀπέκτησε καὶ μερικὰς ἕξεις, ἐξέχασε τὴν οἰκονομίαν, κ᾿ ἔκαμνε πολλὰ ἔξοδα.
Ὕστερα, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, ἐσυνήθισεν εἰς τὸν κόσμον ἐκεῖνον, ἔμαθε τὴν γλῶσσαν ὁπωσοῦν καλά, μὲ τὰ γράμματά της, Ἑλληνικὰ δὲν ἤξευρεν ἄλφα βῆτα, ἀλλ᾿ ἔμαθε γράμματα Γαλλικά. Τέλος ἐνεκλιματίσθη εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἀπέκτησε μίαν βάρκαν, ἐδούλευεν εἰς τοὺς αἰγιαλοὺς τῆς Γαλλίας, τοὺς βορειοδυτικούς, κ᾿ ἐκέρδιζεν ἀρκετὰ χρήματα.
Ἐπέρασαν δέκα χρόνια· ἀπέθανεν ἡ μάννα του εἰς τὴν πατρίδα (ὁ πατέρας του εἶχεν ἀποθάνει πρὶν αὐτὸς ξενιτευθῇ). Ἐνόσῳ ἔζη, ἡ γραῖα τοῦ ἔστελνε συχνὰ γράμματα, αὐτὸς τῆς ἀπαντοῦσε ἀργὰ καὶ ποῦ. Τοῦ ἔστελνε χαιρετίσματα ἀπὸ τὴν μνηστήν του, ἥτις τὸν ἐκαρτεροῦσεν ἀκόμη ἡ πτωχή. Ἐὰν αὐτὸς ἦτον εἰς τὴν πατρίδα, καὶ ἂν εἶχε στεφανωθῆ ἢ ὄχι, ἡ γερόντισσα δὲν θὰ ἐδείκνυε βεβαίως τόσην στοργὴν πρὸς τὴν νύμφην της· πλὴν τώρα ὁ υἱός της ἦτο μακρὰν εἰς τὰ ξένα, κ᾿ ἡ νέα ἐκείνη ἀπετέλει ἕνα περιπλέον κρίκον, μίαν κλωστήν, μίαν δεσμεύουσαν ξανθὴν τρίχα, μεταξὺ ἐκείνου καὶ τῶν οἰκείων του.
Ἡ κόρη τὸν ἐπερίμενεν ἀκόμη.
Δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν ἀρνηθῇ, ἂν καὶ δὲν ἔλειψαν προξενῆτραι, νὰ τὴν προτρέπουν νὰ χωρίσῃ τὸν ξενιτευμένον μνηστῆρα, καὶ νὰ προτιμήσῃ τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα. Αὐτὴ ὅμως εἶχε μείνει βράχος ἀκλόνητος. Ἐπερίμενε κ᾿ ἐπερίμενεν, ἑωσότου ὀλίγον ἔλειπε πλέον διὰ νὰ γίνῃ γεροντοκόρη.
Ὁ μόνος ἀδελφός του, 〈ὁ〉 Νικόλαος, νυμφευθεὶς νέος, εἶχε μείνει ἄτεκνος, κ᾿ ἡ μόνη ἀδελφή του, ἡ Σοφούλα, ἀφοῦ ἔκαμε πολλὰ παιδιά, τῆς τὰ εἶχε πάρει ὅλα ὁ Χάρος. Τέλος, νέα ἀκόμη, κατέβη καὶ αὐτὴ εἰς τὸν τάφον, χαροκαμένη, ἠτεκνωμένη… ζητοῦσα νὰ εὕρῃ εἰς τὸν ζοφώδη τόπον τῶν σκιῶν τὰ τερετίζοντα καὶ κλαυθμυρίζοντα τέκνα της. Ἡ γριὰ τοῦ ἔγραφε συνήθως: «Ἄχ, γυιέ μου, καὶ πότε θὰ ᾽ρθῇς, γιὰ νὰ μ᾿ εὐφράνῃς κ᾿ ἐμένα, ποὺ γέρασα καὶ μοῦ ἔπεσαν τὰ δόντια… Νὰ στεφανωθῇς, διὰ ν᾿ ἀποκτήσῃς παιδιά, νὰ μὲ παρηγορήσουν εἰς τὸ γῆράς μου, ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου… Νὰ τ᾿ ἀναθρέψω μὲ μόσκο, μέλι καὶ φιλιά, νὰ μοῦ δίνουν τὸ χεράκι, νὰ πηγαίνω στὴν ἐκκλησιά, ποὺ κόντηναν τὰ γόνατά μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω… Πότε θὰ ἔρθῃς, γυιόκα μου, νὰ σὲ ἰδῶ νὰ χαρῶ, νὰ μοῦ σφαλίσῃς τὰ ματάκια, ποὺ θάμπωσαν καὶ τρέχουν ὁλοένα ἀπ᾿ τὸν καημό μου· πότε θὰ ἔρθῃς!…» Κ᾿ ἐτελείωνε συνήθως τὸ γράμμα μὲ ἓν δίστιχον, ὅπως:
«Ἀλλοίμονο, κι ἀλλοὶ-καημὸς
τοῦ γεμιτζῆ ὁ ξενιτεμός.»
Αὐτὸς τῆς ἀπήντα ἀραιὰ καὶ ποῦ, ἀντιτάττων εἰς τὰς κοινοτοπίας της τὰς αἰσθηματικάς, τὰς ἰδίας του βιοτικὰς καὶ χρηματικὰς κοινοτοπίας. Ὑπηγόρευε τὰ γράμματά του εἰς ἕνα ἄλλον Γραικὸν ναύτην, ὅστις εἶχε ξεπέσει εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη: «Ὅταν θ᾿ ἀποκτήσῃ πολλὲς λίρες… τώρα ποὺ θ᾿ ἀνοίξουν οἱ δουλειές… Ἐφέτος, αὐτὴν τὴν χρονιά, ἐφάνη πὼς ἄρχισαν νὰ κινοῦνται κάπως, νὰ παίζουν οἱ δουλειές, κ᾿ ἐλπίζει πὼς θὰ δουλέψῃ καλύτερ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ περασμένα χρόνια. Καὶ λογαριάζει, τὸ Πάσχα ποὺ μᾶς ἔρχεται, ἢ τὰ Χριστούγεννα “σὰ μπροστά”*, νὰ τὰ ἑορτάσῃ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του στὴν πατρίδα, ἂν δὲν προφτάσῃ νὰ φάῃ τὰ σῦκα, καὶ νὰ πατήσῃ τὰ σταφύλια εἰς τὸν τρύγον… κ᾿ ἔχει μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ φάγῃ τηγανίτες, ἀπὸ λάδι ― κορφὴ ἀγουρόλαδο, ὅταν θ᾿ ἀνοίξουν, μὲ καλό, τὰ λιοτριβειά…»
*
* *
Τέλος, ὅλ᾿ αὐτὰ ἀποτόμως ἔπαυσαν. Ἡ γριὰ δὲν ἔστειλε πλέον ἄλλο γράμμα. Εἶχε κλείσει τὰ ὄμματα ― τίς οἶδε ποῖος τῆς τὰ εἶχε σφαλίσει; Ἴσως ἡ Κούμπω ἡ Μπαρχίτσα, ἡ Τζινέλαινα ἡ Καντηλανάφτισσα ἢ καμμία ἄλλη εὐσπλαγχνικὴ χριστιανή ― καὶ κατέβη εἰς τὸν τάφον. Τὸν θάνατόν της ἀνήγγειλεν ὁ ἀδελφός του δι᾿ ἐπιστολῆς, ὅπου δὲν ἔκαμνε μνείαν περὶ τῆς μνηστῆς τί εἶχεν ἀπογίνει.
Ὁ Ἀγάλλος δὲν ἀπήντησεν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔμαθεν ἔκτοτε νεώτερόν τι ἀπὸ τὴν πατρίδα. Φαίνεται ὅτι εἶχε «ξεπονέσει» πλέον. Τὴν Μυρσούδα τὴν ἐνόμιζεν ἢ νεκρὰν ἢ ὑπανδρευμένην. Καὶ ὅταν μετὰ χρόνους ἐντάμωσε τὸν Σταμάτην τὸν Ἀταίριαστον, διελθόντα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέρη (ὅστις ἦτο πολὺ νεώτερός του καὶ νωπότερος ἀπὸ τὴν πατρίδα, εἶχε δὲ τὸν Ἀγάλλον ἐξ ἀκοῆς, ἐπῆγε δὲ πρὸς ἀναζήτησίν του καὶ τοῦ ἔδωκε γνωριμίαν), δὲν εἶχε πλέον τὸ θάρρος νὰ τὸν ἐρωτήσῃ ἂν ἐγνώριζε τίποτε περὶ μιᾶς μνηστῆς τὴν ὁποίαν εἶχέ ποτε. Ὁ ἴδιος ὁ Σταμάτης δὲν τοῦ εἶπεν οἴκοθεν περὶ τούτου τίποτε. Πράγματι, ὡς ἀνήκων εἰς ἄλλην γενεάν, ἠγνόει τὰ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἀρραβῶνας τοῦ Ἀγάλλου.
*
* *
Τέλος, ὅταν ἤρχισε νὰ γηράσκῃ ἤδη, ὁ Ἀγάλλος ἔκαμε τὸν σταυρόν του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐπανακάμψῃ εἰς τὴν πατρίδα. Ἀπὸ ὅσους πατριώτας συνήντησεν εἰς τὸν δρόμον του, οἵτινες τυχὸν τὸν ἀνεγνώρισαν, ἂν ἦσαν ἀρκετὰ παλαιοί, ἢ καὶ αὐτὸς τοὺς εἶχεν ἀναγνωρίσει, ὅλοι τοῦ εἶπαν περὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅστις εἶχεν ἀποθάνει προσφάτως, κανεὶς δὲν τοῦ εἶπε τίποτε περὶ τῆς παλαιᾶς μνηστῆς του. Αὐτὸς ἀπέφυγε νὰ ἐρωτήσῃ τίποτε. Τὴν ἀνάμνησιν ταύτην τὴν εἶχεν οἱονεὶ ὡς ἐγκόλπιον καὶ κρυφὸν φυλακτόν. Ἐσυλλογίζετο τί περίεργον θὰ ἦτο ἂν ἐκείνη ἐπιζῶσα εἶχε μείνει τυχὸν ἀνύπανδρη, καὶ θὰ ἦτο τώρα ὣς σαρανταπέντε χρόνων. Καὶ τί κωμικὸν θὰ ἐφαίνετο, ἂν τυχὸν ἐγίνετο γάμος μεταξὺ τῶν δύο. Αὐτὸς ἦτο παραπάνω ἀπὸ πενῆντα, καὶ ἦτον ἀκόμη γαμβρός!
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα, εὗρε κληρονομίαν τοὺς δύο νερομύλους, τὸν ἕνα τῆς μητρός του, καὶ τὸν ἄλλον, προῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅστις, ἄτεκνος, εἶχε λάβει τὸ κτῆμα τοῦτο ὡς δωρεὰν ἀπὸ τὴν συμβίαν του. Οἱ δύο μύλοι εἶχον καὶ ἀρκετὴν περιοχήν, ἐλαιῶνα καὶ κήπους εἰς τὸ ρέμα τῆς Κεχριᾶς. Μὲ αὐτά, καὶ μὲ τὰ ὀλίγα περισσεύματα ὁποὺ ἔφερε, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἰσόβιον σύνταξίν του, ἦτο σχεδὸν πλούσιον γεροντοπαλλήκαρον ὁ Ἀγάλλος. Ἦτο δὲ ὡραῖος, ἐφαίνετο νέος ἀκόμη, καὶ ἠδύνατο πράγματι νὰ περάσῃ ὡς γαμβρός.
Παρῆλθον ἡμέραι μετὰ τὴν ἄφιξίν του, καὶ ὁ Ἀγάλλος ἀκόμη δὲν εἶχε πληροφορηθῆ περὶ τῆς παλαιᾶς μνηστῆς του. Οἱ ἄλλοι δὲν τοῦ εἶπον τίποτε. Αὐτὸς ἐκυριεύετο ἀπὸ γεροντικὴν ἐντροπήν, καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ ἐρωτήσῃ.
Ἦτο Δεκέμβριος καὶ εἶχε χιονίσει. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἀφίξεώς του, ὁ Ἀγάλλος ἐφόρεσε τὰς μεγαλοπρεπεῖς μπότας, τὸν ὡραῖον βελούδινον κοῦκκόν του, καὶ τὸν ἐκ κηρωτοῦ ἐπενδύτην του, ἐπῆρε τὸ τουφέκι του, κ᾿ ἐπῆγεν ὁλομόναχος πρὸς τὸ ρέμα τῆς Κεχριᾶς, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς δύο μύλους, οἵτινες εἶχον ἀνάγκην ἐπισκευῆς, καὶ συγχρόνως νὰ κυνηγήσῃ κοσσύφια καὶ τρυγόνια. Δὲν ἐδέχθη κανένα συνοδίτην, ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ, ἄν, ὕστερον ἀπὸ τριακονταετίαν, ἐνθυμεῖτο καλῶς τοὺς ἐξοχικοὺς δρόμους… Ὅπως ἐνθυμεῖται τὸ κολύμβημα, καὶ ὅστις ἀπὸ τόσων ἐτῶν δὲν ἐμβῆκεν εἰς τὴν θάλασσαν, οὕτω καὶ ὁ ἐπιστρέφων ἀπὸ μακρὰν ξενιτειὰν νοσταλγὸς ἐπανευρίσκει ὅλους τοὺς δρομίσκους καὶ τὰ τοπία τῶν παιδικῶν του χρόνων… Τὴν ἑσπέραν, ὅταν μετὰ περιπλάνησιν ὡρῶν τινων ἀνὰ τὰ δάση, ὁ Ἀγάλλος ἐπανῆλθε νὰ ρίψῃ καὶ δεύτερον βλέμμα εἰς τοὺς δύο μύλους, ἐνῷ ἐστάθη μὲ τὸ ὅπλον ἐπ᾿ ὤμων, θεωρῶν τὰ δύο κτίρια, ἑτοιμαζόμενος νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ χωρίον, μέσα εἰς τὰ χαμόκλαδα ἤκουσε σφοδρὸν καὶ παρατεταμένον θόρυβον. Ὁ γέρων ναύτης ἔφερε τὸ ὅπλον του ἐπὶ σκοπόν, νομίσας ὅτι ἦτο κανεὶς ἀγριόγαττος, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ σηκώσῃ τὴν σκανδάλην.
Αἴφνης βλέπει ἓν λεπτὸν ἀόριστον σχῆμα, τὸ ὁποῖον ἐγλίστρα ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, καὶ ἀπεμακρύνετο.
― Μ᾿ ἐξέχασες!… εἶπε μία λεπτή, ψίθυρος, παραπονετικὴ φωνή.
―Ἐγώ!… ἔκραξεν ὁ Ἀγάλλος.
Κ᾿ ἔτρεξε κατόπιν τοῦ ὁράματος. Ἀλλὰ τὸ λευκὸν σχῆμα εἶχε γίνει ἄφαντον ἐν ἀκαρεῖ… Ὁ Ἀγάλλος ἔκαμε πολλὰ βήματα τρέχων ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἀνὰ τὰς παρημελημένας αἱμασιὰς τῶν κήπων, ἀλλ᾿ εἰς μάτην. Δὲν εὗρε τίποτε.
Θὰ εἶναι ἡ Μυρσούδα, εἶπε καθ᾿ ἑαυτὸν ὁ Ἀγάλλος. Βρίσκετ᾿ ἀκόμα; Ἐδῶ κοντὰ κατοικεῖ τάχα;… Κ᾿ ἐπατοῦσε τόσο ἐλαφρά… Ἡ καημένη, φαίνεται νὰ ἦτον ξυπόλυτη!…
Πράγματι, τοῦ εἶχε φανῆ ὅτι ἀνεγνώριζε τὴν φωνὴν τῆς παλαιᾶς μνηστῆς του.
*
* *
Τὴν νύκτα, ὅταν ἐπέστρεψεν ἀργὰ εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ ἐδείπνησε σύννους εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν του, ὅλαι αἱ μακριναὶ συγγενεῖς, ἀνεψιαὶ καὶ συμπεθέραι, ἦλθον πρὸς ἐπίσκεψίν του. Εἰς τὰς προθύμους φιλοφρονήσεις των δὲν εἶχεν ὄρεξιν ν᾿ ἀπαντήσῃ, συλλογισμένος ὁ παλιννοστήσας ναυτικός.
Αἴφνης, μία ἀπὸ τὰς ἀνεψιάς, ἡ εὐθυμοτέρα καὶ καλλιοτέρα ὅλων, ἔρριψε μίαν ἰδέαν.
― Τί ἐμορφιὰ καὶ τί νιᾶτα, ποὺ ἔχει ἀκόμα ὁ μπάρμπας… Ἄρχισαν οἱ νυφάδες νὰ στέλνουν προξενιές!
― Τὸ ξέρω, εἶπε μία ἄλλη… Πῶς; Μποροῦσε ἀλλέως νὰ γίνῃ;..
Καὶ τότε ἡ πρώτη διηγήθη πῶς μία ἀρχοντοχήρα ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Μαχαλάν, ἔχουσα μίαν κόρην ἡλικιωμένην, εὔμορφην καὶ μεγαλοπροικοῦσαν, τὴν εἶχε παρακαλέσει πρὸ ὀλίγου νὰ προξενήσῃ τὴν θυγατέρα της εἰς τὸν Ἀγάλλον.
― Καλὴ κι ἄξια εἶναι, εἶπεν ἐν ἐπιλόγῳ. Ἂν τὸ ἀποφασίσῃ ὁ μπάρμπας.
― Καλὴ κι ἄξια, εἶπαν κ᾿ αἱ δύο ἄλλαι.
Μόνον μία ἔμεινεν ἐπιφυλακτική. Εἷς ἐξάδελφος, παρών, ἐμειδίασε καὶ δὲν εἶπε τίποτε.
Τότε αἴφνης ὁ Ἀγάλλος ἀπεφάσισε νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τῆς παλαιᾶς μνηστής του.
― Καλά, εἶπεν· ἐγὼ εἶχα μίαν ἀρραβωνιαστικὴ ἕναν καιρό… Τί γίνεται;
― Ἡ Μυρσούδα; εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα ἐκ τῶν παρευρισκομένων. Εἶναι δέκα χρόνια πεθαμένη…
― Πεθαμένη!… ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Ἀγάλλος· κ᾿ ἐγὼ ποὺ τὴν εἶδα!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ἀγάλλος εἶχε ψήσει τὸν πετεινόν, ὁ δὲ Σταμάτης ἔστρωσε καταγῆς ἓν χρωματιστὸν ὕφασμα, καὶ μ᾿ ἐκάλεσε νὰ συμμετάσχω τοῦ δείπνου.
― Τώρα, πῶς τὰ λὲς αὐτὰ τὰ πράγματα; εἶπεν ὡς ἐν κατακλεῖδι ὁ Ἀταίριαστος, ἀφοῦ εἶχα ἀκούσει τὴν ἀνωτέρω ἱστορίαν… Ὁ Διαμαντής, ὁ φίλος μας, δὲν ἀπεφάσισεν, ἔκτοτε, νὰ ἐμβῇ στὸν κόσμον, καὶ καλὰ ἔκαμε, διότι θὰ ἦτο γελοῖον νὰ ὑπανδρεύετο γέρος, ἀφοῦ ἐπέρασεν ὅλα τὰ νιᾶτά του ἄγαμος… Ἀλλὰ δὲν παύει νὰ διηγῆται ὅτι τὸ φάντασμα ἐκεῖνο τῆς λευκῆς γυναικός, ὁποὺ γλιστροῦσεν ἐπάνω στὰ χιόνια, ἐπανέρχεται πολλάκις καὶ τοῦ δίδει τοιαύτας νύξεις: «Ἀγάλλο, μὲ ξέχασες! Πανδρεύεσαι, Ἀγάλλο;» ― ὁσάκις γίνῃ λόγος, ἢ αὐτὸς τυχὸν σκεφθῇ τίποτε περὶ γάμου… Λοιπὸν πῶς τὰ λὲς αὐτά;
Μόλις ἠρχίσαμεν νὰ τρώγωμεν, καὶ νέον πρόσωπον ἐπαρουσιάσθη. Ἦτον ὁ Πατσοστάθης, ὁ βοσκὸς ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου εἶχε κάμει λόγον ὁ Σταμάτης.
― Καλῶς τὸν Πατσοστάθη, εἶπεν ὁ Ἀταίριαστος. Τί γίνεσαι;… Πῶς περνᾷς;… Δὲν ηὗρες ἀκόμα κανένα γιατρικό, νὰ μὴ σὲ πιάνουν τὰ μάγια;
―Ἐσὺ τὰ γελᾷς αὐτά, εἶπε μελαγχολικὸς ὁ Πατσοστάθης. Ἡ μοῖρά σου νὰ μὴ σοῦ τὸ χρωστᾷ, νὰ πέσῃς σὲ κακὰ χέρια.
Καὶ στραφεὶς πρὸς ἐμέ ―ἀγνοῶ ἂν μ᾿ ἐγνώριζεν― ἐπρόσθεσε:
― Ναί, εἶναι σωστά, ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις… Ἡ πεθερά μου μ᾿ ἔκαμε μάγια νὰ πάρω τὴν κόρη της… Ἡ ἴδια ἐμάγεψε τὸν Δήμαρχο γιὰ νὰ τὸν καταφέρῃ νὰ μὲ παντρέψῃ μὲ τὸ στανιό, ἐμάγεψε τὸν παπὰ γιὰ νὰ μὲ βλοήσῃ, ἐμάγεψε τὸν Σωτηράκη τοῦ Νταντοῦ, γιὰ νὰ σηκώσῃ τὰ στεφάνια… Κι ὅταν σᾶς τὰ διηγηθῶ πῶς ἔγιναν ὅλα, τότε θὰ καταλάβετε.
― Λοιπὸν λέγε, ἂν δὲν βαριέσαι, εἶπεν ὁ Σταμάτης, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ κι ὁ πατριώτης μας ἀπ᾿ ἐδῶ. Ἢ θέλεις νὰ τὰ διηγηθῶ ἐγὼ καλύτερα;
Καὶ ὁ Σταμάτης ἤρχισε νὰ διηγῆται.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Α´
Καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται ὡς ἑξῆς:
Ἕνδεκα χρόνους ἦσαν μνηστευμένοι.
Τὴν ἐποχὴν ὁποὺ εἶχε συναφθῆ ὁ ἀρραβών, ἐπὶ Ὄθωνος, ἴσχυε τὸ σύστημα τῆς διὰ τῶν μᾶλλον φορολογουμένων δημαιρεσίας, καὶ οἱ δύο συμπέθεροι, ὁ πατὴρ τῆς νύμφης καὶ ὁ τοῦ γαμβροῦ, ἀμφότεροι «μᾶλλον φορολογούμενοι» ἐκεῖ ἐπάνω στὰ βουνά, ἦσαν ἀπὸ δύο κόμματα, ἀντίζηλοι, ἔκπαλαι, καὶ μᾶλλον κακοὶ γείτονες εἰς τὰς βοσκὰς καὶ εἰς τὰ κατάμερά* των.
Τότε, καθὼς ἐπλησίαζαν αἱ ἐκλογαί, μὲ τὸ δέλεαρ τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ συνοικεσίου, κατώρθωσε τὸ ἓν κόμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνῆκεν ὁ πατὴρ τοῦ γαμβροῦ, ὁ γερο-Πατσογιάννης, νὰ ἑλκύσῃ πρὸς τὸ μέρος του τὸν γέρο-Πλιάκαν, τὸν πατέρα τῆς νύμφης, μὲ τὴν ρητὴν ὑπόσχεσιν νὰ τοῦ δώσουν ὡς γαμβρὸν εἰς τὴν κόρην του, τὴν Κρατήρα, τὸν Στάθην, τὸν υἱὸν τοῦ Πατσογιάννη. Τὸ κόμμα, τόσοι ἄρχοντες καὶ προεστοὶ μὲ κεντητὰς χειρῖδας καὶ μὲ τσόχινα πανωβράκια, εἶχε πειθαναγκάσει τὸν γέροντα βοσκὸν νὰ εἰπῇ τὸ ναί. Κ᾿ ἔτσι ὁ γερο-Πλιάκας τοὺς ἔδωκε τὴν ψῆφόν του, κ᾿ ἔκαμαν τὸν δήμαρχον ὁποὺ ἤθελαν, τὸν καπετὰν Γιωργὸν Ραφτάκην.
Καὶ ὁ ἀρραβὼν ἔμεινεν ἀρραβών, κ᾿ ἐστερεώθη κ᾿ ἐστοιχειώθη μάλιστα. Ἔληξεν ἡ περίοδος τῆς δημαρχίας, καὶ ἤλλαξεν ἡ βασιλικὴ Δυναστεία, καὶ οἱ δύο γέροντες συμπέθεροι ἐν τῷ μεταξὺ ἀπέθαναν.
Ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς νέας Δυναστείας, ἐνηργήθησαν αἱ δημαιρεσίαι εἰς τὰ 66, καὶ κατηργήθη τὸ παλαιὸν πατριαρχικὸν σύστημα, κ᾿ αἱ νέαι ἀρχαὶ ἐβγῆκαν διὰ καθολικῆς ψήφου καὶ ὀχλοκρατίας. Ὁ νέος Δήμαρχος, ὁ δημοκρατικός, ποὺ ἐβγῆκε στὸν τόπον μας ἦτον ἀπὸ τὴν ἰδίαν οἰκογένειαν καὶ τὸ ἴδιον κόμμα, τὸ ὁποῖον εἶχε δελεάσει τῶ 185… τὸν γερο-Πλιάκαν ἀντὶ παραδόξου τιμήματος καὶ διὰ ψυχολογικῆς βίας. Ὁ νέος Δήμαρχος ἤθελε νὰ ἐφαρμόσῃ τὴν αὐταρχίαν ἐν τῇ δημοκρατίᾳ. Καὶ ἰδοὺ πῶς.
*
* *
Ἓν Σάββατον πρωί, περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους, ἡ Γηρακὼ ἡ Μπόζαινα, ἡ μεγάλη κόρη τῆς γρια-Πλιάκαινας, ἐκ τοῦ πρώτου συζύγου της, καὶ συμβία τοῦ Τσιμπλιαράκη, κατῆλθεν ἀπὸ τὸ βουνὸν φορτωμένη μέγαν κόφινον εἰς τὸν ὦμον. Κατ᾿ εὐθεῖαν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κὺρ Κωσταντῆ τοῦ Μωραΐτη, τοῦ νεωστὶ ἐκλεχθέντος δημάρχου.
Ὁ κὺρ Κωσταντὴς ἦτον ἀρχοντόπουλον τοῦ τόπου, καὶ πάντοτε ἤθελε νὰ τὸ δείχνῃ.
―Ἄφησέ τα αὐτὰ τὰ πράγματα, καὶ μὴν πειράζεσαι κουμπάρα, εἶπε μὲ αὐστηρὸν βλέμμα ὁ νέος Δήμαρχος, ἅμα ἡ χωρικὴ ἔκαμε νὰ ξεσκεπάσῃ τὸ καλάθι της ἀπὸ τὰ χλωρὰ καὶ εὐώδη κλωναράκια, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ εἶχε σκεπασμένον. Μοῦ φέρνουν ἐμένα πολλὰ οἱ κολλῆγοι ποὺ βόσκουν τὰ πατρικά μας, κ᾿ ἔχουν καὶ τὰ δικά μας τὰ γίδια. Σῦρε νὰ φιλέψῃς τὸν Εἰρηνοδίκην καὶ τὸν γραμματικόν, ὁπού ᾽ναι ξένοι ἄνθρωποι. Δῶσε καὶ λίγη μυζήθρα τοῦ Μαραγκάκη, τοῦ νωματάρχη μας, ἐπειδὴ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος καὶ μᾶς χρησιμεύει.
Ὁ κόφινος περιεῖχε φιάλας μὲ γάλα, μυζήθρας καὶ τυρία, καὶ ἁλατισμένα καὶ νωπά.
Ὁ Δήμαρχος δὲν ἠθέλησε νὰ δεχθῇ τίποτε. Ὣς τόσον, ἡ Γηρακώ, ἀφοῦ ἐμάζωξε τὰ κλώνια τῆς μανδήλας της, καθὼς ἦτον βαλαντωμένη ἀπὸ τὸν δρόμον, καὶ τὰ μάγουλά της ξαναμμένα ―ἦτον μεσῆλιξ γυνὴ ὡραία καὶ ἡλιοκαής― ἐστρώθη στὸν καναπέ, καὶ ἐν πρώτοις ἀντήλλαξε διαφόρους φιλοφρονήσεις μὲ τὴν κουμπάρα της τὴν Δημαρχίναν.
― Καὶ πῶς τά ᾽χεις τ᾿ ἀρχοντόπουλα, κουμπάρα;
― Καλά. Τὰ δικά σας πῶς πᾶνε;
― Τὰ δικά μας, πολὺ καλά. Τρέχουν ὁλημέρα στὸ βουνό, μὲς στὸν ἥλιο, κοντὰ στὰ πράματα*. Δὲ μοῦ ἀρρώστησε κανένα, δόξα σοι ὁ Θεός. Μονάχα ὁ κουμπάρος σας δὲ λιανομποροῦσε*.
― Μπά! πῶς; Τί εἶχε;
― Κρυώματα παλιά, κι ἁμαρτίες. Τώρα ζωντάνεψε πάλι.
―Ἂς εἶναι περαστικά, τί νὰ γίνῃ; Καὶ τὰ πράματα πῶς πᾶνε, κουμπάρα;
―Ὄχι καλύτερα. Βοσκὴ ἔχουν πολλή, ὁ Θεὸς ἔβρεξε. Γάλατα καὶ τυριά, ἄλλο τίποτα. Ὅλα τὰ καλὰ τ᾿ Θεοῦ τά ᾽χουμε, κουμπάρα, δόξα σοι ὁ Θεός. Μοναχά… Αὐτὸ τὸ σκυλί, ὁ γαμπρός!…
― Ποῖος;
Ὁ Δήμαρχος, ἀκούων τὴν συνδιάλεξιν τῶν δύο γυναικῶν, τὴν ἐπερίμενε τὴν παρέκβασιν αὐτήν, ἢ μᾶλλον τὴν εἰς τὸ προκείμενον ἔλευσιν τῆς στωμύλου γυναικός.
― Κεῖνος ὁ Στάθαρος, ὁ γυιὸς τῆς Πατσοῦς, τὸ σκυλὶ τὸ παραδομένο. Ἀκοῦς ἐσύ, κουμπάρα, ἕνδεκα χρόνια ἀρραβώνας, κι ὁ γαμπρὸς μὲς στὸ σπίτι, ποιὰ χριστιανὴ τὸ εἶδε αὐτὸ τὸ κακό, τῆς καημένης τῆς μάννας μου; Ἕνδεκα χρόνια νὰ μπαίνῃ, νὰ βγαίνῃ, νὰ στρώνεται, νὰ κατιάζῃ*, νὰ ντιρλικώνῃ* ἕνα περίδρομο, νὰ μπεκρολογᾷ, νὰ νεκροκοιμᾶται, νὰ μὴ ξεκουμπίζεται, νὰ μὴν κουνιέται, ἕνδεκα χρόνια κειδὰ νὰ βρίσκεται, νὰ φαρμακώνῃ*, νὰ ψοφολογᾷ, νὰ κολλάῃ σὰν τὴν κολλιτσίδα, νὰ μὴν πιάνεται σὰν τὴν κόνιδα, νὰ τὸν διώχνῃς καὶ νὰ μὴν ξεκουμπίζεται, νὰ τὸν ξορκίζῃς καὶ νὰ μὴν κρεμοτσακίζεται. Μάγια τοῦ ἔχουν καμωμένα, καλὰ κι ὁ ἴδιος τὸ λέει. Μήτε νὰ θέλῃ, μήτε νὰ μὴ θέλῃ, μήτε νὰ στεφανώνεται, μήτε χέρι νὰ τραβᾷ, τρεῖς φορὲς τὰ πέταξε τὰ σημάδια*, τρεῖς φορὲς πάλι τὰ πῆρε πίσω· κάνει τὸν κακιωμένον ἕνα φεγγάρι, καὶ δὲν ξεκολλάει ὅσο γυρίζει ὁ χρόνος. Πότε θὰ στεφανωθῇς, Στάθη; Μὴ βιάζεσθε, ἔχει ὁ Θεός. Τί σφίξη εἶναι; Ἄλλα λόγια ν᾿ ἀγαπιόμαστε. Μήτε τὰ νεκροβλογιέται, μήτε νὰ χωρίζῃ ― τ᾿ ἀκοῦς τουλόου σ᾿ αὐτά, κὺρ Κωσταντή μ᾿, δήμαρχέ μου… κουμπάρε, πατέρα μου;
Ἐδῶ ἐπῆρε τὸν ἀνασασμόν της ἡ Γηρακώ. Ὁ Δήμαρχος δὲν τῆς ὑπεσχέθη τίποτε, ἀλλ᾿ ἐμειδία λίαν εὐμενῶς πρὸς αὐτήν. Τέλος ἀνέλαβε τὸ κοφίνι της καὶ ἀπῆλθεν.
Ὁ Δήμαρχος εἶπε πρὸς τὴν συμβίαν του:
― Με τόσα ψέματα ποὺ ξεύρει αὐτὴ ἡ Γηρακώ, καὶ νὰ μὴν τὸν καταφέρνῃ ἐκεῖνον τὸν γαμβρὸν νὰ τὸν στεφανώσῃ! Πολὺ ζόρικος εἶναι ἀληθινά.
*
* *
Καθὼς ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν δημαρχικὴν οἰκίαν, ἡ Γηρακὼ ἡ Μπόζαινα ἔκαμψε μίαν γωνίαν κ᾿ ἔφθασε εἰς τὸν φοῦρνον τῆς θεια-Μάρκαινας, τὸν ὁποῖον διηύθυνεν ὁ ἐπὶ θυγατρὶ γαμβρός της, ὁ Φραγκούλης ὁ Σαρρής. Ἀφοῦ ἐψιθύρισεν ὀλίγα γλυκὰ λόγια εἰς τὴν ἀκοὴν τῆς γρια- Μάρκαινας, αὕτη ἔκραξε τὸν μικρὸν δεκαετῆ ἐγγονόν της:
― Μαρκάκη! ἔλα δῶ, Μαρκάκη.
Ἡ Μπόζαινα ἔβγαλε τότε ἕνα-ἕνα ἀπὸ τὸ καλάθι τὰ γάλατα, τὶς μυζῆθρες καὶ τὰ τυριά, καὶ προσέφερεν ἐξ αὐτῶν πρῶτα εἰς τὴν πρόθυμον καὶ καλόκαρδην γραῖαν.
― Νά πλιὸ θεια-Μάρκαινα, αὐτοδὰ γιὰ τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγγονάκια σ᾿… Αὐτὸ γιὰ λόου σου. Τουτοδὰ ἂς τὸ πάῃ ὁ Μαρκάκης ὄμορφα ὄμορφα ἐδῶ δίπλα, στὸ ρηνοδικεῖο… ποὺ κάθεται ὁ ρηνοδίκης, ξέρει τὸ παιδί;
― Μάλιστα, εἶναι μουστερής μας. Ἐδῶ τοῦ ψήνουμε τὰ γιουβέτσια του. Καὶ ψωμὶ ἀπὸ ἐμᾶς παίρνει.
― Καὶ ὁ γραμματικός;
― Καὶ αὐτὸς μουστερής μας. Ἀγαπᾷ πολὺ τὰ σπληνάντερα. Ἔχουμε καὶ καλὸ κρασί.
― Καὶ αὐτό, ποιὸς θὰ τὸ πάῃ τοῦ νωματάρχη;
―Ὁ νωματάρχης ἐδῶ τρώει, ἐδῶ πίνει. Καλύτερα νὰ μείνῃ ἡ μυζῆθρα ἐδῶ. Τί θέλει στὴν καζάρμα*;
―Ὅπως ξέρεις τουλόου σ᾿ γιὰ καλύτερα.
Ὕστερον ἀπὸ μίαν ὥραν, ἀφοῦ ἐγέμισεν ἡ Γηρακὼ τὸ καλάθι της ἀπὸ μικρὰ ὀψώνια χρήσιμα εἰς τὸ βουνόν ―ὀρύζιον, καφέ, ζάχαριν― προσέτι δὲ τσίρους καὶ μπακαλιάρον, καθὼς ἡτοιμάζετο νὰ γυρίσῃ εἰς τὸ ἐξοχικὸν καλύβι της, ἐπέρασεν ἀπὸ ἕνα παράμερον μαγαζάκι, στὴν ἄκραν τοῦ χωρίου (τὸ πρωὶ εἶχε φυλαχθῆ νὰ περάσῃ ἀπὸ ἐκεῖ, εἶχεν ἔλθει ἀπὸ ἄλλον δρόμον) κ᾿ ἐψώνισε κι ἀπ᾿ ἐκεῖ, διὰ τὸν τύπον, ὀλίγην ἀκόμη ζάχαριν καὶ ὀρύζιον.
Ἦτον ἕνα πάλλευκον σπιτάκι, μὲ προαύλιον ἀστράπτον ἀπὸ καθαριότητα, κτῆμα τοῦ Νάσου Κοντοθανάση καὶ τῆς γυναικός του Βαγγελιῶς.
Τὸ ἀνδρόγυνον ἦτο ἄτεκνον, ὅλον δὲ τὸν καημόν της, τὸν ὁποῖον εἶχε διότι δὲν ἀπέκτησε παιδί, ἡ Βαγγελιὼ τὸν ἐξεθύμαινεν εἰς τὴν καθαριότητα. Ἦσαν δύο κλήματα, μικρὲς κρεβατιές, περιστρέφοντα τὰ μπαλκονάκια, πολλαὶ γάστραι μὲ εὐώδη φυτὰ καὶ γαρόφαλλα. Ἡ αὐλὴ εἶχε μέγαν σωρὸν καυσοξύλων, ἐμαγείρευαν τὸ φαγί τους εἰς τὸ ὕπαιθρον.
Ἡ πρόσοψις τοῦ σπιτιοῦ ἔβλεπε πρὸς τὸ βουνόν, καὶ ἦτο δροσερὰ ἐξοχικὴ τοποθεσία.
―Ὥρα καλή, κολλήγα, καλῶς σᾶς ηὗρα, εἶπε τὸ Γηρακώ. Μοσκοβολᾶτε πάλι. Τί καλὸ φαῒ μαγειρεύει ἡ κολλήγισσα, νὰ μὲ κάμετε μουσαφίρη;
― Καλῶς τὴν κολλήγισσα, εἶπεν ὁ Νάσος. Πῶς μᾶς θυμήθηκες; Τὸ πρωὶ δὲν ἀπέρασες ἀποδῶ.
― Δὲ μοῦ ἦρθε βολικά, εἶπεν ἡ Γηρακώ. Κατέβηκα ἀπὸ ἄλλον δρόμο.
Ἡ Βαγγελιὼ εἶχεν ἀκούσει τὴν φωνὴν τῆς ποιμενίδος, καὶ κατέβη στὸ μαγαζί.
― Καλῶς τὴν κολλήγισσα. Κάπου κι ἀριὰ μᾶς θυμᾶσαι. Τί κάνετ᾿ σεῖς ἀπάνω; Πῶς περνᾶτε;
―Ἂς λέμε καλά, καὶ δόξα σοι ὁ Θεός.
― Πῶς πάει τὸ κοπάδι;
― Κάθε πέρσι καλύτερα, κολλήγισσα.
Ἡ κολληγιὰ τὴν ὁποίαν μετεχειρίζοντο ὡς προσηγορίαν συνίστατο εἰς μίαν ἢ δύο προβατίνες ἢ κατσίκες, τὰς ὁποίας εἶχεν ἐμπιστευθῆ ὁ Νάσος εἰς τὸ κοπάδι τοῦ Τσιμπλιαράκη, τοῦ συζύγου τῆς Γηρακώς.
― Λοιπὸν δὲν θὰ ἰδοῦμε μιὰν ὀκὰ μαλλιά, κολλήγισσα, ἐπανέλαβε τὸ Βαγγελιώ. Οὔτε λίγο τυρὶ, δυὸ μυζῆθρες;
― Πῶς πᾶνε τὰ πράγματα; ἐπανέλαβε τὴν ἐρώτησιν ὁ Νάσος.
Ἐδῶ ἤρχισεν ἡ ρητορεία τῆς Γηρακῶς. Τὰ πράγματα; Μὴν τὰ ρωτᾷς, κολλήγα. Τί τὰ θέλεις; Προκοπὴ δὲν εἶναι. Φόροι, δοσίματα πολλά. Περιμένεις; Προστίματα. Οἱ ἀδραγάτες σὲ κυνηγοῦνε. Οἱ ταχτικοὶ σὲ παραφυλᾶνε. Οἱ γειτόνοι σὲ κατατρέχουνε. Ἄκαιρα*, κάψες, κρύα, βαρυχειμασιά*. Τόσα ἐψόφησαν ἀπ᾿ τὰ χιόνια, τόσα ἀρρώστησαν. Ἄλλα ἔφαγαν ἄσχημο χορτάρι, καὶ τά ᾽πιασε χλαμπάτσα. Δυὸ βοσκήματα ἐδάγκασ᾿ ἡ ὀχιά. Τρία πράματα ἅρπαξε ὁ ἀετὸς στὸ βουνό, ψηλά στὰ βράχια. Τὸ γεράκι…
―Ἁρπάζει καὶ τὸ γεράκι πρόβατα; διέκοψεν ἀποροῦσα ἡ Βαγγελιώ.
― Τὸ γεράκι μοῦ ἅρπαξε τὶς κόττες, χριστιανή μου. Τρεῖς κλῶσσες, μιὰ νοσσίδα, πουλάδα, πῶς τὴ λέτε σεῖς, κ᾿ ἕνα κοκοράκι.
―Ἄ! τὶς κόττες; εἶπε τὸ Βαγγελιώ.
― Κ᾿ ἡ ἀλεπού; εἶπεν εἷς παρατυχὼν νέος θέλων νὰ εἰρωνευθῇ.
Ἦτο γνωστὸς εἰς ὅλην τὴν κοινωνίαν κ᾿ ἔκαμνε συνήθως τὸν ἀστεῖον.
― Δὲν ἔχουμε ἀλεποῦδες στὸ νησί μας, τίποτε ἄλλα ζ᾿λάπια μπορεῖ νά ᾽χουμε, εἶπεν ἀπτόητος ἡ Γηρακώ.
Τέλος, ἐψώνισεν, ὡς εἴπομεν, ὀλίγα πράγματα, διὰ νὰ καλοπιάσῃ τὸ ἀνδρόγυνον, ἀνέλαβε τὸ κοφίνι της, ἔκαμεν ἕνα σταυρόν, κ᾿ ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν της πρὸς δυσμὰς κατὰ τὸ βουνόν. Ὁ ἥλιος ἦτο ψηλὰ ἤδη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὸν εἶχεν ἐξόπισθεν, κ᾿ ἔφευγεν ἀνερχομένη τὸν ἀνήφορον μὲ γοργὸν βῆμα.
Β´
«Μὲ τόσην ψευτικήν, εἶχεν εἰπεῖ ὁ Δήμαρχος, καὶ νὰ μὴ μπορέσῃ νὰ καταφέρῃ τὸν γαμβρόν, αὐτὴ ἡ βουνίσια γυναίκα, νὰ στεφανωθῇ!» Ὁ Δήμαρχος καὶ πρῴην εἶχε σκεφθῆ τὸ πρᾶγμα, καὶ εἶχεν ἀποφασίσει ἤδη καθ᾿ ἑαυτὸν νὰ κατορθώσῃ, εἰ δυνατόν, τὸν γάμον. Ἀγνοῶ ἂν ἐν συνειδήσει ἢ ἀσυνειδήτως εἶχεν ὑποστῆ τὴν ὑποβολὴν τῆς γυναικός, τῆς Μπόζαινας. Ἀλλ᾿ ἦτον ὡς νὰ ἔλεγε: «Ἀφοῦ ἐμένα μ᾿ ἐπηρεάζει αὐτή, καὶ πῶς δὲν μπόρεσε νὰ καταφέρῃ τὸν βοσκὸν τοῦ βουνοῦ;» Μᾶλλον ᾐσθάνετο διάθεσιν νὰ ἐξοφλήσῃ παλαιὰν κομματικὴν ὑποχρέωσιν, κερδοσκοπῶν ἅμα «πολιτικῶς» καὶ διὰ τὸ μέλλον. Ἀκόμη περισσότερον ἤθελε νὰ διεκδικήσῃ, ὅπως ἐλέγομεν, τὴν αὐταρχίαν ἐν τῇ δημοκρατίᾳ. Ἑνὶ λόγῳ, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ στεφανώσῃ διὰ τῆς βίας τὸν Στάθην τὸν Πατσογιάννην. Ἦτο νέος, μόλις ὑπερβὰς τὸ τριακοστόν, «ἡ σπάθα του ἔκοβε»· ἦτο πλήρης φιλοδοξίας. Ἤθελε νὰ τὸ κάμῃ ὡς παλληκαριάν.
Τὴν ἑσπέραν τοῦ ἰδίου Σαββάτου, ὁ Δήμαρχος ἐπαράγγειλε δύο λογάκια εἰς τὸν παπα-Φραγκούλην, συγγενῆ του, ὁποὺ ἤξευρεν ὅτι τὴν ἐπαύριον Κυριακὴν θὰ ἐπήγαινε νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἕνα ξωκκλήσι εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, τὸν Ἅγιον Κωνσταντῖνον. Ἄλλα δύο λόγια εἶπεν εἰς τὸν σταθμάρχην τῆς χωροφυλακῆς τοῦ τόπου (σημειώσατε ὅτι ὁ Δήμαρχος ἦτο ἅμα καὶ ἀστυνόμος), τὸν ἐνωμοτάρχην Ἀντώνιον Μαραγκάκην, Κρῆτα, φίλον του γενναῖον καὶ καλόκαρδον.
Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐκάλεσε τὸν Δημήτρην τὸν Μαυρονούρην, ἀγροφύλακα, καὶ τοῦ λέγει:
― Κουμπάρε, νὰ πᾷς ἀπόψε ἀπάνω στὴν Κλινιά, στὸ κατάμερο τοῦ γερο-Πλιάκα.
Ὁ Δημήτρης ἀκουσίως συνωφρυώθη.
― Εἶσαι κουρασμένος, κουμπάρε, τὸ βλέπω· μόλις τώρα θὰ ἦλθες ἀπ᾿ ἔξω. Μὰ ἐδῶ ποὺ σὲ στέλνω εἶναι ἐμπιστευτικὴ ὑπηρεσία. Ἀλλοιῶς, θὰ στείλω τὸν Κυριάκο ἢ τὸν Παναγιώτη, καὶ θὰ σοῦ κακοφανῇ.
Ὁ δραγάτης ἦτο τῷ ὄντι νοικοκύρης, ἄνθρωπος μὲ ἀξιώσεις, εἶχε πατρῷα κτήματα ἐκ τῶν ὁποίων ὀλίγα εὑρίσκοντο εἰς τὴν κατοχήν του ἀκόμη. Ἤξευρε γράμματα, ὥστε μόνος του νὰ συντάττῃ «πρωτόκολλα», σχεδὸν ἄνευ ἀνορθογραφιῶν, διὰ τὰς ἀγροζημίας ― τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ὑπεστήριζεν εἶτα ἄνευ ὅρκου ἐνώπιον τοῦ Πταισματοδικείου καὶ τὰ ὁποῖα ἴσχυον χωρὶς νὰ εἶναι ἀνάγκη ἄλλης μαρτυρίας. Ἐνόμιζε τὸν ἑαυτόν του ζηλωτὴν καὶ ἁρμόδιον εἰς ὅλα, καὶ ἦτο δύσκολος καὶ φιλύποπτος.
― Θὰ πάω, κουμπάρε, εἶπε τέλος.
― Θὰ βρῇς τὴν Γηρακὼ τὴν Τσιμπλιαράκαινα, ἡ ὁποία μᾶς ἦλθε σήμερα τὸ πρωὶ ἐδῶ, ἢ τὸν ἴδιον τὸν Τσιμπλιαράκη. Θὰ τῆς πῇς νὰ φωνάξῃ τ᾿ ἀδέρφια της, τοὺς Πλιακαίους…
― Ναί.
― Καὶ θὰ τοὺς πῇς, νὰ μᾶς καρτεροῦν αὔριον τὸ πρωί, θ᾿ ἀνεβοῦμε ἀπάνω, ἐν συνοδίᾳ.
― Καλά. Καὶ τί ἄλλο;
― Νὰ εἶν᾿ ἕτοιμοι. Τὸν Πατσοστάθη, τὸν γαμπρό τους, νὰ τὸν κρατήσουν στὸ καλύβι αὔριο πρωί, ὅπως μπορέσουν.
― Καὶ πῶς; Ἂν δὲν πάῃ;
―Ἂν δὲν πάῃ, ἂς κάμουν τρόπο, νὰ τὸν προσκαλέσουν. Ἂς τοῦ κάμουν χουσμερὶ* νὰ φάῃ… ἢ τυρόπιττες… ἢ ρυζόγαλο.
―Ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ εἶναι χορτᾶτος.
― Τότε ἂς τοῦ μαγειρεύσουν μπακαλιάρο, ἢ ἂς τοῦ ψήσουν κεφαλόπουλα ἁρμυρά.
― Καλά. Τί ἄλλο;
― Τίποτε ἄλλο. Καὶ μεῖνε ἀπόψε ἐκεῖ στὰ μαντριά. Τὸ πρωὶ θὰ σμίξουμε.
― Πολὺ καλά, κουμπ… κὺρ Δήμαρχε.
Εἶπεν, ἀλλὰ δὲν ἐστράφη ν᾿ ἀπομακρυνθῇ. Ἐστάθη ἐπ᾿ ὀλίγον. Αἴφνης εἶπε:
― Μὰ δὲ μοῦ λὲς κ᾿ ἐμένα, κουμπάρε, τί τρέχει;… Ἴσως ὅταν ξέρω κ᾿ ἐγὼ, κάτι θὰ συντελέσω.
― Θὰ τὸ καταλάβῃς μοναχός σου, κουμπάρε. Δὲν εἶναι μυστικό. Αὔριο θὰ τὸ μάθουν ὅλοι.
― Θὰ τὸ μάθουν… ὅταν θὰ ἔχῃ γίνει; ἐπέμεινεν ὁ ἀγροφύλαξ.
―Ἂν σοῦ τὸ πῶ τώρα, θὰ σοῦ φανῇ παράξενο, εἶπεν ἀποτόμως ὁ δήμαρχος. Κ᾿ ἴσως νὰ μοῦ κοπῇ κ᾿ ἐμένα τὸ θάρρος. Ὅταν ἐπιτύχῃ ὅμως τὸ πρᾶγμα, θὰ μοῦ πεῖς μπράβο, καλὰ ἔκαμες.
Ὁ νέος Δήμαρχος φαίνεται ὅτι ἐψυχολόγει τῷ ὄντι ἢ ἐλογικεύετο ὀρθῶς. Ἦτο εὐφυής, καὶ εἰς εὐρύτερον κύκλον θὰ διέπρεπε. Τὴν μικρὰν παρρησίαν ἐσυγχώρει εἰς τὸν ἀγροφύλακά του, τὸ μὲν ἐκ κομματικῆς ἀνάγκης, τὸ δὲ ἐξ οἰκογενειακῶν παραδόσεων, καὶ διότι ἦσαν ὁμήλικες καὶ συνδεδεμένοι παιδιόθεν. Ἐντούτοις ὁ Μαυρονούρης ἦτο ὀλίγον πέρα τοῦ δέοντος φίλαυτος, καὶ ὁ Δήμαρχος ὑπώπτευεν ἤδη ὅτι μάτην ἔκαμνε τὰς θυσίας ταύτας, καὶ δὲν θὰ ἦτο παράξενον ἂν ὁ κουμπάρος του τὰ ἐγύριζεν αἴφνης μὲ τὸ ἄλλο κόμμα, ὅπως καὶ εἰς ἀνωτέρους κύκλους κάπως συνηθίζεται.
*
* *
«Κόβ᾿ ἡ σπάθα του, κόβει», ἔλεγεν ὁ Δημήτρης ὁ Μαυρονούρης, καθὼς ἀνήρχετο τὴν ρεματιάν, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς δρεπανοειδοῦς σελήνης. «Ὣς τόσο, ἔπρεπε νὰ μοῦ πῇ κ᾿ ἐμένα τί τρέχει· μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω καὶ μονάχος μου, καθὼς εἶπε, μὰ ἂν δὲν τὸ ᾽βρῶ; Ὁ Δήμαρχος ἴσως θὰ θέλῃ νὰ διαλύσῃ τὶς διαφορές τους στὰ σύνορα, στὰ κατάμερά τους ποὺ βόσκουν, ἀνάμεσα στοὺς Πατσαίους καὶ στοὺς Πλιακαίους, ἴσως κι ἀνάμεσα στὸν Στάθη τοῦ Πατσόγιαννη καὶ τὰ ξαδέλφια του… Αὐτὸ θὰ εἶναι!… Ἐκτὸς ἂν θέλῃ νὰ ταιριάσῃ τὸν γαμβρὸν μὲ τοὺς κουνιάδους, γιὰ νὰ κάμουν τὸ προικοσύμφωνο, πρὶν γίνῃ ὁ γάμος… Ἀνίσως γίνῃ ποτὲ αὐτὸς ὁ γάμος…»
Ποσάκις συμβαίνει ν᾿ ἀναζητῇ τις ἐκθύμως ὑλικόν τι ἀντικείμενον πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔχει χάσει, καὶ νὰ μὴ τὸ βλέπῃ, ἐνῷ κεῖται σχεδὸν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του· ἐνῷ εὑρίσκεται δίπλα ἀκριβῶς εἰς ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ἢ τὸ ἀντικείμενον, τὸ ὁποῖον ἀνασκαλεύει τις, λέγων μετὰ πεποιθήσεως: «ἐδῶ χωρὶς ἄλλο θὰ εἶναι! ἀποκάτω θὰ βρίσκεται ἐδῶ!»
Παρόμοιόν τι συνέβαινεν, ἐν τῇ ἠθικῇ τάξει, εἰς τὸν Δημήτρην τὸν Μαυρονούρην. Ἔψαυε τὸ ἀντικείμενον αὐτὸ τοῦ γάμου, καὶ δὲν ὑπώπτευεν ὅτι περὶ τοῦ γάμου ἀκριβῶς ἐπρόκειτο.
Ὣς τόσον ἀνέβαινε σιγὰ τὸ ρέμα-ρέμα. Διῆλθε τὰ Βουρλίδια, βαθεῖαν κοιλάδα μὲ τὰς ἀμπελοφύτους κλιτῦς, ὑπερέβη τὸν Μύλον τῆς Γανωτίνας, ἀνῆλθεν ὣς τὸ Καλύβι τοῦ Κ᾿φαντώνη, εἶτα ἔφθασεν εἰς τὶς Βίγλες, τὸ βουνὸν πρὸς δυσμάς, τοῦ ὁποῖου ἡ πολύδενδρος σκιὰ ἔπεσεν ἐπάνω του, καὶ ἡ σελήνη, πρὶν βασιλεύσῃ ἀκόμη, ἐκρύβη ὄπισθεν τῆς πυκνῆς λόχμης του. Ἐκεῖ ἀκούει ἐλαφρὸν βῆμα, εἶτα εἰς τὴν ὠχρὰν ἀνταύγειαν διακρίνει ἄνθρωπον ἀνερχόμενον τὸ μονοπάτι πρὸς τὸ βουνόν. Ἀπὸ τὸ πολὺ γοργὸν καὶ ἐλαφρὸν βῆμα, ἀπὸ τὸ ὑψηλὸν κυρτὸν ἀνάστημα, δὲν ἐδυσκολεύθη να τὸν ἀναγνωρίσῃ, ἐπειδὴ ὁ δραγάτης ἐγνώριζε καλῶς ὅλους τοὺς ἐξωμερῖτες, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ βουνοῦ. Ὤ! σύμπτωσις! Ἦτον ὁ Στάθης, ὁ υἱὸς τοῦ Πατσογιάννη.
― Στάθη! ἐφώναξε· Στάθη!
― Καλησπέρα, κὺρ Δημήτρη, ἀπήντησεν ὁ νέος, θέλων ἴσως νὰ δείξῃ ὅτι ἦτον πολιτισμένος, ἂν καὶ κατῴκει εἰς τὰ βουνά. Εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν φωνὴν τοῦ ἀγροφύλακος, ἀφοῦ πρῶτον διέκρινεν εἰς τὴν ἀλωὴν τοῦ δάσους τὴν κατατομήν του ὀρθίαν, μὲ τὸ φέσι εἰς τὴν κεφαλήν, μὲ στενὴν περισκελίδα, χωρὶς ἐπανωφόρι, μὲ τὸ σελάχι, μὲ δύο κουμποῦρες εἰς τὴν μέσην, καὶ μάστιγα εἰς τὴν χεῖρα.
―Ἔλα, κατέβα παρακάτω. Σὲ θέλω!
― Τί μὲ θέλεις πάλε; Ἐγὼ δὲν ἔκαμα καμμιὰ ζημιὰ αὐτὲς τὶς μέρες.
― Δὲν πρόκειται γιὰ ζημιά. Κάτι καλύτερο!…
Ὁ Στάθης ταχύπους, μὲ τρεῖς διασκελισμοὺς ὑπερέβη τὸ μικρὸν χέρσον διάστημα, τὸ ἀποχωρίζον τὸ ἐπάνω μονοπάτι ἀπὸ τὸν δρόμον κάτω, κ᾿ ἔφθασε πλησίον τοῦ δραγάτη.
Οὗτος εἶχε σκεφθῆ καθ᾿ ἑαυτὸν ὅτι, ναὶ μέν, δὲν θὰ ἐπήγαινε ποτὲ ἐπίτηδες νὰ εὕρῃ τὸν Πατσοστάθην διὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσῃ τίποτε· θὰ ἦτο προδοσία! ἀλλ᾿ ὅμως, ἀφοῦ ἡ δαιμονία τύχη τὸν ἔφερεν ἐμπρὸς εἰς τὸν δρόμον του, ἴσως νὰ ἦτο θέλημα Θεοῦ· πολὺ δύσκολον θὰ ἦτο νὰ κρατηθῇ, νὰ μὴν τοῦ εἴπῃ τίποτε.
― Νά τί εἶναι, ἐψιθύρισε μὲ μυστηριώδη τρόπον ὁ Δημήτρης. Ὁ Δήμαρχός μας θ᾿ ἀνεβῇ ἐπάνω στὰ τόπια* σας, αὔριο πρωί.
― Καλῶς νὰ ὁρίσῃ! εἶπε σείων τοὺς ὤμους ὁ Στάθης τοῦ Πατσογιάννη.
― Ὑποπτεύομαι… Τίποτε δὲ μοῦ εἶπε, νὰ σὲ χαρῶ, μὰ μόνον ὑποψία ἔχω, ὑποψία πώς… θέλει νὰ σὲ βρῇ, νὰ εἶσαι, αὔριο τὸ πρωί, κατάλαβες, νὰ εἶσαι στὸ κατάμερο τῆς νύφης, ἐκεῖ νὰ σὲ βρῇ.
― Γιατί;
― Γιατί;… Ἴσως θέλει νὰ σᾶς βάλῃ νὰ τὰ σιάξετε… νὰ τὰ ταιριάσετε δηλαδή… μὲ τὰ ξαδέρφια σου καὶ μὲ τοὺς κουνιάδους σου… γιὰ τὰ σύνορά σας, γιὰ τὰ κατάμερα… γιὰ νὰ μὴ μαλώνετε, δικοὶ ἀθρῶποι.
Ὁ Μαυρονούρης παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε τὴν ἄλλην του σκέψιν, ὅτι ὁ Δήμαρχος θὰ ἤθελεν ἴσως νὰ τοὺς βάλῃ νὰ κάμουν τακτικὸν προικοσύμφωνον διὰ τὸν γάμον. Ἐπειδὴ πολλάκις εἶχε λεχθῆ ἀνὰ τὸ χωρίον καὶ τὴν ἐξοχὴν ὅτι ὁ Πατσοστάθης δὲν εἶχε συμφωνήσει ἀκόμη μὲ τὴν πενθερὰν καὶ τοὺς γυναικαδέλφους του ὡς πρὸς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός, καὶ διὰ τοῦτο τάχα ἀνεβάλλετο ἐπὶ τόσα ἔτη ὁ γάμος.
Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, μετὰ δευτέραν σκέψιν, ὁ Δημήτρης ἐδάγκασε τὴν γλῶσσάν του, καὶ δὲν εἶπε τοιοῦτόν τι.
―Ἐγὼ μὲ τὰ γυναικαδέρφια μου δὲ μαλώνω τίποτε, εἶπεν ὁ Στάθης, ὅστις ἐδυσκολεύθη νὰ βγάλῃ ὀρθὸν συμπέρασμα, ἢ καὶ νόημα ἄρτιον ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἀγροφύλακος. Μὲ τ᾿ ἀξαδέρφια μου, τοὺς Πατσαίους, μαλώνω. Μακάρι νὰ μᾶς ταίριαζε. Ὅ,τι ἀπόφαση βγάλῃ ὁ κουμπάρος, ὁ Δήμαρχος, θὰ πῶ κ᾿ ἐγὼ ἀμήν.
― Καὶ τότε, θὰ εἶναι καλὸ νὰ μὴ βρεθῇς στὸ καλύβι τῆς πεθερᾶς σου… Μπορεῖς νὰ προσκαλέσῃς τὸν Δήμαρχό μας ν᾿ ἀνεβῇ στὰ μανδριά σας πέρα, ἀπάνω ἐκεῖ.
―Ἂς κοπιάσῃ! ὅπου κι ἂν εἶμαι θὰ μ᾿ εὕρῃ. Τί μὲ μέλει ἐμένα γι᾿ αὐτά. Σὰ σ᾿ ἀκούω* κ᾿ ἐσένα, Δημήτρη! προσέθηκεν αἴφνης μὲ ἄλλον τόνον φωνῆς.
― Δὲ σὲ μέλει; ἠρώτησεν ἐν ἐκπλήξει ὁ ἄλλος.
―Ἐμένα μὲ τρώγουν ἄλλες ἔννοιες, ἄλλα πράματα μὲ χαλνοῦν! Τὰ μάγια! τὰ μάγια! ἐπέφερε μὲ ἀλλόκοτον ψίθυρον φωνῆς.
Κ᾿ ἔφυγεν ἀποτόμως. Ἀνέβη οἱονεὶ μὲ πτερωτὸν βῆμα εἰς τὸ βουνόν του, κ᾿ ἔγινεν ἄφαντος.
Ὁ Μαυρονούρης ἐστάθη πρὸς στιγμὴν καὶ εἶπεν:
―Ἀκόμα τὴν ἔχει τὴν τρέλα αὐτή;… Κ᾿ ἐγὼ τὸν εἶχα γιὰ φρόνιμον!
Καὶ διηυθύνθη εἰς τὴν ἀντικρινὴν χαμηλοτέραν ράχιν, πρὸς τὴν βορειοδυτικὴν ἀκτήν, διὰ νὰ εὕρῃ τοὺς Πλιακαίους καὶ τὸν Τσιμπλιαράκην.
Ὁ Πατσοστάθης, μεθ᾿ ὅσα καὶ ἂν εἶπεν εἰς τὸν ἀγροφύλακα, θὰ ἠδύνατό τις νὰ ὑποθέσῃ ὅτι δὲν ἐπεθύμει εἰλικρινῶς τὴν διάλυσιν τῆς διαφορᾶς μὲ τὰ ἐξαδέρφια του. Μὲ τὴν πεποίθησιν δὲ ὅτι, ἀφοῦ περὶ διευθετήσεως τῶν συνόρων ποιμενικῶν βοσκῶν ἐπρόκειτο ―ὁ Δήμαρχος τὸ πρωὶ θὰ μετέβαινε μᾶλλον πρὸς τὸ μέγα βουνὸν μὲ τὰς πολλὰς ράχεις, ὅπου ἦτο τὸ ἐκτεταμένον κατάμερον τῆς οἰκογενείας τῶν Πατσογιανναίων, Πατσοδημητραίων καὶ Πατσονικολαίων― αὐτὸς εὑρέθη λίαν πρωί, καθὼς ἐσυνήθιζεν ἄλλως πάντοτε, εἰς τὸ καλύβι τῆς ἀρραβωνιαστικῆς του.
Ἐντούτοις ὁ ἀληθὴς λόγος δι᾿ ὃν δὲν ἤθελε νὰ συναντήσῃ τὸν Δήμαρχον, ἦτο ἡ πτόησις ἐκείνη καὶ τὸ σκιάξιμον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔπασχεν. Ἦτο «σκιασμένος». Δὲν ἐπεθύμει ν᾿ ἀντικρύζῃ ἀρχάς, ἐξουσίας, καὶ ἀνθρώπους μὲ ἀξιώματα. Τοιαύτη τις ἦτο ἡ «πετριὰ» τὴν ὁποίαν ἔπασχε.
Ὁ Μαυρονούρης, ἐνῷ ἐκοιμήθη τὴν νύκτα εἰς τὴν στάνην τῶν Πλιακαίων, οὔτε ὑποψίαν εἶχεν, ὅταν ἐξύπνησεν, ὅτι ὁ Στάθης εἶχεν ἐξημερώσει λίαν πρωὶ εἰς τὸ μίαν τουφεκιὰν τόπον ἀπέχον καλύβι τῆς πενθερᾶς του. Τὸν ἐθεώρει ὡς εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὸ ἰδικόν του πολυάριθμον κοπάδι. Διότι, ἐν τῇ φιλαυτίᾳ του, δὲν ἀμφέβαλλεν ὅτι ὁ Στάθης εἶχε πεισθῆ εἰς τοὺς λόγους του, ὅπως μείνῃ εἰς τὸ ἴδιον κατάμερόν του. Καὶ ὅλ᾿ αὐτά, ἴσως διὰ νὰ φαίνεται ὅτι κάτι κάμνει κι αὐτός, ἀντιδρῶν ἐν μέρει εἰς τὴν ἀπορροφητικὴν ἀπολυταρχίαν τοῦ προϊσταμένου του, τοῦ Δημάρχου.
*
* *
Ἡ νέα Κρατήρα, μία δειλὴ μελαγχροινή, συλλογισμένη κόρη 28 ἐτῶν, ἐξύπνησε πρὸ τῆς ἀνατολῆς. Ἡ μάννα της, ἡ γρια-Πλιάκαινα, ὡς εὐλαβὴς τσομπάνισσα, εἶχε πάει στὸν Ἁι-Χαράλαμπον νὰ λειτουργηθῇ. Ὁ εἷς τῶν ἀδελφῶν της, ἐκοιμᾶτο ἀκόμη ἔξω, παρὰ τὴν θύραν τῆς οἰκίας. Ἡ κόρη εἶδε τὸν ἀρραβωνιαστικόν της νὰ ἔρχεται, καὶ μετὰ τὴν καλημέραν τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Καλὰ ποὺ ἦρθες.
― Τί;
―Ὁ Δημήτρης ὁ δραγάτης κάτι μᾶς εἶπε.
― Τί πρᾶμα;
―Ὁ Δήμαρχος θέλει νὰ σὲ μαλώσῃ.
―Ἐμένα;… Γιατί;
― Γιὰ τὸ μπουλετί*.
― Ποιὸ μπουλετί;
― Νά, γιὰ τὰ προικιά μου.
―Ἔτσι σᾶς εἶπε;
― Ναί.
―Ἐμένα μοῦ ᾽πε πῶς ὁ Δήμαρχος θέλει νὰ μᾶς ταιριάσῃ μὲ τ᾿ ἀξαδέρφια μου.
― Καλύτερα νὰ σ᾿ εὕρῃ ἐδῶ νὰ τὰ πῆτε… νὰ μὴν τοῦ κακοφανῇ.
― Τί θὰ τοῦ κακοφανῇ;
― Νά! νὰ μὴ σὲ φοβερίξῃ.
― Γιατί νὰ μ᾿ φοβερίξῃ;
― Νά! ξέρω κ᾿ ἐγώ;
Ἕως ἐδῶ ἐτελείωσαν οἱ ἐκμυστηρεύσεις τῆς μνηστῆς, ἀλλὰ καὶ τόσαι ἦσαν, ὡς φαίνεται, αἱ πληροφορίαι, ἢ καὶ αἱ ἀντιλήψεις της. Ὁ Στάθης ἀπεμακρύνθη δύο βήματα, ψιθυρίζων καθ᾿ ἑαυτόν, μὲ ἐπαισθητὴν κίνησιν τῶν χειλέων:
― Τί μὲ μέλει ἐμένα;… Τὰ μάγια, τὰ μάγια!… οἱ μάγισσες!
― Τί μουρμουρίζεις; ἠρώτησεν ἡ Κρατήρα.
― Ξέρω κ᾿ ἐγώ; εἶπεν ὁ Στάθης.
Κ᾿ ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς ἓν κούτσουρον εἰς τὸ προαύλιον τῆς καλύβης. Ἐκάθισεν ἴσως διὰ νὰ δείξῃ ὅτι δὲν ἤθελε νὰ φύγῃ. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς στιγμῆς 〈ἐκείνης〉 ἤρχισε σφόδρα ν᾿ ἀνησυχῇ. Ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ ἦτο γεμάτος ὑποψίας. Ὁ νεαρὸς κουνιάδος του ἐσηκώθη, ἐνίφθη εἰς τὸν μικρὸν κρουνόν τοῦ ρεύματος, τὸ ὁποῖον εἶχον φέρει ἀπὸ τὴν πέραν τοῦ ζυγώματος τοῦ βουνοῦ, ἄνω τῆς μικρᾶς κοιλάδος, Τρύπην, εἶπε καλημέρα εἰς τὸν γαμβρόν του, κ᾿ ἔτρεξε νὰ ὑπάγῃ στὸ κοπάδι, νὰ ἀνταμώσῃ τὸν ἀδελφόν του. Ἀλλὰ πρὶν φύγῃ, ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρομίσκον τοῦ βουνοῦ νὰ ἰδῇ ἂν ἐπιστρέφῃ ἡ μάννα του ἀπὸ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, καὶ ὅταν τὴν εἶδε νὰ ἔρχεται, τότε μόνον ἀπεμακρύνθη.
Ὁ Στάθης ἐσηκώθη καὶ ἐκοίταζε πότε ἐδῶ καὶ πότ᾿ ἐκεῖ, ὡς νὰ ἐπερίμενε νὰ ἰδῇ ἢ ν᾿ ἀκούσῃ τίποτε. Ἤκουσε τῷ ὄντι κουδούνια καὶ ὑπόκωφον βῆμα φορτηγῶν ζῴων, εἶτα φωνὰς ἀνθρωπίνας ἀνερχομένας κάτωθεν.
Προφανῶς ἤρχετο ὁ Δήμαρχος μὲ συνοδίαν. Ὁ Στάθης ἐδοκίμασε νὰ τὸ στρίψῃ, ἀλλ᾿ ἦτο ἀργὰ πλέον.
Γ´
Ἡ ἐπίσημος συνοδία ἀνήρχετο τὸ βουνὸν μὲ βῆμα βραδύ. Πρῶτος ὁ Δήμαρχος, ἱππεύων ἐπὶ φορβάδος· εἶτα ὁ ἐνωμοτάρχης Μαραγκάκης, ἐπὶ ἡμιόνου καθήμενος. Τρίτος ἤρχετο ἐπὶ ὀναρίου ὁ Σωτηράκης τοῦ Νταντοῦ, 15ούτης, ἀπόφοιτος τοῦ Σχολείου, ἀνεψιὸς τοῦ Δημάρχου, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖός του εἶχεν ὡς βοηθὸν γραφέα εἰς τὸ Δημαρχεῖον.
Κατόπιν ἠκολούθουν πεζοί, εἷς χωροφύλαξ, εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ ἐνωμοτάρχου, ὁ δραγάτης Παναγιώτης ὁ Ἄλλαξης, γυναικάδελφος τοῦ Δημήτρη τοῦ Μαυρονούρη, καὶ ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας μπαρμπα-Κυριάκος, ὡραίος Ὑδραῖος μὲ βράκαν καὶ φέσι μὲ ὑπερήφανον κοντὴν φούνταν ἢ γαλίπαν*. Εἶχεν ἀποκατασταθῆ πρὸ χρόνων εἰς τὸν τόπον καὶ διέπρεπεν ἐπὶ αὐστηρότητι καὶ ἀκριβείᾳ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν.
Ὁ Δημήτρης ὁ Μαυρονούρης, ἅμα ἐξύπνησεν, ἔσπευσε νὰ κατέλθῃ παρακάτω εἰς προϋπάντησιν τοῦ Δημάρχου καὶ τῆς συνοδίας του. Ἀφοῦ εἶπε καλημέρα μὲ κατηφῆ ὄψιν, ἐφώναξε:
― Κὺρ Δήμαρχε!… δὲν εἶν᾿ ἐδῶ ὁ μουστερής.
― Ποιός;
―Ὁ Στάθης τοῦ Πατσογιάννη.
― Δὲν τοὺς εἶπες νὰ τὸν κρατήσουν;
― Τοὺς εἶπα· ἀλλὰ δὲν ἦρθε ἀπεδῶ.
Ὁ κὺρ Κωνσταντὴς ὁ Μωραΐτης ἐθύμωσε.
― Νὰ πᾶτε νὰ τὸν βρῆτε, ὅπου κι ἂν εἶναι… Ἐσύ, ὁ Κυριάκος κι ὁ χωροφύλακας… μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ κυρίου νωματάρχη (ἔσπευσε νὰ προσθέσῃ). Καὶ νὰ μοῦ τὸν φέρετε δεμένον ἐδῶ, ἀκοῦς;
―Ἄκουσα, εἶπε χωρὶς νὰ σαλεύσῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του ὁ Μαυρονούρης.
― Δὲν μοῦ ἔκαμες τίποτε κουμπάρε, εἶπε μὲ τόνον ἠπίας μομφῆς ὁ Δήμαρχος.
― Τί φταίω ἐγώ;
― Λοιπὸν δὲν εἶν᾿ ἐδῶ; ἀνέκραξεν ἅμα ἀκούσας τὴν ὁμιλίαν ὁ νωματάρχης.
― Δὲν εἶναι.
― Διάλε τς ἀποθαμένοι του! ἔκαμεν ὁ Μαραγκάκης, κροτῶν τὸ σπαθί του ἐπὶ τοῦ σάγματος τῆς ἡμιόνου.
― Ταΐτε χωριάτε*! εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κυριάκος, κτυπῶν ἕνα ξηρόκλαδον μὲ τὴν κοντὴν ράβδον του.
― Μάλιστα, νὰ πᾶτε! ἐπέφερεν ὁ κὺρ Ἀντώνης ὁ Μαραγκάκης. Χωροφύλακα! νὰ συνοδεύσῃς τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δημαρχίας, ὅπου σᾶς στείλῃ ὁ κύριος Δήμαρχος.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ βγάλῃ ψεύτην τὸν Δημήτρην τὸν ἀγροφύλακα, ἐφάνη μακρόθεν ἕνας «διακαμός»*, μία σκιὰ ἀνθρώπου. Ἦτον ὁ Στάθης ὁ Πατσογιάννης, τρέχων ἀνάμεσα εἰς τὸ πυκνὸν δάσος, εἰς ἀπόστασιν τριακοσίων περίπου βημάτων, πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀκτῆς. Προφανῶς κατήρχετο ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῆς δειράδος, καὶ εἶχε μείνει πρὸς στιγμὴν ἀσκέπαστος, ἐξ ἀνάγκης, εἴς τινα ἀλωὴν τοῦ δάσους, ἐνῷ ἐπροσπάθει νὰ διαφύγῃ τὴν συνάντησιν τῆς συνοδίας.
Πρῶτος ὁ Δήμαρχος τὸν εἶδε, καὶ τὸν ὑπέδειξεν εἰς τὸν Μαραγκάκην.
― Λοιπόν, νά τος! εἶπεν ὁ Δήμαρχος. Τί μοῦ ἔλεγες Δημήτρη;
Ὁ Μαυρονούρης ἐμάσησε πνιγμένην βλασφημίαν.
― Δὲν ἤξερα πὼς ἦτον ἀπάνω. Ἐγὼ κοιμήθηκα στὸ μαντρί, αὐτὸς θά ᾽ρχεται ἀπ᾿ τὸ καλύβι.
― Καὶ μᾶς ἄκουσε ποὺ ἐρχόμεθα καὶ τὸ στρίβει! Ἀρκεῖ νὰ μὴν τοῦ εἶπες τίποτα.
―Ἐγώ;
― Τρέξετε, λοιπόν! ἐπρόσταξεν ὁ δημοτικὸς ἄρχων.
Ὁ Μαυρονούρης, θέλων νὰ δείξῃ ζῆλον, ἔτρεξε πρῶτος πρὸς τὸ μέρος ὅπου εἶχε φανῆ ἡ σκιά, ἥτις ἐκρύβη καὶ πάλιν ὄπισθεν τῶν δένδρων.
Κατόπιν ἔτρεξαν ὁ Κυριάκος, ὁ χωροφύλαξ, κι ὁ Παναγιώτης.
Ἀλλ᾿ ὁ Κυριάκος, ὅστις ἔπραττεν ἀνεπιφυλάκτως καὶ χωρὶς ἐνδοιασμὸν ἢ ὑστεροβουλίαν, ἐπροσπέρασε τὸν Δημήτρην, εἶτα ἔκραξε πρὸς τοὺς ἄλλους δύο:
― Τρεχᾶτε σεῖς νὰ τοῦ κόψετε τὸ δρόμο ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά!.. Ταΐτε.
Πλὴν ἤδη, ὁ Στάθης ὁ Πατσογιάννης, ὅστις ἐφαίνετο ὅτι ἔπραττεν ὅλα τὰ πράγματα μὲ ἀμφιβολίαν, ἕτοιμος νὰ μετανοήσῃ εἰς πᾶσαν στιγμήν, κάτι ἐσκέφθη, φαίνεται· ὅτι ἦτο μάταιον νὰ τρέχῃ, ἀφοῦ δὲν κατεδιώκετο οὔτε κἂν διὰ θετικόν τι ἔγκλημα.
― Τί μὲ μέλει; θὰ εἶπε μέσα του. Ἀνίσως δὲν ἦταν τὰ μάγια! τὰ μάγια!
Κ᾿ ἐστάθη.
Εἶτα μετὰ μίαν στιγμήν, ἔστρεψε τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ ἐδῶ, καὶ ἦλθε, μειδιῶν πικρὸν μειδίαμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο μάγουλά του, τὰ ἰσχνὰ καὶ ἔχοντα ὄψιν χορταριασμένου καὶ μουσκλιασμένου βράχου, ἦλθε, λέγω, εἰς προϋπάντησιν τοῦ Κυριάκου καὶ τοῦ Δημήτρη.
―Ἐμένα γυρεύει ὁ κουμπάρος ὁ Δήμαρχος; εἶπεν· ἐγὼ δὲν φεύγω· εἶμ᾿ ἐδῶ.
Τοῦ Δημάρχου τὸ πρόσωπον, δι᾿ ἰσχυρᾶς θελήσεως, ἐγαληνίασε πάραυτα. Ἔνευσε πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ παύσῃ πᾶς περιττὸς λόγος, κ᾿ ἔκραξεν, ὡς νὰ μὴν εἶχε συμβῆ τίποτε, πρὸς τὸν Στάθην:
― Εἶναι κανεὶς στὸ καλύβι τῆς πεθερᾶς σου, Στάθη;
―Ἐκεῖ εἶν᾿ ἡ γριά, κύριε Δήμαρχε· τώρα ἦρθα ἀποκεῖ.
― Πᾶμε μαζὶ ὣς ἐκεῖ, Στάθη;
Ὁ νεαρὸς βοσκὸς ἐπροπορεύθη, καὶ οἱ ἄλλοι ἠκολούθησαν. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἔφθασαν εἰς τὸ προαύλιον τῆς λευκῆς ἀσβεστωμένης καλύβης, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ἔχον μεγαλοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸ πέλαγος τοῦ βορρᾶ καὶ πρὸς τὸ πέραμα ἀνατολικῶς μεταξὺ τῶν κήπων. Ἐκεῖ ἀνέπνεέ τις τόσον ἁγνὰ καὶ ἄφθονα, ὥστε ἦτο ἄπορον πῶς εὑρίσκοντο ἄνθρωποι τόσον μελαγχολικοί ― ἀπὸ τὴν αἰώνιον μανίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐν ἐλλείψει δυστυχίας πραγματικῆς, νὰ γίνεται δυστυχὴς μὲ τὴν ἰδίαν του φαντασίαν.
Ὁ Δήμαρχος καὶ ἡ συνοδία του ἐπέζευσαν. Ηὗραν ἐκεῖ ὄχι μόνον τὴν γρια-Πλιάκαιναν, καὶ τὴν θυγατέρα της Κρατήραν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλην κόρην της, τὴν Τσιμπλιαράκαιναν, καὶ τὸν σύζυγον ταύτης, τὸν Θανάσην. Μετ᾿ ὀλίγας στιγμὰς ἔφθασαν κ᾿ οἱ δύο υἱοὶ τῆς γραίας, οἱ Πλιακαῖοι, ἀφήσαντες τὰ κοπάδια εἰς τὴν φύλαξιν τῶν παραγυιῶν των. Ὅλοι εἶχαν ἔλθει ὡς ἐκ συνθήματος.
Ὁ γερο-Τσιμπλιαράκης, ὁ σύζυγος τῆς Γηρακῶς, ὡμοίαζε σχεδὸν μὲ Μαλτέζον, ἐκτοπισμένον παρ᾿ ἐλπίδα ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἐρημικοῦ βουνοῦ ἐκεῖ, εἰς τὴν ἀπόκεντρον μικρὰν νῆσον. Ἐκάπνιζε κοντὴν πίπαν ἀκοίμητον, εἶχε μισόκλειστα τὰ βλέφαρα, κ᾿ ἐμάσα τὰς συντόμους ἀποκρίσεις ποὺ ἔδιδεν εἰς τὸν Δήμαρχον ― ἐρωτῶντα αὐτὸν περὶ τῆς καταστάσεως τῶν ἀγροτικῶν κτημάτων καὶ τῶν ποιμνίων― μεταξὺ τῆς πίπας, τοῦ μύστακος, καὶ τῶν ὀδόντων του.
Ἡ Γηρακὼ ἦτο εὐδιάθετος ν᾿ ἀρχίσῃ τὴν συνήθη ρητορείαν.
― Καλῶς ἤρθατε, κουμπάρε κι ἀφέντη μας, κὺρ Δήμαρχε. Ἡ Παναγιὰ σᾶς ἔφερε. Ἀπ᾿ τὰ ψὲς τὸ πουρνό, ὅπως καὶ πάντα, δὲν ἔπαψα νὰ σᾶς ἔχω στὸ νοῦ μου. Τὸ εἶπα, ἐγώ, τῆς γριᾶς ― δὲν σοῦ τό ᾽λεγα, μάννα; ― πὼς κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς θὰ μᾶς θυμηθῇ, ὁ κουμπάρος, ὁ Δήμαρχός μας. Ὁληνύχτα σᾶς ἔβλεπα στ᾿ ὄνειρό μου.
― Καλῶς ἤρθατε, κὺρ Κωνσταντῖνε, κουμπάρε, παιδάκι μου, εἶπε μόνον ἡ γρια-Πλιάκαινα. Καλὰ εἶν᾿ ἡ κουμπάρα, τὰ παιδιά;
― Τὰ εἴπαμε ψές, ἐμεῖς, μὲ τὴν κουμπάρα, διέκοψεν ἀκράτητη ἡ Γηρακώ. Οὗλα τὰ καλὰ τ᾿ Θιοῦ τά ᾽χουμε, τίποτα δὲ μᾶς λείπει, δόξα νά ᾽χῃ ὁ Μεγαλοδύναμος. Μὰ δὲν πᾷς νὰ φορέσῃς κ᾿ ἐσὺ τὴ φ᾿στάνα σ᾿, μάννα; Ἔτσι δὰ μὲ τὴν κόκκινη μαλλίνα* θὰ εἶσαι, μπροστὰ στὸν κουμπάρο καὶ τς μ᾿σαφιραῖοι… ἂς εἶναι καλά, ποὺ μᾶς θυμηθήκανε.
Εἶτα κύψασα πλησιέστερον τῆς εἶπε, κρυφὰ τάχα, ἀλλὰ μὲ φωνὴν ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκουσθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς παρόντας:
―Ἔχομε γάμο ἐδῶ, μάννα! γάμο καὶ χαρά. Γιά κοίταξε κεῖ πέρα.
Τῆς ἔδειξε μακρὰν εἰς τὴν ράχιν, ἀλλ᾿ ἡ γραῖα δὲν ἔβλεπεν ἀρκετά.
― Τί εἶναι;
―Ὁ παπα-Φραγκούλης! ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;… Ἔμαθα πὼς ἦτον νὰ λειτουργήσῃ στὸν Ἁι-Κωνσταντῖνο, πέρα. Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἀποδῶ;
Ἡ Μπόζαινα (ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦτο ἐκ τοῦ πατρός της, ἐπειδὴ ἦτο προγονὴ τοῦ Πλιάκα, ἐκ πρώτου γάμου τῆς μητρός της γεννηθεῖσα) ἔλεγεν ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ μεγάλην φαιδρότητα. Ὁ κὺρ Κωσταντὴς ὁ Δήμαρχος, ἀκουσίως πως, ἐπένευσεν εἰς τὸ πλάγιον ἐρώτημά της, καὶ τότε ἡ Μπόζαινα ἐβεβαιώθη.
Τότε στραφεῖσα πρὸς τοὺς ἀδελφούς της:
― Τί κάθεσθε, παιδιά; Δὲ σφάζετε κανένα βιτούλι*;
― Αὐτὸ εἶναι δουλειὰ ποὺ γίνεται, εἶπεν ὁ εἷς τῶν Πλιακαίων. Ἄργητα δὲν ἔχει.
― Τώρα ψήνεται καὶ τὸ κοκορέτσι, πίσω ἀπ᾿ τὸ μαντρὶ ἐκεῖ, ἐβεβαίωσεν ὁ ἕτερος.
―Ἀλήθεια; Μπράβο!
― Μὰ πῶς; Μπορούσαμε νὰ μὴ φιλέψουμε τὸν κὺρ Δήμαρχο, τὸν κουμπάρο, στὰ τόσα χρόνια ποὺ μᾶς θυμήθηκε; Μά, ἂν εἶν᾿ ἔτσι, νὰ σφάξουμε κ᾿ ἕνα δεύτερο.
*
* *
Ὁ κὺρ Κωσταντὴς ὁ Μωραΐτης εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὸν κλητῆρά του, ἀφοῦ τοῦ ἔνευσε νὰ πλησιάσῃ:
― Τὰ μάτια σου τέσσερα! νὰ μὴ μᾶς φύγῃ ὁ Πατσοστάθης.
―Ἔννοια σου, κὺρ Δήμαρχε· ἐμβῆκα στὸ νόημα ἐγώ, ἀπήντησεν ὁ Κυριάκος.
Ἤδη εἶχε πλησιάσει ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ποὺ ἤρχετο ὁ παπα-Φραγκούλης, ἐπὶ ὀναρίου, μ᾿ ἕνα μικρὸν υἱόν του ἀκολουθοῦντα πεζὸν ὄπισθεν.
― Νά, ἔφθασε ὁ παπάς, εἶπεν ὁ κὺρ Κωσταντής.
Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Πλιακαίους:
― Τί κάθεσθε, παιδιά; Δὲν κόβετε δυὸ κληματσίδες; Θὰ χρειασθοῦν γιὰ τὰ στέφανα. Τὰ καταφέρνεις, κουμπάρα Γηρακώ;
Καὶ πρὸς τὸν ἀνεψιόν του:
― Σωτηράκη, θυμήθηκες νὰ πάρῃς τὸ βαράκι* ποὺ σοῦ εἶπα, μὲ τὶς μεταξωτὲς κορδέλες;
Ὁ μικρὸς νέος ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον του ἓν τυλιγμένον χαρτίον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχον χρυσόχαρτα καὶ χρωματισταὶ ταινίαι, ὁποῖα συνηθίζοντο πρὸς διακόσμησιν τῶν στεφάνων, καὶ τὰ ἐνεχείρισεν εἰς τὴν Μπόζαιναν, ἥτις τὰ ἐδέχθη γλυκὰ μειδιῶσα.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ παπὰς ἐπέζευσεν, ἐχαιρέτισε τὴν συνοδίαν, ἥτις τὸν ἐπροσηκώθη* καθὸ ἐξερχόμενον ἀπὸ λειτουργίαν, κ᾿ ἔπιε μετὰ τῶν ἄλλων τὸ ρακί, τὸ ὁποῖον προσεφέρθη ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς εἰς τοὺς ἐπισκέπτας. Ὁ εἷς τῶν δύο Πλιακαίων εἶχε φέρει ἤδη τὸ κοκορέτσι, τὸ ὁποῖον ἄχνιζε καὶ εἶχε θεσπεσίαν κνῖσαν.
― Φέρετε τὸ μπουλετί, παιδιά, εἶπεν ὁ κὺρ Κωσταντής. Δὲν εἴχατε καμωμένο προικοσύμφωνο, ὅταν ἔζη ὁ πατέρας σας;
― Μάλιστα, κὺρ Δήμαρχε.
―Ἀπάνω στ᾿ ἀραφάκι τό ᾽χω, κοντὰ στὰ Κονίσματα, εἶπεν ἡ γρια-Πλιάκαινα.
Ὁ νέος ἔφερε τὸ χαρτίον καὶ τὸ ἐπαρουσίασεν εἰς τὸν Δήμαρχον. Οὗτος ἔνευσε πρὸς τὸν ἀνεψιόν του νὰ τὸ διαβάσῃ.
«Εἰς τ᾿ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνέματος ―ἐδιάβασεν εἰς ἐπήκοον πάντων ὁ Σωτηράκης― πανδρεύω τὸ σήμερον τὴν δυχατέρα μου Κρατήρα, μὲ τὸν Στάθη, γυιὸν τοῦ Πατσογιάννη, καὶ τῆς δίνω πρῶτα τὴν εὐχή μου, ἐγὼ κ᾿ ἡ φαμίλια μου ἡ μάννα της, ἀπὸ τὰ εἴκοσί μας νύχια, καὶ τῆς δίνω, δεύτερο τὸ καλύβι στὴν Κλινιά, στὴν κορφὴ τῆς ράχης, μαζὶ μὲ τὴν αὐλή του καὶ τὸ φοῦρνο, καὶ τὴν περιοχὴ τὸ χωράφι στὴν Κλινιά, σύμπλια* (δεῖνα καὶ δεῖνα) καὶ τ᾿ ἀμπέλι δίπλα (μὲ τὰ σύνορα), ἄλλο χωράφι στὰ Καμπιά, σύμπλια (…), κι ἄλλο κοντὰ στ᾿ Ἀγαλλιανοῦ τὸ ρέμα, σύμπλια (…), καὶ τὸν ἐλιώνα στὴν Κεχρεά, μὲ σύνορα (…) κι ἄλλον ἐλιώνα στὰ Λεχούνια (μὲ τόσα δένδρα, καὶ τόσα θηλιάσματα*)… Καὶ τῆς δίνω ἑβδομῆντα πέντε γίδια ἀπ᾿ τὸ κοπάδι μας… καὶ τῆς δίνω ὅλα τὰ τίποτε* καὶ τὰ ἐντύματα τοῦ σπιτιοῦ (ἀκριβὴς κατάλογος φορεμάτων, σινδόνων, κτλ.)· πέντε χαλκώματα, ἕνα ρακοκάζανο, τρία πιθάρια, δυὸ βαρέλια, τηγάνια… πυροστιά… σκαφίδα… σήττα… κόσκινο». Τίποτε δὲν ἔλειπε.
― Λοιπόν, τὰ προικιὰ εἶναι ἀρκετά, εἶπε σοβαρὸς ὁ Δήμαρχος. Ἐφρόντισες γιὰ τὴν ἄδεια ποὺ σοῦ παράγγειλα, παπά;
Ὁ Δήμαρχος ἐφυλάχθη καλῶς νὰ ἐρωτήσῃ τοὺς οἰκείους τῆς νύμφης ἂν ἐνέμεναν εἰς τὴν προῖκα τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁρίσει ὁ πατήρ των, ἢ ἂν ἤθελαν νὰ κάμουν συμβόλαιον. Ὁ εἷς ἐκ τῶν δύο γυναικαδέλφων ἐφάνη ὅτι κάτι ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀλλὰ συναρπαγεὶς ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ Δημάρχου, «ἀποδακώθηκε»* κ᾿ ἐσιώπησεν.
Ὁ παπα-Φραγκούλης ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον του διπλωμένον χαρτόσημον, τὸ ἐξεδίπλωσεν, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, κ᾿ ἐδιάβασεν:
«Ὁ Ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος… πρὸς τὸν ἐφημέριον, τὸν Σκευοφύλακα Φραγκούλην Ἀλεξάνδρου.
»Ἐπιτρέπεταί σοι ἵνα στεφανώσῃς τὸν Εὐστάθιον Ἰωάννου Πατσᾶ, ἐτῶν 34, μετὰ τῆς Κρατήρας Κωνσταντίνου Πλιάκα, ἐτῶν 27, εἰς πρῶτον γάμον ἀμφοτέρους, τηρουμένων…» κτλ. κτλ.
― Λοιπόν, ἔχεις ἀντίρρησιν, Στάθη; ἠρώτησεν αἴφνης ὁ Δήμαρχος τὸν γαμβρόν. Ὅλα δὲν εἶναι ἐν τάξει;
―Ἐγὼ ἤθελα νὰ σ᾿ πῶ ἕνα λόγο κρυφούτσικον, κὺρ Κωσταντῖνε, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Στάθης. Ἂς τ᾿ ἀκούσῃ κι ὁ παπάς, ἱερέας ἄνθρωπος εἶναι!
―Ἔλα, λέγε.
Ὁ νέος ἐπλησίασεν, ἐστάθη μεταξὺ τοῦ Δημάρχου καὶ τοῦ παπᾶ, οἵτινες ἐκάθηντο ἐπί τινος μεγάλου κορμοῦ ἀγρίου δένδρου, ἐρριμμένου ἐκεῖ, καταντικρὺ εἰς τὴν θύραν τῆς μικρᾶς οἰκίας. Ἔκυψε πρὸς αὐτοὺς καὶ ἤρχισε νὰ λέγῃ:
―Ἐγώ, κουμπάρε, ἤθελα νὰ στεφανωθῶ, καὶ θὰ ἤμουν στεφανωμένος ἀπὸ χρόνια τώρα. Μὰ φοβᾶμαι, φοβᾶμαι…
― Τί φοβᾶσαι;
― Τὰ μάγια! εἶπε μυστηριωδῶς.
― Καὶ τὰ πιστεύεις, αὐτά; εἶπεν ὁ κὺρ Κωσταντής.
― Τὰ πιστεύω, λέει;… Δυὸ μάγισσες, δυὸ κακὲς γυναῖκες, τὶς ξέρω, δὲν τὶς ξέρω, μοῦ κάμανε… ναί, μοῦ κάμανε μάγια, νὰ μὴν ἰδῶ προκοπή.
― Καὶ πῶς δίδεις ἀξίαν εἰς τοῦ Σατανᾶ τὰ ἔργα, Στάθη; εἶπε λαβὼν τὸν λόγον ὁ παπάς. Δὲν ξέρεις ὅτι ὁ διάβολος δὲν ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω στοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ νὰ μπορῇ νὰ τοὺς βλάψῃ;
― Μὰ τὶς εἶδα, σᾶς λέω, μὲ τὰ μάτια μου, παπά! Νύχτα, φεγγάρι ἤτανε. Τὶς εἶδα ποὺ ἔκαναν τὰ μάγια. Τὶς γνώρισα, δὲν τὶς γνώρισα, μὰ ὣς τόσο… μοῦ ἔδεσαν κόμπο νὰ μὴ μπορῶ νὰ τὸν λύσω.
― Φαντασία σατανικὴ ἦτον, Εὐστάθιε, εἶπε σοβαρῶς ὁ ἱερεύς. Καὶ ἂν ἔκαναν τίποτε, τὸ ἔκαναν διὰ νὰ σὲ φοβήσουν. Μὴν τὸ πιστεύῃς, νὰ μὴν ἔχῃ ἰσχύν.
― Καὶ δὲ μοῦ λὲς ἕνα πρᾶγμα, Στάθη, ἐπέφερεν ὁ Δήμαρχος, μὲ φωνὴν ὥστε ν᾿ ἀκούσουν κ᾿ οἱ ἄλλοι τριγύρω. (Εἶναι ἀληθὲς ὅτι μέγα μέρος τῶν λεχθέντων ὅλοι εἶχον ἀκούσει.)
―Ὁρίστε, κὺρ Δήμαρχε.
― Γιατί, ἐνόσῳ μένεις ἀστεφάνωτος, δὲν φοβᾶσαι μήπως δὲν κάμῃς προκοπή, κι ἅμα στεφανωθῇς, φοβᾶσαι μήπως δὲν κάμῃς;
― Γιατί; Ξέρω κ᾿ ἐγώ;
― Τότε, ἔπρεπε νὰ εἶχες χωρίσει.
―Ἂς μ᾿ ἐχώριζαν!
― Δὲν ἤθελε νὰ χωρίσῃ, κὺρ Δήμαρχε! διεμαρτυρήθησαν μιᾷ φωνῇ ἡ γραῖα κ᾿ οἱ δύο υἱοί της.
― Τότε, ἂς στεφανωθῇ, συνεπέρανεν ὁ παπάς. Ἂς βάλῃ τὸ στεφάνι, κ᾿ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ χαλάσουν τὰ μάγια.
― Τῳόντι!… Πολὺ καλὰ λέει ὁ παπάς, ἐφώναξεν ἐγκαρδίως, μὴ δυνηθεὶς νὰ κρατηθῇ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμόν του, ὁ μπαρμπα-Κυριάκος. Τὴν εὐχήν σου νά ᾽χω, Λὰλ-Πρίφτη*!
*
* *
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ Γηρακὼ ἡ Μπόζαινα, μειδιῶσα πάντοτε τὸ γλυκὺ μειδίαμα, εἶχε διέλθει εἴς τινα ἀπόστασιν, μὲ τὰ στέφανα τὰ ὁποῖα εἶχε κατασκευάσει, κρατοῦσα καὶ κρύπτουσα δῆθεν αὐτά ― ἀκριβῶς ὥστε νὰ τὰ ἐπιδεικνύῃ.
― Λοιπόν, ὅλα καλά, ἔκραξεν ὁ Δήμαρχος εἰς ἐπήκοον τῆς Μπόζαινας· ἂς στολισθῇ ἡ νύφη!
― Κ᾿ ἔπειτα, εἶπεν ἀκόμη μετά τινα σκέψιν ὁ παπα-Φραγκούλης, ἔχουμε κι ἄλλο μεγαλύτερον ἀντιμαγικὸν ἐδῶ. Νὰ σοῦ πῶ, Γηρακώ!
Ἐσηκώθη, ἔψαξεν εἰς τὸ δισάκκι, τὸ ὁποῖον εἶχαν ξεφορτώσει ἀπὸ τὸ ὀνάριόν του, καὶ ἀνέσυρεν ἐκεῖθεν μικρὸν χρυσοδεμένον βιβλιάριον, μὲ Σταυροὺς στολισμένον, καὶ τὸ ἔδωκεν εἰς τὴν Μπόζαιναν.
― Ἰδού, λάβε τὸ Τετραβάγγελο. Ἂς τὸ βάλῃ στὸν κόρφο του ὁ γαμβρός, τὴν ὥραν ποὺ θὰ τελῆται τὸ μυστήριο, γιὰ νὰ μὴν τὸν πιάνουν τὰ μάγια.
― Μοῦ βρίσκεται κ᾿ ἐμένα ἕνα Τετραβάγγελο, παπά. Νὰ τὸ βάλω στὸν κόρφο τῆς νύφης;
―Ἀκόμη καλύτερα.
― Λοιπόν, τίποτα δὲ μᾶς λείπει, εἶπεν ὁ Δήμαρχος.
― Σύντεκνος;… Τουλόου σ᾿ κὺρ Δήμαρχε; ἠρώτησεν (αὐτὸς ἦτον ὁ δεύτερος λόγος τὸν ὁποῖον εἶπε) ὁ γερο-Τσιμπλιαράκης.
― Στάθη, εἶπεν ὁ Δήμαρχος, δὲν σ᾿ ἔχει βαπτίσει ὁ γερο-Νταντός, ὁ γαμβρός μου;
― Ναί.
― Νά ὁ γυιός του ὁ Σωτηράκης. Αὐτὸς θὰ κρατήσῃ τὰ στέφανα.
―Ἐγὼ κουμπάρος; εἶπε μὲ παιδικὴν χαρὰν ὁ Σωτηράκης.
―Ἐσύ.
― Καὶ δὲν ἤξερα, μπάρμπα νὰ βάλω τὰ καλά μ᾿ τὰ ροῦχα! μόνο ἦρθα μ᾿ αὐτὰ ποὺ φορῶ. Κυριακὴ εἶναι, μὰ θὰ πᾶτε σ᾿ ἐξοχή, μοῦ λέει ἡ μάννα μου ― νὰ μὴν τὰ χαλνᾷς, καὶ στρώνεσαι ὅπου φτάσῃς… καὶ τὰ χαλνᾷς, λέει, τὰ ροῦχα σ᾿. Κρῖμας!
― Δὲν πειράζει, εἶπε γελῶν ὁ Δήμαρχος. Μὰ γιατί σ᾿ ἐπῆρα θαρρεῖς, γιὰ γραμματικό; Γιὰ κουμπάρο σ᾿ ἤθελα. Κ᾿ ἔπειτα δὲ σοῦ εἶπα νὰ πάρῃς βαράκια καὶ κορδέλες;
― Ποῦ νὰ καταλάβω;
Εἶτα, ὁ Δήμαρχος, μὲ μαλακωτέραν φωνὴν πρὸς τοὺς συγγενεῖς:
―Ὁ γαμβρός, ὡστόσο… ἂν καὶ φορεῖ τὰ κυριακάτικα… γιὰ νὰ μὴν τὸ ἔχῃ παράπονο, καλὸ θὰ ἦτον…
― Πῶς εἶπες, κὺρ Δήμαρχε; ἐμορμύρισεν ὅπισθεν τῆς πίπας του, ἐν μέσῳ μικροῦ νέφους καπνοῦ, ὁ Τσιμπλιαράκης.
― Νὰ σαλτάρῃ ἕνας, ἐπανέλαβεν ὁ Δήμαρχος, νὰ τοῦ φέρῃ τὰ λαμπριάτικα τὰ ροῦχά του… πέρ᾿ ἀπὸ τὸ καλύβι τὸ πατρικό του. Πᾷς, Γιώργῃ;
―Ἐγώ, κύριε Δήμαρχε, εἶπεν ὁ νεώτερος ἐκ τῶν Πατσαίων.
― Καὶ γιὰ καλύτερα, ἂς σὲ συνοδεύσῃ ὁ Παναγιώτης. Τρεχᾶτε. Κι ἄκουσε! ὅποιον εὕρῃς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ γαμβροῦ, κάλεσέ τον στὸν γάμο.
― Νὰ μὴ μᾶς ποῦν πὼς τὸν ἐκάμαμε τάχα κρυφὰ τὸν γάμο, ἐπέφερε γελῶν ὁ Δήμαρχος. Πηγαίνετε. Ἔχουμε καιρὸν ἀκόμα… Ὅσο νὰ στολισθῇ κ᾿ ἡ νύφη.
― Πᾶμε… κ᾿ ἔφτασα! ἔκραξε τρέχων ἐμπρὸς ὁ νέος.
Ὁ Παναγιώτης ὁ Ἄλλαξης, ὁ δραγάτης, ἠκολούθησεν ὄπισθέν του μὲ βάδισμα καὶ τρόπον χασομέρη, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπέβαλέ τις ἀγγαρείαν. Ἅμα ἐκρύβησαν ὄπισθεν τῆς πρώτης συστάδος τῶν δένδρων, ἔκραξε πρὸς τὸν νεαρὸν βοσκόν:
― Στάσου, τί βιάζεσαι ἔτσι, Γιώργη; ― νὰ κάμουμε κ᾿ ἕνα τσιγάρο δά!
Κ᾿ ἐξεκρέμασε τὴν δερματίνην καπνοσακκούλαν του ἀπὸ τὸ σελάχι, ὅπου τὴν εἶχε κρεμασμένην δι᾿ ἱμάντος.
Ὁ Γιώργης ἐξηκολούθησε νὰ τρέχῃ ἐμπρός.
Μετὰ μίαν ὥραν, ἐφάνη πρῶτος ὁ Παναγιώτης ― ὅστις, φαίνεται, δὲν εἶχε πορευθῆ ὅλον τὸν δρόμον, ἀλλ᾿ εἶχε στήσει καραούλι ἀντικρὺ τῆς ἐπαύλεως τοῦ Πατσογιάννη, πρὸς τὴν ράχιν τὴν νοτιανατολικήν.
―Ἔρχονται, εἶπε.
Τῷ ὄντι, μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, ἔφθασεν ὁ Γιώργης, φέρων τὰ λαμπριάτικα ροῦχα τοῦ γαμβροῦ. Μαζί του ἦλθαν ἀπὸ τὸ καλύβι τὸ Πατσογιανναίικο, ἡ γρια-Πατσού, ἡ μάννα τοῦ γαμβροῦ, εἷς νεανίσκος ἀδελφός του, μία ἀδελφή του χήρα μὲ δύο ἀνήλικα παιδιά, καὶ εἷς ἐξάδελφός του, Πατσοδημήτρης.
Ἡ νύφη στολισμένη, κάτω νεύουσα τὰ ὄμματα, μὲ τὰ βλέφαρα κατεβασμένα, τοὺς ἐπερίμενεν ἐντὸς τῆς καλύβης. Τῆς εἶχαν φορέσει πορφυροῦν ὑποκάμισον μεταξωτόν, μὲ λεπτὰ κεντήματα περὶ τὴν τραχηλιὰν καὶ τὰς χειρῖδας, φουστάνι «κερμεσούτι»* βαθέος κοκκίνου χρώματος, ἀλέμι* λεπτοϋφές, διαφανές, περὶ τὴν κεφαλήν, καὶ βαβουκλὶ* βελούδινον περὶ τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς ὤμους. Ἀληθινά, ὡς τσομπανοπούλα τοῦ βουνοῦ, ἦτον πολὺ καλὰ ἐνδυμένη. Ἀλλ᾿ ἡ οἰκογένεια ἦτον εὔπορος, καὶ ἄλλως ἡ Μπόζαινα, ἡ ἀδελφή της, ἦτον ἐπιδεξία ὅσον καὶ πᾶσα γυνὴ τῆς πολίχνης.
Ἐντὸς τῆς καλύβης, προχείρως εὐτρεπισθείσης, ἐστάθησαν κατέναντι τοῦ μικροῦ εἰκονοστασίου, ὁ γαμβρὸς κ᾿ ἡ νύφη. Λαμπάδας, ἀλήθεια, εἶχαν ξεχάσει νὰ φέρουν ὁ Δήμαρχος κ᾿ ἡ συνοδία του, ἀλλ᾿ ὁ παπα-Φραγκούλης ἔψαξεν εἰς τὸ δισάκκι, καὶ ηὗρε δύο ἐκ καθαροῦ κηρίου, αἱ ὁποῖαι εἶχον περισσεύσει ἀπὸ τὸν Ἅγ. Κωνσταντῖνον. Εἶχον ἀναφθῆ ἐπ᾿ ὀλίγον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦσαν λειτουργημέναι, ὁ παπὰς τὸ ἔκρινεν ὡς καλὸν οἰωνὸν διὰ τὸ ἀνδρόγυνον.
Ἀφοῦ ἐδαψίλευσεν ὁ ἱερεὺς τὰς εὐλογίας του, καὶ ἀνέφερεν ὅλα τὰ ζεύγη τῶν Πατριαρχῶν ὅσα λέγει «ἡ εὐχή», καὶ εὐχήθη ἐπ᾿ αὐτοὺς «τὴν δρόσον τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὴν πιότητα τῆς γῆς», ἐπέθηκε τὰ στέφανα ―τότε οἱ δραγᾶται ἔρριψαν δύο κουμπουριές, κι ὁ χωροφύλαξ ἐξεκένωσε τὸ ὅπλον του― ἔφεραν τοὺς τρεῖς γύρους μὲ τὸ «Ἠσαΐα χόρευε», κ᾿ ἔρραναν ὅλοι τοὺς νεονύμφους μὲ ὀρύζι καὶ μὲ σιτάρι (ὡσὰν νὰ ἤξευρε κάτι ἡ Μπόζαινα χθές, καὶ εἶχεν ἀγοράσει διπλοῦν ὀρύζι ἀπὸ τὴν πόλιν)· ὁ Σωτηράκης, εἰς ὅλον τὸ διάστημα, ἦτον ἀνεβασμένος ἐπάνω εἰς ἕνα κούτσουρον, κ᾿ ἔφθανεν ἡ χείρ του ἀκριβῶς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ γαμβροῦ.
Εἶτα ὅλη ἡ συνοδία τὸ ἔστρωσεν ἔξω, εἰς τὴν σκιὰν δύο μεγάλων πλατάνων, σιμὰ εἰς τὴν βρυσούλαν, κ᾿ ἐπέπεσε μὲ ἀκράτητον πλέον πεῖναν εἰς τὰ δύο σφαχτά, τὰ ὁποῖα εἶχαν ψήσει οἱ παραγυιοί ―τὰ κοπέλια τῶν αἰγοβοσκῶν― στὶς σοῦβλες.
Οἱ καλεσμένοι, συγγενεῖς, γείτονες, κ᾿ οἱ παρατυχόντες, ἀνήρχοντο εἰς δύο δωδεκάδας καὶ πλέον. Εἶχον ἔλθει ἀπὸ ἄλλας γειτονικὰς ἐπαύλεις ὁ Γιώργης τ᾿ Παναγιώτη, κ᾿ ἡ Κυπαρισσού, ἡ γραῖα σύζυγός του, καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι βοσκοὶ μὲ τὰς γυναῖκάς των.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ἦτον ὁ πατὴρ τοῦ ἀγροφύλακος Παναγιώτου, καὶ πενθερὸς τοῦ Μαυρονούρη. Ἦτον παλαιὸς πολύ, καὶ εἶχε φθάσει τὸ πρῶτον κίνημα εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος, τὴν ἀποστασίαν τοῦ Νικοτσάρα καὶ Βλαχάβα καὶ ἄλλα ἀρχαιότερα συμβάντα. Ἐπίκαιρον εὗρεν (ἴσως εἰς ἄλλους νὰ ἐφάνη ἄκαιρον, καὶ νὰ ἐνθύμισε τὴν παροιμίαν) ἐκ τῶν παλαιῶν ἀναμνήσεών του νὰ διηγηθῇ πῶς ἐγίνοντο τὸν παλαιὸν καιρὸν μερικοὶ γάμοι.
― Ξέρετε, βρὲ παιδιά, τοὺς Καραχμεταίους, αὐτὸ τὸ παλαιὸ σόι ποὺ βρίσκετ᾿ ἀκόμα, κάτω στὴ χώρα; Ὁ Καραχμέτης, μὴ θαρρεῖτε πὼς ἦτον Τοῦρκος· ἦτον ρωμιός, Κουμπὴς τοῦ Νικολέτου, ἔτσι τὸν ἐλέγανε. Καὶ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τὸν Καπετὰν Πασᾶ, τὸν Καρὰ-Ἀχμέτ, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν εἴπανε κι αὐτὸν Καραχμέτη. Κ᾿ ἐχώρισε τὴν πρώτη γυναῖκά του, ἐπειδὴ ἔτσ᾿ ἤθελε ― γιατὶ δὲν ἔκανε παιδιά. Κ᾿ ἐπῆγε ἀπάνω στὴν φεργάδα τὴν Τούρκικη, ποὺ ἦτον ἀραγμένη ἐκεῖ κάτω, στὸ Μέγα-Γιαλό, κ᾿ ἐπῆρ᾿ ἕναν παπὰ μὲ τὸ στανιὸ νὰ τὸν στεφανώσῃ μὲ ἄλλην· κι ὁ παπὰς θέλησε νὰ τοὺς γελάσῃ, κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃ τὴ Μεγάλη Παράκληση, ἀντὶ νὰ διαβάζῃ τὰ γράμματα τοῦ Γάμου· μὰ ὁ Κουμπής, ἀγκαλὰ κι ἀγράμματος, σὰν ἐμένα, τὸ κατάλαβε· καὶ τότε ὁ Πασὰς ἐφοβέριζε τὸν παπά… κι ὁ παπάς, ζὸρ-ζουρνά*, τοὺς ἐστεφάνωσε· κι ἀπ᾿ τὸ φόβο του ἀρρώστησε, κι ἀπέθανε ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγον καιρό, ― ἔχεις φλέβα ἀπ᾿ τοὺς Καραχμεταίους, κουμπάρε, κὺρ Κωνσταντῖνε; ἠρώτησεν αἴφνης μὲ ἀρχαϊκὴν ἀφέλειαν, στραφεὶς πρὸς τὸν Δήμαρχον.
―Ἐγώ, ὄχι, ἀπήντησε γελῶν ὁ Δήμαρχος· συμπεθεριὰ μόνον ἔχω.
― Νὰ μὲ συμπαθᾷς, κουμπάρε, εἶπεν ὁ γέρων, βλέπων ὅτι καὶ ἄλλοι ἐγέλασαν… θὰ πιῶ στὴν ὑγειά σου, τὸ διπλό.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὕψωσε τὴν φλάσκαν, καὶ ἤρχισε νὰ προσφωνῇ:
― Εὐλοητό, παπά! νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σου! Τὴν εὐκή σου νά ᾽χῃ, τὸ νέο ἀνδρόγυνο. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! νὰ ζήσουν! μὲ γυιούς. Γειτόνισσα Πλιάκαινα, καὶ σὺ γρια-Πατσού! νὰ τοὺς χαίρεστε! μὲ ἀγγονάκια. Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Χαρούμενοι! καὶ στὰ δικά σας, παιδιά! Κουμπαρόπουλο, παιδί μου, ποὺ τοὺς στεφάνωσες· νὰ ζήσῃς, νὰ λαδώσῃς, νὰ μυρώσῃς, ν᾿ ἁγιάσῃς! Καὶ πάλι νὰ τρέξῃς μὲ τὸ κλῆμα*, κατὰ πῶς ἔτρεξες. Νὰ χαίρεστε! καλόκαρδοι! Κουμπάρε, κὺρ Δήμαρχε, στεριωμένος, καλορρίζικος, νὰ σὲ χαροῦμε! νὰ προκόψῃς, σιδεροκέφαλος! Κὺρ Νωματάρχη, νὰ χαίρεσαι τὸ σπαθί σου! Νὰ χαρῆτε, παιδιά, ἐβίβα ὅλοι, πέρα-πέρα! Γριὰ Κυπαρισσού, νὰ χαίρεσαι τὸ γέρο σου (ἐννοοῦσε τὸν ἑαυτόν του). Ἐβίβα, Τέπερτε*!
Ἐρρόφησε γερά, καὶ μισοάδειασε τὴν φλάσκαν. Εἶτα ἤρχισε νὰ τραγουδῇ:
Σὰν πεθάνω, νὰ μὲ κλαῖτε,
Κρῖμα στὸ βοσκό, νὰ λέτε.
Καὶ μετὰ μίαν στιγμήν:
― Δὲν θὰ φέρετε καὶ καμμιὰ γύρα, παιδιά; Τί κάθεσθε;
Ἐσηκώθη, καὶ μὲ τὴν ἀριστερὰν προσέφερε τὸ μανδήλιον εἰς τὴν νύφην.
―Ἐγὼ θὰ τὴν βγάλω στὸν κάβο* πρῶτα-πρῶτα, εἶπεν.
Ἡ Κρατήρα, κάτω νεύουσα, ἀνωρθώθη μηχανικῶς καὶ τὸν ἠκολούθησεν.
Ὁ γέρων ἤρχισε νὰ μέλπῃ παλαιὸν αἰπολικὸν ᾆσμα:
Τσόμπανος ἐλάλησε·
Βασιλοπούλα τ᾿ ἄκουσε…
(Καὶ ἡ βασιλοπούλα ἐρωτεύθη, ἐννοεῖται, τὸν βοσκόν, μαγευθεῖσα ἀπὸ τὴν γλυκύλαλον μολπήν του.)
Καὶ ὁ γέρων ἐξηκολούθησεν ἐπὶ ὥραν πολλὴν νὰ ὁδηγῇ ἀκμαῖος τὸν χορόν.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
Α´
Ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μακρᾶς ταύτης ἱστορίας τοῦ Σταμάτη, καὶ δι᾿ ἐλαφροῦ ρογχαλισμοῦ, ὡς δι᾿ ὑποκρούσματος, συνώδευε τὴν διήγησιν.
Ὁ Πατσοστάθης, ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ τρίτου προσώπου, ἀπαθὴς καὶ χωρὶς νὰ κοιτάζῃ τὸν ἀφηγητήν, ἤκουε τὴν ἱστορίαν, μόνον δὲ ἅπαξ, καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα ―ὅταν ἔφθασεν ὁ Σταμάτης εἰς τὴν ἐξιστόρησιν αὐτοῦ τοῦ γάμου― τὸν ἤκουσα νὰ ὑποψιθυρίζῃ, ἀντὶ παντὸς ἄλλου σχολίου, μίαν δημώδη παροιμίαν: Ἄκου τα, σακκὶ δεμένο…
Ὅσον τὸ κατ᾿ ἐμέ, ἐπειδὴ ὁ εἷς τῶν ἀκροατῶν ἐκοιμᾶτο, καὶ ὁ ἄλλος δὲν ἐδείκνυε νὰ ἐνδιαφέρεται, ἐδέησε νὰ φορτωθῶ τὸ μέρος τοῦ προσεκτικοῦ ἀκροατοῦ, ἂν καί, ὡς εἰκός, ἤμην πλέον κουρασμένος ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἄλλους, καὶ νὰ παρακολουθῶ τὴν ἀφήγησιν μὲ τὰ ὄμματα, ἂν ὄχι μὲ τὰ ὦτα.
Τέλος, περὶ τὸ λυκαυγές, ὅταν ἐτελείωσεν ἡ διήγησις, μὲ κατέλαβε βραχὺς ὕπνος. Ὅταν ἐξύπνησα, ὁ ἥλιος ἦτον δύο κοντάρια ὑψηλά. Μόνος ὁ Σταμάτης εὑρίσκετο πλησίον μου, εἰς τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου, ἀσχολούμενος νὰ ἐπιδιορθώσῃ ἁλιευτικά τινα σύνεργα.
― Καλημερούδια σου, εἶπε. Θέλεις καφέ; ρακί;
―Ὅ,τ᾿ εἶναι.
― Θὰ πᾶμε τὸ βράδυ στὸ πυροφάνι, μὲ τὸν Ἀγάλλο. Ἐλπίζω, δὲν θὰ μᾶς φύγῃς… Ἂν θελήσῃς νὰ μᾶς συνοδεύσῃς, θὰ διασκεδάσῃς πολύ.
― Εὐχαριστῶ.
―Ὁ Πατσοστάθης ἐπῆγε στὸ χωριὸ σύνταχα, ὅταν σὲ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Τοῦ ἔδωκα ἐντολὴν νὰ πῇ εἴδησιν στὸ σπίτι, πὼς εἶσαι καλά, κ᾿ εὑρίσκεσαι μαζί μας. Δι᾿ ὅλα, βλέπεις, ἐφρόντισα.
―Ἄξιος ὁ μισθός σου.
―Ὁ Ἀγάλλος ἐπῆγε πρὸς τὸ παρὸν στὸν μύλο, γιὰ νὰ βγάλῃ μιὰ ἀλεσιά. Τὸ ἐξάγι* θὰ μᾶς τὸ φέρῃ ἐδῶ, νὰ μᾶς ζυμώσῃ πίττα. Εἶναι πολὺ ἐπιδέξιος, ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἦτον παιδί. Τὸν εἶχεν ἀναθρέψει σὰν κορίτσι ἡ γριὰ Ἀγάλλαινα. Ὁ Πατσοστάθης, ὅπου εἶναι, τώρα-τώρα θὰ φανῇ, νὰ μᾶς φέρῃ καὶ χλωρὴ μυζήθρα. Δὲν τό ᾽χει γιὰ τίποτε νὰ θυσιάσῃ κ᾿ ἕνα κατσίκι πρὸς χάριν μας. Ἐλπίζω ὅτι θὰ γευθοῦμε θαυμάσιο κοκορέτσι.
―Ἀλλάβερσιν· (ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ).
― Πιὲς τὸν καφέ σου, καὶ νὰ τραβήξῃς καὶ μιὰ τσιπουριὰ μὲ τὸ παγούρι, ποὺ τὸ ἔχω στὴν βρύση γιὰ νὰ κρυώσῃ. Εἶναι θεῖον πρᾶγμα. Σ᾿ ἀρέσει τὸ μελόρρακο;
― Δηλαδή, ρακὶ ἀπὸ μέλι;
― Ναί.
― Προτιμῶ τὸ καθαυτό, τὸ σταφυλόρρακο.
― Νά ᾽ν᾿ εὐλογημένο.
Ὁ Σταμάτης, εἶχέ ποτε ἕνα πρὸς πατρὸς θεῖον, παπα-Διονύσιον, ὅστις ἦτο μέγας καὶ πολύς, Προηγούμενος εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Δοχειαρίου, εἰς Ἅγιον Ὄρος. Ἐκ στόματος τοῦ μακαρίτου ἐκείνου, κατελθόντος ποτὲ πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν συγγενῶν του 〈καὶ〉 καταλύσαντος εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν, ὁ κοσμογυρισμένος τώρα νέος ἐνθυμεῖτο ἀκόμη ὅσας εἶχεν ἀκούσει ὀλίγας φράσεις καλογηρικάς. ― Ὤ! ποῖος ἠδύνατο νὰ προΐδῃ ὅτι αἱ μικραὶ αὗται ἀναμνήσεις ἔμελλον νὰ χρησιμεύσουν εἰς τὸ τέλος ὡς κλωστὴ λεπτὴ καὶ στερεά, διὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸν πολυπαθῆ καὶ πολυπλάνητον ναυτικὸν ἔξω τοῦ ματαίου κόσμου!
Ἐπῆγε κάτω πρὸς τὴν βρύσιν, εἰς τὸ μικρὸν ρεῦμα τὸ ἐκβάλλον εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὸν πυθμένα τῆς στενῆς κοιλάδος. Μετὰ δύο λεπτὰ ἐπέστρεψε καὶ μοὶ προσέφερε τὸ παγούρι. Ἦτο φυσικὸν πλατὺ †στόμα† μεγάλης καραβίδος, τεχνουργημένον μὲ στόμιον καὶ κοχλίον ἐκ μετάλλου.
Ἐσηκώθην, αἰσθανθεὶς ρώμην τινά, κ᾿ ἔφερα ὀλίγους γύρους περὶ τὸν αἰγιαλόν, καὶ τὴν μικρὰν κοιλάδα, βλέπων πόσον ἡ ζωὴ ἦτο γλυκεῖα, εἰς τὰ ὡραῖα, τὰ ἔρημ᾿ ἀκρογιάλια τῆς πτωχῆς νήσου μου. Αὔρα ἐφύσα εἰς τοὺς θάμνους τοὺς μυρωμένους, τὸ κῦμα ἔπαιζε μαλακὰ εἰς τὴν ἄμμον, ἢ ἔπληττε μὲ φλοῖσβον τοὺς χαμηλοὺς βράχους, στρουθία ἐκελαδοῦσαν εἰς τὰ δένδρα, καὶ τρυγόνια ἐρημικὰ ἔφευγον μὲ ταχὺν θροῦν ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας. Μετὰ ἓν τέταρτον τῆς ὥρας, μ᾿ ἔκραξεν ὁ Ἀταίριαστος.
― Μᾶς ἦρθε, εἶπεν, ἡ μυζήθρα, μυρωδάτη, ἀχνιστή. Τὴν ἔφερε πεσκέσι τὸ Ξενιώ, ἡ μικρὴ τσούπα* τοῦ Πατσοστάθη. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο θά ᾽ρθῃ, λέει, ὁ ἀφέντης της ― δηλαδὴ ὁ πατέρας της, ἂν ἔχῃς ξεχάσει τὴν γλῶσσά μας, ἢ ἂν δὲν τὴν ἔμαθες ποτὲ καλά ― νὰ μᾶς φέρῃ, λέει, τὸ κοκορέτσι, ψημένο, ἕτοιμο. Ὅσον διὰ τὰ δύο μπούτια θὰ μᾶς τὰ φέρῃ, λέει, ὠμά, γιὰ νὰ τὰ ψήσουμε ἀργότερα ἐδῶ.
― Μπερεκέτβερσιν· (ὁ Θεὸς νὰ τὰ πληθύνῃ).
― Τὸ ἄλλο τὸ μισὸ κατσίκι, τὸ ἐκράτησε, λέει, γιὰ τὴ φαμίλια* του, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς κι ὁ Δήμαρχος ― ἐπειδὴ θὰ μᾶς ἦτον πολὺ νὰ μᾶς τὸ ἔφερνε ὅλο, ἑπτὰ ὀκάδες πρᾶμα… Τώρα θὰ μᾶς ἔρθῃ κι ὁ Ἀγάλλος, νὰ μᾶς ζυμώσῃ τὴν πίττα. Σ᾿ ἀρέσει ἡ τυρόπιττα μὲ χλωρὸ τυρὶ καὶ μὲ δέκα αὐγά;
― Βεβαίως.
― Καὶ πάλι τὰ δύο μπούτια, ὁ ἴδιος ὁ Στάθης θὰ μᾶς τὰ ψήσῃ ἐδῶ, γιὰ νὰ ἔχουμε νὰ δειλινίσουμε. Θὰ λάβουμε καιρὸ νὰ σοῦ διηγηθῶ καὶ «τὰ ἐπίλοιπα τῆς ἀναγνώσεως».
―Ἔχει καὶ συνέχειαν ἡ ἱστορία;
― Πῶς! Μήπως βαρύνεσαι ν᾿ ἀκούῃς;
―Ὁπωσοῦν.
― Τὸ βράδυ, θὰ πᾶμε μὲ τὴν βάρκα νὰ γιαλέψουμε*… Θὰ εἶναι ἀπόλαυσις διὰ σὲ τὸ μελαγχολικὸ καὶ γλυκὺ πυροφάνι.
― Τίς οἶδε;
Β´
― Δὲ μοῦ λές, Στάθη, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἐφάγαμεν τὸ κοκορέτσι, κ᾿ ἐδευτερώσαμεν κ᾿ ἐτρισσεύσαμεν τοὺς γύρους τοῦ παγουρίου εἰς τὸ μέσον τῆς συντροφιᾶς μας.
Ὁ Ἀγάλλος πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸν μύλον, καὶ ὁ Πατσοστάθης εἶχε φθάσει φέρων ἐντὸς τοῦ τορβᾶ τὸ ἥμισυ τοῦ ἐριφίου μετὰ τῆς κεφαλῆς. Ἡ μικρὰ Ξενιὼ ἐκάθητο χαριτωμένη μὲ τὸ φουστανάκι της τὸ κόκκινον, παρὰ τὴν ρίζαν σχοίνου, βλέπουσα πρὸς τὸν αἰγιαλόν, ἀλλὰ στρέφουσα πλαγίως τὴν κατατομὴν μὲ τὸν χλωμὸν νευρώδη λαιμόν της πρὸς τὸν Ἀγάλλον, τὸν ὁποῖον δὲν ἐχόρταινε νὰ θαυμάζῃ, καὶ εὐλόγως· δὲν εἶχεν ἰδεῖ ποτέ της ὡραῖον ψαρομάλλην ἄνδρα, ξυραφισμένον, ροδοκόκκινον, μὲ βελούδινον κοῦκκον, καὶ μὲ ὑψηλὰ ὑποδήματα ὑπεράνω τοῦ γόνατος φθάνοντα.
― Δὲν μοῦ λές, Στάθη, πῶς τὰ κατάφερες στὴν Χαλκίδα, μὲ τὶς μάγισσες, Ἑβραίισσες καὶ Τούρκισσες, ὅταν ἐπήγαινες πεζὸς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἄννα ― ἀπ᾿ τὸν Ἁι-Βασίλη ἢ ἀπ᾿ τὸν Κοτσικιᾶ, καὶ τοὺς ἐκουβαλοῦσες πεσκέσια, γιὰ νὰ σοῦ χαλάσουν τὰ μάγια; Θὰ σοῦ κόστισαν πολλὰ ὅλες οἱ ἐπιχειρήσεις αὐτές. Κι ὣς πόσα ταξίδια νὰ ἔκαμες;
Ὁ Πατσοστάθης ἐμειδίασε πικρῶς, κ᾿ ἐβράδυνε ν᾿ ἀπαντήσῃ.
― Μὴν ἐνοχλῇς τὸν ἄνθρωπον, Σταμάτη, εἶπα ἐγώ.
― Τὰ ὅσα ἔπαθε εἶναι ἀνεκδιήγητα, εἶπεν ὁ Σταμάτης, χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσῃ ἀπ᾿ εὐθείας εἰς τὴν παραίνεσίν μου.
―Ἔπαθα τά ᾽παθα*, εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ὁ βοσκός. Τὸ κεφάλι μου τὰ φταίει ὅλα. Τ᾿ ἤθελα, τί γύρευα ἐγὼ νὰ μπλέξω ἀπὸ ἐξαρχῆς μὲ μάγισσες; Ὁ Γεραμπὴς τὰ ξέρει αὐτὰ (ἔδειξε τὸν οὐρανὸν νεύσας μὲ τὰς ὀφρῦς καὶ ἀνατείνας τὸ μέτωπον). Εἶναι τὰ γραφτὰ τῆς μοίρας. Τὸ τί εἶναι γραφτὸ τ᾿ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτό. Ὡστόσο ἅμα μπλέξῃ κανείς, πῶς νὰ κάμῃ; Ζὸρ-ζουρνά, πρέπει νὰ λιβανίσῃ τὸν τρισκατάρατο. Οἱ ἴδιες ὁποὺ φτιάνουν τὰ μάγια, οἱ ἴδιες μποροῦν καὶ νὰ τὰ χαλάσουν. Καλὸς Χριστιανὸς δὲν ἀνακατεύεται σ᾿ αὐτὲς τὶς δουλειές. Τὰ ψώνια τς ἁμαρτίας θάνατος.
― Τί λογῆς μπλέξιμο εἶχες κάμει ἐσύ, Στάθη; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος.
― Θέλει νὰ πῇ γιὰ τὴν πεθερά του καὶ τὴν κουνιάδα του, πὼς τοῦ ἔκαμαν μάγια διὰ νὰ τὸν πανδρέψουν, εἶπεν ὁ Σταμάτης.
―Ἄ, λοιπόν, μὲ τὰ μάγια σ᾿ ἐκατάφεραν; εἶπε γελῶν ὁ Ἀγάλλος.
― Μὲ τὰ μάγια ζέρ*, ἀπήντησεν ὁ Στάθης.
― Καὶ χωρὶς τὰ μάγια, πάλιν δὲν θὰ πανδρευόσουν;
― Δὲν ἤμουν ἐγὼ γιὰ νὰ μπῶ στὸν κόσμο, ἤμουν γιὰ νὰ καλογηρέψω, εἶπεν ὁ Στάθης.
― Εἶχες κανένα τάξιμο;
― Πρὶν γεννηθῶ, μὲ εἶδε στὸν ὕπνο της, ὅντας μὲ εἶχε στὴν κοιλιὰ ἡ μάννα μου.
― Σὰν τί σὲ εἶδε;
― Εἶδε πὼς ἔμελλε νὰ γεννοβολήσῃ ἕναν τράγο μαῦρον, κατάμαυρον, μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ μακριὰ γένεια. Κι ὅταν μὲ ἐσπαργάνωσε, τὴν πρώτη βραδιά, τῆς φάνηκε πὼς ἦρθε στὸν ὕπνο της ὁ πάτερ Σισώνης, ἀπ᾿ τὸ μοναστήρι, κ᾿ ἐπῆρεν ἀπ᾿ τὸ μανδρὶ τὴν μεγάλη ψαλίδα, ὁποὺ κούρευεν ὁ ἀφέντης μου τὰ γίδια, καὶ μ᾿ ἐκούρεψε.
Ἡ μικρὰ Ξενιὼ ἔσκυψε τὸ πρόσωπον στὴν ποδιά της, διὰ νὰ κρύψῃ τὰ γέλια της, ἅμα ἤκουσε τὰ λόγι᾿ αὐτὰ τοῦ πατρός της, ἀλλὰ μικρὸς κρυστάλλινος ἦχος τὴν ἐπρόδωσεν. Ὁ ἀφέντης της ἐστράφη πρὸς αὐτήν, καὶ τῆς εἶπεν αὐστηρῶς:
― Σῦρε κάτω στὸ ρέμα, Ξενιώ, νὰ παίξῃς. Θὰ βρῇς καὶ καβουράκια ποὺ βόσκουν μὲς στὴν ἄμμο τοῦ ρυακιοῦ.
Ἡ Ξενιὼ ὑπήκουσε, χωρὶς νὰ δείξῃ τὴν ἐλαχίστην δυσθυμίαν.
― Λοιπόν, δὲν μᾶς εἶπες, ἐπανέλαβεν ὁ Σταμάτης, ὣς πόσα ταξίδια ἔκαμες κατὰ τὴν Χαλκίδα, πόσες μυζῆθρες καὶ πόσα τυριὰ καὶ βούτυρα ἐκουβάλησες, κι ἂν εἶχες καὶ τίποτε σκουρολίρες* παραχωμένες πουθενά… εἶχαν τύχη νὰ τὶς φάγουν οἱ Ἑβραιοποῦλες κ᾿ οἱ Χανούμισσες… Αὐτὲς βέβαια, δὲν ἐπροσκυνοῦσαν κούτσουρα… ὅπως λέγει ἡ παροιμία.
― Εἶχα ἀκουστά μου, ἤρχισεν ὁ Πατσοστάθης, πὼς αὐτὲς οἱ ἄπιστες εἶναι πολὺ μαστόρισσες στὰ μάγια, γιὰ νὰ τὰ λύνουν καὶ νὰ τὰ δένουν… Τὸν τουρβὰ στὸν ὦμο ἐγώ, καὶ μπάρκα στοῦ Παϊκέλα… Ἔτσι τὸν ἔλεγαν, θαρρῶ, τὸν καραβοκύρη, ὁπού ᾽χε τὸ ταχύπλο, γιὰ τὴν Ἁγίαν Ἄννα, πέρα (ἔδειξε πρὸς νότον). Φτάνουμε στὸ Γριπονήσι, ἀρωτῶ, ποῦθε πάει ὁ δρόμος γιὰ τὴν Ἔγριπο. Μοῦ ᾽παν πὼς εἶναι δεκαπέντε ὧρες δρόμος. Ἐγὼ τὸν πῆρα, θαρρῶ, τὴν πρώτη φορά, γιὰ ὀχτὼ ὧρες. Τὴν δεύτερη καὶ τὴν τρίτη φορὰ θὰ ἔκαμα ὣς ἐννιὰ-δέκα ὧρες· κάπου ἐμποδίσθηκα κι ἀργοπόρησα.
― Εἶναι φοβερὸς στὰ πόδια, μοῦ εἶπε χαμηλῇ τῇ φωνῇ ὁ Ἀταίριαστος.
― Τὸ πιστεύω.
Ἐκοίταζα τὴν ἰσχνότητα, τὸ μελαψόν, καὶ τὸ νευρῶδες τῶν μελῶν τοῦ πεντηκοντούτου βοσκοῦ, καὶ εἶχον ἰδεῖ ἐν μικρῷ τὴν εὐκινησίαν του.
― Τί λογῆς ἐμπόδια ηὗρες; ἠρώτησεν ὁ Σταμάτης.
― Κάτι γυφτοχαρατζῆδες*, ποὺ τοὺς λέγανε τὸν παλιὸν καιρό, κάτι ταχτικοί, δασοφύλακοι, καὶ τέτοιοι, ἤθελαν νὰ μοῦ κάμουν τὸν ἄγριο, πὼς δὲν ἦτον τάχα ταχτικὸ τὸ διαβατήρι μου. Τοὺς ἐφίλεψα μυζήθρα, καὶ μ᾿ ἄφησαν ἐλεύθερο. Ντουγροὺ* γιὰ τὴν Ἔγριπο.
― Λοιπόν, τὶς ἀντάμωσες τὶς μάγισσες;
― Πῶς!
― Καὶ σοῦ τὰ χάλασαν τὰ μάγια;
― Εἶπαν πὼς θὰ μοῦ τὰ χαλάσουν. Μόνε μ᾿ ἀποχρέωσαν νὰ ξαναπάω καὶ δεύτερη φορὰ καὶ τρίτη, ἐπειδὴς καὶ δὲν ἦταν ἀκόμη οὗρμα (ὥριμα) γιὰ νὰ χαλάσουνε.
― Ποιὰ δὲν ἦταν οὗρμα;
― Τὰ μάγια.
― Μήπως εἶναι σῦκα, ἢ ἄλλο τίποτε;
―Ἔτσι μοῦ ᾽λεγαν. Μὰ ὅποιος πέσῃ σὲ μάγισσας χέρια, ἢ σὲ γιατροῦ ἢ σὲ δικηγόρου… αὐτὰ παθαίνει.
― Αὐτὸ τὸ εἶπες πολὺ σωστό, εἶπε μετὰ καγχασμοῦ ὁ Σταμάτης. Ἐγὼ μάλιστα ἔχω ἀκούσει πὼς ἕνας κάποιος δικηγόρος, μὲ μίαν ὑπόθεσιν ἑνὸς πελάτου, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπὶ χρόνια στὰ χέρια του, ὑπάνδρευσε πέντε θυγατέρας, κ᾿ ἔδωκε τὴν ἰδίαν ὑπόθεσιν προῖκα εἰς τὴν ἕκτην καὶ τελευταίαν κόρην του, τὴν ὁποίαν ὑπάνδρευσε μ᾿ ἕνα δικηγόρον. Καὶ ὅταν μετά τινα καιρὸν ὁ νέος γαμβρός του ἦλθε περιχαρὴς νὰ τοῦ ἀναγγείλῃ ὅτι αὐτὸς κατώρθωσεν ἐπὶ τέλους νὰ τελειώσῃ τὴν ἀτελείωτην ὑπόθεσιν, ὁ πενθερὸς ἐσήκωσε τὰ δύο του χέρια καὶ τὸν ἐφασκέλωσε λέγων: ― Βρέ, στραβέ, ἐπῆγες νὰ βγάλῃς ἀπ᾿ τὰ χέρια σου αὐτὸ τὸ μεταλλεῖον! ― Αὐτὴ ἡ ἱστορία πρέπει νὰ εἶναι σωστή, καὶ πιστεύω νὰ ἔχῃ γίνει, ἐπέρανεν ὁ Σταμάτης.
― Βέβια, ὡς καθὼς ὅλα τὰ ὅσα λέουνται, ἐπεκύρωσεν ὁ Πατσοστάθης.
― Λοιπόν, εἰς τὸ τέλος, τί ἀπόγινε; ἐπέφερεν ὁ Σταμάτης· θαρρῶ πὼς δὲ σοῦ τά ᾽λυσαν τὰ μάγια,… σοῦ τά ᾽φησαν δεμένα;
Ὁ Στάθης ἔσεισε τοὺς ὤμους.
― Σοῦ τά ᾽φησαν δεμένα, ἐπανέλαβεν ὁ νέος, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἰς τὸ ὕστερο ἐπῆγες καὶ σ᾿ ἄλλες στράτες… καθὼς καὶ στὴν Μαριὼ τῆς Σουσάννας;…
Ὁ Πατσοστάθης ἔκαμε κίνημα ἀποτροπιασμοῦ.
―Ἐπῆγες, καθὼς ἔχω μάθει, ἐπέμεινεν ὁ Σταμάτης, στὴν Μαριὼ τῆς Σουσάννας, ὅπου ὑπέφερες κάτι ἄλλα σκοντάμματα.
― Τί σκοντάμματα; ἠρώτησεν ὁ Στάθης.
― Αὐτὴ σ᾿ ἔγδυσε, καθὼς μοῦ εἶπαν. Μήπως οἱ ἄλλες δὲν σὲ εἶχαν γδύσει; θὰ πῇς· ἀλλ᾿ αὐτὴ δὲν σὲ κατάφερε νὰ βγάλῃς τὴν κάπα σου καὶ τὸ πουκάμισό σου, καὶ σ᾿ ἔβγαλεν ἔξω στὸ χαγιάτι, τὴ νύχτα μὲ τὸ φεγγάρι;…
― Σιώπα, γιὰ ὅλους! εἶπεν ἱκετικῶς ὁ Στάθης.
Ὁ Σταμάτης ἔπαυσε πρὸς στιγμήν. Εἶτα ἔκυψε πρὸς ἐμέ, κ᾿ ἐνῷ ὁ Πατσοστάθης ἐσηκώθη κ᾿ ἔκαμε τρία βήματα ἔξω, ὡς διὰ ν᾿ ἀναπνεύσῃ ἀέρα, μὲ χαμηλὴν φωνὴν μ᾿ ἐπληροφόρησεν:
― Αὐτὴ ἡ μαστόρισσα τὸν εἶχε κάμει νὰ πιστεύσῃ ὅτι δὲν θά ᾽πιαναν οἱ ἐξορκισμοί της, ἂν αὐτὸς δὲν ἐγδύνετο τσιτσί*, τὸν ἔβγαλε ἔξω στὸ λιακωτὸ ὁλόγυμνον, τὴν νύκτα στὸ φεγγάρι, ὕστερα τὸν ἔκλεισε ἔξω καὶ τὸν ἄφησε νὰ γυρίζῃ στὰ σοκάκια γυμνός.
―Ἀρκεῖ πλέον, ἄφησέ τα Σταμάτη, εἶπα ἐγώ…
―Ἔ! Στάθη, ἔλα δῶ, κάθισε, εἶπεν ὁ Ἀταίριαστος, ἔλα νὰ πιῇς ἕνα τσίπουρο, νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω. Σώνουν πλέον τὰ σκοντάμματα.
Ὁ βοσκὸς ἐπέστρεψε, κ᾿ ἐκάθισεν εἰς τὴν θέσιν του.
―Ἐβίβα, παιδιά! Γειά μας. Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Καλῶς νὰ σ᾿ εὕρω, κὺρ Σταμάτη! Καλῶς νὰ σ᾿ εὕρω, καπετὰν Ἀγάλλο!
― Καλῶς νά ᾽ρθῃς!
―Ἄλλο δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε, ἐξανάρχισε πάλιν ὁ Σταμάτης, μόνον γιὰ τὸν γερο-Μουστάκα ―γιά θυμήσου, Στάθη!― ποὺ σοῦ διάβαζε τὴν Σολομωνική.
Ἐγὼ ἐδυσχέρανα μεγάλως ἀπὸ τὴν ὑποτροπίασιν ταύτην τῆς ὁμιλίας, ἀλλὰ παραδόξως ὁ Πατσοστάθης ἐγέλασε καλόκαρδος, καὶ εἶπεν:
―Ἄ, ναί. Μ᾿ τὴν ἐδιάβαζε, λέει.
―Ἤξερε καλὰ γράμματα;
― Μὰ δὲν ξέρουν γράμματα ―παρετήρησεν ὁ Ἀγάλλος― ὅσοι διαβάζουν τὴν Σολομωνική.
―Ἐγὼ ἐννοῶ ἂν ἤξερε τῆς Σολομωνικῆς τὰ γράμματα.
― Πρέπει νὰ τά ᾽ξερε, εἶπεν ὁ Στάθης.
― Κι ἂν δὲν τά ᾽ξερε αὐτός, τά ᾽ξερε ἡ Δεσποινού, ἡ γυναίκα του, ἐπέφερεν ὁ ἀδιόρθωτος Σταμάτης.
― Τί ἔκαμε ἡ Δεσποινοὺ ἡ γυναίκα του εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος.
― Θαρρῶ πὼς ἔπαιξε τὸ κυριώτερον μέρος, ἀπήντησεν ὁ Ἀταίριαστος.
Ἰδού. Ἰδού. Ἀφοῦ εἶχε χηρέψει ὁ Γιάννης ὁ Μουστάκας, ὅταν ἔπαυσαν πλέον τὰ διάφορα ἀνταρτικὰ κινήματα, τὰ πετσώματα* καὶ κλεφτολογήματα, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει μέρος, μὴ εὑρίσκων πλέον πουθενὰ πλιάτσικο, ἀνίκανος νὰ δουλέψῃ, ἐκατάφερε μὲ φοβέρες τὴν Δεσποινοὺ τοῦ Παρισάκη, μαζὶ μὲ τὴν προῖκά της, νὰ τὸν νυμφευθῇ, ἐνῷ θὰ ἦτον εἰκοσιπέντε χρόνια νεωτέρα του, ὑποσχεθεὶς εἰς αὐτὴν ὅτι θὰ ἦτον ἱκανὸς νὰ καλλιεργῇ τ᾿ ἀμπέλια καὶ τοὺς ἐλαιῶνάς της. Σὰν ἔγινε ὁ γάμος τὴν Ἀποκριὰ κ᾿ ἐμβῆκε ἡ Σαρακοστή, ἐπῆγαν μαζὶ στὸ ἀμπέλι νὰ δουλέψουν. Ἡ Δεσποινοὺ μοναχή της κ᾿ ἐκλάδευε κ᾿ ἔσκαφτε. Ὁ καπετὰν Γιάννης, πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Τσάμη Καρατάσου, ὅπως ἐκαυχᾶτο μόνος του, εἶχε μαζί του μίαν τσάπα, ἕνα κλαδευτήρι, κ᾿ ἕνα τουφέκι. Ἔκαμε πὼς ἤρχισε νὰ σκάφτῃ, ἀλλὰ κάθε τέταρτον τῆς ὥρας, κάθε πέντε λεπτά, αὐτιάζετο, ἠκροᾶτο κατὰ τὸ δάσος, κ᾿ ἔξαφνα ἄφηνε τὴν τσάπα, ἔδραχνε τὸ τουφέκι, κ᾿ ἔτρεχε στ᾿ ὀρμάνι νὰ κυνηγήσῃ τ᾿ ἀγρίμια. Ἔρριχνε πολλὲς τουφεκιὲς στὸ βρόντο, καὶ δὲν ἐσκότωνε κανένα πουλί. Τέλος ἡ Δεσποινοὺ τὸ ἐκατάλαβε, ὅτι δηλαδὴ ὁ σύζυγός της, ὡς πρωτοπαλλήκαρο κι ἀρχικλέφτης, δὲν ἦτον ἄνθρωπος γιὰ δουλειά, κ᾿ ἐπῆρε τὴν ἀπόφασίν της, νὰ δουλεύῃ καὶ νὰ τὸν τρέφῃ. Ὄταν ὁ Στάθης ἐδῶ, ὁ φίλος μας, ἀπηλπίσθη ἀπὸ τὶς μάγισσες τῆς Χαλκίδος κι ἀπὸ τὴν Μαριὼ τῆς Σουσάννας, ὁ γερο-Γιάννης τὸν ἐκατάφερε καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πιστεύῃ πὼς αὐτὸς μόνος ἠμποροῦσε νὰ τοῦ χαλάσῃ τὰ μάγια μὲ τὴ Σολομωνική. Τὸν ἐπῆρε μίαν νύκτα στὸ σπίτι, ἄνοιξε κάτι παλιόχαρτα μὲ κάτι παλιὰ γράμματα, κι ἄρχισε νὰ μουρμουρίζῃ καὶ νὰ κάνῃ πὼς διαβάζει. Τώρα, σὰν ἀκούσῃς, τοῦ εἶπε, πέτρες νὰ πέφτουν στὰ κεραμίδια μας, νὰ καταλάβῃς πὼς μᾶς ἄκουσαν τὰ Τζίνια* κ᾿ ἦρθαν, καὶ τότε θὰ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τὰ παρακαλέσουμε νὰ μᾶς χαλάσουν τὰ μάγια.
Ἐξηκολούθει ὁ Γιάννης τοὺς ἐξορκισμούς, καί, πράγματι, ἠκούσθησαν μικρὰ χαλίκια νὰ κτυποῦν ἐπάνω στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ. Σημεῖον ὅτι ἦρθαν τὰ πνεύματα ―τὰ Τζίνια― τὰ ὁποῖα ἐπεκαλεῖτο ὁ γερο-κλέφτης. Ἀλλ᾿ οὗτος, ὡς καλὸς μηχανικός, εἶχε προβλέψει διὰ τὸ σκηνικὸν τοῦτο.
Δηλαδή, ἁπλούστατα, εἶχε δασκαλέψει τὴν Δεσποινοὺ τὴν γυναῖκά του καὶ τῆς εἶχεν εἴπει: Τώρα ποὺ θά ᾽ρθῃ αὐτὸς ὁ Τσόμπανος, νὰ τοῦ διαβάσω τὴν Σολομωνική, ἐσὺ νὰ βρεθῇς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ σὲ λίγο ν᾿ ἀρχίσῃς νὰ ρίχνῃς χαλάζι τὰ χαλίκια ἀπάνω στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἡ Δεσποινού, ἂν κ᾿ ἐλυπεῖτο τὰ κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ της, ποὺ θὰ ἔσπαζαν, ἠναγκάσθη νὰ συμμορφωθῇ καὶ μὲ τὴν ἀπαίτησιν ταύτην τοῦ γερο-κλέφτη τοῦ ἀνδρός της. Ἀφοῦ τὰ εἶχε κάμει ὅλα γυαλιὰ-καρφιά, ἀφοῦ εἶχε φάγει ἐλαιῶνας καὶ χωράφια, τί τὴν ἔμελε πλέον διὰ τὰ κεραμίδια τῆς σεσαθρωμένης καλύβης της;
Ἔτσι λοιπόν, μὲ ὅλας αὐτὰς τὰς τόσας ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ πειράματα, ἐπροσπάθησεν ὁ Στάθης ἐδῶ ὁ φίλος μας, νὰ κατορθώσῃ νὰ τοῦ χαλάσουν τὰ μάγια ― καὶ τὰ μάγια ἔμειναν ἀχάλαστα.
Εἶτα ἐστράφη πρὸς ἐμέ, κ᾿ ἐπρόσθεσε χαμηλῇ τῇ φωνῇ:
―Ἐκτὸς ἂν δὲν ὑπῆρχαν μάγια γιὰ χάλασμα.
― Ποιὸς ξεύρει; εἶπεν, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁ Ἀγάλλος.
Γ´
Καθὼς ἔφεγγε τὸ πυροφάνι στὸν αἰγιαλόν, καὶ κατέλαμπεν ὅλον τὸν βυθὸν εἰς τὰ ρηχὰ κύματα, καὶ τὴν μαύρην ἀκτὴν καὶ τοὺς θάμνους τοὺς πυκνοὺς τοὺς ἐπιστέφοντας γύρω τοὺς βράχους, καὶ τὶς ξέρες καὶ τὰ νησάκια τὰ μικρὰ ὁποὺ ξεχώριζαν μακρὰν πρὸς τὸ πέλαγος ― καὶ ἄφηνε τὸν οὐρανὸν ἀόρατον, κ᾿ ἐκάπνιζε μαυρίζον τ᾿ ἀστέρια ― ὁ Ἀγάλλος ὀρθὸς εἰς τὴν πλώρην τῆς βάρκας, ὑψηλός, ἐπιβλητικός, βαθυγόνατος ― μὲ τὰ ὑποδήματα ἕως ἄνω σχεδὸν εἰς τοὺς βουβῶνας ― μὲ τὸν μακρόν του γάντζον, δι᾿ οὗ ἐξηρεύνα ὡς Ποσειδῶν τὴν θάλασσαν, δὲν ἔπαυε νὰ στέλλῃ βραχείᾳ τῇ φωνῇ προστάγματα εἰς τὸν Σταμάτην, τὸν κρατοῦντα μὲ ἄκραν ὑπομονὴν τὰς κώπας.
― Σία*!… Ἄλα*!… Γιαλό… Ὅλο γιαλό… Δούλευέ* τα!… Γιομᾶτα*!
― Σὺ μὲ παρασάστισες μὲ τὰ παραγγέλματά σου, Διαμαντή, ἔλεγε μὲ γέλια ὁ Σταμάτης. Τί νὰ πρωτοθυμηθῇς ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά;… Ὁρίστε, τώρα, παρακαλῶ… «Σία! Ἄλα! Δούλευέ τα! Γιομᾶτα!» Μωρέ, τί κουμάντα* εἶν᾿ αὐτά; Αὐτὰ συγκρούονται μεταξύ των, ὅπως αὐτὴ ἡ βάρκα, ἂν μοῦ κατεβῇ ἔξαφνα νὰ τὴν ρίξω ἐπάνω σ᾿ ἐκείνην τὴν ξέρα… Τότε θὰ κάμουμε ὅλοι ἀπὸ ἕνα λουτρόν, κι ὁ Ἀγάλλος δὲν θὰ ἔχῃ πλέον βάρκα, ὅπως δὲν ἔχω ἐγὼ κανένα μύλον κληρονομιά, οὔτε ἀπὸ τὴν μητρυιάν μου λόγου χάριν, οὔτε ἀπὸ τὴν συμπεθέρα μου.
―Ὅλο λόγια εἶσαι! εἶπεν ὁ Ἀγάλλος. Κοίταξ᾿ ἐδῶ, δάγκασε αὐτὸ τὸ χταπόδι!… Πλάκωσε ἐκείνη τὴν καβούρα μὲ τὴν κόφα ἐπίστομα, μὴ μᾶς φύγῃ! Καὶ τότε τί θὰ ψήσουμ᾿ ἐπάνω στὰ κάρβουνα!
Ἐγὼ ἤμουν ἐξαπλωμένος κατὰ πλάτος τῆς πρύμνης, ἐνανουριζόμην ἀπὸ τοὺς μαλακοὺς λικνισμοὺς τῆς βάρκας, ἀνέπνεα τὸν καπνὸν τοῦ δᾳδίου, κ᾿ ἐπροσπάθουν νὰ διακρίνω τὰ ἄστρα εἰς τὸν ἄνω βυθόν.
― Πλέον μακάριος κι ἀπὸ σένα, μοῦ εἶπεν αἴφνης ὁ Σταμάτης, ὡς νὰ ἐμάντευε τὸ κενὸν τῆς σκέψεώς μου, εἶναι ὁ Πατσοστάθης, ποὺ ροχαλίζει χωμένος εἰς ἕνα σχοῖνον, τυλιγμένος μὲ τὴν κάπα του, καί, στοιχηματίζω, πὼς ἀκούει στὰ ὄνειρά του τὸ ἀναχάρασμα τῶν γιδιῶν, ποὺ βρίσκονται πλαγιασμένα τριγύρω του.
Ἔδειξεν ἕνα μαύρισμα εἰς τὴν ἀκτήν. Ἦτο τῷ ὄντι ὁ βοσκὸς πλαγιασμένος ἐκεῖ, ἀνάμεσα εἰς τὸ κοπάδι του. Τὸν εἶχε μεθύσει τὴν ἡμέραν ὁ Σταμάτης, καὶ τὸν εἶχε πείσει ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνῃ νὰ κοιμηθῇ ἐκεῖ ἐπὶ τῆς παραθαλασσίας, ἂν ἤθελε νὰ χαλάσουν τὰ μάγια.
― Λόγῳ ὅτι αἱ ἐχθραί του, ὅσαι τὸν ἐκακομελετοῦσαν τὴν νύκτα, θὰ τὸν ὑπέθετον κοιμώμενον εἰς τὴν στάνην του, ἀλλὰ πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς πικροκυματούσας δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν ποτὲ νὰ τὸν εὕρουν τὰ μάγια.
*
* *
― Βαρύνεσαι νὰ σηκώσῃς τὸ κεφάλι νὰ κοιτάξῃς τὸν Πατσοστάθη, μοῦ εἶπεν ὁ Ἀταίριαστος. Τόσον βαριὰ σ᾿ ἐκυρίευσε τὸ ραχάτι!… Καὶ ποῦ νὰ σ᾿ ἔβλεπε τώρα, ἀπὸ πουθενά, ἡ Περμαχούλα!
― Ποιὰ Περμαχούλα; εἶπα ἐξαφνισθεὶς ἐγώ.
―Ἐκείνη ποὺ ξεύρεις… Ἡ λατρευτή σου!
― Δὲν εἶναι καμμία… λατρευτή μου! εἶπα μετὰ δυσφορίας.
―Ἄ! τὴν ἀρνεῖσαι; Ἀπὸ τώρα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον ἦθος ὁ Σταμάτης.
― Μὴν ἐτρελάθης, φίλε μου;
―Ἐγώ;… Καὶ τί σοῦ φταίω; Ἐσὺ γνωρίζεις τὸν τρόπον… Ἠμπορεῖς νὰ τὴν καταρασθῇς ν᾿ ἀσχημίσῃ κι αὐτή, ὅπως ἡ ἄλλη.
― Ποιὰ ἄλλη;
― Τοὐλάχιστον ἔτσι ἔγραφες τὰ παλαιὰ χρόνια, σ᾿ ἕνα ποίημά σου. Δὲν θυμᾶσαι;
― Πότε;
― Τὸν καιρὸν ποὺ ἔγραφες στίχους… Ὅταν ἐκατοικούσαμε μαζί, κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, στὸ Ριζόκαστρο… Ὅταν ἐγὼ εἶχα τρία χρόνια στὴν πρώτη τοῦ Γυμνασίου.
Ἐγὼ ἔκλεισα τοὺς ὀφθαλμοὺς κ᾿ ἐσιώπησα.
―Ἐνθυμοῦμαι κάτι στίχους σου… Μὰ πολὺ ρωμαντικούς… Μήπως ἐμιμεῖσο τὸν Ἀχιλλέα τὸν Παράσχον, τότε; Ἄκουσε:
Εἰς ἕνα μνῆμ᾿ ἀγνώριστον, μικροῦ κοιμητηρίου,
δὲν θέλω νὰ τὸ βλέπωσιν ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου·
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ ἀπεχθὴς ἰτέα
νὰ τὸ σκιάζῃ· καταιγὶς ἂς τὸ κτυπᾷ βιαία.
Καὶ δὲν ποθῶ θυμίαμα, δὲν θέλω ψαλμῳδίαν·
νὰ ἔλθῃς μόνον σὲ ζητῶ μίαν θαμβὴν πρωίαν,
νὰ βρέξῃς μ᾿ ἕνα δάκρυ σου τὸ διψασμένο χῶμα,
κι ἂς σβήσῃ μὲ τὸ δάκρυ σου καὶ τ᾿ ὄνομά μου ἀκόμα.
Τοὺς θυμᾶσαι αὐτοὺς τοὺς στίχους; ἠρώτησεν ὁ Σταμάτης.
― Δὲν ξέρω.
―Ἔτσι ἐτελείων᾿ ἕνα ποίημά σου. Ἕν᾿ ἄλλο ἄρχιζεν ὡς ἑξῆς:
Δὲν ἔχω πλιὰ παράπονο σ᾿ ἐσέ, δὲν ἔχω, κόρη·
τὸν πόνον ποὺ τὸ στῆθός μου ἐξέρνα, δὲν ἐχώρει,
θὰ τὸν χωρέσ᾿ ἡ ἄβυσσος, ἡ γῆ θὰ τὸν χωρέσῃ·
εἶναι βαθὺ τὸ πέσιμο ποὺ ἡ φτέρνα μου θὰ πέσῃ.
Κι αὐτοὺς τοὺς ἐξέχασες;
― Βέβαια, εἶπα.
―Ἐνθυμεῖσαι τοὐλάχιστον τὴν συνέχειαν αὐτῶν τῶν στίχων ποὺ ἔγραφες ἕναν καιρόν;
Σὺ ποὺ θάμπωσες τὸν ἥλιο,
ποὺ σ᾿ ἐζήλεψ᾿ ἡ αὐγή·
σπέρμα οὐράνιο, ριχμένο,
ποὺ σ᾿ ἐβλάστησε στὴ γῆ…
Ἐνθυμεῖσαι;
―Ὄχι.
(1908)
1. Ἤτοι χρυσὸς καὶ χρυσομηλιγγᾶτος.
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/387-04-37-ta-rodin-akrogialia-1908#A03