ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – ΤΖΑΚ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

karkavitsas andreas
Μικρά διηγήματα – “Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ”

-Ὤχ, κακὸ ποὺ μᾶς ηὖρε! κακὸ ποὺ μᾶς ηὖρε!…
– Μπὰ ποὺ νὰ πάῃ καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ!
– Νὰ εἶχε καῇ ἡ ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαλε!
– Νὰ πνιγόταν τὸ βαπόρι ποὺ τὸν ἔφερνε.
Πλατὺς κύκλος ἀπὸ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχε σχηματισθεῖ ἐμπρὸς εἰς τὴν αὐλόπορτα τῆς κυρα-Γερασιμίνας. Ἡ δεσποινὶς Κατερινιὼ ἡ δασκάλα τοῦ Βατραχονησιοῦ· ἡ Χρίστενα ἡ παχουλὴ καὶ δροσερὴ γυναίκα τοῦ μανάβη· ἡ Μαρὴ τοῦ φούρναρη καὶ ἄλλες ποὺ ἀντιπροσώπευαν ὅλας τὰς ἡλικίας καὶ ὅλους τοὺς χαρακτήρας τοῦ γυναικείου φύλου, ἦσαν μαζεμένες ἐκεῖ καὶ συνομίλουν θορυβωδῶς καὶ πολυτρόπως. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια σπάνιαι αἱ συναθροίσεις καὶ αἱ θορυβώδεις συνομιλίαι, τῶν γυναικῶν κατὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα. Ἀλλὰ τώρα εἶχαν γίνει πολὺ συχνότεραι. Γιατὶ θέμα τῆς ὁμιλίας των ἦτο ὁ Τζάκ, ὁ φοβερὸς τοῦ Λονδίνου ἀντεροβγάλτης.
Ἀπὸ μηνὸς αἱ ἐφημερίδες ἔγραφαν ὅτι οὗτος εἶχε βαρεθῆ τὰς μεγαλοπόλεις τῆς Εὐρώπης καὶ κατέβη εἰς Ἀθήνας διὰ νὰ συνεχίσῃ τὰ φοβερὰ κατορθώματά του. Ἀπὸ ἐφημερίδα εἰς ἐφημερίδα καὶ ἀπὸ στόμα εἰς στόμα, ἀπὸ τὸν γραμματισμένον εἰς τὸν ἀγράμματον διεδόθη σὲ λιγάκι εἰς ὅλας τὰς τάξεις τῆς κοινωνίας. Ἐφοβήθηκαν πολὺ οἱ ἄνδρες, ἐτρόμαξαν τὰ παιδιά, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔπαθαν πανικὸν αἱ γυναῖκες. Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Ὅλες αἱ διαδόσεις ἔλεγαν ὅτι αὐτὰς καὶ μόνον καταδιώκει ὁ κακοῦργος. Μόλις ἰδῇ γυναίκα, σὰν νὰ τὸν πιάνῃ τὸ δαιμόνιο, τραβᾷ τὸ μαχαίρι του καὶ τὴν ξεκοιλιάζει ἄψε σβῆσε. Καὶ μήπως τὸν γνωρίζῃ κανεὶς νὰ προφυλαχθῇ. Λέγουν πὼς εἶναι νέος, μόλις εἴκοσι τριῶν χρονῶν, μὲ μαῦρα μάτια καὶ μαῦρο μουστάκι. Τουλάχιστον ἔτσι τὸν παρέστησε τὸ τελευταῖον θύμα του πρὶν ξεψυχήσῃ. Ἀλλὰ μήπως ἕνας καὶ δύο εἶναι οἱ νέοι μὲ τὰ μαῦρα μάτια καὶ τὸ μαῦρο μουστάκι!
Αἱ γυναῖκες τώρα ἀνατριχίαζαν εἰς τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔπαυαν νὰ ζητοῦν τὴν αἰτίαν ποὺ τὸν ἠνάγκασε νὰ κυνηγᾷ τόσον ἄγρια τὸ φύλον των.
-Ἐγὼ βάζω τὸ κεφάλι μου πὼς κάποια τοῦ ἔκαψε τὴν καρδιά!… εἶπε μὲ ἀκλόνητη πεποίθηση ἡ κυρα-Γερασιμίνα.
-Ἔρωτας εἶναι στὴ μέση!… ἔρωτας χωρὶς ἄλλο! ἐπρόσθεσε ἡ κυρα-Φρόσω, καλοθρεμμένη χήρα, μὲ μαῦρα ροῦχα ξεβαμμένα ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ κόκκινα μάγουλα ζωηρὰ ἀπὸ τὸ φκιασίδι.
– Δὲν τὸν ἀφήνῃς τὸν κακοῦργο! ἐφώναξεν ἡ δασκάλα μὲ ἀποστροφήν. Αἱμοβόρος ἄνθρωπος!… Ἀποφόλιον τέρας!…
– Ἄχ! καὶ νὰ τὸν ἔπιαναν! Πῶς θὰ ᾿τρεχα νὰ τὸν ἰδῶ· εἶπε ἀνυπόμονη ἡ Μαρή.
– Ποιὸς νὰ τὸν πιάσῃ, καλέ! Δὲν τὸν πιάσανε ἄλλες κι ἄλλες ἀστυνομίες καὶ θὰ τὸν πιάσῃ ἡ δική μας, ἡ φαγοκοιμίστρα! ἐπρόσθεσε μὲ ἀγανάχτησιν ἡ Φρόσω. Δὲν μπόρεσαν νὰ πιάσουν τὸν κλέφτη τῆς μπουγάδας μου καὶ θὰ πιάσουν τὸν Τζάκ.
– Τί ἄγριο ὄνομα! Τζάκ! Λὲς καὶ σοῦ δίνει τὴ μαχαιριά.
– Θεὸς φυλάξοι, παιδί μου! εἶπε ἡ Γερασιμίνα ἀνατριχιάζουσα σύγκορμη.
– Καὶ δὲν ἀκοῦς καλότυχη πὼς τὶς ξεκοιλιάζει· ἐπρόσθεσεν ἡ κυρα-Θοδωριὰ καταζαρωμένη ἑξηντάρα, κάμνουσα διαφόρους μορφασμούς.
Καὶ ἐξήγησε μὲ λεπτομέρειαν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ὁ φοβερὸς κακοῦργος δολοφονεῖ τὰ θύματά του. Τὰ μόνα του ὅπλα, ἀκοῦς, εἶναι ἕνας πλατὺς δίκοπος λάζος κι ἕνα μπουκαλάκι μὲ ὑπνωτικό. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει στὸ δρόμο της τὸ κορίτσι – ἡ Ἑλένη σου νὰ ποῦμε, μακριὰ ἀπὸ λόγου της, κυρα-Γερασιμίνα μου – πλησιάζει μὲ τέχνη ὁ Τζὰκ τῆς ἀκουμπᾶ στὴ μύτη τὸ μπουκαλάκι, ἐκείνη ἐν τῷ ἅμα – ἀκοῦς!- ἐν τῷ ἅμα ὑπνωτίζεται καὶ ἐκεῖνος μὲ τὸ λάζο του τῆς ἀνοίγει τὴν κοιλιὰ σὰν πετάλι.
– Μήσθητί μου, Κύριε! Ὁ ἅδης τὸν ἔβγαλε!… ἐψιθύρισε σταυροκοπουμένη ἡ Γερασιμίνα.
Καὶ αἱ ἄλλαι γυναῖκες ἐφρικίων ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, καὶ συνεταράσσοντο κατάχλωμοι, μὲ τὰ μάτια ὀλάνοικτα ὡς νὰ ἔβλεπαν ἐμπρός των τὸν φοβερὸν κακοῦργον.
– Καὶ κυνηγάει ὅλο τὶς χῆρες…
– Τὶς ἀνύπαντρες!
Βέβαια ἡ Μαρὴ τὸ εἶπε γιὰ νὰ φοβίσῃ τὴν κυρα-Φρόσω. Ἀλλὰ ἐκείνη τὸ ἀνταπέδωκε ἀμέσως. Γιατὶ ναὶ μὲν ἦταν χήρα ἡ Φρόσω, ἀλλὰ πρὸ πολλοῦ εἶχε ἀγαπητικὸ ἕναν πλούσιο φοιτητὴ ἀπὸ τὴν Σύρα, ὁ ὁποῖος ἅμα ἔδιδε ἐξετάσεις θὰ τὴν ἔπαιρνε. Ἐπίστευε λοιπὸν ὅτι ἀπὸ καιροῦ δὲν ἐλογαριάζετο πιὰ μὲ τὶς χῆρες καὶ δὲν εἶχε νὰ φοβηθῇ τίποτα ἀπὸ τὸν Τζάκ.
– Τί τὶς χῆρες; ὅλο τὰ κοριτσάκια τ᾿ ἀνύπαντρα κυνηγάει· ἐφώναξε ἡ Θοδωριά. Ὅποια ἔχῃ ἀνύπαντρα ἂς βρῇ γαμπρούς!
Καὶ ἐκοίταξε κατάματα τὴν Γερασιμίνα σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: Γιὰ σὲ τὰ λέω καὶ ἄκου τα.
* * *
Ἡ Γερασιμίνα ἦτο σαραντάρα καὶ πλέον, ξερακιανή, μὲ ἄσπρα μαλλιὰ εἰς τὸ κεφάλι καὶ μέτρια καμπούρα εἰς τὴν ράχη. Ἦτο δεκαπέντε χρόνια χήρα καὶ δὲν εἶχε ἀπὸ τὸν ἄντρα της παρὰ ἕνα σπιτάκι σὲ κεντρικὸ μέρος τῆς συνοικίας καὶ μία κόρη τὴν Ἑλένη. Ἀπὸ τὸ νοίκι τοῦ ἀπάνω πατώματος εἶχε εἰσόδημα τριάντα πέντε δραχμὲς καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλένη πολλὲς σκοτοῦρες.
Ὅ,τι ὅμως ὑπέφερε τόσα χρόνια ὅλα τὰ ἐλησμόνει ὅταν ἔβλεπε τὴν κόρη της. Τώρα ἐδούλευαν καὶ οἱ δύο. Ἡ Γερασιμίνα ἔπλυνε τὰ ἀσπρόρουχα· ἡ Ἑλένη εἰργάζετο εἰς μοδιστράδικο μὲ ἡμεροκάματο μίας δραχμῆς. Εἶναι ἀλήθεια μικρὰ καὶ τιποτένια ἡ πληρωμή, ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Μὲ αὐτὴν καὶ τὶς οἰκονομίες της θὰ κατόρθωνε σιγὰ-σιγὰ νὰ κάμῃ τὴν προίκα της καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν συλλογισμόν, κύμα θερμὸν εὐφροσύνης ἔτρεχεν εἰς ὅλην τὴν ὕπαρξιν τῆς Γερασιμίνας καὶ μισογελοῦσαν τὰ χείλη, ἐνῷ ἐκοκκίνιζαν τὰ μαραμένα μάγουλα.
Ἀλλὰ τώρα εἰς τοὺς λόγους τῆς γειτόνισσας ὅτι ὁ Τζὰκ μαχαιρώνῃ κατὰ προτίμησιν τὰ κορίτσια τὰ ἑτοιμόγαμα, ἐτινάχθη ἀπὸ τὴν πέτραν ὅπου ἐκάθητο ὀρθία καὶ τὴν ἐκοίταξε ἐρωτηματικά.
– Ποιὸς σοῦ τὸ εἶπε;
– Τί ποιὸς μοῦ τὸ εἶπε; Δὲ ρωτᾶς ὅ,ποιον θέλεις… Δὲ ρωτᾶς τὸ Γιάννη μου…
Ἀλλὰ τί ἀνάγκη νὰ ἐρωτήσῃ τὸν Γιάννη ἡ Γερασιμίνα; Ἐνθυμεῖτο τώρα ὅτι τὸ εἶχε ἀκούσει καὶ ἀπὸ ἄλλους πρίν. Καὶ ὁ μπακάλης τῆς τὸ εἶπε καὶ ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας καὶ ὁ μανάβης χθὲς ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ λάχανα, τὴν ἐκοίταξε κατάματα καὶ τῆς εἶπε σοβαρά:
– Τήραξε γρήγορα νὰ παντρέψῃς τὴν Ἑλένη. Τώρα ἡ πτωχὴ μητέρα ἔτρεμεν ἀπὸ φόβον.
Ἐσκέφθη ὅτι ἡ κόρη της δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ἀπὸ τὴν μοδίστρα καὶ ἄρχισε νὰ βάνῃ μὲ τὸν νοῦν της χίλια κακά. Ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησίαν τῆς ἄφησε τὴν συντροφιὰν καὶ ἀργὰ βαδίζουσα ἔφθασε εἰς τὴν γέφυραν τοῦ Ἰλισοῦ καὶ ἐκοίταξε μὲ περιέργειαν γύρω.
– Μὰ πῶς δὲ φαίνεται ἀκόμη! ἐψιθύρισε μὲ ἀδημονίαν.
Καὶ κάτι τῆς ἕσφιγγε τὸν λαιμόν. Ἡ καρδιά της ἐβροντοκτύπα ἀπὸ προσδοκίαν, ἐνῶ δύο δάκρυα ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ γεροντικὰ μάτια της ἕτοιμα νὰ κυλισθοῦν καταγῆς.
Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει ἀπὸ ἀρκετῆς ὥρας, καὶ μόλις αἱ ἀνταύγειαί του διετηροῦντο ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὰ ξανθὰ μάρμαρα τῆς Ἀκροπόλεως. Τὰ ἄστρα εἶχαν ἀναφανεῖ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο εἰς τὸν γαλανὸν οὐρανόν· οἱ φανοὶ τοῦ φωταερίου ἀνάψανε εἰς τὴν πλατείαν τοῦ Ζαππείου· ἕνα πρὸς ἕνα ἐφωτίζοντο ὡς λαμπρὰ σκαλοπάτια τὰ σπίτια ποὺ ἐσκάλωναν εἰς τοὺς γύρω λόφους, οἱ περιπατηταὶ ἔγιναν ἀραιοὶ καὶ μόνον οἱ φωνὲς μίας συντροφιᾶς παιδιῶν ἠκούοντο συγχεόμεναι μὲ τὸν ἀδιάκοπον καὶ βαθὺν θόρυβον τῆς πόλεως. Καὶ ὅσον ἐπροχωροῦσε ἡ νύχτα τόσον περισσότερον ἀνησυχοῦσεν ἡ Γερασιμίνα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ ἄλλοτε ἀργοῦσε ἡ Ἑλένη, ὅταν εἶχαν βιαστικὴ δουλειὰ εἰς τὸ κατάστημα καὶ ἠναγκάζετο νὰ πηγαίνῃ ἡ ἴδια πρὸς ἀναζήτησίν της. Ἀλλὰ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τόσες διαδόσεις, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐβράδυνε χωρὶς κακὸ τὸ κορίτσι της:
– Μπά! Δὲν εἶναι γιὰ καλό! ἐψιθύρισε σταυροκοπουμένη.
Καὶ σχεδὸν μισοκλαίουσα ἀπεφάσισε νὰ πάῃ ἕως τὸ κατάστημα νὰ πληροφορηθῇ. Μόλις ὅμως ἔκαμε ὀλίγα βήματα ἀπὸ τὴν γέφυραν καὶ διέκρινε μακρὰν ἀπὸ τὸ καμαρωτὸν περπάτημά της τὴν κόρην σπεύδουσαν μὲ τὸ δέμα εἰς τὴν μασχάλην. Πλησίον της ὅμως εἶδε νὰ βαδίζῃ καὶ ἄλλην σκιὰν ἀνδρικὴν αὐτήν, καὶ ἐλαχτάρισε φαντασθεῖσα εὐθὺς τὸν Ἀντεροβγάλτην.
– Ἔλα κορίτσι μου, τώρα! ἐφώναξε δυνατά.
– Ἐδῶ εἶσαι, καλέ! ἀπάντησε ἡ κόρη.
Ἀλλ᾿ οὔτε ἡ ταραγμένη φωνή της, οὔτε ἡ κίνησις τοῦ συντρόφου της, ποὺ ἐστάθη παράμερα διέφυγε τὴν γριάν. Τὸ ἐναντίον μάλιστα. Ἡ Γερασιμίνα ἐγνώρισεν ὅτι ἦτο ὁ Γιάννης, ὁ γιὸς τῆς γειτόνισσας, τὸν ὁποῖον τῆς ἐσύσταιναν νὰ ἐρωτήσῃ διὰ τὸν Τζάκ. Καὶ ἔτσι ὅμως δὲν ἡσύχασε, ἀλλὰ περισσότερον δυσαρεστήθη.
– Μπά! συντροφιὰ μοῦ ᾿ρχεσαι! εἶπε μὲ θυμὸν εἰς τὴν θυγατέρα της.
Καὶ ὅλον τὸν δρόμον ὥσπου ἔφθασαν εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἔπαυσε νὰ ψιθυρίζῃ βρισὲς ἐναντίον τοῦ συντρόφου τῆς Ἑλένης. Διότι ἡ Γερασιμίνα ἐγνώριζε ἀπὸ καιρὸν ὅτι ἡ κόρη της ἠσθάνετο τὴν καρδιὰ τῆς κλίνουσαν πρὸς τὸν Γιάννη.
* * *
Καὶ δὲν ἠπατᾶτο καθόλου ἡ Γερασιμίνα. Ὁ Γιάννης ἦτο κοντόχοντρος νέος, εἴκοσι χρονῶν, τσαγκάρης τὸ ἐπάγγελμα καὶ κούτσαβος κατὰ συνήθειαν. Μυτερὰ παπούτσια, πλατὺ πανταλόνι, κόκκινο ζωνάρι καὶ ρεπούμπλικα κάτω της ὁποίας πρὸς τὸ μέτωπον, ἐπρόβαλαν λαδωμένες ἀφέλειες. Τὶς καθημερινὲς ἐδούλευε μεροκάματο, καὶ τὶς γιορτὲς ἐχόρευε μὲ τὴν λατέρνα εἰς τὴν πλατείαν τῆς συνοικίας. Ἡ Θοδωριὰ ἡ μάνα του τὸν ἐκαμάρωνε περισσότερο γιὰ τὸν χορὸν τοῦ παρὰ γιὰ τὴν δουλειά του. Ὧρες καθόταν καὶ τὸν κοίταζε νὰ γυρίζῃ σὰν σβούρα στὶς μύτες τῶν παπουτσιῶν του, ὅταν ἐχόρευε τὸ χασάπικο, καὶ συχνὰ ἔλεγε μὲ περηφάνια εἰς τὶς ἄλλες γυναῖκες.
– Τί ἐλεύθερος, καλὲ γειτόνισσές μου! τί ἐλεύθερος! Δὲ χορεύει· πετάει σὰ γεράκι.
Ὅμως ἀπὸ αὐτὰ κι αὐτὰ ἡ Γερασιμίνα καθόταν στὰ κάρβουνα. Δὲν τὸ ἤθελε τὸ γεράκι κοντὰ εἰς τὴν περιστέρα της. Ὁ Γιάννης, ἐκτὸς ποὺ ἦταν καυγατζῆς καὶ σκροποχέρης, εἶχε μητέρα νὰ θρέψῃ καὶ μίαν ἀδελφὴ νὰ ὑπαντρέψῃ. Καὶ δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο τοῦ χέρια. Εἰς τὸ σπίτι ἐκάθοντο μὲ νοίκι. Ὅταν τὴν αὐγὴν ὁ Γιάννης ἐπήγαινε εἰς τὴν πόλιν νὰ πιάσῃ δουλειά, μὲ τὸ τσιγάρο εἰς τὸ στόμα καὶ τὰ χέρια εἰς τὶς τσέπες τοῦ πανταλονιοῦ, ἐτύχαινε πολλὲς φορὲς καὶ ἡ Ἑλένη νὰ πηγαίνῃ μὲ τὸ δεματάκι της εἰς τὴν μασχάλην. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ ἐγύριζεν ὁ ἴδιος εἰς τὸ σπίτι, νωθρὰ σύρων τὰ παπούτσια του εἰς τὸν δρόμον καὶ συρίζων τραγουδάκια τοῦ παλκοσένικου, ἐτύχαινε νὰ γυρίζῃ καὶ ἐκείνη μὲ τὸ ὑπόπτερον βάδισμά της, ὡσὰν βιαζομένη νὰ φθάσῃ εἰς τὴν μητέρα της. Τότε εἰς τὰ συναπαντήματα ἐκεῖνα ἐγνωρίσθηκαν ἀμοιβαίως. Καὶ ἐπειδὴ ἡ νεότης ἔχει πάντα τὴν καρδιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ πρόθυμα ἀνταποδίδει τὴν φιλίαν, οἱ δύο νέοι γρήγορα ἐφιλιώθησαν τόσον, ὥστε δὲν ἄργησε ὁ ἕνας νὰ ὁμολογήσῃ εἰς τὸν ἄλλον, τὸν πόθον ποὺ εἶχαν καὶ οἱ δύο, νὰ πηγαίνουν μαζὶ εἰς τὴν ἐργασίαν καὶ μαζὶ νὰ γυρίζουν τὸ βράδυ εἰς τὸ σπίτι τους. Ἐπειδὴ δὲ πρώτη ὁμολογία τοῦ ἔρωτος εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλει καθένας γιὰ νὰ κρύψῃ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὰ αἰσθήματά του, οἱ δύο νέοι ἐγνωρίσθησαν περισσότερον ὅταν ἐσυμφώνησαν νὰ φυλάσσονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς των.
Ἀλλὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τους ἔγινε περισσότερη. Μέχρις οὗ ὁ Γιάννης τὸ εἶπεν εἰς τὴν μάνα του καὶ ἐκείνη ἔπειτα ἀπὸ μερικοὺς δισταγμοὺς ἀπεφάσισε νὰ τὸ προτείνῃ εἰς τὴν κυρα-Γερασιμίνα. Ἀλλὰ ἡ γριὰ ἀμέσως ἔδειξεν ὅτι οὔτε ν᾿ ἀκούσῃ ἤθελε τέτοιο γάμο. Τὴν κόρη της αὐτὴ δὲν τὴν εἶχε γιὰ τὸν Γιάννη· ἂς τὸ βγάλῃ ἀπὸ τὸν νοῦν του!… Καὶ σήμερα τὰ ἴδια ἐξηκολούθει νὰ καλαναρχᾷ εἰς τὴν θυγατέρα της, θυμωμένη ποὺ τὴν εἶδε πάλιν μὲ τὸν νέον ὑποδηματοποιόν.
– Συντροφιὲς ἔ! Δὲν μπορεῖς, βλέπεις, νὰ ᾿ρθῃς μοναχή σου! – ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἡ γριά.
– Μοναχή μου, βέβαια! εἶπε μιξοκλαίουσα ἡ Ἑλένη. Δὲν ἀκοῦς τί γίνεται μὲ τὸν ἀντεροβγάλτη.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κακούργου ἡ Γερασιμίνα ἔπαυσεν ἀμέσως τὶς φωνές της. Ὁ θυμός της κατέπεσε διὰ μιᾶς ὅπως μετὰ ψυχρολουσίαν καὶ τὸ ρίγος ἐπέρασε πάλιν ὅλον της τὸ σῶμα.
– Τί ἄκουσες νυφούλα μου; ἐρώτησε σιγὰ τὴν θυγατέρα της. Ἀλήθεια πῶς κυνηγάει τὰ κορίτσια;…
– τὰ ἑτοιμόγαμα· ἐσυμπλήρωσεν ἀμέσως ἡ κόρη. Βέβαια. Δὲν ἄκουσες ποὺ ξεκοίλιασε ἕνα στὴ Βάθεια.
– Πότε:
– Ψὲς – ὄχι, σήμερα τὸ μεσημέρι.
– Τί λές;
-Ἐκεῖνο ποὺ λέω. Καὶ ἦταν ἀρραβωνιασμένο. Τὴν Κυριακὴ θὰ γινόταν ὁ γάμος της.
– Ὢχ ἀλλοίμονό μου τῆς ἄμοιρης! … ἐφώναξεν ἡ γριὰ κοιτάζουσα φοβισμένη τὴν θυγατέρα της.
– Ἂμ βέβαια! ἐψιθύρισεν ἡ κόρη δειλά. Ὁ ἕνας δὲν τῆς ἀρέσει, ὁ ἄλλος τῆς βρομάει. Νὰ μὴ μᾶς χαιρετίσῃ κανείς! νὰ μὴ μᾶς συντροφέψῃ κανένας!
* * *
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀλλὰ ὁ ὕπνος δὲν ἐκάθιζε εἰς τὰ βλέφαρα τῆς κυρα-Γερασιμίνας. Τὰ λόγια της μάνας τοῦ Γιάννη, ἡ συμβουλὴ τοῦ μανάβη, τὰ λόγια τοῦ παπᾶ ποὺ ἔφτυσε τρὶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρό του εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κακούργου ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ τοῦ Ὀξαποδῶ, ἐγύριζαν κι ἑξαναγύριζαν εἰς τὸ κεφάλι τῆς γριᾶς διασταυρούμενα μεταξύ των ὡς ἀστραπαὶ εἰς νεφελώδη οὐρανόν. Ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ Γερασιμίνα ἐσκέπτετο τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε ἡ θυγατέρα της ἀπόψε. Ἡ μητρική της στοργὴ εὕρισκε μέσα εἰς αὐτὰ κάποιαν διαμαρτυρίαν, κάποιο παράπονο τῆς δροσερᾶς νεότητος καὶ τῆς ζωῆς ἐν γένει, ποὺ ἐκινδύνευε. Καὶ εὕρισκεν ὅτι ἐκινδύνευεν ὄχι διὰ τίποτ᾿ ἄλλο ἀλλὰ διὰ τὴν μωρὰν ἐπιμονήν της, νὰ μὴ δεχθῇ ὡς γαμπρόν της τὸν Γιάννη, τὸ παιδὶ τῆς Θοδωριᾶς.
Ἀλλὰ μήπως καὶ αὕτη τὸ ἔκαμε γιὰ κακό! ἐσυλλογίζετο τώρα ἡ Γερασιμίνα, θέλουσα νὰ δικαιολογηθῇ εἰς τὸν ἑαυτόν της. Κάθε γονιὸς γιὰ τὸ καλό τοῦ παιδιοῦ του φροντίζει. Ἤθελε νὰ πανδρέψῃ τὴν κόρη της· ἀλλὰ ἤθελε νὰ τῆς δώσῃ ἄνδρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον νὰ μὴ στερηθῇ τουλάχιστον τὸ ψωμάκι. Ἀλήθεια ὁ Γιάννης ἦτο καλός· ψυχὴ μάλαμα· ἀλλὰ τί νὰ τὸν κάμῃς ποὺ ἦτο πτωχός· εἶχε καὶ συνάλλαγμα νὰ ἐξοφλήσῃ – τὴν ἀδελφή του. Ἐνῷ ὁ διπλανὸς μπακάλης, ποὺ εἶχε παραμεστωμένον ἀπὸ ἐμπορεύματα τὸ μαγαζί του, ἐφαίνετο πολὺ προτιμότερος. Ἦτο βέβαια ἡλικιωμένος, εἶχε περάσει τὰ πενήντα ἀλλὰ εἶχε γεμάτο τὸ πουγκί. Ὅτι εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν ἰδέα του γιὰ τὴν Ἑλένην, δὲν ὑπῆρχεν ἀμφιβολία. Ὅταν ἡ Γερασιμίνα ἐπήγαινε εἰς τὸ μαγαζί του τῆς ἔκανε τόσες περιποιήσεις καὶ τὴν ἐρωτοῦσε συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὴν κόρη της. Ὅταν λοιπὸν μία μάνα ἔχει τόσες καλὲς ἐλπίδες γιὰ τὴν τύχην τῆς κόρης της, βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ βιασθῇ νὰ τὴν δώσῃ σὲ χειρότερα.
– Μπόραγα νὰ κάμω ἀλλιῶς; ἐρωτοῦσε μονάχη της.
Ἀλλὰ τώρα παρεδέχετο καὶ αὐτὴ ὅτι ἔπρεπε νὰ βιασθῇ. Ὁ μπακάλης δὲν ἔλεγε οὔτε ναὶ οὔτε ὄχι. Καὶ ὅμως ἡ Ἑλένη της εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ προστασίαν, ἰσχυρὰν προστασίαν. Ἄσε ποὺ μπορῇ νὰ κλείσῃ ἔξαφνα καὶ ἐκείνη τὰ μάτια της καὶ νὰ τὴν ἀφήσῃ εἰς τοὺς πέντε δρόμους! Καὶ τόσο ζωντανὴ ἐφάνη εἰς τὴν φαντασίαν της ἡ ἐρημιὰ τῆς κόρης της ὥστε ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ἀλλάζῃ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε πρὶν διὰ τὸν Γιάννη. Καλὸ παιδὶ καὶ αὐτός! γερός, δουλευτής. Πῶς εἶναι μαχαιροβγάλτης; Ἀλλὰ τάχα καὶ αὐτὸ δὲ χρειάζεται εἰς τοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε; Ἂς πάρῃ τὰ μοῦτρα του ὁ κύριος Τζὰκ νὰ φανῇ μπροστά του. Ἔπειτα τὴν ἀγαπάει τὴν Ἑλένη.
– Δώσ᾿ μου τὴν Ἑλένη κι ἂς εἶναι μὲ τὸ πουκάμισο! τῆς εἶχε εἰπεῖ κάποτε γιὰ νὰ δείξῃ πὼς ἐκείνη ἀγαπᾶ καὶ ὄχι τὴν προίκα της.
Ἔ! Ἀφοῦ ἀγαπιόνται ἂς ζήσουν τὰ παιδιά της· κατέληξεν ἡ γριά. Καὶ ἅμα μέσα εἰς τὶς σκέψεις της αὐτὲς ἐτύχαινε νὰ καταβάλλεται ἡ γεροντική της κράσις καὶ νὰ βυθίζεται εἰς νάρκην, ὁ Ἀντεροβγάλτης πελώριος μὲ μακριὰ μαῦρα μουστάκια καὶ γενειάδα δασείαν, μὲ δύο μάτια φλογερὰ καὶ μεγάλα ὡς ἄστρα, ἐφαίνετο ἔξαφνα νὰ μπαίνῃ ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας, μὲ γιγάντια μάχαιρα εἰς τὸ ἕνα χέρι καὶ παμμεγίστη μποτίλια εἰς τὸ ἄλλο. Καὶ τίποτε δὲν ἐζήτει ἐκεῖ ὁ κακὸς ἄνθρωπος παρὰ νὰ ξεκοιλιάσῃ τὴν θυγατέρα της. Τότε ἡ γριὰ ἐτινάζετο εἰς τὸ στρῶμα ἔξαλλος καὶ ἅπλωνε τὰ χέρια πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ ὅπου ἐκοιμᾶτο ἡ Ἑλένη καὶ γιὰ πολλὴν ὥραν ἐκοίταζε τὸ πρόσωπόν της, θέλουσα εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς ποὺ ἔχυνε ἐπάνω της ἡ κανδήλα τοῦ εἰκονίσματος νὰ καμαρώσῃ τὰ χαρακτηριστικά της. Καὶ ἔξαφνα τὰ μητρικά της αἰσθήματα ἐκυρίευσαν τόσον τὴν καρδιάν της, ὥστε ἕσφιξε τὴν κόρην εἰς τοὺς κόλπους τῆς σπασμωδικῶς χύνουσα ἄφθονα δάκρυα.
– Τί ἔχεις μαμά; ἐρώτησε ἡ κόρη ἐξυπνῶσα κατατρομαγμένη.
– Τίποτα κόρη μου! τίποτα νυφούλα μου… εἶπε ἡ γριὰ τρυφερά. Ναί· αὔριο θὰ σὲ δώσω τοῦ Γιάννη… τ᾿ ἀπεφάσισα.
Μόλις ἐξημέρωσεν ἡ κυρα-Γερασιμίνα ἦτο στὸ πόδι. Περισσότερον ἀνυπομονοῦσε τώρα αὐτὴ παρὰ ἡ Ἑλένη. Τὴν εὕρισκε μάλιστα τόσον φυσικὴν τὴν ἀπόφασίν της ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐξηγήσῃ πῶς ἐμπόδισε τόσον καιρὸν αὐτὸν τὸν γάμον, ἀφοῦ ἐπρόκειτο νὰ εὐτυχήσουν ὄχι μόνον οἱ δύο νέοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια. Καὶ ἡ ἀνυπομονησία της ἔγινε μεγαλύτερη ὅταν ἀνοίξασα τὴν πόρτα της εἶδε τῆς γειτόνισσας κλειστὴν ἀκόμη. Γοῦστο εἶναι νὰ ἔφυγαν πρωὶ-πρωὶ καὶ νὰ περιμένῃ ὡς τὸ βράδυ. Καὶ ἂν δὲν ἔρθουν τὸ βράδυ κι ἂν δὲν ἔρθουν οὔτε αὔριο; Καὶ ποῦ νὰ πῆγαν: Μὴν ἐπῆγαν στὸν Περαία; Μὴν ἄλλαξαν κατοικία; Μὴν τὸν πάντρεψε σώγαμπρο πουθενὰ τὸν Γιάννη ἡ κυρα-Θοδωριά; Ὅλα γίνονται. Ὁ διάβολος ἅμα θέλῃ νὰ χαλάσῃ μία δουλειὰ ὅλα τὰ καταφέρνει… Ἡ Γερασιμίνα ἔπινε τὸν καφέ της, ἐσυλλογίζετο καὶ ὅσο ποὺ δὲν ἔκλαιε.
Τέλος ἄνοιξε ἡ ἀπέναντι πόρτα καὶ ἡ Θοδωριὰ ἐχαιρέτισε πρώτη. Ἡ Γερασιμίνα ἤθελε νὰ πετάξῃ μία στιγμή, νὰ κάμῃ τὴν πρότασή της καὶ νὰ τελειώσουν μία ὥρα ἀρχύτερα. Ἀλλὰ πράγμα παράδοξον – κάτι τῆς ἕσφιξε τὴν καρδιὰ καὶ ἐδίστασε. Ἡ ἰδέα τῆς παλαιᾶς της διαγωγῆς, ὁ πρόστυχος τρόπος μὲ τὸν ὅποιον ἄλλοτε ἀπέρριψε αὐτὴ τὰς προτάσεις των, ἦλθε τώρα καὶ τὴν ἐκάρφωσε εἰς τὸ κατώφλι της. Δὲν ἦτο τάχα δίκαιο νὰ τῆς φερθοῦν ἔτσι κι ἐκεῖνοι τώρα;
– Καλημέρα, θειὰ-Γερασιμίνα;
Ὁ Γιάννης ἐπέρασε κοντὰ καὶ τὴν ἐχαιρέτησε μὲ πολὺν σεβασμόν. Καὶ ἡ μητέρα του ποὺ ἤρχετο ἀπὸ πίσω μὲ τὴν στάμνα, τὴν ἐχαιρέτησε καὶ ἐκείνη μὲ μαλακὸ καὶ γλυκὸ χαμόγελο.
– Καλημέρα κι ἀπὸ κοντά, γειτόνισσα. Πῶς πέρασες ἀπόψε;
Ἡ Γερασιμίνα ἐμαγεύθη ἀπὸ τὴν καλοσύνη καὶ τῶν δύο. Καρδιὲς μία φορά! Ρουμπίνια νὰ βάλῃς δὲ ζυγιάζονται. Ἐπῆρε τέλος θάρρος, ἕσφιξε τὸν ἑαυτό της καὶ τοὺς ἔκραξε μὲ τ᾿ ὄνομα.
– Γιάννη! κυρα-Θοδωριά!… κοπιάστε μέσα μία στιγμή!
-Ἐλυπήθηκ᾿ ἡ καρδιά σου ἐπὶ τέλους! ἐφώναξε μὲ χαρὰ ἡ Θοδωριά.
Ἡ Γερασιμίνα ἔκαμε πὼς δὲν ἄκουσε. Ἐμπῆκε πρώτη εἰς τὸ σπίτι, ἄναψε τὸ καμινέτο, ἔβαλε νερὸ εἰς τὸ μπρίκι καὶ τὸ ἐτοποθέτησε ἀπάνω. Ἔπειτα ἐσυμπλήρωσε τὴν πρόσκλησή της:
– Νά, πάρτε ἕναν καφέ…
Μάνα καὶ γιὸς ἐκοιτάχθηκαν μὲ ἀπορία. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς κάλεσε! νὰ πάρουν ἕναν καφέ; Τάχα δὲν ἔχουν καφὲ στὸ σπίτι τους; Ἡ Θοδωριὰ ἑτοιμάζετο νὰ ζητήσῃ ἐξηγήσεις, ἀλλὰ ἐμπῆκεν ἡ Ἑλένη δροσερὴ καὶ χαρούμενη καὶ ἄρχισε νὰ φιλῇ τὴν γειτόνισσά της σὰν νὰ εἶχε νὰ τὴν ἰδῇ χρόνους. Σύγκαιρα τὰ μάτια της λαμπερὰ καὶ γελαστὰ ἔπαιζαν τοῦ νέου, δίνοντάς του ὑπόσχεση πὼς ὅλα ἐτελείωσαν πιά.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀκούστηκε ἔξω δυνατὴ φωνή:
-Ἐφημερίδες! καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἀντεροβγάλτη!…
– Τί, τί, τί; ἔκαμε ἡ Γερασιμίνα.
Ἄ! τὸ τέρας!… ἐφώναξε ἡ Ἑλένη.
– Τὸν ἔπιασαν τέλος πάντων! εἶπε μὲ ἀνακούφισιν ἡ Θοδωριά.
Ὁ Γιάννης ἐβγῆκεν εἰς τὴν πόρτα, ἀγόρασε τὴν ἐφημερίδα καὶ ἀφοῦ ἐκοίταξε ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ διαβάζῃ δυνατά:
– Τέλος ἀπηλλάγη ἡ πόλις μᾶς – τί λέγομεν ἡ πόλις μας, ὁ κόσμος ὅλος καὶ ἴδια ὁ γυναικεῖος – ἀπηλλάγη ἑνὸς ἐφιάλτου. Ὁ Τζάκ, ὁ φοβερὸς Τζὰκ ὁ ἀντεροβγάλτης δὲν θὰ διαπράξῃ πλέον τὰ στυγερὰ αὐτοῦ κακουργήματα. Ὁ πέλεκυς τῆς Δικαιοσύνης τάχιστα θὰ ἐπιπέσει βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου του…
– Δόξα σοι ὁ Θεός!… ἐστέναξε ἡ Γερασιμίνα.
– Γειτόνισσα, πάει ὁ καφές!… ἐφώναξε βιαστικὰ ἡ Θοδωριά.
Ἀληθινὰ ἡ γριὰ τόσον εἶχεν ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰ νέα της ἐφημερίδας, ὥστε δὲν ἐπρόσεχε καθόλου εἰς τὸ μπρίκι. Ὁ καφὲς φούσκωσε, ἐχύθη καὶ ἔσβησε τὸ καμινέτο.
-Ὤ!… ἔκαμεν ἡ γριὰ μὲ θλίψιν. Νὰ βάλω ἄλλον.
-Ὄχι, δὲν εἶναι ἀνάγκη, θεία-Γερασιμίνα· εἶπε ὁ Γιάννης. Ὥρα νὰ πηγαίνω.
– Νὰ μὴν πάρτε ἕναν καφέ!… Δὲ γίνεται ἐπέμενε ἡ γριά.
– Δὲν εἶναι καιρός, μητέρα· εἶπε στενοχωρημένη καὶ ἡ Ἑλένη. Πὲς ὅ,τι ἔχεις νὰ εἰπῇς καὶ νὰ πηγαίνῃ.
– Ἄργησα μάλιστα καὶ θὰ φάω πρόστιμο· εἶπε ὁ Γιάννης, παίζοντας νευρικὰ τὴ ρεμπούπλικα στὸ χέρι του.
– Βγάλε τον πιὰ τὸ λόγο σου καὶ δὲ θὰ σὲ κρεμάσουν!… εἶπε μὲ γέλιο καὶ ἀγανάκτηση μαζὶ ἡ Θοδωριά.
Ἡ κυρα-Γερασιμίνα βρέθηκε στενοχωρημένη. Ἀλήθεια τί εἶχε νὰ τοὺς εἰπῇ; Ὁ ἀντεροβγάλτης ἐπιάστηκε· δὲν τὸν ἐφοβόταν πιά. Ὁ μπακάλης ἦταν ἐκεῖ μὲ τὸ ἐμπορικό του τίγκα. Γιατί νὰ βιαστῇ; Ἀπόφευγε ὅσο ἠμποροῦσε τὰ μάτια τῆς κόρης της. Γύρισε σὰν νὰ ζητοῦσε κάτι καὶ τέλος ἔσκυψε, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πόδι της μία μισολιωμένη παντόφλα καὶ τὴν παρουσίασε στὸ Γιάννη.
– Εἶπα, γιὲ μ᾿, κάνε μου τὴ χάρη νὰ τὴν μπαλώσεις. Τὸ βράδυ ποὺ θὰ γυρίσῃς μοῦ τὴ φέρνεις. Δὲν ἔχω ἄλλη καὶ θὰ βάλω τὰ καλά μου σήμερα ὅλη μέρα. Κι ὅ,τι κάνει θὰ σὲ πληρώσω…
Ὁ νέος ἅπλωσε μηχανικὰ ἐπῆρε τὴν παντόφλα καὶ ἐστάθη ἀκίνητος ἐκεῖ, κατάχλωμος, μὲ τὰ χείλη τρέμοντα, τὰ μαλλιὰ σηκωμένα. Ἡ Ἑλένη ἐκοίταζε πότε αὐτὸν πότε τὴ μάνα της καὶ πότε τὴ Θοδωριὰ κατάπληκτη κι ἐκείνη καὶ ὅλο ἐψιθύριζε σὰν ἀποβλακωμένη.
– Τί λέει! τί λέει! τί λέει!…
Καὶ ἡ κυρα-Θοδωριὰ ἔπαθε τὴν ἴδια κατάπληξη· ἀλλὰ συνῆλθε ἀμέσως. Γρήγορα ἔνιωσε τὴν μεταβολὴ τῆς γειτόνισσάς της καὶ τὴν ἀφορμὴ ποὺ τὴν ἐγέννησε.
– Πήγαινε, παιδί μου· εἶπε εἰς τὸν γιό της ἥσυχα παίρνοντας τὴν ἐφημερίδα ἀπὸ τὰ χέρια του. Πήγαινε. Δὲν εἶναι λόγος νὰ χάσῃς τὸ μεροκάματο σήμερα.
– Μαμά!… ἐφώναξε μὲ παράπονο ἡ κόρη. Ἡ Γερασιμίνα ἐφαίνετο ἀφοσιωμένη εἰς τὸ νὰ σφογγίζῃ τοὺς καφέδες ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ οὔτε ἐγύρισε νὰ ἰδῇ τὴν κόρη της.
– Μὰ τί μᾶς διάβασες παιδί μου! εἶπε ἔξαφνα ἡ Θοδωριὰ παίζοντας ταυτοχρόνως τὸ μάτι καὶ εἰς τοὺς δύο νέους. Δὲν εἶδες παρακάτω;
Καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζῃ δυνατὰ καὶ χτυπητά: «Κατὰ δυστυχίαν, ὅλα εἶναι ψεύματα. Ὁ φοβερὸς Ἄγγλος καὶ πάλιν ἐλεύθερος. Ἐκεῖ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν εἰς τὴν ἀνάκρισιν ἐξέφυγε ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ χωροφύλακα – κουλαμάρα ντέ! – φόρα τὴν κάμα καὶ ἀνοίγει σὰν πετάλι τὴν κόρη τοῦ Διαφεντῆ – ἑτοιμόγαμη κοπέλα εἴκοσι χρονῶν.»
– Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιά! … διέκοψεν ἡ Γερασιμίνα.
– Μπὰ τὸ τέρας!… εἶπε ἡ Ἑλένη κοιτάζοντας μὲ κρυφὴ χαρὰ τὸν τρόμον τῆς μάνας της.
– Τὸν ἐπίασαν τουλάχιστον; ἐρώτησεν ἡ Γερασιμίνα.
– Μπά! δὲν ἀκοῦς τί λέει; ἔκαμε ἡ Θοδωριὰ καὶ ἄρχισε πάλι τὸ διάβασμα. Ἡ ἐξουσία ἐτράπη πρὸς καταδίωξίν του. Λέγεται ὅτι ὁ κακοῦργος διευθύνεται στὸ Βαθρακονήσι….
– Πὼ πὼ πὼ πώ!… ἠκούσθη ἡ φωνὴ τῆς Γερασιμίνας. Καὶ συγχρόνως ὅρμησε καὶ ἔκλεισε δυνατὰ τὴν πόρτα μὲ τὸν σύρτη.
– Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, κορίτσι μου· εἶπε τρέμουσα ὁλοκορμη. Δὲν θὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν πόρτα μας βῆμα.
– Καὶ βέβαια! εἶπε ἡ Θοδωριά. Καλὲ τί ᾿ναι τοῦτο ποὺ μᾶς ηὖρε! Νὰ μὴν ὁρίζουμε τὰ παιδιά μας!..
Οἱ δύο νέοι τὴν ἐκοίταζαν μὲ θαυμασμόν: Πῶς τὰ καταφέρνει, καλέ!
-Ἐγὼ θὰ φύγω ὡστόσο· εἶπε ὁ Γιάννης. Δὲ θὰ γλυτώσω, φοβᾶμαι τὸ πρόστιμο.
– Θὰ μᾶς ἀφήσῃς μονάχες! … ἐψιθύρισεν ἡ Ἑλένη τρομασμένη τάχα.
Ὁ Γιάννης ἐκίνησε νὰ φύγῃ, ἔφτασε εἰς τὴν πόρτα καὶ κοντοστάθηκε.
– Λοιπόν, θεία-Γερασιμίνα; ἐρώτησε μὲ χαμόγελο· ποιὰ θὲς νὰ πάρω νὰ μπαλώσω;
– Τὴν παντόφλα ἢ τὴν… κυρα-Λένη; ἐπρόσθεσε γελαστὴ ἡ Θοδωριά.
Ἡ γριὰ τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀγωνίαν. Ἔριξε τὰ μάτια εἰς ὅλα γύρω, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα σὰν νὰ τοὺς ἐζητοῦσε συμβουλὴ καὶ τέλος ἀπάντησε σὰν νὰ παραμιλοῦσε:
– Πάρ᾿ τες καὶ τὶς δύο! πάρ᾿ τες μὲ τὴν εὐχή μου!…
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/andreas_karkabitsas/dihghmata_toy_gylioy.htm#%CE%A4%CE%96%CE%91%CE%9A

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ