ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Μίαν πρωίαν πρὸ τριῶν ἐτῶν, ἦτο τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων, ἡ κυρα-Πράπω ἡ Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρὴ γυναικάρα πενηνταοκτὼ ἐτῶν, εἶχε σηκωθῆ νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της εἰς τὰ Πατήσια. Εἶχε σπιτάκια μὲ μεγάλην αὐλήν, εἰς μίαν ἄκρην τῆς πόλεως, ὅπου ἔτρεφε γίδες καὶ προβατίνες καὶ κόττες καὶ φραγκόκοττες καὶ περιστέρια.
Τὸ γάλα τὸ ἐπώλει πρὸς ὀγδόντα λεπτὰ μὲ τὴν ὀκὰν τὴν ἰδικήν της. Τὰ περιστέρια, ἐκτάκτως μόνον, χωρὶς ὡρισμένον τιμολόγιον, ἂν τῆς εἶχε πνίξει κανὲν ἡ γάττα, ἢ ἂν εὕρισκε μουστερῆδες Γάλλους ἢ Ἰταλοὺς τοῦ θεάτρου. Τ᾽ αὐγὰ πρὸς 15 λεπτὰ τὸ ἓν, τὴν Σαρακοστήν.
Αὐτή, ἂν ὠρέγετο νὰ φάγῃ αὐγά, πρᾶγμα σπάνιον, θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὴν μεγάλην ἀγορὰν νὰ τὰ ψωνίσῃ. Τὰ εὕρισκε πρὸς μίαν δεκάρα τὰ τρία, σπασμένα, ἀλλὰ φρέσκα, καὶ μὲ δοκιμήν. Ποῦ νὰ γελασθῇ αὐτή!
Τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε σηκωθῆ μὲ ἀπόφασιν νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της, ἥτις ἦτο ἀρχόντισσα ἔχουσα οἰκίαν εἰς τὰ Πατήσια. Ἤρχοντο Χριστούγεννα, ἐπεθύμει νὰ τὴν φιλεύσῃ κάτι τι. Τί ἄλλο ἀπὸ αὐγά, εἰς τὴν πραγματείαν τῶν ὁποίων εἶχεν εἰδικότητα; Ἤξευρεν ὅτι θὰ εὕρισκεν ἐκεῖ τὸν νοννόν της, τὸν υἱὸν τῆς γραίας, ὅστις θὰ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τῆς πληρώσῃ καλὰ τὸ δῶρόν της. Ἐμέτρησεν ὅσα αὐγὰ εἶχε, καὶ τὰ εὗρε δεκατέσσαρα.
«Νὰ τοὺς τὰ πάῃ ὅλα; Ἔχουμε καὶ λέμε 14 αὐγά, ἀπὸ μιὰ δεκάρα, 14 δεκάρες, μιὰ καὶ σαράντα, κι ἀπὸ μιὰ πεντάρα ἀκόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 καὶ 1,40 (ἐμέτρησεν ἐπὶ τῶν δακτύλων), δυὸ καὶ δέκα.
»Τότε θὰ ἔχανε μιὰ δεκάρα. Διότι, βέβαια, δὲν θὰ τῆς ἔδιδε παραπάν᾽ ἀπὸ δυὸ δραχμὲς ὁ νοννός, διὰ τὸ πεσκέσι της.
»Νὰ τοὺς πάῃ τὰ δεκατρία, ἔχουμε καὶ λέμε ὄξου τὰ 15 λεπτά, 1,95, θὰ ἐκέρδιζε μιὰ πεντάρα. Διότι πάντοτε δυὸ δραχμὲς θὰ τῆς τὰ ἐπλήρωνεν ὁ νοννός της. Ἂς εἶναι τὰ 13. Μὰ τὸ 13 λένε πὼς δὲν εἶναι καλὸ νούμερο. Νὰ τοὺς πάῃ τὰ δώδεκα;… Εἴπαμε πόσα; 1,90, τὰ δεκατρία; Πόσα εἴπαμε; 2,10 τὰ δεκατέσσαρα… Βγάλε τὰ 15, μένουν 1,95. Ναί, μιὰ καὶ 95. Βγάλε τὰ 15, κάνουν 1,80 τὰ δώδεκα.
»Ἂς τοὺς πάῃ τὰ δώδεκα ποὺ εἶναι καλὸ νούμερο. Δὲν θὰ τῆς δώσῃ παρακάτω ἀπὸ ἕνα δίδραχμο ὁ νοννός της, καὶ ρέστα δὲν θὰ καταδεχθῇ νὰ πάρῃ, καὶ ποῦ νὰ ἔχῃ αὐτὴ ρέστα ἐπάνω της; Ναί, τὰ δώδεκα θὰ τοὺς πάῃ.»
Τὰ ἐτύλιξεν εἰς λευκόν, καθαρὸν μανδήλιον, κ᾽ ἐξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δὲν ἦτο τόσον γερὴ στὰ πόδια, διὰ τὰ Πατήσια. Εἶχεν ὑπολογίσει τὴν ὥραν ὁποὺ θὰ εὕρισκεν ἐκεῖ τὸν νοννόν της, ἐλθόντα πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, πλὴν ὄχι ἀμέσως, ἀλλ᾽ ὀλίγον ὕστερα, εὐθὺς μετὰ τὸ γεῦμα, ὅτε θὰ τοὺς εὕρισκεν εὐδιαθέτους. Ποτὲ δὲν θὰ ἔπραττεν, αὐτή, τὸ σφάλμα νὰ παρουσιασθῇ ἀκριβῶς τὴν ὥραν τοῦ γεύματος.
Ἡ κυρα-Πράπω ἐπέτυχε μὲ τὸ παραπάνω. Ἐδέχθησαν τὰ αὐγά (τὰ ὁποῖα ἦσαν ὁμολογουμένως πρόσφατα), τῆς τὰ ἐπλήρωσεν ὁ νοννός της ἓν δίδραχμον, μετὰ μικροῦ μορφασμοῦ τῆς νοννᾶς, ἥτις ὅμως δὲν ἠμπόρεσε νὰ μὴν τὴν καλέσῃ νὰ καθίσῃ εἰς τὴν ἰδίαν τράπεζάν της, διὰ νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ἀποφάγια. Ἡ κυρα-Πράπω δὲν ἦτον ἐντελῶς νηστική, ἀλλ᾽ εἶχε προγευματίσει εἰς τὰς δέκα. Ἔπειτα ὁ ἐξοχικὸς ἀὴρ τῆς εἶχεν ἀνοίξει τὴν ὄρεξιν.
Ἀφοῦ ἔκαμε διαφόρους ὁμιλίας, ὄχι ἀδεξίως, ὕστερα, μεταξὺ λόγων, παρενέβαλεν ὅτι εἶχεν ἔλθει πεζή, καὶ παρεπονέθη διὰ τοὺς πόδας της… ᾤκτειρε καὶ τὰ γεράματα τοῦ συζύγου της, τοῦ μπαρμπα-Πράπη, ὅστις δὲν ἦτο πλέον ἱκανὸς διὰ τίποτε. Ὁ νοννός, ὅστις εἶχε γίνει πολὺ εὐδιάθετος ἀπὸ δύο κύπελλα γενναίου οἴνου καὶ ἀπὸ μικρὸν ποτήριον σαρτρὲζ μὲ τὸν καφέν, ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρεῖς δεκάρες, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ λεωφορεῖον εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Νέος μορφασμὸς τῆς νοννᾶς, ἥτις ἐσυλλογίζετο ὅτι τὰ αὐγὰ θὰ τὰ ἠγόραζε πρὸς μίαν δεκάρα τὸ ἕν, φρεσκότατα, εἰς τὰ Πατήσια, καὶ ὅτι τὰ πόδια τῆς ἀναδεκτῆς κανεὶς δὲν τὰ εἶχε προσκαλέσει νὰ λάβουν τὸν κόπον νὰ μεταφέρωσιν εἰς τὰ Πατήσια τὸ χονδρὸν σῶμά της.
*
* *
Τελευταῖον ἐμάζευσε μὲ τὸ θάρρος ὀλίγες πεπονόφλουδες, ὁποὺ εἶχαν μείνει ἐπὶ τῆς τραπέζης, διὰ τὴν κατσίκαν της, τὰς ἐτύλιξεν εἰς τὸ μανδήλι καὶ ἀπῆλθεν. Εἶχε ξεκουρασθῆ πολὺ καὶ δὲν ἔκρινεν ἐπάναγκες ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὸ λεωφορεῖον. Ἐγύρισε πεζή.
Ἐπέρασεν ἀπὸ ἓν ἐξοχικὸν σπιτάκι, ὅπου ἐκατοικοῦσε μία περιβολάρισσα ἐξαδέλφη της, ἐφλυάρησεν ἀρκετά, ἐμάζευσε κ᾽ ἐκεῖθεν ὅ,τι εὗρε χρήσιμον διὰ τὴν κατσίκαν της, ἐνυκτώθη, κ᾽ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν κρατοῦσα μεγάλην ἀβασταγὴν ὑπὸ τὴν μασχάλην της.
Εἴκοσι βήματα πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν της, τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχαν ἀνάψει τὸν ἐκεῖ φανὸν τοῦ ἀερίου, βλέπει μικρὸν παιδάκι ὁποὺ ἔκλαιε μεμονωμένον.
― Τί ἔχεις, παιδί μου;
Τὸ παιδίον ἐψέλλισε ζητοῦν τὴν μητέρα στὸ σπίτι.
― Τίνος εἶσαι, μικρό μου;
Τὸ παιδίον δὲν ἤξευρε νὰ πῇ τίνος ἦτον.
― Πῶς τήνε λένε τὴν μάννα σου;
― Μαμά.
― Καὶ τὸν πατέρα σου;
― Μπαμπά.
Ἡ κυρα-Πράπω ἦτο εἰς ἀμηχανίαν. Ἔλαβε τὸ παιδίον ἀπὸ τὴν χεῖρα καὶ τὸ ὡδήγησε μέχρι τῆς θύρας τῆς μάνδρας ὅπου ἦτο τὸ σπίτι της. Ἐκεῖ ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά, ἐφώναξε μὲ τὴν ὀξυτραχῆ φωνήν της τὴν κόρην της, τὴν Μαρίναν, νὰ τὴν ξαλαφρώσῃ, καὶ εἰς ταύτην ἐλθοῦσαν παρέδωκε τὴν δέσμην μὲ τὲς φλοῦδες καὶ τὰ ἐξώφυλλα τῶν φυτῶν, ὅσα ἐκόμιζε, καὶ εἶτα ἔμεινε διστάζουσα, ἐρωτῶσα μεγαλοφώνως τὲς γειτόνισσες, ἂν καμμία ἐξ αὐτῶν ἐγνώριζε τὸ παιδίον.
Πολλαὶ τὸ ἐκοίταξαν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀερίου, τὸ ἔψαξαν, τὸ ἐγύρισαν. Καμμία δὲν ἔτυχε νὰ τὸ γνωρίζῃ.
*
* *
Κατὰ τύχην, ὡς σύνηθες εἰς τὰ παραμύθια, συνέβη νὰ περνῶ ἀπ᾽ ἐκεῖ. Ἄλλως, ἤμην γείτων, καὶ ἦτο ἡ συνήθης ὥρα ὅτε κατηρχόμην εἰς τὴν συνοικίαν.
Ἡ κυρα-Πράπω μὲ εἶδε καὶ μὲ ἔκραξεν:
― Ἔλα… ἐσὺ ποὺ ἔχεις γουρλίδικο χέρι, μοῦ λέγει.
Μοῦ ἐνθύμισεν ἀμέσως ὅτι πρὸ ὀλίγων μηνῶν συνέβη νὰ χαθῇ ἓν παιδίον, κ᾽ ἐκεῖνο, κατὰ περίπτωσιν, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς, τὴν ἰδίαν ὥραν τῆς ἑσπέρας· ὅτι ἐγώ, ἰδὼν αὐτὸ κλαῖον εἰς τὰς χεῖράς της καὶ ζητοῦν τὴν μαμά του, τοῦ ἔδωκα μίαν δεκάραν διὰ νὰ μερώσῃ. Ὅτι κατ᾽ εὐτυχῆ συγκυρίαν, εὐθὺς μετὰ τὴν δεκάραν, συνέβη νὰ παρουσιασθῇ ἡ μήτηρ τοῦ παιδίου, ἥτις τὸ ἀνεζήτει ἀπὸ ὡρῶν, καὶ νὰ ἔλθῃ νὰ τὸ συμμαζεύσῃ.
Ἔκυψα καὶ ἐκοίταξα τὸ παιδίον. Δὲν τοῦ ἔδωκα δεκάραν, ἔκαμα κάτι καλύτερον. Τὸ ἐγνώρισα.
― Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ὁ Γιῶργος, τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ, εἶπα.
*
* *
Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἠγάπα τὰ δύο παιδιά του μὲ τόσον ἔνθερμον ἀγάπην, ὅσον ὀλίγοι γονεῖς εἰς τὸν κόσμον. Τόσον, ὥστε ὁ ἴδιος τοὺς ἔκαμνε τὴν μητέρα, καὶ τοῦτο ὄχι δι᾽ ἔλλειψιν μητρός, ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦτο εὐεξήγητον, ἀλλὰ διότι ἡ μήτηρ τοὺς ἔκαμνε… τὸν ἄγγελον τῆς ἑστίας.
Φαντάζομαι μέλαθρον, χριστιανικὴν οἰκίαν ἑλληνικὴν ζωγραφισμένην μὲ τὰς δύο κλίσεις τῆς στέγης, ὡς δύο πτέρυγας ἀγγέλου-γυναικὸς τανυομένας ἐπάνω τῆς ἑστίας.
Τοιαύτη μήτηρ ἦτο ἡ Γιακουμίνα, ἡ φαμίλια* τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
Ἦτο μία χαρὰ νὰ βλέπῃ τις τὸν μαστρο-Δημήτρην νὰ κρατῇ εἰς τὴν ἀγκάλην τὸν τριετῆ υἱόν του, καὶ νὰ σύρῃ ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ πενταετὲς θυγάτριον, νὰ ὁδηγῇ τὰ δύο παιδιὰ εἰς τὸ πλησίον μικρὸν μπακάλικον, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε καὶ ὡς ζαχαροπωλεῖον διὰ τὴν γειτονιάν, διὰ νὰ τοὺς ἀγοράσῃ λιαλιὰ*-κοκκὰ νὰ τὰ φιλεύσῃ.
Τὰ δύο παιδιὰ ἤστραπτον ἀπὸ καθαριότητα, καὶ ἦσαν ὡραῖα καὶ καλοθρεμμένα. Ὅλα τὰ ἀποτελέσματα ταῦτα ἦσαν ἔργον τοῦ ἀγγέλου τῆς ἑστίας, καὶ ἦσαν προϊὸν τῶν κόπων καὶ τῶν μισθῶν τοῦ μαστρο-Δημήτρη, ὅστις ἦτο ἀσπριστὴς ἢ χρωματιστὴς τὴν τέχνην, καὶ πρᾶγμα σπάνιον, εἶχε κατορθώσει μόνον μὲ τὴν φιλοπονίαν καὶ τὰ ἡμεροδούλια του νὰ κτίσῃ καὶ ν᾽ ἀποκτήσῃ (ἦτο καὶ ὀλίγον κτίστης) ἕνα μικρὸν σπιτάκι, κάτω εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, ἐκεῖθεν τοῦ Μεταξουργείου.
Καὶ ἡ φαμίλια του στὸ σπίτι ἔπλυνε, κ᾽ ἐσφουγγάριζε, κ᾽ ἔρραπτε, κ᾽ ἐμβάλωνε, κ᾽ ἐζύμωνε, κ᾽ ἐμαγείρευε, καὶ ἦτο ὅλη χάρις καὶ χαρὰ τῆς ἑστίας.
Ποτὲ δὲν εἶδαν οἱ γείτονες τόσον καμαρωμένον ἀνδρόγυνον. Φαντασθῆτε, ἡ Γιακουμίνα, ὁμοία μὲ χελιδόνα μητέρα, νὰ στρώνῃ, νὰ συγυρίζῃ, νὰ ἑτοιμάζῃ τὴν φωλεάν, καὶ ὁ πατὴρ ὅμοιος μὲ πελαργόν, φέροντα τὰ χελιδονάκια τῆς ἀνοίξεως, νὰ φέρῃ, νὰ βαστάζῃ καὶ νὰ κουβαλῇ τὰ δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα ὠνόμαζε συνήθως ψέματα, ἤξευρεν αὐτὸς διατί. Διότι, πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ δύο ταῦτα παιδιά, ἦτο «χαροκαμένος». Τοῦ εἶχαν ἀποθάνει ἄλλα δύο. Τὸν Γιῶργο τὸν ὠνόμαζεν ἕνα ψέμα, διότι ἦτο μικρὸς καὶ τρυφερός. Καὶ τὴν Παρασκευὴν τὴν ὠνόμαζε ψευτρού, ἴσως διότι ἀνῆκεν εἰς τὸ φῦλον τὸ πλέον ψεύτικον.
*
* *
Τὰ ἠγάπα πράγματι ὁλοψύχως, τὰ ἠγάπα πολύ ― ὄχι ὅμως περισσότερον παρ᾽ ὅσον ἠγάπα ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης τὰ ἰδικά του πέντε ἢ ἕξ παιδιά, μισὴν δωδεκάδα σωστήν. Καὶ ὁ μὲν Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἦτο νέος καὶ ἀκμαῖος ἀκόμη, ὁ δὲ μπαρμπα-Στέργιος ἦτο γέρων καὶ ἀσθενής. Ἔπασχεν ἀπὸ τὴν νόσον τὴν ὁποίαν ἰάτρευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
Ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης εἶχε τὴν δικαιοδοσίαν του ἐκτεινομένην τριγύρω εἰς τοῦ Ψυρρῆ, εἰς τοῦ Τάτση τὴν Βρύσιν, εἰς τοῦ Τριγκέτα, εἰς τὸν Ἁι-Θανάσην, μέχρι τῆς πλατείας Κουμουνδούρου. Ἦτον σχεδὸν τόσον κρυφὸς εἰς τὸ ἐμπόριον, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἰατρικήν. Αὐτὸς καὶ ὁ γάιδαρός του δὲν ἔβγαζαν ποτὲ λέξιν οὔτε φωνήν. Εἶναι ὁ μόνος μανάβης ὅστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωὶ καὶ μεσημέρι καὶ βράδυ, μὲ τὸ γαϊδουράκι του, ὅλους αὐτοὺς τοὺς δρόμους καὶ τοὺς δρομίσκους, χωρὶς νὰ ἐξέρχεται γρῦ ἀπὸ τὸ στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ἢ μασᾷ κάτι τι ―λάχανα, σέλινα, ἢ κουνουπίδια― ἀλλὰ τόσον χαμηλά, ὥστε μόνος αὐτὸς τ᾽ ἀκούει.
Καὶ τὸ γαϊδουράκι του ποτὲ δὲν ἠκούσθη νὰ βγάλῃ ὀγκανισμόν. Ὁρμεμφύτως μιμεῖται τὸν ἀφέντην του. Καμμίαν φοράν, ὁ Νικόλας, ἐνῷ διατρέχει τοὺς δρόμους, περιμένων νὰ τὸν ἰδῇ καμμία πτωχὴ οἰκοκυρὰ νὰ τὸν κράξῃ, διὰ νὰ σταματήσῃ (ἴσως ἔχει τακτικοὺς μουστερῆδες, κρυφοὺς ὅσον καὶ αὐτός, ἔχοντας πεποίθησιν ὅτι δὲν πωλεῖ ξίκικα), τὸ ἀπομεσήμερον, ἢ τὸ βράδυ-βράδυ, βάλλει τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του εἰς τὰ κάπουλα, ἀνάποδα, βλέποντα πρὸς τὴν οὐράν, ἀκουμβῶντα τὰ νῶτα ἐπὶ τῶν καλάθων, καὶ τοῦ λέγει νὰ κρατῇ τὴν οὐρὰν τοῦ γαϊδάρου, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα, ὅθεν ὁ πατὴρ ἀναγκάζεται νὰ βαδίζῃ σιμὰ-σιμά, κρατῶν αὐτὸς τὴν οὐρὰν τοῦ ζῴου, διὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ πέσῃ ὁ υἱός του.
Αὐτὸ καὶ μόνον τὸ θέαμα θὰ μὲ καθίστα ἔνθουν, ἐὰν εἶχα λεπτὰ διαθέσιμα, ὥστε ν᾽ ἀποφασίσω ν᾽ ἀγοράσω, ὄχι μόνον ὅλα τὰ λαχανικὰ τοῦ Νικόλα, μαζὶ μὲ τὰ κοφίνια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν γάιδαρόν του.
Πλὴν δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν τὸν πωλεῖ, διότι ποῦ νὰ εὕρῃ ἄλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβὸν καὶ διακριτικόν, ἱκανὸν νὰ μιμῆται τὸν ἀφέντην του, ὅστις εἶναι τόσον κρυφός, ὥστε μόνον κατὰ συγκυρίαν συνέβη νὰ μάθω τὴν ἰατρικὴν εἰδικότητα, τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς τὸ νὰ θεραπεύῃ κρυφὴν νόσον;
*
* *
Νόσον ἐξ ἧς ἔπασχεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης, ὅστις ἀνέτρεφε μισὴν δωδεκάδα παιδιὰ μὲ τὴν καλήν του προαίρεσιν. Καὶ ἡ ἐργασία του συνίστατο, τὸν χειμῶνα εἰς τὸ νὰ μαζεύῃ καὶ κουβαλῇ ἀγριολάχανα ― ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βροῦβες, βλαστάρια (τὰ ὁποῖα ἤξευρεν ὅλα τὰ χλοώδη καὶ ἀπάτητα μέρη διὰ ν᾽ ἀνέρχεται νὰ τὰ μαζεύῃ), καὶ τὸ καλοκαίρι, εἰς τὸ νὰ κουβαλῇ κληματόφυλλα, τὰ ὁποῖα ἐπώλει εἰς τὰ μπακάλικα πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὴν ὀκάν. Οἱ δὲ ἀμπελοκτήμονες τῆς Ἀττικῆς πεδιάδος ὄχι μόνον τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ μαζεύῃ κληματόφυλλα ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλια των, ἀλλὰ τὸν ἐπαρακαλοῦσαν νὰ τὸ κάμνῃ, διότι τοὺς ἐγλύτωνεν ἀπὸ ἔξοδα καὶ ἀπὸ μεροκάματα. Ἦτο τεχνίτης καὶ ἤξευρε νὰ «ἀργολογᾷ»* καὶ νὰ ξεφυλλίζῃ καλῶς, ἀπαλλάττων τὰ κλήματα ἀπὸ ὅλα τὰ περιττὰ φύλλα. Ἀγαθοποιὸς καὶ ὄχι κακοποιός, ἐργάτης καὶ ὄχι κηφήν, χριστιανός, ὄχι ἀπάνθρωπος.
Ἦτο συγκινητικὸν νὰ τὸν βλέπῃ τις, ὡς ζυγαριὰν ἔμψυχον, φορτωμένον ἕνα σάκκον γεμᾶτον λάχανα ἢ φύλλα εἰς τὴν πλάτην ὄπισθεν, καὶ νὰ φέρῃ, ἀχώριστον ἀπὸ τὸ σῶμά του, ἄλλον ὀγκώδη σάκκον κρεμασμένον ἔμπροσθεν, εἰς τὴν πολύπτυχον βράκαν του. Ἦτο αὐτὴ ἡ νόσος, τὴν ὁποίαν ἐθεράπευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
*
* *
Ἔζησεν ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου του, καὶ ἀνέθρεψε πέντε ἢ ἓξ παιδιά, τὰ ὁποῖα… δὲν ἦσαν ἰδικά του. Ἀπέθανεν, ὁ πτωχός, πρὸ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν, καὶ εὗρεν ἀνάπαυσιν τῶν κόπων του. Τὸ σῶμά του, τὸ ἀποκαμωμένον καὶ βασανισμένον, τὸ κυρτωθὲν ἀπὸ τὸ σκύψιμον καὶ ἀπὸ τὸ φόρτωμα, ἴσαξε καὶ ἔγινεν εὐθὺ ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης.
Ἐλπίζω καὶ πιστεύω ὅτι θὰ ἐπῆγεν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὁ πτωχός, πολὺ σιμὰ εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον. Ναί, σιμά, πολὺ σιμά.
*
* *
Δὲν ἦσαν ἰδικά του. Δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ παιδιά, ἀπὸ τὴν φαμίλια του. Εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ Νηπιακὸν Ὀρφανοτροφεῖον (ἴσως εἶναι πολλοὶ ὁποὺ φοβοῦνται νὰ διέλθωσιν ἔξωθεν τοῦ ἱδρύματος ἐκείνου, καὶ δὲν ἠξεύρουν ποῦ τῶν Ἀθηνῶν κεῖται), εἶχε πάρει ἓν ἔκθετον κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα δεύτερον καὶ τρίτον, εἶτα τέταρτον καὶ πέμπτον.
Μέχρι τοῦ τρίτου ὀρφανοῦ, τοῦ ἔδιδαν, διὰ τὸ καθέν, τὰς κανονισμένας 15 δραχμὰς τὸν μῆνα. Ὅταν ἐζήτησε νὰ πάρῃ τέταρτον καὶ πέμπτον, τοῦ τὰς εἶχαν κόψει τὰς 45 δραχμάς, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐδήλωσεν ὅτι τοῦ ἤρκουν αἱ 30, τὰς ὁποίας ἐλάμβανε διὰ τὰ δύο τελευταῖα. Δὲν εἶχαν μεγαλώσει ἀκόμη ἀρκετὰ τὰ τρία πρῶτα, ὥστε νὰ εἶναι χρήσιμα. Ἦσαν ἀπὸ 6 ἕως 8 ἐτῶν. Πλὴν ἦτο εὐχαριστημένος. Καὶ ἡ φαμίλια του τὰ εἶχε πονέσει, καὶ τὰ ὑπερηγάπα, καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀποχωρισθῇ ἀπ᾽ αὐτά.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο ἐπόπτης ἢ σύμβουλος, ἢ δὲν ἠξεύρω τί, τοῦ ἱδρύματος ἐκείνου, εἷς κύριος ἄγαμος, μὲ γυαλιά, μὲ ἀσημένια δόντια, μὲ παγωμένον μειδίαμα. Οὗτος ἠγάπα τὰ ὀρφανὰ ὡς νὰ ἦσαν ἰδικά του. Καὶ τίς ἠξεύρει ἂν δὲν ἦσαν! Ἐπροστάτευε τὰ ἐσωτερικά, καὶ δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ παραπάνω ἀπὸ 25 δραχμὰς εἰς τὸν μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος ἐπείσθη νὰ δώσῃ τὰς 30. Ὁ ἄγαμος κύριος μὲ τὰ γυαλιὰ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὰ φιλανθρωπικά, καὶ ἦτο πάντοτε μέσα εἰς διαχειρίσεις καὶ ἐπιμελητείας, καὶ εἰς ὅλας τὰς ὀνομασίας τὰς ἐμπεριεχούσας χεῖρα καὶ μέλι. Τοιοῦτοι αὐστηροὶ ἄνθρωποι χρειάζονται πράγματι εἰς τὰ εὐαγῆ καθιδρύματα.
*
* *
Τὰ δύο παιδία τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ ἦσαν τόσον ἰδικά του, ὅσον καὶ ἡ μισὴ δωδεκὰς ἦτο τοῦ μπαρμπα-Στέργιου, τοῦ Παρκιώτη. Καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ ἐκθετοτροφεῖον τὰ εἶχον λάβει. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτον ὅτι ὁ μαστρο-Δημήτρης ἦτο «χαροκαμένος», καὶ τὰ ἠγάπα μὲ ἀγάπην διπλῆν αὐτὸς καὶ ἡ Γιακουμίνα, ἡ φαμίλια του.
Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην, καθὼς εἶπα ἐν ἀρχῇ, ἀνεγνώρισα τὸν Γιῶργον εἰς τὰς χεῖρας τῆς κυρα-Πράπως, καὶ εἶπα:
― Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
― Ἄ! μπασταρδέλι; μοῦ λέγει ἡ κυρα-Πράπω.
― Δὲν ξέρω, μπάστα… τῆς λέγω μασήσας τὸ ἥμισυ τῆς λέξεως. Μὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄχι πολὺ μακριά, ἐδῶ κάτω, πέρα ἀπ᾽ τὸ Μεταξουργεῖο…
Τὴν στιγμὴν ὁποὺ ἐπρόφερα τὴν μισὴν ἐκείνην λέξιν, ἀκουσίως ἐνθυμήθην ὅτι ἡ κυρα-Πράπω εἶχε συχνὰ ἰταλίδες νοικάρισσες, εἰς τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ της, ἀλλ᾽ ὅμως δὲν εἶχε κατορθώσει ποτὲ νὰ μάθῃ ἄλλην λέξιν ἀπὸ τὸ στόμα των εἰμὴ πάνε* καὶ ντανάρο* καὶ ἀμόρε* καὶ ἦτο πολὺ μακρὰν τοῦ νὰ γνωρίζῃ, καὶ ρωμέικα ἀκόμη, τί σημαίνει μπάστα*.
Εὐθὺς ὕστερον εὑρέθη εἷς καλὸς χριστιανός, ὅστις ἐγνώριζε τὸν πατέρα καὶ τὴν οἰκίαν, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τὸ παιδίον, πρόθυμος νὰ ὁδηγήσῃ τὸν μικρὸν πλησίον τῶν θετῶν γονέων του. Καθησύχασα καὶ ἀπῆλθον.
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ἦλθε καὶ μ᾽ εὗρεν ὁ Δημήτρης ὁ Χωριανός, μὲ τὸ πρόσωπον ἀκτινοβόλον.
Μοῦ διηγήθη διὰ μακρῶν, καὶ μὲ πολλὰς ἀφελεῖς ταυτολογίας καὶ ἐπαναλήψεις, τὸν πόνον καὶ τὸν καημὸν καὶ τὸν φόβον καὶ τὴν τρεμούλαν τῆς καρδιᾶς ὁποὺ εἶχαν λάβει, αὐτὸς καὶ ἡ φαμίλια του, ἡ Γιακουμίνα, τὴν προτεραίαν τὸ ἀπομεσήμερον, ὅταν ἐκ λυπηρᾶς ἀπροσεξίας τῆς μητρὸς εἶχεν ἐξέλθει καὶ εἶχεν ἀποπλανηθῆ τὸ παιδίον· καθὼς καὶ τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ τὸ ξαναγέννημα ὁποὺ ᾐσθάνθησαν, τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Γεννητούρια τοῦ Χριστοῦ μας, ὁποὺ ἐκαταδέχθη νὰ γεννηθῇ ὡς παιδίον, καὶ ἀγαπᾷ καὶ φυλάγει καὶ μαζώνει πλησίον του ὅλα τὰ παιδία, ὁποὺ ᾐσθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ἀκράτητα, κλαίοντες ὡς μικρὰ παιδία, ἅμα ἀνευρέθη τὸ μικρόν, οἱ δύο τους, μὲ τὴν Γιακουμίναν, τὴν φαμίλια του.
Ὁ ἄνθρωπος μ᾽ ἐγέμισε καὶ μ᾽ ἐφόρτωσεν εὐχαριστήρια, ὅσα δὲν ἠμποροῦσα νὰ σηκώσω οὔτε νὰ χωρέσω, μὲ τὴν συνείδησιν ὅτι μόνον κατὰ τύχην εἶχα κάμει τὸ ἁπλούστερον κοινωνικὸν χρέος.
Κ᾽ ἡ κυρα-Πράπω, θαρρῶ πὼς ἐπῆρε τὰ βρεθίκια της.
(1895)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/299-03-08-filostorgoi-1895