Ο Προκόπης Παυλόπουλος για την Ελληνιστική Αλεξάνδρεια και τους 24 αιώνες ζωής της.
ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
«HELLENISTIC ALEXANDRIA: CELEBRATING 24 CENTURIES»
Αθήνα, 13.12.2017
Κυρίες και Κύριοι,
Με ιδιαίτερη χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση να συμμετάσχω στην τελετή έναρξης του Συνεδρίου σας, με θέμα την Ελληνιστική Αλεξάνδρεια και τους 24 αιώνες ζωής της, μοναδικής στην ιστορία του Παγκόσμιου Πολιτισμού, αυτής πόλης. Κατ’ αρχάς, συγχαίρω θερμότατα τους συνδιοργανωτές του Συνεδρίου, δηλαδή το Ίδρυμα Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη, το Μουσείο της Ακρόπολης, το Κέντρο Ελληνιστικών Σπουδών της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος. Είμαι βέβαιος ότι μέσα από τις εργασίες που θα παρουσιασθούν σ’ αυτό το Συνέδριο θ’ αναδειχθούν η τεράστια σημασία των πρωτότυπων ιδεών της ελληνιστικής εποχής και ο ιδιαίτερος νεοτερισμός της ατμόσφαιρας της εποχής, με τρόπο που θα φωτίσει την επίδραση των ελληνιστικών ιδεών στην σύγχρονη φιλοσοφία, στην τέχνη και στην σύγχρονη επιστήμη.
I. Πολλές ανεκδοτολογικές αφηγήσεις συγκροτούν τον θρύλο της Αλεξάνδρειας. Η πιο γνωστή μνημονεύεται από τον ιστορικό του Αλεξάνδρου, Αρριανό (Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις 3.1-3.2): «Ο Αλέξανδρος έβαλε πλώρη για την Αλεξάνδρεια… Όταν έφτασε στην Κάνωβο και έπλευσε γύρω από τη λίμνη Μαρεώτιδα, έφτασε εκεί που σήμερα βρίσκεται η Αλεξάνδρεια… Τού φάνηκε ότι ο τόπος ήταν ωραιότατος για την ίδρυση μιας πόλης κι ότι μια τέτοια πόλη θα ευημερούσε… Ο ίδιος έκανε το σχέδιο της πόλης, πού θα τοποθετούνταν η αγορά, πόσοι ναοί θα οικοδομούνταν, και προς τιμήν ποιών θεών — κάποιοι από αυτούς θα ήταν ελληνικοί, αλλά και η Ίσιδα η Αιγυπτιακή… Κι επειδή ήθελε να σημειώσει τα όρια του τείχους αλλά δεν είχε με τι να γράψει, έχυσε αλεύρι στο έδαφος κι έτσι έκανε έναν κύκλο με τον οποίο περιέγραψε τα τείχη της πόλης…»
Α. Η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε το 331 π.Χ., από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, σε μια παραθαλάσσια τοποθεσία της Αιγύπτου, στα δυτικά του δέλτα του Νείλου, μεταξύ της Μαρεώτιδος λίμνης και της νήσου Φάρου, στην θέση της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτιδας. Την έκτισε ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης, σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής. Περιβαλλόταν από υψηλό τείχος με πύργους, για να προφυλάσσεται από τις επιδρομές.
Β. Η Αλεξάνδρεια έμελλε να γίνει το πιο λαμπρό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της ελληνιστικής εποχής. Συγκεκριμένα, άρχισε ν’ ακμάζει όταν έγινε πρωτεύουσα της Αιγύπτου μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, κατά την βασιλεία του Πτολεμαίου Α′ Σωτήρα (367–282 π.Χ), γιου του Λάγου και ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων ή Λαγιδών. Ο τελευταίος, επικράτησε το 321 π.Χ. στην σύγκρουση των επιγόνων για την κατοχή της σορού του Αλέξανδρου, που θεωρούνταν σύμβολο ισχύος και εξουσίας, και την μετέφερε στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου τελικά χάθηκε μετά την απομάκρυνσή της από τη θέση όπου φυλασσόταν.
Γ. Μεγάλο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου, η Αλεξάνδρεια στέγασε δύο από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου: Τον κολοσσιαίο φάρο που χτίσθηκε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, από τον αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο, και δέσποζε στη νήσο Φάρο, όπως και την περίφημη Βιβλιοθήκη, η οποία αριθμούσε γύρω στους 500.000 κυλίνδρους. Στην Αλεξάνδρεια οι Πτολεμαίοι έδειξαν όλο τους τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια, χτίζοντας, μεταξύ άλλων, τα ανάκτορα, το Μουσείο, το Σεραπείο (ναό αφιερωμένο στον ελληνοαιγυπτιακό μυστηριακό θεό Σέραπι), τον ναό της Ίσιδος, το θέατρο αλλά και το Σήμα, ένα μαυσωλείο όπου φυλασσόταν το σώμα του Αλεξάνδρου.
II. Πληθυσμιακά οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας χωρίζονταν σε διακριτές κατηγορίες, τους Αιγύπτιους, τους Ιουδαίους και τους Σύριους, τους Μακεδόνες μισθοφόρους και τους Έλληνες, που συνέρρεαν από κάθε μεριά του ελληνικού κόσμου στην πτολεμαϊκή πρωτεύουσα. Ο όρος «Αλεξανδρινός» κατέληξε να δηλώνει οποιονδήποτε, είτε έμπορο είτε γραφειοκράτη είτε στρατιώτη είτε λόγιο, δραστηριοποιούνταν στην Αλεξάνδρεια και μοιραζόταν μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα.
Α. Υπό την δυναστεία των Πτολεμαίων η Αλεξάνδρεια έφτασε να θεωρείται, μέσα σ’ έναν αιώνα, η μεγαλύτερη πόλη του τότε κόσμου. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών αυξήθηκε εντυπωσιακά και η πόλη έγινε κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων στην ευρύτερη περιοχή. Η Αλεξάνδρεια αναδείχθηκε στο κυρίως κέντρο της ελληνιστικής τέχνης του 3ου – 1ου π.Χ. αι., που δημιουργήθηκε από την αφομοίωση των ελληνικών και ανατολικών στοιχείων. Από τις θετικές επιστήμες αναπτύχθηκαν η Ιατρική, η Γεωμετρία, η Γεωγραφία, η Αστρονομία, η Φυσική (ιδιαίτερα η Μηχανική) και κατά την ελληνιστική εποχή αναπτύχθηκε, για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, ως αυτόνομη επιστήμη, η Φιλολογία.
Β. Επιτρέψατέ μου, μάλιστα, στο σημείο αυτό, ν’ αναφερθώ σε μερικές μόνον από τις εξαιρετικές επισημάνσεις που κάνει ο σημαντικός Ολλανδός μαθηματικός B.L. van der Waerden στο σπουδαίο του βιβλίο, «Η αφύπνιση της επιστήμης», όπου, στο 7ο κεφάλαιo, που έχει τίτλο, «Η Αλεξανδρινή περίοδος (330-200 π.Χ.)», γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Με τη διορατικότητα μιας μεγαλοφυΐας, αλλά επίσης με βαθιά γνώση των γεωγραφικών συνθηκών και των δυνατοτήτων μεταφοράς, ο νεαρός ήρωας Αλέξανδρος είχε επιλέξει την Αλεξάνδρεια ως το κέντρο του μελλοντικού κόσμου και είχε ξεκινήσει την οικοδόμηση της πόλης. Πολύ σύντομα, η Αλεξάνδρεια έγινε μια ανθηρή εμπορική μητρόπολη καθώς και ένα πολιτικό κέντρο πρώτης τάξεως. Οι βασιλείς Πτολεμαίος ο Σωτήρ, Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον από το 305 ως το 221 π.Χ., δεν εγκαθίδρυσαν απλώς ένα ισχυρό βασίλειο αλλά προώθησαν τις τέχνες και τις επιστήμες με έναν τρόπο αληθινά ηγεμονικό. Ο πρώτος Πτολεμαίος ίδρυσε το Μουσείο, το οποίο συγκέντρωσε κορυφαίους ποιητές και λόγιους αμειβόμενους πλουσιοπάροχα από τους βασιλικούς θησαυρούς. Περιλάμβανε μια παγκοσμίως ξακουστή βιβλιοθήκη, στην οποία ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης πρόσθεσε ολόκληρες τις συλλογές των βιβλίων του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. Όλοι όσοι καλλιεργούσαν τις επιστήμες και τα γράμματα συνέρρευσαν στην Αλεξάνδρεια: φιλόλογοι (που ονομάζονταν γραμματικοί), ιστορικοί, γεωγράφοι, μαθηματικοί, αστρονόμοι, φιλόσοφοι και ποιητές. Ένας εκλεπτυσμένος πολιτισμός βασίλευε σ’ αυτή την ελληνιστική βασιλική αυλή. Τα έργα του Ομήρου αναλύονταν και ξεκαθαρίζονταν από τις αλλοιώσεις, θεμελιώθηκε η επιστήμη της χρονολόγησης, η ποίηση αναπτύχθηκε κι εκλεπτύνθηκε. Στην αστρονομία, γίνονταν προσεκτικές παρατηρήσεις και θεμελιώθηκαν θεωρίες που ερμήνευαν τις παρατηρήσεις, όπως αυτές των επίκυκλων και των έκκεντρων κύκλων. Το αποκορύφωμα αυτής της ανάπτυξης ήταν η μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις, η ‘Αλμαγέστη’ του Πτολεμαίου (140 μ.Χ.)· αλλά τα θεμέλια όλων αυτών των θεωριών τέθηκαν στην Αλεξανδρινή περίοδο. Οι ίδιοι άνθρωποι που έφεραν την τεράστια ανάπτυξη της αστρονομίας, ο Αρίσταρχος, ο Αρχιμήδης, ο Ερατοσθένης και ο Απολλώνιος, ήταν επίσης οι κορυφαίοι μαθηματικοί του καιρού τους και οδήγησαν τα μαθηματικά σε πρωτοφανή άνθηση. Στην αστρονομία ο Ίππαρχος (130 π.Χ.) και ο Πτολεμαίος ολοκλήρωσαν το έργο των μεγάλων Αλεξανδρινών προπατόρων τους».
Γ. Αλλά και ο αλεξανδρινής καταγωγής, κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας μαθηματικός, Δημήτρης Χριστοδούλου, με την τεράστια συμβολή στην μελέτη των Μαθηματικών της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας και της Υδροδυναμικής, σε μια εξαιρετική διάλεξή του, με τίτλο, «Τα Μαθηματικά στην Αρχαία Αλεξάνδρεια: Ευκλείδης – Αρχιμήδης», αφού επισημαίνει την αξία των βασικών θεωρημάτων του Ευκλείδη, απ’ όλο το έργο του Αρχιμήδη επικεντρώνεται στην ανάλυση ενός από τα θεωρήματά του για την γεωμετρία της σφαίρας, καθώς και στο πλέον εντυπωσιακό του έργο, την Υδροστατική. Είναι φανερό ότι ο τρόπος που ο Αρχιμήδης «οικοδόμησε» την Υδροστατική του άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στην αυστηρή μαθηματική σκέψη του Χριστοδούλου και στον τρόπο που ο ίδιος εργάζεται πάνω στα Μαθηματικά της Υδροδυναμικής. Ο Δημήτρης Χριστοδούλου ολοκληρώνει την διάλεξή του με τ’ ακόλουθα λόγια: «Συνοψίζοντας, ο Αρχιμήδης ταξίδεψε μόνος όλη την πορεία από παρατηρήσεις και πειράματα, εμπειρικούς κανόνες, επινόηση κατάλληλων εννοιών, ανακάλυψη των βασικών αρχών και θεμελίωση θεωριών, ανάπτυξη μαθηματικών μεθόδων για την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν στις θεωρίες και, τέλος, την λύση αυτών των προβλημάτων καταλήγοντας στην ποσοτική περιγραφή των φυσικών φαινομένων. Το σύνολο αποτελεί κατόρθωμα χωρίς παράλληλο στην ιστορία της ανθρωπότητας».
Με αυτές τις σκέψεις κλείνω την ομιλία μου, ευχόμενος καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένουμε όλοι με έκδηλο ενδιαφέρον.
Σας ευχαριστώ.