Μικρά διηγήματα από τις “Παλιές Αγάπες”
Ο αυγερινός ανέβαινε από τη ράχη του βουνού, όταν τα κορίτσια κίνησαν για την πλύση.
– Δεν κολατσίζετε τίποτα, δυχατέρες; τα ρώτησε η γρια-Στάθαινα η μυλωνού.
– Ε, ας πάρουμε μια μπουκιά για το πουλί· απάντησε η Κίσσα.
Ήταν εποχή που κατεβαίνουν τα τρυγόνια στον Κάμπο. Μπορούσε ν’ ακούσουν χήρας τρυγόνας λάλημα νηστικά και να μην ιδούν προκοπή για τρία τέσσερα χρόνια. Έβαλαν δυο μπουκιές στο στόμα τους, έκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν.
Στου Μπάστα έφτασαν την ώρα που έσκαε ο ήλιος. Έτρεξαν αμέσως, πήραν και νίφτηκαν για να είναι δροσερά κι άσπρα ολοχρονικίς. Έπειτα σηκώσανε τις ποδιές τους κι άρχισαν την πλύση. Το νερό άσπριζε σαν το γάλα· η ρεματιά βούιζε από τον κόπανο.
Όταν απόπλυναν, άπλωσαν τα ρούχα τους στα θυμάρια να στεγνώξουν και σκόρπισαν στα λιβάδι. Σύναξαν λογιών λουλούδια, έκαμαν στεφάνια, έπλεξαν τα μαλλιά τους κι έπειτα στήσαν το χορό.
Άξαφν’ ακούστηκε στο σύλλογο η φλογέρα του βοσκού. Τα κορίτσια έπαψαν το τραγούδι τους και στάθηκαν σαν τα κουνέλια, που άμ’ ακούσουνε χτύπο, σηκώνουν τα κεφάλι και τηράνε με φόβο τριγύρω. Μα δεν ήταν βοσκός. Έν’ αγένειο κι όμορφο παλικάρι πρόβαλε πίσω από μια πικροδάφνη· τα μαλλιά του σαν το χρυσάφι χύνονταν στις πλάτες του· τ’ αργυρά του άρματα κι η ολόχρυση φορεσιά του σπιθοβολούσανε στον ήλιο. Τα κορίτσια σκόρπισαν να κρυφτούν στα θυμάρια και μοναχή απόμεινε η Αυγή. Δε μπορεί να φύγει εκείνη· ρίχνει μια ματιά στο παλικάρι και νιώθει την καρδιά να φτερουκάει στα στήθη της· τα μάγουλά της κοκκινίζουν σαν τα ροδοκάλια· η γη στριφογυρίζει στα πόδια της. Το παλικάρι την κοιτάζει με χαμόγελο· ζυγώνει και της βάνει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι στο δάχτυλο.
Όταν με το ηλιοβασίλεμα γύρισαν τα κορίτσια στο χωριό, ο βασιλιάς έστειλε προξενιά να πάρει γυναίκα του την Αυγή. Ποιος διώχνει τέτοια τύχη: Η γρια-Στάθαινα πετούσε από τη χαρά της.
– Δόξα σοι ο θεός· έτσι κι η άλλη μου τσούπα· έλεγε μέσα της.
– Τι καλορίζικη η Αυγή! πάει κι όπου καλό μου θέλει· ψιθύριζαν μία με την άλλη οι γειτόνισσες.
Μα η τύχη της λυγερής δεν ήταν δύσκολο να κάμει τις γυναίκες να ζηλέψουν και ν’ αρχίσουν την κακογλωσσιά. Για τούτο κι η γριά δε θέλησε να χάσει καιρό. Την ίδια βδομάδα έριξε τ’ αλέσματα· δίπλωσε γαρίφαλα σε άσπρο χαρτί κι έστειλε κάλεσμα στους δικούς της. Ο γάμος έγινε την Κυριακή και οι καλεσμένοι, τραγούδησαν με την καρδιά τους:
Τρία χρυσά γαρίφαλα
σ’ ένα ασημένιο τάσι.
Τ’ αντρόγυνο που γίνηκε
να ζήσει να γεράσει…
Μα η Κίσσα άναψε και κάηκε με την ανεπάντεχη τύχη της αδερφής της. Ακούς εκεί να παντρευτεί πρώτη η μικρότερη! Και τι; Να πάρει βασιλιά! Άκουσε κάποτε τη γιαγιά της να λέει, πως τη βραδιά που γεννήθηκαν, είδε τις Μοίρες που ήρθαν να μοιράνουν τα βρέφη.
– Ετούτη θα πάρει βασιλιά· είπε η ασπροφόρα κι έδειξε την Αυγή.
– Όχι βασιλιά, γιατί θα θελήσει κι η άλλη· είπε η μαυροφόρα.
– Ε, ας πάρει και τούτη βασιλιά· είπε η τρίτη με τα πράσινα.
Μα τώρα ποιόνε βασιλιά θα πάρει η Κίσσα; Όλο τέτοια συλλογίζεται και κάνει όρκο και σταυρό να μην πατήσει στο παλάτι της αδερφής της.
Μια ήμερα ακούστηκε πως ήρθε η Χάρμαινα, η μάγισσα στο χωριό. Ήταν φημισμένη πως ήξερε όλου του κόσμου τα μυστικά· τα λόγια της και τα ξόρκια της αλάθευτα. Καθένας που ήθελε να παντρευτεί, πρώτα έπρεπε να πάει να τη φιλέψει για να μη τον αμποδέσει ή να μη ρίξει τη γρίνια στο αντρόγυνο. Η Κίσσα κίνησε και πήγε να την έβρει· μα μόλις την είδε φοβήθηκε. Ήταν αδύνατο να ιδεί κανείς τη Χάρμαινα και να μη τρομάξει. Είχε μια μισολιωμένη γκιούρντα στις πλάτες της· ένα σακούλι μάλλινο γεμάτο ξεροκόμματα στον ώμο της· ένα γιορντάνι από ψεύτικες λίρες και κόκκινες χάντρες στο λαιμό της και στα μαλλιά της, ξέπλεκα και κολλημένα, το χρυσοκέντητο σκουφάκι. Τα πόδια της έβγαιναν κατάμαυρα κάτω από τα κοντά της φουστάνια· στα χέρια της που ήταν σαν αδράχτια, κρατούσε ένα καλάμι· τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. Όποιος ήθελε να γνωρίσει την Πανούκλα, έπρεπε να ιδεί τη Χάρμαινα. Όταν άκουσε πως η Κίσσα θέλει να ιδεί τη μοίρα της, την έβαλε κι έκατσε κοντά της. Γέμισε ένα ποτήρι νερό, έριξε μέσα της κόρης το δαχτυλίδι, σκέπασε το ποτήρι μ’ ένα κόκκινο μαντίλι και άρχισε το ξόρκι.
– Βάλε, κυρά μου, στην αμασκάλη μου το χέρι σου· της λέει με βραχνιασμένη φωνή. Έτσι. Κοίτα με τώρα κατάματα.
Έσφιξε καλά στο μαντίλι το ποτήρι και άρχισε να το γυρίζει απάνω από το κεφάλι της λυγερής. Το έφερνε στα δεξιά της, το γύριζε από πίσω, το άφηνε χάμω, πάλι το άρπαζε, το αναποδογύριζε και σταλιά νερό δε χυνότανε. Και το στόμα της δεν έπαυε να μουρμουρίζει. Δυο ώρες βάσταξε το ξόρκι. Η Κίσσα έτρεμε· τα χέρια της ξύλιασαν, τα μάτια της θάμπωσαν κοιτάζοντας μέσα στα γουρλωμένα μάτια της Χάρμαινας, τα γόνατά της λύγισαν και γονάτισε.
– Βράζει, κυρά μου; της λέγ’ η μάγισσα φέρνοντας στ αφτιά της το ποτήρι.
– Ναι, βράζει· απαντά με τρομάρα εκείνη. Έβγαλε το μαντίλι και φάνηκε το νερό που χόχλαζε αληθινά. Η Χάρμαινα το κοίταξε καλά στον ήλιο κι έπειτα γύρισε και είδε την Κίσσα.
– Είσαστε δυο αδερφάδες, είπε. Η μία ζει μέσα στ’ άχερα κι η άλλη στα χρυσάφια.
Εκείνη κοκκίνισε και χαμήλωσε τα μάτια.
– Μπα, κυρά μου!… αδικήθηκες εσύ, ξανάειπε η μάγισσα. Την τύχη σου την έκλεψε η αδερφή σου… Μα δεν πειράζει, κοκόνα μου· θαρρώ πως είναι το ίδιο· τι εσύ τι η αδερφή σου; Και κοίταξε πάλι με πονηρό χαμόγελο την κόρη.
– Όχι! δεν είναι το ίδιο, γριά! πετάχτηκε κείνη οργισμένη· δεν είναι το ίδιο…
– Ναι, δεν είναι το ίδιο, άπορη!…
Το νερό πάντα χόχλαζε, σαν να ήταν το ποτήρι απάνω σε φωτιά. Η μάγισσα τσάκισε έν’ αβγό από μαύρη κότα και το έχυσε μέσα. Το αβγό κάθισε στον πάτο το νερό πάντα έβραζε.
Η Κίσσα με πιασμένη αναπνοή ακολουθούσε όλα τα κινήματα της γριάς. Σε κείνο το νερό ήταν η τύχη της· εκείνο την ήξερε και τώρα θα την έλεγε. Μα αν η τύχη της δεν ήταν καλή κι αν το νερό της έδειχνε πως σε τούτο φταίει η αδερφή της, τι θα έκανε;
– Ούτε κολόνες ούτε δεντράκι είπε η Χάρμαινα κουνώντας το κεφάλι… Αχ! σ’ έκλεψαν, άμοιρη. Κανείς δε θ’ αγκαλιάσει το κορμί σου. Πάντα καταφρονεμένη θα ζεις!
Η κόρη τινάχτηκε απάνω αγριεμένη.
-Πώς! φώναξε· καταφρονεμένη! Όχι, δε θα ζήσω καταφρονεμένη. Έλα, γριά· ό,τι θες σου δίνω. Δώσ’ μου την τύχη μου πίσω!
Η Χάρμαινα έβαλε ένα παράξενο γέλιο, που πάγωνε το αίμα του ανθρώπου.
– Καλά, νυφούλα μου, κάτι θα κάνουμε· είπε.
Πέρασε αρκετός καιρός. Η Κίσσα ήρθε κι έμεινε πετσί και κόκαλο από τη ζήλια της. Τα μάτια της γούβωσαν, τα μάγουλα της μαράθηκαν, τα χείλη της άσπρισαν. Την έφαγαν τα λόγια της Χάρμαινας· όλο συλλογισμένη καθότανε.
Ωστόσο η Αυγή ζούσε ευτυχισμένη στα παλάτια της. Τα μάγια τίποτα δεν της έκαναν. Ο βασιλιάς ξεψύχαε γι’ αυτήν. Μια ημέρα διαλαλήθηκε στη χώρα πως η βασίλισσα γέννησε παιδί. Χαρές, ξεφαντώματα στο παλάτι. Μα απ’ όλους πιο πολύ χάρηκε η Κίσσα.
– Τώρα θα βρω αφορμή να πάω να τελειώσω τη δουλειά μου· είπε.
Και κίνησε να πάει στο παλάτι. Στο δρόμο η καρδιά της χτύπαε δυνατά· τα πόδια της ήταν κρύα και το κορμί της έτρεμε. Δυο φορές έκαμε να γυρίσει πίσω και πάλι μετάνιωσε.
– Όχι, είπε· πρέπει να γένει.
Και πήγε.
Η Αυγή σαν είδε την αδερφή της, την αγκάλιασε, τη φίλησε και την έβαλε να καθίσει κοντά της απάνω στο κρεβάτι. Από τη χαρά της δεν είδε ούτε τη χλομάδα ούτε το άγριο βλέμμα της. Σήκωσε το τουλουπάνι, κεντημένο όλο με πούλιες και τιρτίρια κι έδειξε το βασιλόπουλο, που κοιμότανε στη χρυσή του κούνια.
– Σ’ αρέσει, αδερφούλα μου, το παιδί μου; ρώτησε κοιτάζοντας το μικρό τρυφερά.
– Ουμ! να σου ζήσει και καλός γαμπρός· ευχήθηκε κείνη.
Μα τα μάτια της σπιθοβόλησαν από θυμό.
– Καλή σου μοίρα, αδερφούλα μου.
Η Αυγή έσκυψε και τη φίλησε στα μάτια. Η Κίσσα και το φιλί το πήρε για κακό. Είδε τα χρυσάφια και τα φαρφουριά, τα στόφινα σεντόνια και τα μεταξωτά προσκέφαλα και ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της.
– Δε θα ήταν όλα δικά μου; Εγώ δε θα ζούσα εδώ μέσα; συλλογίστηκε.
Η Αυγή, αδύνατη ακόμη από τη γέννα, ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατα της αδερφής της και σιγά σιγά λάρωσε σαν αρνάκι που δε συλλογίζεται το λύκο. Ποιος ξέρει τι καλά όνειρα έβλεπε για το παιδί της, η μάνα!
Η Κίσσα θυμήθηκε τα λόγια της μάγισσας. Ναι. Η Αυγή της έκλεψε τη μοίρα της· θα ζει τώρα καταφρονεμένη θ’ αγωνίζεται στις αργατιές το καλοκαίρι· το χειμώνα με το καμουτσίκι στο χέρι θα οδηγεί τ’ άλογο να γυρίζει το μύλο· το σιτάρι θα τρίβεται κάτω από τα λιθάρι· το μυλολίθι θα χτυπιέται, τα ξύλα και οι ρόδες θα τριζοβολούν και κείνη ανασκουμπωμένη, αλευρωμένη θα παιδεύεται για τα αλέσματα του ενός και του άλλου. Α, δε γίνεται! Δεν είναι αδερφή εκείνη, που θέλει να βασανίζετ’ έτσι η άλλη αδερφή!… Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της· τα μηλίγγια της σφυροκοπούσαν, η όψη της άλλαξε χίλια χρώματα. Με λαχτάρα τραβάει άξαφνα μια βελόν’ από τα στήθη της και τη χώνει στο κεφάλι της αδερφής της. Ένα σιγαλό παράπονο ακούστηκε, κάτι έτριξε και πάει χάθηκε η Αυγή. Η Κίσσα σάστισε. Έτρεχε δώθε κείθε μέσα στην κάμαρη σαν τρελή. Σε λίγο θυμάται τις οδηγίες της Χάρμαινας, φορεί τα ρούχα της αδερφής της και πέφτει στο κρεβάτι.
Όταν το βράδυ γύρισε από το κυνήγι ο βασιλιάς, έσφιξε στην αγκαλιά τον την Κίσσα αντί για την Αυγή.
Ξημέρωσε ο Θεός την ήμερα και τα πουλάκια άρχισαν να πετούν και να κελαηδούν στα δέντρα του βασιλικού περιβολιού. Ένα πουλάκι, με χρυσά φτερά και αργυρό σκουφούνι στο κεφάλι, εκείνο μόνο δε χαίρεται και δεν παίζει με τ’ άλλα. Ολογυρίζει στο παραθύρι της βασίλισσας, ρίχνει δυο τρεις ματιές μέσα και φεύγει, σαν να φοβάται κανένα κυνηγό. Έπειτα πάει και κάθεται στο κλαρί και λέει με ανθρωπινή φωνίτσα:
Περβολάρη! περβολάρη!…
Ρέει – ρέει το βυζί μου,
Κλαίει – κλαίει το παιδί μου.
Κι αν δεν το ειπείς του βασιλιά,
Να μαραθούν τα λάχανα,
Να ξεραθούν τα δέντρα!…
Και το κελαηδεί με τέτοιον πόνο, που τα δέντρα μαραίνονται αμέσως· τα φύλλα κιτρινίζουν και τινάζονται στη γη. Το πουλάκι φεύγει αποκεί και πηγαίνει παραπέρα, στα χλωρά δέντρα και στα πράσινα κλαριά. Κάθεται και κει και αρχίζει, το ίδιο το κελάηδημα, που χύνει όλη τη λαύρα της καρδιάς του:
Περβολάρη! περβολάρη!…
Ρέει – ρέει το βυζί μου,
Κλαίει – κλαίει το παιδί μου.
Κι αν δεν το ειπείς του βασιλιά,
Να μαραθούν τα λάχανα,
Να ξεραθούν τα δέντρα!…
Πέρασαν μερικές μέρες και το περιβόλι όλο ράπισε. Κάηκαν τα λαχανικά, ξεράθηκαν τα δέντρα, χώνεψαν τα μοσχομύριστα φυτά, σαν να τα έδειρε αδρύ χαλάζι. Μόνον μπροστά στο παραθύρι της βασίλισσας έμεινε λίγη πρασινάδα και κει φώλιαζαν τα πουλάκια κι έχυναν την ευωδιά τους τα λούλουδα. Ο περιβολάρης έπεσε σε διπλή έγνοια. Έβλεπε του περιβολιού την κατάσταση και δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί στα βασιλιά. Άκουε και τα λόγια του πουλιού και δεν έβρισκε πως να τα παραστήσει. Κάθε πρωί ανέβαινε στο παλάτι και πάλι κατέβαινε τρομάζοντας την οργή του βασιλιά. Τέλος μια ήμερα, που ο βασιλιάς κατέβαινε να λαφοκυνηγήσει, πήγε μπροστά, γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια τα διηγήθηκε όλα.
– Μπα! σαν τι πουλί είναι και λαλεί ανθρωπινά; είπε με παιζογέλασμα εκείνος.
– Να! άκου το· λέει ο περιβολάρης.
Ο βασιλιάς γύρισε και είδε απάνω σε μια λεμονιά το χρυσό πουλί. Καθόταν στο ψηλότερο κλαρί και κοιτάζοντάς τον άρχισε να κελαηδεί παραπονεμένα:
Βασιλιά μου πολυχρονεμένε
και καλέ κι αγαπημένε.
Ρέει ρέει το βυζί μου
Κλαίει κλαίει το παιδί μου.
Κι αν το ήξερ’ η μανούλα του
Χρυσή κουνίτσα το ’φτιανε
κι αργύρα κουνιστήρια!…
Ο βασιλιάς συγκινήθηκε· του φαίνεται πως δεν ακούει πρώτη φορά τη φωνή· πως και άλλοτε είδε χυτό το πουλί· πως τ’ αγάπησε μια φορά. Αλαφροπατώντας πηγαίνει κάτω από τη λεμονιά και του λέει ήμερα και παρακαλεστικά:
– Κατέβα παρακάτου, πουλάκι μου.
Εκείνο τον κοιτάζει σα μαγεμένο, κατεβαίνει σε χαμηλότερο κλαρί και αρχίζει πάλι με γλυκότερη φωνή:
Βασιλιά μου πολυχρονεμένε
Και καλέ κι αγαπημένε.
Ρέει ρέει το βυζί μου
Κλαίει κλαίει το παιδί μου.
Κι αν το ήξερ’ η μανούλα του
χρυσή κουνίτσα το ’φτιανε,
κι αργύρα κουνιστήρια.
– Κατέβα παρακάτου, πουλάκι μου· του ξαναλέει ο βασιλιάς.
Και κείνο κατεβαίνει, κατεβαίνει ακράτητα, σαν να το σέρνει μαγνήτης, όσο που πέφτει στην αγκαλιά του.
Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος. Σε λίγο όλοι κοιμήθηκαν στο παλάτι.
Μόνον το πουλί δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μέσα στο χρυσό κλουβί, που το έκλεισε ο βασιλιάς, φτερουκάει χαρούμενο, βγάνει τη μυτίτσα του στα σύρματα και κοιτάζει τρυφερά, σαν να φιλεί με τα μάτια την κούνια του βασιλόπουλου. Έπειτα πλαγιάζει το κεφάλι και αρχίζει ένα σιγαλό και αποκοιμιστικό νανούρισμα:
Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι.
Κοιμάται το παιδάκι μου απάν’ στο μαξιλάρι!…
Η Κίσσα στην ίδια κάμαρη κοιμότανε βαθιά. Άξαφνα βγάνει ένα βογκητό· κρύος ίδρωτας την τσακίζει· τα χέρια της κινούνται σαν να θέλουν κάπου να πιαστούν. Αχ! τι όνειρο που βλέπει η δόλια! Ήταν, λέει, μέσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι, γεμάτο από χρυσάφι και μάλαμα, από διαμάντια και ρουμπίνια. Ήταν σκοτάδι, βαθύ σκοτάδι· ησυχία, που άκουε την ανάσα του κανείς! Και η Κίσσα έπαιρνε χρυσάφια, έπαιρνε ρουμπίνια, έχωνε αποδώ αποκεί, στις τσέπες, στο στόμα της… Πάει, θα διώξει τη φτώχια, δε θα ξενοδουλεύει πια! θα γίνει και κείνη μεγάλη αρχόντισσα! Άξαφνα το σπίτι φωτίζεται· ακούονται γέλια, χαρές, τραγούδια… Πού να πάει να κρυφτεί; Να, ακούονται πατήματα· κάποιος την πιάνει από το χέρι. Είναι η αδερφή της, η, πεθαμένη αδερφή της, η Αυγή!… – Τι θέλεις εδώ; της λέει· τι ήρθες να κάμεις; Εκείνη θέλει να μιλήσει, ανοίγει το στόμα της, μα δε μπορεί ούτε ν’ ανασάνει… Και η αδερφή της δεν τη γνωρίζει… – Ήρθε να κλέψει· λέει μια άλλη γυναίκα, μαύρη, κατάμαυρη, απαράλλαχτη σαν τη Χάρμαινα. Ναι· ήρθε να κλέψει! Και γελώντας την αρπάζει στα δυνατά μπράτσα της και την πετάει κάτω από το παραθύρι… Η Κίσσα ξύπνησε με τρομάρα.
– Ωχ! τι όνειρο! λέει, τρίβοντας με το χέρι το μέτωπο της. Τι όνειρο!
Άξαφνα ακούει το νανούρισμα του πουλιού και της φαίνεται πως ακούει τη φωνή της αδερφής της. Ανατριχιάζει όλη, τινάζεται από το στρώμα.
– Α! λέει, εδώ θα ξεδιαλύνει τ’ όνειρο; Όχι! δε θα ξεδιαλύνει.
Αρπάζει ένα μαχαίρι και τρέχει στο κλουβί. Μα την ίδια ώρα η πόρτ’ ανοίγει και μπαίνει ο βασιλιάς. Και κείνος είδε απόψε τρομερό όνειρο· είδε πως κιντύνευε το χρυσό πουλάκι του. Έτρεξε γοργά στο κλουβί, πήρε το πουλί στο χέρι και άρχισε να το φιλεί λέγοντας τρυφερά λογάκια. Η Κίσσα μαζωμένη στη γωνιά έβλεπε πότε το βασιλιά, πότε το πουλί και κρύος ίδρωτας την τσάκιζε. Όσο και αν προσπαθούσε να κρατήσει την καρδιά της, αδύνατο. Έκρυβε το λεπίδι μέσα στα φουστάνια της· μα τι που είχε φανερά λεπίδια τα δυο μάτια της, που έσφαζαν κατάκαρδα με το άστραμμά τους
Άξαφνα το χέρι του βασιλιά ήβρε κάτι απάνω στο κεφάλι του πουλιού.
– Μπα! τ’ είναι τούτο; λέει με απορία.
Χύθηκε απάνω του η Κίσσα.
– Μην τη βγάλεις· μη για το θεό! φωνάζει με λαχτάρα.
Ώστε να το ειπεί εκείνη, ο βασιλιάς έβγαλε τη χρυσή βελόνα. Ωχ! ακούστηκε σύνωρα· ένα ωχ τόσο παραπονιάρικο, που ράγισαν για μιας όλα τα μάρμαρα και τα τζάμια του παλατιού. Τίναξε τα φτερά του το πουλί και πήδησε νεράιδα χρυσοφορεμένη στα πάτωμα η Αυγή. Ο βασιλιάς έμεινε αφωνάλαλος. Γύριζε κι έβλεπε τις αδερφάδες και δεν ήξερε ποια από τις δυο ήταν η γυναίκα του.
– Εκείνη που σου λέγ’ η καρδιά σου, εκείνη είναι η γυναίκα σου· του λέγ’ η Αυγή.
Όσο θέλεις δούλευε κι όσο θέλει ο θεός θα σου δώσει. Όσα έκαμε η Κίσσα, τίποτα δεν κέρδισε. Ο βασιλιάς έμαθε τα έργα της κι απάνω στο θυμό του έχωσε την ίδια βελόνα στο κεφάλι της.
Η κακή αδερφή έγινε αμέσως πουλί. Μα όχι πουλί με χρυσά φτερά κι αργυρό σκουφούνι στο κεφάλι. Δεν κελαηδεί γλυκά και πονετικά, που να μαραίνει τα δέντρα και τα λούλουδα. Έγινε όνομα και πράμα κίσσα μαύρο πουλί, όπως ήταν η ψυχή της. Αλλάζει λογιών λογιών φωνές και πάντα βρίσκεται στις ρεματιές κρυμμένη.