Ανδρέας Καρακαβίτσας, μικρά διηγήματα από τα «Λόγια της Πλώρης.
Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο καλό. Άγνωστος και αδοξολόγητος, όπως γίνεται και με τους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη που ανάθεμά τη! Παντού η τύχη! Μα εγώ, αν ήξερα τ’ όνομά του, θα του άναβα περισσότερα κεριά απ’ όσα ανάβω κάθε χρόνο στον Αϊ-Νικόλα. Τούτος μας σώνει – όχι και τόσο συχνά – από τις φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του μαστοριά μάς απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και από τους αγίους του Παράδεισου, που θαρρώ δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Δε λέω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά τους. Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα τους θέλω ν’ ακούω σαν καμακίζουν άγρια καμιά ψυχή, ούτε το χόχλο του κατραμιού που βράζει στα Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. Μα κι η συντροφιά των Πατέρων – την ευχή τους να ’χω – με τα κομπολόγια και τα λιβάνια, καθώς κι η ασύγκριτη ξαστεριά του Παράδεισου, δε μου πολυαρέσει. Τι θες, τι γυρεύεις; Καλύτερα όπως τα κατάφερε ο μακαρίτης. Έστησε χωριστά το τσαντίρι μας κι έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχο – αν έχουν μυαλό κι οι πεθαμένοι!
Μόλις άραξε το καΐκι στο νησί – στη Σέρφο ας πούμε – ο ναύκληρος πήρε το μισοκοίλι και τράβηξε στο χωριό για να μετρήσει το σιτάρι. Λιανοψιχάλιζε κάπως, όταν κίνησε, μα δε δυσκολεύτηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέει, θα περάσει. Μα καθώς έφτασε τον ανήφορο, πιάνει μια δαρτή βροχή· νεροποντή σωστή! Πού να χωθεί; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξει για το χωριό, έλειπε ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβει πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλια. Κοιτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης – ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ. Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχεί δεν τον έμελε. Το δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δε φοβάται· είναι αργασμένο. Τον έμελε για τα ρούχα του που τα είχε πρωτόβαλτα ο φουκαράς.
Έπειτ’ από κάποια ώρα στάθηκε η βροχή. Στάθηκε η βροχή, ντύνεται πάλι, παίρνει το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο. Πριν φτάσει στο χωριό, τον απαντάει ο διάβολος.
– Γεια σου, πατριώτη.
– Γεια της αφεντιάς σου, κυρ-διάβολε.
– Πούθεν έρχεσαι;
– Από το γιαλό.
– Και η βροχή πού σ’ απάντησε;
– Στο δρόμο.
– Έλα δα!…
– Μα τα κέρατα σου, στο δρόμο.
– Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι.
Ο ναύκληρος γέλασε.
– Α, λέει πονηρά! Ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμαι.
– Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος, σαν τι τέχνη ξέρεις;
– Ξέρω μια…
– Για ν’ ακούσω.
– Δε σ’ τη λέω.
– Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θες. Θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω; Πες τη μου…
Ο ναύκληρος έριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως συλλογιόταν τι να ζητήσει για πληρωμή.
– Να σε βουλώσω θέλω· του λέει. Άμα σταθείς και σε βουλώσω, σου τη λέω.
Ο διάβολος άρχισε να ξυεί το αυτί του. Μωρέ, κι άλλο μασκαραλίκι να πάθω, συλλογιέται. Γιατί αλήθεια πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα και κείνοι του σκαρώνουν δουλειές, που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έριξαν στο δρόμο μια σκούφα κεφαλωνίτικη κι έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβει τι είναι. Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε, την έβανε καπνοσακούλα, ούτε· την τραβούσε από πάνω, από κάτω· τη μάζωνε, την άπλωνε τίποτα. Τέλος την πέταξε απελπισμένος, έφυγε κι ακόμη τη νομίζει μυστήριο!
Άλλη μια φορά κίνησε να πάει πειράξει τη γυναίκα. Η Εύα η παμπόνηρη, καθώς τον είδε, τουρλώθηκε ολόγυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο· και κείνος πήρε τέτοιο φόβο, που έκαμε το σταυρό του κι έφυγε στα τέσσερα. Και μη δε γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν το Ναό στα Γεροσόλυμα; Άφησε την άλλη που πήγε μεταμορφωμένος σε γάιδαρο να πειράξει τα σχολιταρούδια και κείνα του έπεσαν απάνω, που είδε κι έπαθε να ξεφύγει από τα χέρια τους. Φαντάσου τι σοφίστηκαν τα διαβολόπαιδα! Επειδή δεν έφτανε να τον καβαλήσουν όλα, του έχωσαν ένα δοκάρι στον πισινό και καβάλησαν κι απάνω στο δοκάρι. Για τούτο στεκόταν τώρα δίβουλος και τρίβουλος. Μα πάλι που δεν ησύχαζε ώσπου να μάθει το μυστικό. Και με το δίκιο του. Τι διάβολος, σου λέει, είμαι γω, άμα δεν ξέρω όσα ξέρει ένας παλιογεμιτζής!
– Έλα, λέει αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου.
Άμα τον βούλωσε ο ναύκληρος, του είπε την τέχνη:
– Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, φόρεσα τα ρούχα μου, πήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
– Μωρέ, αυτό ήταν όλο! λέει ο διάβολος τραβώντας τα γένια του· άιντε μου!
* * *
Πέρασε καιρός, πέθανε ο ναύκληρος. Πού αλλού θα πήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος, ναύτης δεν είδε την πόρτα του Παράδεισου.
Η Κόλαση, ακούς! είναι ένας ξερότοπος τρισχειρότερος κι απ’ τη Σαντορίνη. Ποτέ δε βρέχει, χλόη δε φυτρώνει, πουλί πετάμενο δε διαβαίνει. Είναι τοιχογυρισμένη με ψηλούς τοίχους κι έχει μονάχα μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν πρωτόγινε ο κόσμος, η πόρτα ήταν μικρή, γιατί οι άνθρωποι πήγαιναν γραμμή στον Παράδεισο. Μα λίγο-λίγο ξύπνησαν, έγιναν πονηροί και πίβουλοι κι έτρεχαν καραβιές στην Κόλαση. Για να μπουν όμως μέσα τους έβγαινε ο Θεός ανάποδα.
Οι φύλακες, καλόβουλοι, γκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα, που χιλιάδες μπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είναι ο λαός, ώστε πάντα στριμωγμένοι και με καβγάδες κατορθώνουν να μπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλιοτραβήματα πηγαίνουν καπνός! Αν δεν ήταν οι διαβόλοι με τα δικράνια να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.
Ο μαυροναύκληρος, όταν έφτασε, κοιτάζει· τι να ιδεί; Ο καλύτερος κόσμος πήγαινε εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες στολές και με τα σοβαρά τους πρόσωπα. Οι παπάδες και οι δεσποτάδες με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους γκόλφια· οι καλογριές και οι γουμένισσες όλοι τέλος εκείνοι που στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται ο χοντρός λαός, πήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και κλωθογυρίζοντας ακόμη στο νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις τους.
Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με το λαό και σπρώχνοντας ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθεί φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει, βάνει τις φωνές. Τρέχουν οι άλλοι διαβόλοι.
– Τι είναι, μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν.
– Έτσι κι έτσι· τους λέει. Μην τον αφήσουμε και μπει, γιατί θα μας βουλώσει όλους.
Τον ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές τον πετούν έξω από την Κόλαση.
– Αμ’ τώρα τι να κάμω; συλλογιέται.
Δεξιά βλέπει τον Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λένε τα Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κι έρημη. Κανένας δε ζύγωνε εκεί.
Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιο Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είναι ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλύτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί.
Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρης – Κραβαρίτης θα ήταν – δυο ώρες τώρα χτυπούσε την πόρτα κι ο άγιος κλειδοκράτορας χαμπάρι δεν είχε. Τέλος άκουσε, αγριοβλαστήμησε δυο-τρεις φορές, σηκώθηκε τρέκλα δίπλα και άνοιξε να μπάσει τον κουρελιάρη. Ο ναύκληρος δε χάνει καιρό, χώνεται μέσα.
Ξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στο θρόνο του. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά καθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι, σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω ξαπλωμένοι στη χλωρασιά κάθοντας κοπάδια-κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες. Γλεντούσαν εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; πεντοβολούσε ο Παράδεισος. Κι έπιναν ένα κρασί – ρουμπίνι! Ο Δαβίδ – ο προφήτης ντε! – έπαιζε την κιθάρα και τραγουδούσαν οι άγγελοι, κάτι παιδιά – ψυχή μου! Να τα έβλεπε ο Μπίρας αποδώ, θα σηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κι έκαναν τέτοια σαλαλοή, που τράνταζε ο Κάτω Κόσμος.
Ο ναύκληρος τα έβλεπε και στενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήσει. Άρχισε να βλαστημάει τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση.
Τέλος δεν κρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέο άγιο και του λέει με σέβας:
– Δε μου λες, Πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είναι κείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;
– Ου, παιδί μου! έκανε ο άγιος· εκείνος είναι ο πατερ-Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κι έπαθε για τον αφέντη το Χριστό μας!
– Μπα! είπε ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του λόγου σου. Εκείνος αν πάλεψε, πάλεψε με τους ανθρώπους· αμ’ εσύ που τα ’βαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω γω· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες και συ τις έδιωχνες και κοιμόσουν ολόγυμνους στα χιόνια για ν’ αποφύγεις τον πειρασμό. Δε λέω, νοικοκύρης είσαι, μα τόση περιφρόνηση, θαρρώ, δε σου άξιζε.
Ο Αγιαντώνης έριξε το κεφάλι κάτω, σούφρωσε τα φρύδια κι έφυγε χωρίς να ειπεί λέξη.
– Καλά σ’ έχω· συλλογίστηκε ο ναύκληρος.
Και με την ίδια πιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κι έβλεπε από μακριά το γλέντι.
– Δε μου λες, του λέει· γιατί εσύ, τέτοιο αρχοντόπουλο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος κι άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνηση, θαρρώ, δε σου άξιζε.
Ο Αγιάννης σήκωσε τα μάτια, κοίταξε καλά το ναύτη· έπειτα μεμιάς τα χαμήλωσε, γύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίει.
– Καλά σ’ έχω και σένα· σκέφτηκε ο δικός μας.
Και τραβώντας το δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει και κείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι κέντρισε πέντ’ έξι αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια. Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται και κείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάσταση στον Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας, βαρύς από το φαγοπότι, κοιμόταν εκείνη την ώρα, γυρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καβγά, πετιέται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα, να σου! του ενού, να σου! τ’ αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
– Δε φταίμε μεις, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα.
Πιάνουν το ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του.
– Μωρέ, πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο τον κάναμε τον Παράδεισο;
Μια κλωτσιά και τον ρίχνει μίλια έξω.
Τώρα πού να πάω; κάθεται και συλλογιέται. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον Κόσμο.
Κάπως του καλοφάνηκε του φίλου. Τι καλά ν’ αρχίσει πάλι τα γλέντια και τα ταξίδια του!
Τηράει περίγυρα να έβρει δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότιδο έμπαινε στα μπουγάζια σα να έμπαινε σπίτι του, γύριζε τώρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος. Ο Χάρος μόλις πάρει τον πεθαμένο, τον περνάει, ακούς; από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είναι της Αρνησιάς η βρύση. Τον ποτίζει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει από της Αρνησιάς το λιβάδι, που είναι δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο. Άμα περάσει κι από κει ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του.
Για τούτο κι ο ναύκληρος, όσο και αν πάσχιζε, τίποτα δεν έκανε. Γύριζε αριστερά, βρισκόταν στην πόρτα της Κόλασης κι έβλεπε αγριεμένο το διάβολο μ’ ένα δικράνι σιδερένιο στα χέρια να τον φοβερίζει. Γύριζε δεξιά, έβλεπε τον Παράδεισο και τον Άγιο Πέτρο με τη θεόρατη κλείδα έτοιμον να του σπάσει τα κόκαλα.
– Μωρέ! λέει, σκούρα τα πράματα!
Αντί όμως ν’ απελπιστεί, θύμωσε· και ο ναυτικός σα θυμώσει, αναποδογυρίζει τις θάλασσες.
– Έτσι είστε; λέει· να σας μπω και γω στο ρουθούνι.
Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχε απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντίρι. Κατά δικό του. Ούτε Θεό φοβάται, ούτε διάβολο. Χώρια οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο.
Για τούτο σας λέω πως, αν τον ήξερα τον μακαρίτη, θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα ανάβω στον Αϊ-Νικόλα. Πέθανα; δε σκοτίζομαι για Κόλασες και για Παράδεισους.
Πάω γραμμή στο τσαντίρι μου!…
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/12-katwkosmos.htm