Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

keimeno 1940 1
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο γιὰ τὸν Χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τὴς Ἀλβανίας

Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἑκατοικοῦσε ὁ ἥλιος

Ποὺ μὲ τὰ μάτια μιᾶς παρθένας ἄνοιγε ὁ καιρὸς

Καθὼς ἐχιόνιζε ἀπ’ τὸ σκούντημα τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀγέρας

Κι ἄναβαν στὶς κορφὲς τῶν χόρτων καβαλάρηδες

Ἐκεῖ ποὺ χτύπαγεν ἡ ὁπλὴ ἑνὸς πλάτανου λεβέντικου

Καὶ μιὰ σημαία πλατάγιζε ψηλὰ γῆ καὶ νερὸ

Ποὺ ὅπλο ποτὲ σὲ πλάτη δὲν ἐβάραινε

Μὰ ὅλος ὁ κόπος τ’ οὐρανοῦ

Ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμπε σὰν μία νεροσταγόνα

Πρωί, στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ

Τώρα, σὰν ἀπὸ στεναγμὸ Θεοῦ ἕνας ἴσκιος μεγαλώνει.

Τώρα ἡ ἀγωνία σκυφτὴ μὲ χέρια κοκαλιάρικα

Πιάνει καὶ σβήνει ἕνα ἕνα τὰ λουλούδια ἐπάνω της•

Μὲσ’ στὶς χαράδρες ὅπου τὰ νερὰ σταμάτησαν

Ἀπὸ λιμὸ χαρᾶς κείτουνται τὰ τραγούδια•

Βράχοι καλόγεροι μὲ κρύα μαλλιὰ

Κόβουνε σιωπηλοί τῆς ἐρημιᾶς τὸν ἄρτο.

Χειμώνας μπαίνει ὥς τὸ μυαλό. Κάτι κακὸ

Θ’ ἀνάψει. Ἀγριεύει ἡ τρίχα τοῦ ἀλογόβουνου

Τὰ ὄρνια μοιράζουνται ψηλὰ τὶς ψίχες τ’ οὐρανοῦ.

Τώρα μὲσ’ στὰ θολὰ νερὰ μιὰ ταραχὴ ἀνεβαίνει•

Ὁ ἄνεμος ἁρπαγμένος ἀπ’ τὶς φυλλωσιὲς

Φυσάει μακριὰ τὴ σκόνη του

Τὰ φροῦτα φτύνουν τὸ κουκούτσι τους

Ἡ γῆ κρύβει τὶς πέτρες της

Ὁ φόβος σκάβει ἕνα λαγούμι καὶ τρυπώνει τρέχοντας

Τὴν ὥρα ποὺ μέσ’ ἀπὸ τὰ οὐράνια θάμνα

Τὸ οὔρλιασμα τῆς συννεφολύκαινας

Σκορπάει στοῦ κάμπου τὸ πετσὶ θύελλα ἀνατριχίλας

Κι ὕστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι ἀλύπητο

Κι ὕστερα πάει φρουμάζοντας στὶς νηστικὲς κοιλάδες

Κι ὕστερα βάζει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀντιχαιρετίσουνε:

Φωτιὰ ἢ μαχαίρι!

Γι’ αὐτοὺς ποὺ μὲ φωτιὰ ἢ μαχαίρι κίνησαν

Κακὸ θ’ ἀνάψει ἐδῶ. Μὴν ἀπελπίζεται ὁ σταυρὸς

Μόνο ἂς προσευχηθοῦν μακριά του οἱ μενεξέδες!

Γ΄

Γι’ αὐτοὺς ἡ νύχτα ἦταν μία μέρα πιὸ πικρὴ

Λιώναν τὸ σίδερο, μασούσανε τὴ γῆς

Ὁ Θεὸς τους μύριζε μπαρούτι καὶ μουλαροτόμαρο

Κάθε βροντὴ ἕνας θάνατος καβάλα στὸν ἀέρα

Κάθε βροντὴ ἕνας ἄντρας χαμογελώντας ἄντικρυ

Στὸ θάνατο ―κι ἡ μοῖρα ὅ,τι θέλει ἂς πεῖ.

Ξάφνου ἡ στιγμὴ ξαστόχησε κι ἦβρε τὸ θάρρος

Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μὲς στὸν ἥλιο

Κιάλια, τηλέμετρα, ὅλμοι, κέρωσαν!

Εὔκολα σὰν χασὲς ποὺ σκίστηκεν ὁ ἀγέρας!

Εὔκολα σὰν πλεμόνια ποὺ ἄνοιξαν οἱ πέτρες!

Τὸ κράνος κύλησε ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ μεριά…

Στὸ χῶμα μόνο μιὰ στιγμὴ ταράχτηκαν οἱ ρίζες

Ὕστερα σκόρπισε ὁ καπνὸς κι ἡ μέρα πῆε δειλὰ

Νὰ ξεγελάσει τὴν ἀντάρα ἀπὸ τὰ καταχθόνια

Μὰ ἡ νύχτα ἀνασηκώθηκε σὰν πατημένη ὀχιὰ

Μόλις σταμάτησε γιὰ λίγο μὲσ’ στὰ δόντια ὁ θάνατος―

Κι ὕστερα χύθηκε μεμιᾶς ὥς τὰ χλωμά του νύχια!

Δ΄

Τώρα κείτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη

M’ ἕνα σταματημένο ἀγέρα στὰ ἥσυχα μαλλιὰ

M’ ἕνα κλαδάκι λησμονιᾶς στ’ ἀριστερό του αὐτὶ

Μοιάζει μπαξὲς ποὺ τοῦ ’φυγαν ἄξαφνα τὰ πουλιὰ

Μοιάζει τραγούδι ποὺ τὸ φίμωσαν μέσα στὴ σκοτεινιὰ

Μοιάζει ρολόι ἀγγέλου ποὺ ἐσταμάτησε

Μόλις εἴπανε «γειὰ παιδιὰ» τὰ ματοτσίνορα

Κι ἡ ἀπορία μαρμάρωσε…

Κείτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αἰῶνες μαῦροι γύρω του

Ἀλυχτοῦν μὲ σκελετοὺς σκυλιῶν τὴ φοβερὴ σιωπὴ

Κι οἱ ὧρες ποὺ ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Ἀκοῦν μὲ προσοχή•

Ὅμως τὸ γέλιο κάηκε, ὅμως ἡ γῆ κουφάθηκε

Ὅμως κανεὶς δὲν ἄκουσε τὴν πιὸ στερνὴ κραυγὴ

Ὅλος ὁ κόσμος ἄδειασε μὲ τὴ στερνὴ κραυγή.

Κάτω ἀπ’ τὰ πέντε κέδρα

Χωρὶς ἄλλα κεριὰ

Κείτεται στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη•

Ἄδειο τὸ κράνος, λασπωμένο τὸ αἷμα

Στὸ πλάι τὸ μισοτελειωμένο μπράτσο

Κι ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ φρύδια―

Μικρὸ πικρὸ πηγάδι, δαχτυλιὰ τῆς μοίρας

Μικρὸ πικρὸ πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι ὅπου κρυώνει ἡ θύμηση!

Ὤ! μὴν κοιτᾶτε, ὢ μὴν κοιτᾶτε ἀπὸ ποῦ τοῦ-

Ἀπὸ ποῦ τοῦ ’φυγε ἡ ζωή. Μὴν πεῖτε πῶς

Μὴν πεῖτε πῶς ἀνέβηκε ψηλὰ ὁ καπνὸς τοῦ ὀνείρου

Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμὴ Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ

Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμὴ παράτησε τὴν ἄλλη

Κι ὁ ἥλιος ὁ παντοτινὸς ἔτσι μεμιᾶς τὸν κόσμο!

Ἥλιε δὲν ἤσουν ὁ παντοτινός;

Πουλὶ δὲν ἤσουν ἡ στιγμὴ χαρᾶς ποὺ δὲν καθίζει;

Λάμψη δὲν ἤσουν ἡ ἀφοβιὰ τοῦ σύγνεφου;

Κι ἐσὺ περβόλι ᾠδεῖο τῶν λουλουδιῶν

Κι ἐσὺ ρίζα σγουρὴ φλογέρα τῆς μαγνόλιας!

Ἔτσι καθὼς τινάζεται μὲσ’ στὴ βροχὴ τὸ δέντρο

Καὶ τὸ κορμὶ ἀδειανὸ μαυρίζει ἀπὸ τὴ μοίρα

Κι ἕνας τρελὸς δέρνεται μὲ τὸ χιόνι

Καὶ τὰ δύο μάτια πᾶνε νὰ δακρύσουν―

Γιατί, ρωτάει ὁ ἀϊτός, ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι;

Κι ὅλα τ’ ἀϊτόπουλ’ ἀποροῦν ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας ἡ μάνα, ποῦ ’ναι ὁ γιός μου;

Κι ὅλες οἱ μάνες ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι τὸ παιδί!

Γιατί, ρωτάει ὁ σύντροφος, ποῦ νὰ ’ναι ὁ ἀδερφός μου;

Κι ὅλοι του οἱ σύντροφοι ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι ὁ πιὸ μικρός!

Πιάνουν τὸ χιόνι, καίει ὁ πυρετὸς

Πιάνουν τὸ χέρι καὶ παγώνει

Πᾶν νὰ δαγκάσουνε ψωμὶ κι ἐκεῖνο στάζει ἀπὸ αἷμα

Κοιτοῦν μακριὰ τὸν οὐρανὸ κι ἐκεῖνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί νὰ μὴ ζεσταίνει ὁ θάνατος

Γιατί ἕνα τέτοιο ἀνόσιο ψωμὶ

Γιατί ἕνας τέτοιος οὐρανὸς ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἐκατοικοῦσε ὁ ἥλιος!

ΣT΄

Ἦταν ὡραῖο παιδί. Τὴν πρώτη μέρα ποὺ γεννήθηκε

Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς Θρᾴκης νὰ φανεῖ

Στοὺς ὤμους τῆς στεριᾶς τὸ στάρι ποὺ ἀναγάλλιαζε•

Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς Θράκης καὶ τὸ φτύσανε

Μιὰ στὸ κεφάλι, μιὰ στὸν κόρφο, μιὰ μέσα στὸ κλάμα του•

Βγῆκαν Ρωμιοὶ μὲ μπράτσα φοβερὰ

Καὶ τὸ σηκῶσαν στοῦ βοριᾶ τὰ σπάργανα…

Ὕστερα οἱ μέρες τρέξανε, παράβγαν στὸ λιθάρι

Καβάλα σὲ φοραδοποῦλες χοροπήδηξαν

Ὕστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοὶ

Ὥσπου κουδούνισαν παντοῦ οἱ τσιγγάνες ἀνεμῶνες

Κι ἦρθαν ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πέρατα

Οἱ πελαγίτες οἱ βοσκοὶ νὰ πᾶν τῶν φλόκων τὰ κοπάδια

Ἐκεῖ ποὺ βαθιανάσαινε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ

Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μεγάλη πέτρα ἐστέναζε!

Ἦταν γερὸ παιδί•

Τὶς νύχτες ἀγκαλιὰ μὲ τὰ νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τὶς μεγάλες φορεσιὲς τῶν ἄστρων

Ἦταν τόσος ὁ ἔρωτας στὰ σπλάχνα του

Ποὺ ἔπινε μέσα στὸ κρασὶ τὴ γέψη ὅλης τῆς γῆς,

Πιάνοντας ὕστερα χορὸ μ’ ὅλες τὶς νύφες λεῦκες

Ὥσπου ν’ ἀκούσει καὶ νὰ χύσ’ ἡ αὐγὴ τὸ φῶς μὲσ’ στὰ μαλλιά του

Ἡ αὐγὴ ποὺ μ’ ἀνοιχτὰ μπράτσα τὸν ἔβρισκε

Στὴ σέλα δυὸ μικρῶν κλαδιῶν νὰ γρατσουνάει τὸν ἥλιο

Νὰ βάφει τὰ λουλούδια,

Ἢ πάλι μὲ στοργὴ νὰ σιγονανουρίζει

Τὶς μικρὲς κουκουβάγιες ποὺ ξαγρύπνησαν…

Ἄ τί θυμάρι δυνατὸ ἡ ἀνασαιμιά του

Τί χάρτης περηφάνιας τὸ γυμνό του στῆθος

Ὅπου ξεσποῦσαν λευτεριὰ καὶ θάλασσα…

Ἦταν γενναῖο παιδί.

Μὲ τὰ θαμπόχρυσα κουμπιὰ καὶ τὸ πιστόλι του

Μὲ τὸν ἀέρα τοῦ ἄντρα στὴν περπατηξιὰ

Καὶ μὲ τὸ κράνος του, γυαλιστερὸ σημάδι

(Φτάσανε τόσο εὔκολα μὲσ’ στὸ μυαλὸ

Ποὺ δὲν ἐγνώρισε κακὸ ποτέ του)

Μὲ τοὺς στρατιῶτες του ζερβὰ δεξιὰ

Καὶ τὴν ἐκδίκηση τῆς ἀδικίας μπροστά του

―Φωτιά στὴν ἄνομη φωτιά!―

Μὲ τὸ αἷμα πάνω ἀπὸ τὰ φρύδια

Τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας βροντήξανε

Ὕστερα λυῶσαν χιόνι νὰ ξεπλύνουν

Τὸ κορμί του, σιωπηλὸ ναυάγιο τῆς αὐγῆς

Καὶ τὸ στόμα του, μικρὸ πουλὶ ἀκελάηδιστο

Καὶ τὰ χέρια του, ἀνοιχτὲς πλατεῖες τῆς ἐρημίας

Βρόντηξαν τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας

Δὲν ἔκλαψαν

Γιατί νὰ κλάψουν

Ἦταν γενναῖο παιδί!

Τὰ δέντρα εἶναι ἀπὸ κάρβουνο ποὺ ἡ νύχτα δὲν κορώνει.

Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος

Τίποτε. Μὲσ’ στὴν παγωνιὰ κουρνιάζουν τὰ βουνὰ

Γονατισμένα. Κι ἀπὸ τὶς χαράδρες βουΐζοντας

Ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν νεκρῶν ἡ ἄβυσσο ἀνεβαίνει…

Δὲν κλαίει πιὰ οὒτ’ ἡ Λύπη. Σὰν τὴν τρελὴ ποὺ ὀρφάνεψε

Γυρνάει, στὸ στῆθος της φορεῖ μικρὸ κλαδὶ σταυροῦ

Δὲν κλαίει. Μονάχ’ ἀπὸ τὰ μελανὰ ζωσμένη Ἀκροκεραύνια

Πάει ψηλὰ καὶ στήνει μιὰ πλάκα φεγγαριοῦ

Μήπως καὶ δοῦν τὸν ἴσκιο τους γυρνώντας οἱ πλανῆτες

Καὶ κρύψουν τὶς ἀχτίδες τους

Καὶ σταματήσουν

Ἐκεῖ στὸ χάος ἀσθμαίνοντας ἐκστατικοί…

Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος

Σφίγγεται ἡ ἐρημιὰ στὸν μαῦρο της μποξὰ

Σκυφτὴ πίσω ἀπὸ μῆνες-σύννεφα ἀφουκράζεται

Τί νὰ ’ναι ποῦ ἀφουκράζεται, σύννεφα-μῆνες μακριά;

Μὲ τὰ κουρέλια τῶν μαλλιῶν στοὺς ὤμους ―ἂχ ἀφῆστε την―

Μισὴ κερὶ μισὴ φωτιὰ μία μάνα κλαίει ―ἀφῆστε την―

Στὶς παγωμένες ἄδειες κάμαρες ὅπου γυρνάει ἀφῆστε την!

Γιατί δὲν εἶναι ἡ μοίρα χήρα κανενὸς

Κι οἱ μάνες εἶναι γιὰ νὰ κλαῖν, οἱ ἄντρες γιὰ νὰ παλεύουν

Τὰ περιβόλια γιὰ ν’ ἀνθοῦν τῶν κοριτσιῶν οἱ κόρφοι

Τὸ αἷμα γιὰ νὰ ξοδεύεται, ὁ ἀφρὸς γιὰ νὰ χτυπᾶ

Κι ἡ λευτεριὰ γιὰ ν’ ἀστραφτογεννιέται ἀδιάκοπα!

Πέστε λοιπὸν στὸν ἥλιο νὰ ’βρει ἕναν καινούριο δρόμο

Τώρα ποὺ πιὰ ἡ πατρίδα του σκοτείνιασε στὴ γῆ

Ἂν θέλει νὰ μὴ χάσει ἀπὸ τὴν περηφάνεια του•

Ἢ τότε πάλι μὲ χῶμα καὶ νερὸ

Ἂς γαλαζοβολήσει ἀλλοῦ μιὰν ἀδελφούλα Ἑλλάδα!

Πέστε στὸν ἥλιο νὰ ’βρει ἕναν καινούριο δρόμο

Μὴν καταπροσωπήσει πιὰ μήτε μιὰ μαργαρίτα

Στὴ μαργαρίτα πέστε νὰ ’βγει μ’ ἄλλη παρθενιὰ

Μὴ λερωθεῖ ἀπὸ δάχτυλα ποὺ δὲν τῆς πάνε!

Χωρίστε ἀπὸ τὰ δάχτυλα τ’ ἀγριοπεριστέρια

Καὶ μὴν ἀφῆστε ἦχο νὰ πεῖ τὸ πάθος τοῦ νεροῦ

Καθὼς γλυκὰ φυσᾶ οὐρανὸς μὲσ’ σ’ ἀδειανὸ κοχύλι

Μὴ στεῖλτε πουθενὰ σημάδι ἀπελπισιᾶς

Μόν’ φέρτε ἀπὸ τὶς περιβόλες τῆς παλληκαριᾶς

Τὶς ροδωνιὲς ὅπου ἡ ψυχὴ του ἀνάδευε

Τὶς ροδωνιὲς ὅπου ἡ ἀνάσα του ἔπαιζε

Μικρὴ τὴ νύφη χρυσαλλίδα

Ποὺ ἀλλάζει τόσες ντυμασιὲς ὅσες ριπὲς τὸ ἀτλάζι

Στὸν ἥλιο, σὰν μεθοκοποῦν χρυσόσκον’ οἱ χρυσόμυγες

Καὶ πᾶν μὲ βιάση τὰ πουλιὰ ν’ ἀκούσουνε ἀπ’ τὰ δέντρα

Ποιοῦ σπόρου γέννα στύλωσε τὸ φημισμένο κόσμο!

Θ΄

Φέρτε κανούρια χέρια τί τώρα ποιὸς θὰ πάει

Ψηλὰ νὰ νανουρίσει τὰ μωρὰ τῶν ἄστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τί τώρα ποιὸς θὰ μπεῖ

Στὸν πεντοζάλη πρῶτος τῶν ἀγγέλων!

Καινούρια μάτια ―Θὲ μου― τί τώρα ποῦ θὰ πᾶν

Νὰ σκύψουν τὰ κρινάκια τῆς ἀγαπημένης!

Αἷμα καινούριο τί μὲ ποιὸ χαρᾶς χαῖρε θ’ ἀνάψουν

Καὶ στόμα, στόμα δροσερὸν ἀπὸ χαλκὸ κι ἀμάραντο

Τί τώρα ποιὸς στὰ σύννεφα θὰ πεῖ «γειά σας παιδιά!»

Μέρα, ποιὸς θ’ ἀψηφήσει τὰ ροδακινόφυλλα

Νύχτα, ποιὸς θὰ μερέψει τὰ σπαρτὰ

Ποιὸς θὰ σκορπίσει πράσινα καντήλια μὲσ’ στοὺς κάμπους

Ἢ θ’ ἀλαλάξει θαρρετὰ κατάντικρυ ἀπ’ τὸν ἥλιο

Γιὰ νὰ ντυθεῖ τὶς θύελλες καβάλα σ’ ἄτρωτο ἄλογο

Καὶ νὰ γενεῖ Ἀχιλλέας τῶν ταρσανάδων!

Ποιὸς θ’ ἀνεβεῖ στὸ μυθικὸ καὶ μαῦρο ἐρημονήσι

Γιὰ ν’ ἀσπαστεῖ τὰ βότσαλα

Καὶ ποιὸς θὰ κοιμηθεῖ

Γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τοὺς Εὐβοϊκούς τοῦ ὀνείρου

Νὰ ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια

Αἷμα καὶ λαλιὰ

Νὰ ξαναστυλωθεῖ στὰ μαρμαρένια ἁλώνια

Καὶ νὰ ριχτεῖ ―ἂχ τούτη τὴ φορὰ―

Καὶ νὰ ριχτεῖ τοῦ Χάρου μὲ τὴν ἁγιοσύνη του!

Ἥλιος, φωνὴ χαλκοῦ, κι ἅγιο μελτέμι

Πάνω στὰ στήθη τοῦ ὄμοναν: «Ζωὴ νὰ σὲ χαρῶ!»

Δύναμη ἐκεῖ πιὸ μαύρη δὲ χωροῦσε

Μόνο μὲ φῶς χυμένο ἀπὸ δαφνόκλαδο

Κι ἀσήμι ἀπὸ δροσιὰ μόνον ἐκεῖ ὁ σταυρὸς

Ἄστραφτε, καθὼς χάραζε ἡ μεγαλοσύνη

Κι ἡ καλοσύνη μὲ σπαθὶ στὸ χέρι πρόβελνε

Νὰ πεῖ μεσ’ ἀπ’ τὰ μάτια του καὶ τὶς σημαῖες τους «Ζῶ!»

Γειά σου μωρὲ ποτάμι ὁπού ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεοῦ μ’ ἕνα κλωνὶ ρογδιᾶς

Στὰ δόντια, νὰ εὐωδιάζεται ἀπὸ τὰ νερά σου•

Γειά σου κι ἐσὺ χωριατομουσμουλιὰ ποὺ ἀντρείευες

Κάθε ποὺ ’θελε πάρει Ἀντροῦτσος τὰ ὄνειρά του•

Κι ἐσὺ βρυσούλα τοῦ μεσημεριοῦ ποὺ ἔφτανες ὥς τὰ πόδια του

Κι ἐσὺ κοπέλα ποὺ ἤσουνα ἡ Ἑλένη του

Ποὺ ἤσουνα τὸ πουλί του, ἡ Παναγιά του, ἡ Πούλια του

Γιατί καὶ μιὰ μόνο φορὰ μὲσ’ στὴ ζωὴ ἂν σημάνει

Ἀγάπη ἀνθρώπου ἀνάβοντας

Ἄστρον ἀπ’ ἄστρο τὰ κρυφὰ στερεώματα,

Θὰ βασιλεύει παντότες παντοῦ ἡ θεία ἠχὼ

Γιὰ νὰ στολίζει μὲ μικρὲς καρδιὲς πουλιῶν τὰ δάση

Μὲ λύρες ἀπὸ γιασεμιὰ τὰ λόγια τῶν ποιητῶν

Κι ὅπου κακὸ κρυφὸ νὰ τὸ παιδεύει―

Κι ὅπου κακὸ κρυφὸ νὰ τὸ παιδεύει ἀνάβοντας!

IA΄

Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακὸ ― γιατί τοὺς εἶχε πάρει

Τὰ μάτια ἡ θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας

Γιατί τοὺς εἶχε πάρει

Τὴ θλίψη ὁ τρόμος χάνονταν μέσα στὸ μαῦρο σύγνεφο

Πίσω! καὶ πιὰ χωρὶς φτερὰ στὸ μέτωπο

Πίσω! καὶ πιὰ χωρὶς καρφιὰ στὰ πόδια

Ἐκεῖ ποὺ γδύν’ ἡ θάλασσα τ’ ἀμπέλια καὶ τὰ ἡφαίστεια

Στοὺς κάμπους τῆς πατρίδας πάλι καὶ μὲ τὸ φεγγάρι ἀλέτρι

Πίσω! Στὰ μέρη ὅπου λαγωνικὰ τὰ δάχτυλα

Μυρίζονται τὴ σάρκα κι ὅπου ἡ τρικυμία βαστᾶ

Ὅσο ἕνα γιασεμὶ λευκὸ στὸ θέρος τῆς γυναίκας!

Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακό ― τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο

Ζωὴ δὲν εἶχαν πίσω τους μ’ ἔλατα καὶ μὲ κρύα νερὰ

M’ ἀρνί, κρασὶ καὶ τουφεκιά, βέργα καὶ κληματόσταυρο

Παπποὺ δὲν εἶχαν ἀπὸ δρῦ κι ἀπ’ ὀργισμένο ἄνεμο

Στὸ καραούλι δεκαοχτὼ μερόνυχτα

Μὲ πικραμένα μάτια•

Τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο ― δὲν εἶχαν πίσω τους αὐτοὶ

Θεῖο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζὴ

Μάνα ποὺ νὰ ’χει σφάξει μὲ τὰ χέρια της

Ἢ μάνα μάνας ποὺ μὲ τὸ βυζὶ γυμνὸ

Χορεύοντας νὰ ’χει δοθεῖ στὴ λευτεριὰ τοῦ Χάρου!

Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακό ― τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο

Μὰ κεῖνος ποὺ τ’ ἀντίκρισε στοὺς δρόμους τ’ οὐρανοῦ

Ἀνεβαίνει τώρα μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος!

IB΄

Μὲ βῆμα πρωινὸ στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει

Ἀνεβαίνει μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος…

Λουλούδια ἀγοροκόριτσα τοῦ κρυφογνέφουνε

Καὶ τοῦ μιλοῦν μὲ μιὰ ψηλὴ φωνὴ ποὺ ἀχνίζει στὸν αἰθέρα

Γέρνουν καὶ κατ’ αὐτὸν τὰ δέντρα ἐρωτεμένα

Μὲ τὶς φωλιὲς χωμένες στὴ μασχάλη τους

Μὲ τὰ κλαδιὰ τους βουτηγμένα μὲσ’ στὸ λάδι τοῦ ἥλιου

Θαῦμα ― τί θαῦμα χαμηλὰ στὴ γῆ!

Ἄσπρες φυλὲς μ’ ἕνα γαλάζιο ὑνὶ χαράζουνε τοὺς κάμπους

Στράφτουν βαθιὰ οἱ λοφοσειρὲς

Καὶ πιὸ βαθιὰ τ’ ἀπρόσιτα ὄνειρα τῶν βουνῶν τῆς ἄνοιξης!

Ἀνεβαίνει μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος

Τόσο πιωμένος ἀπὸ φῶς ποὺ φαίνεται ἡ καρδιά του

Φαίνεται μὲσ’ στὰ σύννεφα ὁ Ὄλυμπος ὁ ἀληθινὸς

Καὶ στὸν ἀέρα ὁλόγυρα ὁ αἶνος τῶν συντρόφων…

Τώρα χτυπάει πιὸ γρήγορα τ’ ὄνειρο ἀπὸ τὸ αἷμα

Στοὺς ὄχτους τοῦ μονοπατιοῦ συνάζουνται τὰ ζῶα

Γρυλίζουν καὶ κοιτάζουνε σὰ νὰ μιλοῦνε

Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἀληθινὰ μεγάλος

Γίγας ποὺ κανακεύει τὰ παιδιά του

Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο

Αὔριο, αὔριο λένε, τὸ Πάσχα τ’ οὐρανοῦ!

IΓ΄

Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο―

Λένε γι’ αὐτὸν ποὺ κάηκε μὲσ’ στὴ ζωὴ

Ὅπως ἡ μέλισσα μέσα στοῦ θυμαριοῦ τὸ ἀνάβρυσμα•

Γιὰ τὴν αὐγὴ ποὺ πνίγηκε στὰ χωματένια στήθια

Ἐνῷ μηνοῦσε μιὰν ἡμέρα πάλλαμπρη•

Γιὰ τὴ νιφάδα ποὺ ἄστραψε μὲσ’ στὸ μυαλὸ κι ἐσβήστη

Τότες ποὺ ἀκούστηκε μακριὰ ἡ σφυριγματιὰ τῆς σφαίρας

Καὶ πέταξε ψηλὰ θρηνώντας ἡ Ἀλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αὐτὸν ποὺ μήτε κάν ἐπρόφτασε νὰ κλάψει

Γιὰ τὸν βαθὺ καημὸ τοῦ Ἔρωτα τῆς ζωῆς

Ποὺ εἶχε ὅταν δυνάμωνε μακριὰ ὁ ἀγέρας

Καὶ κρῶζαν τὰ πουλιὰ στοῦ χαλασμένου μύλου τὰ δοκάρια

Γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔπιναν τὴν ἄγρια μουσικὴ

Στὸ παραθύρι ὀρθὲς σφίγγοντας τὸ μαντίλι τους

Γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀπελπίζαν τὴν ἀπελπισιὰ

Προσμένοντας ἕνα σημάδι μαῦρο στὴν ἀρχὴ τοῦ κάμπου

Ὕστερα δυνατὰ πέταλα ἔξω ἀπ’ τὸ κατώφλι

Λένε γιὰ τὸ ζεστὸ καὶ ἀχάϊδευτο κεφάλι του

Γιὰ τὰ μεγάλα μάτια του ὅπου χώρεσε ἡ ζωὴ

Τόσο βαθιά, ποὺ πιὰ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ βγεῖ ποτέ της!

IΔ΄

Τώρα χτυπάει πιὸ γρήγορα τ’ ὄνειρο μὲσ’ στὸ αἷμα

Τοῦ κόσμου ἡ πιὸ σωστὴ στιγμὴ σημαίνει:

Ἐλευθερία,

Ἕλληνες μὲσ’ στὰ σκοτεινὰ δείχνουν τὸ δρόμο:

EΛEYΘEPIA

Γιὰ σένα θὰ δακρύσει ἀπὸ χαρὰ ὁ ἥλιος

Στεριὲς ἰριδοχτυπημένες πέφτουν στὰ νερὰ

Καράβια μ’ ἀνοιχτὰ πανιὰ πλέουν μὲσ’ στοὺς λειμῶνες

Τὰ πιὸ ἀθῶα κορίτσια

Τρέχουν γυμνὰ στὰ μάτια τῶν ἀντρῶν

Κι ἡ σεμνότη φωνάζει πίσω ἀπὸ τὸ φράχτη

Παιδιά! δὲν εἶναι ἄλλη γῆ ὡραιότερη…

Τοῦ κόσμου ἡ πιὸ σωστὴ στιγμὴ σημαίνει!

Μὲ βῆμα πρωινὸ στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει

Ὁλοένα ἐκεῖνος ἀνεβαίνει•

Τώρα λάμπουνε γύρω του οἱ πόθοι ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ

Χαμένοι μὲσ’ στῆς ἁμαρτίας τὴ μοναξιά•

Γειτόνοι τῆς καρδιᾶς του οἱ πόθοι φλέγονται•

Πουλιὰ τὸν χαιρετοῦν, τοῦ φαίνονται ἀδερφάκια του

Ἄνθρωποι τὸν φωνάζουν, τοῦ φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιὰ καλὰ πουλιά μου, ἐδῶ τελειώνει ὁ θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει!»

Ἀγιάζι οὐράνιας ὀμορφιᾶς γυαλίζει στὰ μαλλιά του

Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο

Αὔριο, αὔριο, αὔριο: τὸ Πάσχα τοῦ Θεοῦ!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ