Μέσα σε 20 μόνον μέρες από την Κήρυξη του Πολέμου, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού διπλασίασε την Ελλάδα, από τον Σαραντάπορο στην Θεσσαλονίκη!
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Ο Ταχσίν Πασάς, ορθώς σκεπτόμενος, προτίμησε την παράδοση όχι μόνον διότι η ήττα για τα σουλτανικά στρατεύματα ήταν οφθαλμοφανής, αλλά και διότι μία παράδοση στους Βουλγάρους δεν θα επέφερε την ήπια μεταχείριση που επεφύλαξαν οι Έλληνες στους αντιπάλους.
Ο λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνθηκαν στο ελληνικό προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη ύψωσαν στο μπαλκόνι του κτιρίου την ελληνική σημαία. Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών ο Αλέξανδρος Ζάννας, ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο.
Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα το κλίμα στα Βαλκάνια ήταν φορτισμένο αρνητικά. Ο εθνικισμός του κινήματος των «Νεότουρκων», οι οποίοι ουσιαστικά είχαν υπό τον έλεγχό τους την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των υπόλοιπων κρατών της Αυτοκρατορίας εναντίον αυτής.
Την ίδια περίοδο το «Κρητικό ζήτημα», δηλαδή η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας, ενώ η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο είχε ήδη σημάνει την έναρξη των Ελληνοτουρκικών τριβών.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθούσε τις διπλωματικές εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Παράλληλα είχε υπόψη ότι το Ελληνικό κράτος βρισκόταν σε μία φάση ανασύνταξης και ανασυγκρότησης. Οι προσπάθειες του Ελευθέριου Βενιζέλου για αποφυγή μίας ένοπλης σύγκρουσης τερματίστηκαν με την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας από το Μαυροβούνιο, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912. Λίγες ημέρες αργότερα και με αφορμή την παραπάνω εξέλιξη, η Ελλάδα συντάχθηκε στο στρατόπεδο της Σερβίας και της Βουλγαρίας.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι τρεις βαλκανικές χώρες απέστειλαν τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη με το οποίο αιτούνταν την ικανοποίηση μίας σειράς ζητημάτων όπως π.χ. η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας των χριστιανικών κοινοτήτων. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αντικατέστησαν τη διπλωματία.
Ο στρατός των Σέρβων και των Μαυροβούνιων αναπτύχθηκε στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Οι ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν τα μέτωπα της Νότιας Μακεδονίας και της Ηπείρου. Οι Βούλγαροι τοποθετήθηκαν στην περιοχή της Θράκης. Οι ίδιοι ωστόσο σχεδίαζαν να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Μακεδονίας, με τελικό στόχο να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη.
Δύο ημέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός σημείωσε την πρώτη του επιτυχία θέτοντας υπό τον έλεγχό του το Σαραντάπορο. Η πορεία προς την Μακεδονία φαινόταν ανοιχτή. Με τους Τούρκους να υποχωρούν, οι Έλληνες ξεκίνησαν να προελαύνουν από την Κοζάνη, τα Γρεβενά και την Κατερίνη.
Παράλληλα οι Βούλγαροι έδειχναν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει την σημαντικότερη πόλη της Μακεδονίας. Διέταξε τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, ο οποίος κινούνταν βόρεια προς το Μοναστήρι, να αλλάξει πορεία προκειμένου να προλάβει του Βούλγαρους. Ο Κωνσταντίνος οδήγησε τον ελληνικό στρατό προς τα ανατολικά. Στο δρόμο τους ωστόσο βρίσκονταν τα Γιαννιτσά, πόλη ιερή για τους μουσουλμάνους.
Πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού των Ελλήνων συγκρούστηκαν με τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποτελούνταν από έξι πυροβολαρχίες και πέντε μεραρχίες. Μετά από σκληρή μάχη δύο ημερών (19-20 Οκτωβρίου) με πολλές απώλειες και για τις δύο πλευρές, ο ελληνικός στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά, ενώ οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προς τη Θεσσαλονίκη.
Προκειμένου να καθυστερήσουν τον Ελληνικό στρατό, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τις γέφυρες του Λουδία, του Αξιού και του Γαλλικού. Ταυτόχρονα, αγγελιοφόροι μετέφεραν το μήνυμα ότι μία βουλγαρική μεραρχία βρισκόταν στην πεδιάδα του Λαγκαδά. Η κατασκευή νέας γέφυρας από τους Έλληνες απαιτούσε χρόνο αλλά και υλικά. Ο κίνδυνος να χαθεί η Θεσσαλονίκη γινόταν όλο και πιο ορατός.
Με τη βοήθεια των κατοίκων από τις γύρω περιοχές (Μάλγαρα, Κύμινα, Χαλάστρα, Σίνδος) στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Αξιό ποταμό και ετοιμάστηκε για να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ταχσίν πασάς ωστόσο πρότεινε την υπό όρους παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Αντί αυτού, ο Κωνσταντίνος έδωσε διορία έως τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου για τη μεταφορά των Τούρκων αξιωματικών στη Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι απάντησαν θετικά, ζήτησαν όμως να πάρουν μαζί τους και 5.000 όπλα, κάτι που ο Κωνσταντίνος απέρριψε. Στη συνέχεια έδωσε παράταση στη διορία προκειμένου να επιτευχθεί μία τελική συμφωνία. Με τη λήξη της διορίας ο ελληνικός στρατός προετοιμάστηκε για επίθεση. Την τελευταία στιγμή ο Ταχσίν πασάς δέχτηκε τους όρους που είχε υποβάλει η ελληνική πλευρά.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης, Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, λίγες ώρες προτού οι βούλγαροι φτάσουν με τη σειρά τους στην πόλη.