Η "αναβάθμιση" της κοινής γνώμης, μοναδική λύση

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

RVV
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Ένα από τα βασικότερα «συμπτώματα» της εποχής μας, το οποίο εμφανίσθηκε ιδιαίτερα ενισχυμένο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης (ξεκίνησε με τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών – «χρεοκοπία» της Lehman Brothers), είναι αναμφίβολα το..
γεγονός ότι, οι Πολίτες δεν εμπιστεύονται πια τις κυβερνήσεις τους, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται τους Πολίτες τους, όλοι μαζί οι πάσης φύσεως «συνεργαζόμενοι» ή «συναλλασσόμενοι» (κράτη, ηγέτες, τράπεζες, λοιπές επιχειρήσεις, ιδιώτες) δεν εμπιστεύονται μεταξύ τους και το «ετεροβαρές ρίσκο» (άλλοι αποφασίζουν, ενώ άλλοι πληρώνουν για τις αποφάσεις) βασιλεύει παντού. Πρόκειται λοιπόν για μία ευρύτερη «κρίση εμπιστοσύνης» (γνωρίζουμε προφανώς ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί τα θεμέλια του συστήματος), η οποία απειλεί να καταστρέψει όλες σχεδόν τις υφιστάμενες δομές – πόσο μάλλον όταν λαμβάνει χώρα σε μία οριακή ιστορική περίοδο, όπως η σημερινή.
Χρησιμοποιήσαμε συνειδητά τον όρο «οριακή ιστορική περίοδος» που περιέγραφε την εποχή μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (βασικό γνώρισμα της οποίας ήταν τα υψηλά δημοσιονομικά χρέη, καθώς επίσης η μεγάλη οικονομική εξάρτηση της Βρετανίας από τις Η.Π.Α. – σήμερα των Η.Π.Α. από την Κίνα), επειδή πιστεύουμε ότι τώρα, όπως και τότε, έχει πραγματοποιηθεί ξανά «η διάρρηξη του κεφαλαιακού ορίζοντα». Τότε είχε αναδυθεί μία νέα κοινωνική μορφή, η Σοβιετική Ένωση, ενώ σήμερα παρατηρούμε το μονοπωλιακό καπιταλισμό στο ζενίθ της εξέλιξης του (Η.Π.Α.), τον απολυταρχικό καπιταλισμό (Ρωσία, Κίνα) στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του και τον κοινωνικό καπιταλισμό (Ευρώπη) να αναζητά απεγνωσμένα μία νέα ταυτότητα.
Μία ευρωπαϊκή «ιδιαιτερότητα» αποτελεί σε κάποιο βαθμό η Γερμανία, στην οποία έχουν εισαχθεί πρόσφατα στοιχεία «Άμεσης Δημοκρατίας» αφού, τόσο στους δήμους, όσο και στα ανεξάρτητα κρατίδια, καθώς επίσης σε ομοσπονδιακό επίπεδο, υφίσταται η δυνατότητα «προώθησης» συγκεκριμένων αιτημάτων των Πολιτών, υπό την προϋπόθεση της συγκέντρωσης υπογραφών – από 2% έως 10% των εκάστοτε ψηφοφόρων. Επίσης υπάρχει μία κίνηση Πολιτών με την ονομασία «Περισσότερη Δημοκρατία» (διαθέτει ιστοσελίδα και περιοδικό, απαριθμεί σήμερα 5.240 μέλη), με στόχο τη «θέσπιση» της απ’ ευθείας ψήφισης σημαντικών για το σύνολο νόμων, εκ μέρους των Πολιτών (πιστεύουμε ότι μία ανάλογη «κίνηση» εκ μέρους των Πολιτών της χώρας μας, χωρίς κομματική «ταυτότητα» και χωρίς την εξουσία σαν στόχο, θα είχε εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα). Ταυτόχρονα, η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης που αρνείται την καθιέρωση του «Συνηγόρου του Πολίτη», θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα καλύπτεται από τις διάφορες Επιτροπές Αναφορών που λειτουργούν στο εσωτερικό της (Κοινοβούλια κρατιδίων κλπ).
Φαίνεται λοιπόν, αμυδρά έστω (η Γερμανία είναι η χώρα των ακραίων αντιθέσεων, με μία έντονη πολιτική μορφή «Ιανού»), να απορρίπτεται σταδιακά τόσο ο κοινωνικός καπιταλισμός, όσο και ο μονοπωλιακός, καθώς επίσης η απολυταρχική του μορφή να απειλεί με επικράτηση (η πρόσφατη νέα ρήξη της χώρας με τις Η.Π.Α. – General Motors, Opel – θα εντείνει πιθανότατα τα βήματα της, ενώ η συνεχής «επαναδιαπραγμάτευση» της ιστορίας της, μέσω αρκετών δημοσιευμάτων του Τύπου – Spiegel – μπορεί να ερμηνευθεί ανάλογα). Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε, σε σχέση κυρίως με τον «εν πολλοίς» αιτιολογημένο «αντιαμερικανισμό» που επικρατεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ότι, η Γερμανία είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ οι Η.Π.Α. μας βοήθησαν τόσο στο να ανταπεξέλθουμε με αυτούς (συνυπολογιζομένου του «ψυχρού πολέμου» – αιτία μεγάλου μέρους του δημοσιονομικού προβλήματος των Η.Π.Α., οι οποίες δεν εισέπραξαν τις συνήθεις «πολεμικές αποζημιώσεις» από τους «ηττημένους»), όσο και στο να αποκαταστήσουμε τα τεράστια προβλήματα που άφησαν πίσω τους.
Περαιτέρω, η «αναζήτηση» της Ευρώπης επικεντρώνεται ουσιαστικά στο εάν απαιτείται μεγαλύτερο κράτος, μικρότερο κράτος ή, ίσως, κάτι ενδιάμεσο, όπως κατά κάποιον τρόπο είχε προκύψει στην πράξη, μέσα από τη «Σοσιαλδημοκρατία» της κεντρικής Ευρώπης – η οποία «απαλλοτριώθηκε» από την ατυχή απόφαση της «συμμετοχής» της στην παγκοσμιοποίηση, μέσω της φιλελευθεροποίησης της Οικονομίας της κατά τα «πρότυπα» του «αγγλοσαξονικού» νέο-καπιταλισμού. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθούμε επιγραμματικά στις υφιστάμενες οικονομικές θεωρίες, έχοντας την άποψη ότι η Οικονομία όχι μόνο προηγείται, αλλά και καθορίζει αποφασιστικά την εκάστοτε Πολιτική. Διακρίνουμε λοιπόν τα παρακάτω οικονομικά συστήματα:
(α) Φιλελευθερισμός (μικρότερο κράτος)
Οι κλασικοί οικονομολόγοι (Adam Smith) πίστευαν στην ελεύθερη οικονομία, καθώς επίσης ότι αυτή ισορροπεί πάντα σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης – επομένως ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν οικονομικές κρίσεις (γεγονός που σε κάποιο βαθμό ισχύει, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης των επιχειρήσεων σε ένα μικρομεσαίο μέγεθος και της περιορισμένης παγκοσμιοποίησης – κάτι που αποτελεί δυστυχώς παρελθόν). Κατά τη συγκεκριμένη θεωρία, οι οποιεσδήποτε ανισορροπίες τυχόν παρουσιάζονταν εντός της οικονομίας (ανεργία, πληθωρισμός κλπ), θα είχαν προσωρινό χαρακτήρα, επειδή η ελεύθερη οικονομία έχει την ιδιότητα να αυτορυθμίζεται μέσω του μηχανισμού των τιμών (το «αόρατο χέρι» του Adam Smith).
(β) Κεϋνσιανισμός (μεγαλύτερο κράτος)
Κατά τον Keynes, η οικονομία ισορροπεί και σε κατάσταση υποαπασχόλησης, αφού το Κεφάλαιο δεν κατευθύνεται σε επενδύσεις, εάν δεν διακρίνει σημαντικές προοπτικές κέρδους (επεξήγηση των διαφόρων οικονομικών κύκλων, μέσω των διακυμάνσεων της οριακής αποδοτικότητας του Κεφαλαίου). Επομένως, το κράτος πρέπει να επεμβαίνει στην Οικονομία και να αυξάνει την ενεργό ζήτηση με δημόσια έργα, ακόμη και αν αυτό προκαλεί δημοσιονομικά ελλείμματα. Μέσω των κρατικών επενδύσεων αυξάνεται η απασχόληση (περιορίζεται η ανεργία), τα καινούργια εισοδήματα επενεργούν θετικά στη ζήτηση (αυξημένη κατανάλωση), οι επενδύσεις πολλαπλασιάζονται και η Οικονομία αναπτύσσεται.
Ο οικονομολόγος μας δίνει επίσης μία ερμηνεία των πολεμικών συρράξεων, τις οποίες όμως θεωρεί κατεξοχήν «οριακή έκφραση» του πολιτικού φαινομένου της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ο πόλεμος συνιστά κατά τον ίδιο μάλλον έκφανση μίας «υφιστάμενης τάσης προς κρίση», ενώ η όποια «αυτονομία» του πολεμικού φαινομένου εμφανίζεται ως τέτοια, αφενός μεν λόγω της αδυναμίας της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να αναστοχασθεί και να χειρισθεί με έλλογο τρόπο τα «μεγέθη» της, αφετέρου δε λόγω των συνήθως καθυστερημένων, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, πολιτικών δομών διακυβέρνησης. Απλούστερα, εάν η οικονομική πρόοδος ενός κράτους δεν συνοδεύεται από μία αντίστοιχη πολιτισμική και πολιτική εξέλιξη, οι «κρίσεις» (ο συμβατικός πόλεμος είναι μία από τις πολλές μορφές κρίσης – οι κοινωνικές αναταραχές, οι εθνικές χρεοκοπίες και οι οικονομικές ληστείες επίσης) είναι αδύνατον να αποφευχθούν.
(γ) Νεοφιλελευθερισμός (ελάχιστο δυνατό κράτος)
Ο νεοφιλελευθερισμός (M.Friedman) είναι ουσιαστικά η εξέλιξη του κλασικού φιλελευθερισμού στη σύγχρονη εποχή (δεκαετία του ’70). Σε γενικές γραμμές, αμφισβητεί τον κρατικό παρεμβατισμό του Keynes, υπεραμύνεται του ρόλου των αγορών και υποστηρίζει ότι αυτορυθμίζονται (πολιτική που ακολούθησαν αρχικά οι M.Thatcher και R.Reagan). Το κράτος, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, δεν πρέπει να παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση στην Οικονομία, αλλά να περιορίζεται στο να επιβλέπει την «αγορά», αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στον αυτορυθμιζόμενο χαρακτήρα της. Ουσιαστικά, οδήγησε στην έξαρση των μονοπωλιακών εταιρειών, στην παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού κλάδου, στα «συστημικά» προβλήματα που προκάλεσε, καθώς επίσης στον άκρατο δανεισμό και στην υπερχρέωση των κρατών – την οποία, πολύ πιθανόν, θα ακολουθήσει η «κρίση των κρίσεων»: η δημοσιονομική.
(δ) Μαρξισμός (μεγαλύτερο δυνατό κράτος)
Κατά τον Marx (ο οποίος μας δίνει μία αρκετά καλύτερη ερμηνεία των οικονομικών κρίσεων, σε σχέση με όλους τους άλλους), ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής απαιτεί τη συνειδητή ρύθμιση των οικονομικών συναλλαγών από το κράτος. Επομένως, τα μέσα παραγωγής δεν πρέπει να ιδιοποιούνται (κατάργηση της ιδιοκτησίας), ενώ τα παραγόμενα εμπορεύματα οφείλουν να είναι το αποτέλεσμα μίας κεντρικά σχεδιασμένης ανάπτυξης της Οικονομίας (το αντίθετο ακριβώς της ελεύθερης αγοράς).
Κατά την άποψη μας τώρα, τόσο η αναζήτηση ενός εξελιγμένου «απογόνου» των παραπάνω οικονομικών «συστημάτων» εκ μέρους της Ευρώπης, όσο και η τελική απόφαση, οφείλουν να προέλθουν από τους ίδιους τους Πολίτες, αφού προηγηθεί ένας κατά κάποιον τρόπο «νέος διαφωτισμός», όπου η έννοια «διαφωτισμός» ισοδυναμεί με την πλήρη άρση της χειραγώγησης της κοινής γνώμης – με την αναβάθμιση της επομένως ως αναπόσπαστου μέρους του σύγχρονου πολιτικού συστήματος. Γνωρίζοντας τώρα (Keynes) ότι η κοινή γνώμη χωρίζεται
(α) στην εξωτερική – την κατά κάποιον τρόπο δηλαδή δημόσια γνώμη, όπως αυτή εκφράζεται «ιδιοτελώς» μέσω των πολιτικών και των ΜΜΕ και
(β) στην εσωτερική – τη γνώμη των διαφόρων πολιτικών, της γραφειοκρατίας και των δημοσιογράφων, όπως αυτή εκφράζεται σε περιορισμένους κύκλους,
ενώ η εξωτερική κοινή γνώμη χωρίζεται σε αυτήν
(1) που εκφράζεται σκοπίμως δημόσια από τους πολιτικούς και τις εφημερίδες, καθώς επίσης σε αυτήν
(2) που η μάζα των συνηθισμένων ανθρώπων (αυτών που οφείλουν άμεσα να «αναβαθμισθούν» σε Πολίτες) υποψιάζεται «ιδιωτικά» ότι είναι αληθής,
το ζητούμενο είναι προφανώς η τελευταία – αυτή δηλαδή που η πλειοψηφία των ανθρώπων υποψιάζεται ιδιωτικά ότι είναι αληθής, αφού με αυτό το κριτήριο θα αποφασίζει.
Σε πρώτο στάδιο λοιπόν θεωρούμε ότι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση) θα πρέπει, αφενός μεν να εξασφαλίζει στους Πολίτες της πρόσβαση στη γνώση των βασικών προβλημάτων που την απασχολούν (ολοκληρωμένη, σωστή ενημέρωση σε σχέση με τα Κοινά – να τους λέει την αλήθεια δηλαδή), αφετέρου δε να «διερευνά» και να αποσαφηνίζει τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους απόψεις (μέσω του διαδικτύου κλπ), έτσι ώστε οι αποφάσεις της να στηρίζονται στην Κοινή Βούληση – στην πλειοψηφία των Πολιτών και όχι στην κομματική, συνήθως ιδιοτελή μειοψηφία.
Για παράδειγμα, κανένας ενημερωμένος Πολίτης δεν θα ψήφιζε εναντίον της γνωστής άρσης της ασυλίας των βουλευτών για ποινικά αδικήματα, ανεξαρτήτως «κομματικής ταυτότητας», ενώ η όποια κυβέρνηση θα μπορούσε να καταργήσει την αντιπαραγωγική πια μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, μόνο εάν είχε την εμπιστοσύνη και την πλήρη στήριξη της πλειοψηφίας των Πολιτών της χώρας της. Επίσης, όλοι οι Πολίτες θα ήθελαν να ενδιαφέρεται το κράτος πιο πολύ για τη μείωση του κόστους και την καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής τους (παιδεία, υγεία κλπ), έτσι ώστε να υφίστανται οι προϋποθέσεις της ευρύτερης συμμετοχής τους στα Κοινά, παρά για την «δίκαιη» φορολόγηση τους, με εμφανή στόχο την κάλυψη των αδικαιολόγητα αυξημένων δημοσίων δαπανών (σημειώνεται μία άνοδος των δημοσίων δαπανών πάνω από 10%, όταν οι καθαρές αυξήσεις μισθών που δίνονται στους Πολίτες είναι ουσιαστικά αρνητικές).
Αναμφίβολα, ο λαός δεν είναι ώριμος μόνο για να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια (ουσιαστικά τότε μόνο είναι ενεργός Πολίτης), αλλά ικανός και να αυτοδιοικείται – αρκεί φυσικά να έχει πρόσβαση στη γνώση και στη σωστή, αντικειμενική πληροφόρηση. Επίσης αναμφίβολα, η τεράστια «κρίση εμπιστοσύνης» που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή, μπορεί (και πρέπει επειγόντως) να καταπολεμηθεί σωστά, μόνο με την απρόσκοπτη συμμετοχή των Πολιτών στις αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα. Εκτός αυτού, η «Κοινή Βούληση» μπορεί τότε να είναι ο κυριότερος «ελεγκτικός μηχανισμός», έναντι τυχόν λαθών ή της οποιασδήποτε αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Ολοκληρώνοντας, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η διακυβέρνηση της με βάση την «Κοινή Βούληση» είναι ουσιαστικά υποχρεωτική – μονοδρομημένη καλύτερα. Όλοι πλέον γνωρίζουν ότι, η μοναδική διέξοδος από τη δική μας τεράστια κρίση (η οποία λειτουργεί προσθετικά στη διεθνή), είναι οι ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές στην Οικονομία μας (ως διαρθρωτικά μέτρα δεν πρέπει βέβαια να θεωρούνται μόνο τα φορολογικά, όπως δυστυχώς συμβαίνει αρκετές φορές – πόσο μάλλον όταν η «υπερβάλλουσα» φορολόγηση των Πολιτών αποτελεί ουσιαστικά «μέτρο υπέρ της φοροδιαφυγής», αυξάνοντας και όχι μειώνοντας τα διαρθρωτικά προβλήματα). Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάγκη να «εφευρεθεί ο τροχός», αφού έχει εφευρεθεί πριν από πολλά χρόνια, από άλλες κοινωνίες
Για παράδειγμα, ήδη από την εποχή του Adam Smith ήταν γνωστή η αναγκαιότητα ενός συστηματικού τρόπου οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, έτσι ώστε να αποφευχθεί η διαφθορά που συνεπαγόταν το «σύστημα της πατρωνίας» τότε (βάσει του οποίου οι διάφορες υπαλληλικές θέσεις γίνονταν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τους εκάστοτε, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, κυβερνώντες).
Η λύση δόθηκε λίγο αργότερα (1860-70) από το βρετανό Gladstone (θεωρητική «υποστήριξη» του από τον οικονομολόγο J.S. Mill), ο οποίος εισήγαγε μία ανοιχτή εξεταστική διαδικασία για την εισαγωγή στο δημόσιο (στα πρότυπα του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης), γεγονός που ισοδυναμούσε αφ’ ενός με την απομάκρυνση των δημοσίων υπηρεσιών από το πεδίο της πολιτικής ρουσφετολογίας, αφ’ ετέρου με την προσέλκυση ικανού και ποιοτικού προσωπικού. Ο ίδιος (Mill) επεσήμανε ότι, «το μέλος ενός τμήματος της εκτελεστικής εξουσίας, ο βουλευτής δηλαδή, είναι ένας απλός πολιτικός του οποίου, η συνολική ικανότητα και η γνώση των γενικών συμφερόντων της χώρας που οφείλει να κατέχει, δεν θα συνοδεύεται, παρά μόνο κατά τύχη, από επαρκή και «επαγγελματική» γνώση του τμήματος επάνω στο οποίο καλείται να προΐσταται (Υπουργείο Οικονομικών, Δημόσιοι οργανισμοί κλπ). Συνεπώς, πρέπει να του παρασχεθούν επαγγελματίες σύμβουλοι».
Όμως, μία ανάλογη «διαρθρωτική» διαδικασία στη χώρα μας, έστω 150 χρόνια αργότερα (όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο επώδυνη γίνεται), προϋποθέτει όχι μόνο συγκρούσεις της κυβέρνησης με το υπάρχων «καθεστώς», αλλά και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Η ανεργία αυτή, όταν επεκταθεί και σε άλλους τομείς, ειδικά στους «φορολογικά ύποπτους» (κλείσιμο των φροντιστηρίων μέσω της ελεύθερης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, επιβολή ΦΠΑ σε όλους όσους παρέχουν υπηρεσίες – δικηγόρους κ.α. – παροχή ιατρικών υπηρεσιών από όλους ανεξαιρέτως τους γιατρούς, μόνο μέσω «δελτίων» των ασφαλιστικών οργανισμών κατά τα πρότυπα της Ευρώπης κλπ), θα ξεπεράσει πιθανότατα ακόμη και το 25% («αποκάλυψη» της κρυφής ανεργίας). Τέλος, θα μπορέσει να καταπολεμηθεί μόνο μακροπρόθεσμα, εν μέρει με τη μεγαλύτερη ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες, σε πλήρη αντίθεση με τις πολυεθνικές, είναι κυρίως εντάσεως εργασίας (οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν πάση θυσία να κατευθυνθούν στην παραγωγή προϊόντων, ακόμη και αν το αρχικό κόστος τους δεν είναι διεθνώς ανταγωνιστικό).
Βέβαια μία ανεργία τέτοιου ύψους θα έχει πολλά, παράπλευρα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα την επιδείνωση του ασφαλιστικού προβλήματος, τη μείωση της κατανάλωσης, την αρνητική ανάπτυξη (ύφεση), την αύξηση των ελλειμμάτων και των χρεών σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ κλπ. Έτσι λοιπόν είναι καλύτερα να γνωρίζουν όλοι οι Πολίτες ότι, εάν κάποια στιγμή «επιτευχθεί» να λειτουργήσει το Ελληνικό Δημόσιο τόσο αποτελεσματικά, όσο για παράδειγμα το Γερμανικό (πόσο μάλλον όλοι οι υπόλοιποι τομείς της Οικονομίας μας), τα οικονομικά προβλήματα που εκ των πραγμάτων θα προκύψουν, δεν θα είναι σε καμία περίπτωση αμελητέα.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ευνόητο ότι, τέτοιου είδους ευρείες και απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές (προϋποθέτουν προφανώς την, μέσω κυρίως των «Εθνικών Ομολόγων», αυτοχρηματοδότηση τους, καθώς επίσης την ενίσχυση της Ε.Ε.), απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη όλης της κοινωνίας (Κοινή Βούληση). Όχι μόνο του κυβερνώντος κόμματος λοιπόν, αφού είναι επίσης γνωστό ότι, η οποιαδήποτε «οικονομική αποκατάσταση» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο όταν συμπλέουν οι γνώμες των «ειδικών» (κυβέρνηση κλπ) με την Κοινή Γνώμη (Keynes). Η δε «πειθώ» που απαιτείται είναι σε αντίθεση με την «πολιτική γλώσσα», αφού οφείλει να γίνεται μόνο υπό τη διάσταση της σαν ρητορικού συμπληρώματος της αλήθειας και όχι ξεκομμένη από αυτήν – δηλαδή, η ενεργοποίηση της πειθούς οφείλει να λαμβάνει χώρα ως καθαρή μεσολάβηση μεταξύ ήδη συγκροτημένων επιστημονικών περιεχομένων και Κοινής Γνώμης.
Οι Πολίτες δηλαδή μίας χώρας πρέπει να πείθονται από τις κυβερνήσεις τους μόνο με τη βοήθεια της επιστημονικής γνώσης, της λογικής και της αλήθειας, ενώ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να «παραπλανόνται» από τους, «αντιμαχόμενους» για την εξουσία, πολιτικούς τους (είναι άλλωστε τουλάχιστον μονότονο να ακούμε συνεχώς τους πολιτικούς να μιλούν για τα κόμματα τους και σχεδόν ποτέ για τη χώρα τους). Ας μην ξεχνάμε ότι, η οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν εκλέγεται απλά για να διαπιστώσει τα προβλήματα μίας χώρας, μέσω ίσως της «απογραφής» τους, ούτε φυσικά για να την «εκθέσει» διεθνώς, αλλά για να τα λύσει σωστά, έχοντας τις απαιτούμενες ικανότητες και ακολουθώντας τις εντολές του συνόλου των Πολιτών της (την «Κοινή Βούληση»).
Το γνωστό μας «Yes, we can» του προέδρου B.Obama είναι καλύτερα να αντικατασταθεί με το «Yes, we do», γεγονός που σημαίνει ότι οφείλουμε πια να κάνουμε πολύ περισσότερα και να λέμε πολύ λιγότερα – κυρίως όταν απευθυνόμαστε στις διεθνείς αγορές. Όπως γράφει πολύ σωστά ο Ζ.Ζ.Ρουσσώ, «Μα θα με ρωτήσουν ίσως κάποιοι, εάν είμαι κανένας ηγεμόνας ή νομοθέτης και ασχολούμαι με την Πολιτική. Τους απαντώ ότι όχι – και για ότι ακριβώς γι’ αυτό γράφω για την Πολιτική. Αν ήμουν ηγεμόνας ή νομοθέτης, δεν θα έχανα το χρόνο μου λέγοντας πράγματα που θα μπορούσα να κάνω – θα τα έκανα ή θα σιωπούσα».
Υ.Γ. Ενδεχομένως, κάποιες από τις παραπάνω «θέσεις» να θεωρηθούν «οριακές» ή, έστω, μη άμεσα εφαρμόσιμες στην πράξη. Στην περίπτωση αυτή, ίσως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, «η εξοργιστική αίρεση μίας εποχής, ο νεωτερισμός και η πρωτοτυπία, γίνονται οι αποδεκτές κοινοτυπίες της επόμενης». Επίσης πως για πρώτη φορά στην Ευρώπη και με βάση τη συνθήκη της Λισαβόνας: «Ένας σχετικά περιορισμένος αριθμός υπογραφών Πολιτών από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούν πλέον να αναγκάζουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβαίνει σε ειδική νομοθεσία για ένα σημαντικό θέμα» – γεγονός αδιανόητο για άλλες, πρόσφατες και όχι μακρινές, εποχές.
Αθήνα, 08. Νοεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
[email protected]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ