(Αλλες πηγές τοποθετούν την Μάχη 13 ή 14 Αυγούστου κι όχι Σεπτέμβριο)
Η απρόσμενη για πολλούς νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα περιβλήθηκε, ήδη από τα αρχαία χρόνια, με την αχλύ του μύθου, ώστε η παράδοση και η ιστορία να δημιουργούν ένα αξεδιάλυτο, όσο όμως και γοητευτικό μείγμα.
Όπως μαρτυρείται από τη φιλολογική παράδοση, ο Μιλτιάδης, ζήτησε πριν από τη μάχη τη βοήθεια της Αρτεμης Αγροτέρας (προστάτιδας των δασών και της θήρας). Της υποσχέθηκε μάλιστα πως θα θυσίαζε τόσες κατσίκες όσες και οι νεκροί εχθροί [Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία Β’, 25]. Ο Ξενοφών, αναφερόμενος στο ίδιο περιστατικό, αποκαλύπτει πως μετά τη νίκη τους οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να βρουν 6.400 κατσίκες (τόσοι ήταν οι νεκροί Πέρσες) και αποφάσισαν να θυσιάζουν 500 κάθε χρόνο έως ότου αποπληρώσουν το τάμα τους.
Ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, μαζί με άλλους επιφανείς Αθηναίους, πρέπει να έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της μάχης, η οποία διεξήχθη γύρω από τα πλοία.
Ενθουσιασμένοι από τη νίκη τους, οι Αθηναίοι διέσπασαν τις γραμμές τους και αποδύθηκαν σε μια άγρια καταδίωξη των εχθρών.
Με αυτό τον τρόπο όμως αποτέλεσαν εύκολο στόχο για κάποιους έμπειρους Πέρσες τοξότες, οι οποίοι προσπαθούσαν να καλύψουν την υποχώρηση των συμπολεμιστών τους. Ο Πλούταρχος [Συναγωγή Ιστοριών παραλλήλων ελληνικών και ρωμαϊκών] αναφέρει πως το σώμα του Αθηναίου πολέμαρχου βρέθηκε κατατρυπημένο από τα περσικά βέλη.
Αμέσως μετά το τέλος της μάχης, ο Μιλτιάδης, επικεφαλής εννέα φυλών, έσπευσε προς την Αθήνα για να εμποδίσει πιθανή απόπειρα απόβασης των Περσών.
Ο Αριστείδης με τους οπλίτες της Αντιοχίδας φυλής παρέμεινε στον Μαραθώνα για τη φύλαξη των λαφύρων και των τραυματιών.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αθηναίος στρατηγός, πιστός στο ήθος του, δεν επωφελήθηκε για να οικειοποιηθεί το παραμικρό από τα αμύθητης αξίας περσικά λάφυρα.
Η απουσία του περσικού ιππικού από το πεδίο της μάχης στον Μαραθώνα έδωσε στους Αθηναίους και τους Πλαταιείς ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα.
Τι θα συνέβαινε όμως αν οι ιππείς δεν είχαν αποσυρθεί την παραμονή της σύγκρουσης;
Είναι απίθανο ο Μιλτιάδης και οι υπόλοιποι στρατηγοί να μην είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο μάχης που θα περιελάμβανε και τρόπους αντιμετώπισης του εχθρικού ιππικού. Στις ημέρες που μεσολάβησαν από την άφιξη των Αθηναίων στον Μαραθώνα μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης θα πρέπει να πραγματοποιήθηκαν πολλές ασκήσεις για την όσο το δυνατόν καλύτερη εκτέλεση των ελιγμών της φάλαγγας την ώρα της μάχης, λαμβάνοντας ως δεδομένη την ύπαρξη των Περσών ιππέων.
Όταν πέθανε στη Γέλα της Σικελίας χαράχτηκε στον τάφο του το παρακάτω επίγραμμα.
Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·
την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος
κι ο Μήδος ο μακρυμάλλης οπού καλά την ξέρει.
Ο ήδη διάσημος ποιητής, ο πολυνίκης στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων, προτίμησε να τον θυμούνται ως τον οπλίτη που μαζί με τους συμπολεμιστές του συνέτριψε εκείνη την ημέρα στον Μαραθώνα την περσική έπαρση.
Ο ηρωικός αγώνας του Κυναίγειρου, αδελφού του τραγικού ποιητή Αισχύλου, διόγκωσε τον μύθο γύρω από τις συνθήκες θανάτου του.
Έτσι, σύμφωνα με αυτόν, ο Αθηναίος πολεμιστής, μόλις έχασε τα χέρια του από τον πέλεκυ του Πέρση αντιπάλου του, προσπάθησε να συγκρατήσει το πλοίο με τα δόντια του!
Ένα δεύτερο κτύπημα όμως του έκοψε το κεφάλι.
Μόλις έναν χρόνο μετά την αποθέωση του στον Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης γνώρισε το σκληρό πρόσωπο της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Το 489 π.Χ. επιτέθηκε στην Πάρο, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενισχύσει την Αθήνα στις δύσκολες στιγμές της περσικής εισβολής, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Αλκμεωνίδης Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, κατηγόρησε τον Μιλτιάδη για προδοσία.
Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε υπέρογκο πρόστιμο (50 τάλαντα). Αδυνατώντας να το πληρώσει φυλακίσθηκε και τελικά πέθανε στη φυλακή από γάγγραινα, συνέπεια τραύματος από την εκστρατεία της Πάρου.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ετάφη στον Μαραθώνα, μακριά από την πόλη που λησμόνησε τόσο γρήγορα σε ποιον όφειλε τη σωτηρία της.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο βασιλιάς Δαρείος – αμέσως μετά την κατάπνιξη της Ιωνικής Επανάστασης και οργισμένος με τους Αθηναίους οι οποίοι είχαν τολμήσει να εκστρατεύσουν εναντίον του – ανέθεσε σε έναν δούλο να του υπενθυμίζει συνεχώς την προσβολή που του είχε γίνει από τους θρασείς Αθηναίους: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων».
Αναμφίβολα, η αιτία της περσικής εισβολής στην Αθήνα δεν σχετίζεται με την ευθιξία του Πέρση μονάρχη.
Ωστόσο, από το περιστατικό αυτό (το οποίο περισσότερο ανήκει στην παραφιλολογία παρά στην ιστορία) προκύπτει ότι η διοίκηση μιας αχανούς αυτοκρατορίας ήταν τόσο κοπιώδες έργο, ώστε ο μεγάλος βασιλιάς δεν μπορούσε να θυμάται ένα ασήμαντο κρατίδιο όπως η Αθήνα!
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός