Μια φορά ένας νέος πήγε σε ένα σοφό και του είπε:
‘Ήρθα για την συμβουλή σου. Βασανίζομαι από σκέψεις ότι είμαι άχρηστος και δεν θέλω πια να ζω. Όλοι μου λένε ότι είμαι αποτυχημένος και χαζός. Σε ικετεύω, αφέντη, βοήθησε με!’
Ο σοφός έριξε μια ματιά στον νέο και απάντησε βιαστικά: ‘Συγχώρα με αλλά βιάζομαι πολύ. Υπάρχει ένα πολύ επείγον θέμα που πρέπει να ασχοληθώ…’ – και σταμάτησε, για ένα λεπτό, σκέφτηκε και πρόσθεσε: ‘Αλλά αν συμφωνείς να με βοηθήσεις θα σου ανταποδώσω την χάρη.
‘Μα…φυσικά αφέντη! μουρμούρισε ο νέος, παρατηρώντας με πίκρα ότι για μια ακόμη φορά οι ανησυχίες του θεωρήθηκαν ασήμαντες. ‘Καλά,’είπε ο σοφός και έβγαλε ένα μικρό δαχτυλίδι με μια όμορφη πέτρα από το δάχτυλό του.
Πάρε το άλογο και πήγαινε στην αγορά! Πρέπει επειγόντως να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Προσπάθησε να το δώσεις σε αξιοπρεπή τιμή και να μην το πουλήσεις κάτω από ένα χρυσό νόμισμα!Πήγαινε τώρα και γύρνα όσο πιο γρήγορα μπορείς.’
Ο νέος πήρε το δαχτυλίδι και έφυγε με το άλογο. Όταν έφτασε στην αγορά, το έδειξε σε πολλούς έμπορους που στην αρχή εξέτασαν το δαχτυλίδι με ενδιαφέρον αλλά όταν μαθεύτηκε ότι δεν το πουλάει κάτω από ένα χρυσό νόμισμα, το ενδιαφέρον χάθηκε εντελώς.
Μερικοί τον κορόιδεψαν και άλλοι απομακρύνθηκαν. Μόνο ένας ηλικιωμένος έμπορος ήταν αρκετά αξιοπρεπής για να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό νόμισμα ήταν μεγάλο ποσό για ένα τέτοιο δαχτυλίδι και το πιθανότερο ήταν να του δώσουν μόνο χάλκινο ή στην καλύτερη περίπτωση, ασημένιο.
Όταν τα άκουσε αυτά τα λόγια, ο νέος αναστατώθηκε γιατί θυμήθηκε τις οδηγίες του σοφού που του είχε πει να μην δεχτεί τίποτα λιγότερο από χρυσό. Αφού γύρισε όλη την αγορά για να βρει αγοραστή, ανάμεσα σε εκατοντάδες αγοραστές, σέλωσε το άλογο και γεμάτος λύπη ξεκίνησε για να γυρίσει πίσω.
‘Αφέντη, ήμουν ανίκανος να φέρω εις πέρας αυτό που μου ζήτησες’, είπε. ‘Στην καλύτερη περίπτωση θα μου έδιναν ένα δυο ασημένια αλλά εσύ μου είπες να μην συμφωνήσω με τίποτα λιγότερο από ένα χρυσό. Αλλά μου είπαν ότι αυτό το δαχτυλίδι δεν αξίζει τόσο πολύ.’
‘Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο, αγόρι μου!’απάντησε ο σοφός άνδρας. Πριν προσπαθήσεις να πουλήσεις ένα δαχτυλίδι, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να εξακριβώσεις πόσο πραγματικά αξίζει! Και ποιος θα μπορούσε να το κάνει αυτό καλύτερα από έναν κοσμηματοπώλη; Πήγαινε λοιπόν σε αυτόν και βρες πόσο πραγματικά κάνει το δαχτυλίδι. Μόνο μην το πουλήσεις σε αυτόν ότι και να σου προσφέρει. Αλλά έλα αμέσως σε μένα.’
Ο νέος για μια ακόμη φορά, πηδά στο άλογο και πάει στον κοσμηματοπώλη. Αυτός εξέτασε το δαχτυλίδι με ένα μεγάλο μεγενθυτικό φακό για αρκετή ώρα και μετά το ζύγισε σε μια μικρή ζυγαριά. Τέλος,γυρίζει προς τον νέο και του λέει
‘Πες στον αφέντη σου πως αυτή την στιγμή δεν μπορώ να του δώσω πάνω από 58 χρυσά. Αλλά αν μου δώσει λίγο χρόνο θα το αγοράσω με 70. “70 χρυσά;”, αναφώνησε ο νέος. Γέλασε και έτρεξε πίσω γρήγορα στον σοφό.
Τότε εκείνος άκουσε την ιστορία από τον γεμάτο ζωή τώρα νέο και του λέει: ‘Θυμήσου, αγόρι μου, είσαι σαν αυτό το δαχτυλίδι. Πολύτιμο και μοναδικό. Και μόνο ένας έμπειρος μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική αξία σου. Γιατί λοιπόν σπαταλάς τον χρόνο σου περιπλανώμενος στην αγορά ακούγοντας την γνώμη του κάθε γέρου ανόητου;