Εξυπνήσαμε μια μέρα κι όλα ήταν διαφορετικά.
Μέσα σε μια νύχτα μόνο εχαθήκαν τα λεφτά.
Το καινούριο εντομάκι, που με τόση περηφάνεια
Οι σοφοί είχανε φτιάξει στα κλειστά τους εργαστήρια
Βρήκε τρόπο ν’ αποδράσει και κατέκλεισε τη γη.
Έτρωγε – γεννούσε, και για μόνη του τροφή
χρησιμοποιούσε μόνο, των χρημάτων το χαρτί.
Μέχρι το πρωί στον κόσμο, όπως λέγανε στα νέα,
Σαν ξυπνούσαν ένας ένας επαθαίναν πανικό
Μεγαλύτερο ακόμα κι από παμμέγιστο σεισμό.
Τσέπες, τσάντες, πορτοφόλια, χρηματοκιβώτια,
Κάσες και ταμεία, όλ’ αδειάσανε μεμιάς
κι’ όλοι τρέχαν ν’ αγοράσουν της ημέρας το φαί,
των παιδιών το γάλα κι ό,τι άλλο θα μπορέσουν
με τα λίγα που βρεθήκαν κέρματα μεταλλικά.
Μόνο κάποιοι επρολάβαν κι αγοράσαν μετρητοίς
Με την πιστωτική τους κάρτα, ώς που την αναστείλαν
Οι κυβερνήσεις, μεχρι νεωτέρας διαταγής.
Καλότυχοι μόνο σταθήκαν οι ζητιάνοι όλης της γης
Μια και δεν είχαν τι να χάσουν από την καταστροφή!
Μια κατήφεια διακατείχε τους ανθρώπους του πλανήτη,
Πώς θα γίνει νά ‘βρουν λύση, να συνεχιστεί η ζωή.
Το μισθό τους πώς θα παίρνουν οι υπάλληλοι της γης,
Οι εμπόροι αναρωτιούνταν πώς θα γίνονται συναλλαγές.
Μα οι πλούσιοι καταριούνταν τους επιστήμονες ερευνητές.
Εκεί που όλοι απελπισμένοι οι τρανοί και οι σοφοί
Με συμβούλια και διαβούλια ανταλλάσανε απόψεις
Ο Λυκούργος απ’ της Σπάρτης τα χωριά
Εκατέβηκε στην πόλη, δυνατά και χαρωπά
«Έχω λύση!, Έχω λύση!», ετραγουδούσε.
Για τρελό τον είχαν όλοι και γελούσανε μαζί του
Αλλά τώρα στρέψαν όλοι όλη τους την προσοχή
να τους πει τί λύση έχει ο τρελός, ο παλαβός.
Τότε εκείνος σταματάει το τραγούδι του με μιας
Και με σοβαροφάνεια λέει: «να με πάτε στον πρωθυπουργό»!
Τα τηλέφωνα ανάψαν, με δημάρχους και νομάρχες,
Υπουργούς και διευθυντές και στο τέλος της ημέρας
Να, ο Λυκούργος καθισμένος δίπλα στον πρωθυπουργό!
Τότε ‘κείνος με το πείσμα που διακρίνει τους τρελούς όλης της γης
Επιμένει πως τη λύση θα την πει στον πλανητάρχη.
Πάλι ανάψαν τα τηλέφωνα, μα τώρα πολύ πιο σοβαρά,
Μια κι επρόκειτο να γίνει η συνδιάλεξη στα αγγλικά,
Μεταξύ του πλανητάρχη και του Λάκωνα του φουκαρά.
Τα κανάλια κατακλίζουν και τις δύο τις μεριές
Και οι αίθουσες γεμίζουν με μικρόφωνα και προβολείς.
Ο κόσμος όλος κόλλησε στις τηλεοράσεις
Κι αφού γίναν οι συστάσεις από τους μεταφραστές
Ο Λυκούργος ο τρελός της Μάνης
ακριβώς σαν την Πυθεία άρχισε να ομιλεί αργά
σαν να εδιάβαζε βιβλίο του δημοτικού παιδάκι.
«Ερμής σφόδρα χολωθείς…σκώληκα χρηματοφάγο εδημιούργησε…
«Πέτρος την πέτρα πέτρωσε, ασήκωτη η πέτρα…
χρήμα βαρύ, ασήκωτο, της ύλης αφθαρσία…
‘Ανθρωπος οφείλει προχωρήσει εις παρελθόν…
Σπάρτη φάρος φωτεινός, της Οικουμένης οδηγός».
Γ. Καλαμαράς Ιούνιος, 2004