Μετά από απορίες πολλών φίλων μας, για το τι μέλλει γενέσθαι μετά τις εκλογές, αν υπάρξουν τα …α ή β ή γ αποτελέσματα, παραθέτουμε τα εκ του Ελληνικού συντάγματος οριζόμενα:
Σύμφωνα με τον Νόμο Σκανδαλίδη, ο οποίος – ας μη γελιόμαστε – “φτιάχθηκε” για να εξυπηρετήσει το ΠΑΣΟΚ, θα είναι ίσως η πρώτη φορά που ο Νόμος αυτός με μαθηματική ακρίβεια, θα εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για το ίδιο του το κόμμα, ακόμη κι αν έρθει πρώτο κόμμα σε ψήφους.
Με βάση τον Νόμο αυτό, και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, καθόσον πρόκειται να μπει σε ένα …”παιχνίδι” με τις έδρες, που θυμίζει “ρώσικη ρουλέτα”.
Αν από την κάλπη της 4ης Οκτωβρίου προκύψει πεντακομματική Βουλή – προοπτική που προεξοφλείται από τους περισσότερους αναλυτές – τότε ακόμη και το ενδεχόμενο μιας οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απομακρύνεται ακόμη περισσότερο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, που φαντάζει από πιθανή έως βεβαία, το άρθρο 37 του Συντάγματος προβλέπει την εξής διαδικασία:
Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των 151 εδρών, βάσει του ισχύοντος συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δώσει εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος να προχωρήσει με διερευνητική εντολή, στη διαδικασία δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης.
Κάτι τέτοιο βέβαια, προϋποθέτει επαφές και με τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.
Επαφές βεβαίως που θεωρούνται εκ προοιμίου άνευ αντικειμένου, διότι από τις μέχρι τώρα δημόσιες τοποθετήσεις των αρχηγών τους, αυτό το …σενάριο έχει αποκλεισθεί.
Αν κάτι τέτοιο δεν επιτευχθεί μέσα στην οριζόμενη εκ του συντάγματος προθεσμία των τριών ημερών, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο δεύτερο κατά σειρά σε ψήφους κόμμα.
Κι αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο, θα πρέπει να προσπαθήσει να σχηματίσει πολυκομματική αυτοδύναμη κυβέρνηση μέσα σ’ ένα τριήμερο.
Σε περίπτωση και νέας αποτυχίας, τότε σειρά έχει το τρίτο κόμμα, κι αν δεν τελεσφορήσει και αυτή η απόπειρα, τότε τίθενται σε ισχύ οι διαδικασίες επανάληψης των εκλογών.
Από τη θέση του όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι υποχρεωμένος να απευθύνει μια τελευταία έκκληση προς όλους τους αρχηγούς των κομμάτων που θα αναδειχθούν στη Βουλή, είτε για να συναινέσουν στον σχηματισμό μιας οικουμενικής κυβέρνησης – πράγμα που θεωρείται εντελώς απίθανο – είτε το πιθανότερο να έλθουν σε “αναγκαστική” συμφωνία υπό …”σκληρούς” όρους και προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας – ας το πούμε κυβέρνησης – αποτελούμενη βεβαίως μόνο και μόνο από … στελέχη τους.
Την Προεδρική παραίνεση – πρακτικά και λογικά – το πρώτο τη τάξει κόμμα, δεν πρόκειται να την δεχθεί σε καμία περίπτωση, και θα επιδιώξει πάσει θυσία να οδηγηθούμε ξανά στις κάλπες.
Τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα πρέπει να αναθέσει στον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ή του Αρείου Πάγο,υ ή του Συμβουλίου της Επικρατείας να σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση, η οποία με διάταγμά της θα πρέπει να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές, μέσα σε χρονικό διάστημα 30 ημερών περίπου.
Σε καμία όμως περίπτωση κάτω των 30 ημερών.
Η νέα αυτή εκλογική αναμέτρηση, θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την ύπαρξη λίστας για την ανάδειξη των νέων …”εθνοπατέρων”, ενώ η Βουλή που θα προκύψει ΔΕΝ θα είναι αναθεωρητική.
Η αναμέτρηση αυτή θα γίνει με τον νόμο Παυλόπουλου.
Αν και πάλι δεν επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε θα ακολουθήσει η διαδικασία των τριών διερευνητικών εντολών, με τη χώρα να αντιμετωπίζει το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης.
Το σενάριο όμως αυτό, προφανώς προβλέφθηκε από τον Παυλόπουλου και φαίνεται να απομακρύνεται, αφού, σύμφωνα με τον Νόμο Παυλόπουλου δίδεται μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, και κατεβάζει τον πήχυ αυτοδυναμίας από 42,5% ίσως και υπό προϋποθέσεις 41,6% ή και κάτω του 40%.
Ακόμη και με τον συγκεκριμένο νόμο, το ποσοστό που χρειάζεται ο νικητής για να εξασφαλίσει μαζί με τις 50 έδρες μπόνους την αυτοδυναμία, εξαρτάται αποκλειστικά από αυτό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που δεν θα μπουν στη Βουλή.
Για παράδειγμα αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώσει τελικά να υπερβεί το 3% που είναι το πλαφόν για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή, τότε το ποσοστό που θα λάβει μαζί με τα άλλα κόμματα που θα μείνουν κι αυτά εκτός, θα προσμετρηθεί στο πρώτο κόμμα.
Βέβαιο θεωρείται ότι η ενίσχυση των “μικρών” κομμάτων (ΚΚΕ, ΛΑΟΣ, ΣΥΡΙΖΑ) και η άνοδος της συνολικής δύναμής τους άνω του 20% καθιστά ιδιαίτερα κρίσιμη την αναμέτρηση της 4ης Οκτωβρίου.
Κι αυτό γιατί, όσο περισσότερο το άθροισμα των ποσοστών των εντός Βουλής κομμάτων πλησιάζει το 100%, τόσο καθίσταται δυσκολότερη η αυτοδυναμία.
Κατά τα φαινόμενα λοιπόν, και χωρίς ίχνος υπερβολής, μπορούμε να πούμε προκαταβολικά ότι η χώρα – και εφόσον οι αρχηγοί των κομμάτων δεν βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους – θα εισέλθει σε περίοδο μακράς και παρατεταμένης κρίσης, αλλά και πλήρους ακυβερνησίας, με ότι αυτό συνεπάγεται.
gianniotis