Όταν όμως τα παιδιά αρχίζουν να μεγαλώνουν, φτάνουν σε ένα επίπεδο κατανόησης που μπορεί να επιτρέψει μια νέα μορφή επικοινωνίας. Ο κάθε γονιός θα το καταλάβει αυτό το επίπεδο που φτάνει- το χρονικό σημείο ποικίλλει από παιδί σε παιδί αναπτυξιακά, καθώς δεν αναπτύσσονται όλα τα παιδιά με την ίδια ταχύτητα ή τον ίδιο τρόπο.
Τι κάνουμε λοιπόν όταν το παιδί μας δείχνει ότι αρχίζει να καταλαβαίνει τι του λέμε; Το να συνεχίσουμε τον αρνητικό λόγο δημιουργεί:
α) σύγχυση, καθώς το παιδί γνωστικά καταλαβαίνει καλύτερα τι επιτρέπεται να κάνει, παρά τι δεν επιτρέπεται να κάνει.
β) αντιδραστικότητα, καθώς το παιδί ακούει διαρκώς το τι δεν πρέπει να κάνει, και δεν του αφήνεται περιθώριο να φανταστεί την επιθυμητή συμπεριφορά, ώστε να προβεί σε αυτήν.
γ) αποθάρρυνση, καθώς δεν ακούγεται μια αισιόδοξη, θετική κουβέντα για το τι θετικό προσδοκούμε από το παιδί.
δ) συγκρούσεις εξουσίας, καθώς ενισχύεται ο ρόλος της αυθεντίας του γονιού και ο υποτακτικός ρόλος του παιδιού.
ε) φοβίες, καθώς πολύ συχνά η απαγόρευση συνοδεύεται από μια απειλή (π.χ. μην τρέχεις, θα χτυπήσεις)
Τα αρνητικά λόγια δεν είναι μόνο οι φράσεις εκείνες που περιέχουν “όχι” και “μη”, αλλά γενικότερα ό,τι έχει αρνητική χροιά (π.χ. απειλή, φόβο, κριτική). Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ο γονιός, όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το παιδί του έχει αρχίσει να καταλαβαίνει περισσότερα; Κατ’ αρχήν, να αρχίσει να αντικαθιστά τα αρνητικά λόγια και τις απαγορεύσεις, με φράσεις που υποδηλώνουν τι επιτρέπεται στο παιδί να κάνει. Μερικά παραδείγματα:
- αντί για “μην τρέχεις στον διάδρομο”, “στον διάδρομο περπατάμε”
- αντί για “μη μασάς με ανοιχτό στόμα”, “όταν μασάμε, κρατάμε ενωμένα τα χείλη μας”
- αντί για “κοίτα τι λάθη έκανες”, “βλέπω ότι έκανες κάποια σωστά”
- αντί για “μη εκεί, θα πάθεις ηλεκτροπληξία!”, “εκεί βάζουμε μόνο πρίζες”
Μπορεί να χρειαστεί ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο να υπάρχει αρνητικός και θετικός λόγος μαζί, όπως π.χ. “όχι εκεί το χέρι, εκεί βάζουμε μόνο τις πρίζες “. Επίσης σιγά σιγά μπορούμε να αρχίσουμε να κάνουμε ερωτήσεις (π.χ. “τι είπαμε ότι μπαίνει εκεί;“) ή να αφήνουμε μισοτελειωμένη την φράση, για να την συμπληρώσει το παιδί (π.χ. “εκεί βάζουμε μόνο…;”). Έτσι ο κανόνας εσωτερικεύεται καλύτερα και η πράξη δε γίνεται γιατί εμείς θέσαμε έναν κανόνα, αλλά επειδή το παιδίκατάλαβε έναν κανόνα- έχει μεγάλη διαφορά αυτό.
Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι θα απουσιάζει ο αρνητικός λόγος από το λεξιλόγιό μας- κάτι τέτοιο είναι και ανέφικτο και αντιπαιδαγωγικό. Επίσης δε σημαίνουν ότι θα τραυματίσουμε ψυχολογικά το παιδί μας, αν του πούμε “όχι” και “μη”. Απλώς ο αρνητικός λόγος από μια ηλικία και μετά καλό θα είναι να χρησιμοποιείται με μέτρο και με προσοχή. Επίσης, διευκρινίζω ότι τα παραπάνω γενικά είναι χρήσιμα στην ανθρώπινη επικοινωνία για όλες τις ηλικίες, όχι μόνο προς τα παιδιά!