ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Του Δημήτρη Ιατρόπουλου
Αδέρφια μας γεια σας!
Ξέρουμε, η 21η του Μάρτη
Στον δικό σας πολιτισμό,
Είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης
Κι όλοι γράψατε «Ένα ποίημα για τους πρόσφυγες.»
Όμως, έχουμε κι εμείς ένα ποίημα για σας.
Δεν είσαστε μοναχοί σας στη συντεχνία των ποιητών
Ερχόμαστε κι εμείς από τις χώρες μας
Μέσα από μια μεγάλη εθνική παράδοση ο καθένας μας.
Αδέρφια μας λοιπόν, αναρωτηθήκατε ποτέ:
Γιατί από όλα τα μωρά
που πνίγονται στο Αιγαίο σας,
υπάρχουν πάρα πολλά
που δεν τα περιμένουν οι γονείς τους
στην καινούργια παραλία;
Γιατί και ποιοι μας έριξαν σ’ έναν αναίτιο πόλεμο και μας έσπρωξαν να πέσουμε στα κύματα
για να μας ξεβράσουνε,
ψυχές καταδικασμένες σε δύστυχα κορμιά
στις γαλάζιες ακτές σας;
Γιατί, ασχολούνται σ’ όλο τον κόσμο μαζί μας,
όχι απ την ώρα που αποφασίζουμε να ξενιτευτούμε,
όχι απ την ώρα που βλέπουμε το θάνατο
να χτυπάει την πόρτα μας στην πατρίδα μας,
αλλά από την ώρα που βγαίνουμε τρομοκρατημένοι
σ’ έναν καινούργιο κόσμο
και τα εξαγριωμένα ή πανικόβλητα μάτια μας, προσφέρουν εύκολο θέαμα
στους καναπεδάτους και φιλήσυχους πολίτες
της δικιάς σας πατρίδας;
Γιατί, πολλοί απ τους συμπατριώτες σας,
μας κοροϊδεύουν, μας εκμεταλλεύονται,
μας πουλάνε τα πάντα σε δεκαπλάσια τιμή,
σαν τους μαυραγορίτες του περασμένου πόλεμου
στην δικιά σας πατρίδα;
Γιατί, ούτε μία και ούτε ένας
απ τους χιλιάδες αριστερότροπους υποστηριχτές μας
στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα,
στις εφημερίδες και στα περιοδικά,
δεν φιλοξένησαν ποτέ τους
έστω για ένα βράδυ στο σπίτι τους
μιαν ετοιμόγεννη προσφυγοπούλα μας,
έναν τραυματία πατέρα μας,
την χαροκαμένη γιαγιά μας,
τα πεντάρφανα κορίτσια μας;
Γιατί, μας χρησιμοποιείτε
για να κάνετε τη φιγούρα σας,
παριστάνοντας τους αντιρατσιστές,
για να κερδίσετε κάποιους ψήφους παραπάνω
στα κόμματα, στα σωματεία και στους συλλόγους σας, επειδή γίναμε μια ολέθρια μόδα;
Δεν το βλέπετε ότι οι ζωές μας
καταντήσανε χάντρες πολύχρωμες,
σ’ ένα τεράστιο παγκόσμιο κομπολόι
που το παίζουνε τα πέντε-δέκα ψυχοπαθή γερόντια, οι άρχοντες του πλανήτη,
στα βρώμικα χέρια τους
και χασκογελάνε μεταξύ τους
κάθε φορά που φτάνουν
απ τους υπαλλήλους τους ηγέτες, οι φωτογραφίες μας, με τα κομμένα και καμένα χέρια και πόδια, τα πληγιασμένα σωθικά, τα γδαρμένα πρόσωπα, τα νεκρά παιδιά μας, τα τουμπανιασμένα απ τη φονική τρικυμία;
Γιατί δεν κάνετε κάτι για όλη την ανθρωπότητα, ενωμένοι; Νομίζετε ότι μ ένα συσσίτιο, μια καλοκαιρινή σκηνή μέσα στη βαρυχειμωνιά, και κάποιους αληθινούς ήρωες-εθελοντές που κατ’ εξαίρεση έβγαλε η κοινωνία σας, έχετε ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις σας απέναντι, όχι σ’ εμάς, αλλά στον ίδιο τον εαυτό σας και στα παιδιά σας;
Εμείς σας γράφουμε αυτό το ποίημα, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά θυμηθείτε μας: Άμα δεν ξυπνήσετε, όλοι όμοια κατάληξη θα έχουμε, κι εμείς κι εσείς..
Αδέρφια μας, δεν είσαστε απ’ ότι φαίνεται όλοι αδέρφια μας, μην κρυβόσαστε πίσω απ το δάχτυλό σας, αύριο-μεθαύριο θα μας έχετε ξεχάσει .
Ο μόνος που θα μας θυμηθεί θα είναι ο θάνατος.
Όχι όμως ο δικός μας μονάχα. Γιατί ο θάνατος δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία. Δεν ανήκει σε κόμμα, σωματείο ή παρέα, καμιά.
Ο θάνατος είναι ίδιος για όλους μας.. Και δεν μας ρωτάει όταν έρχεται. Απλώς περνάει εύκολα την πόρτα που του ανοίγουμε εμείς..
Με την υποκρισία, τον ωχαδερφισμό, την αμορφωσιά, το φόβο, τον τρόμο και την ανικανότητα, που μας φυτέψανε οι κυρίαρχοι του πλανήτη.
Και σε μας.. Και σε σας..
————————–