Ελευθερία του Τύπου και παραβίαση της μυστικότητας της ανάκρισης
Διάταξη υπέρ της ελευθερίας του Τύπου του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, Σπυρίδωνα Παππά
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Τεύχος 6/2014, Ιούνιος
Νομοθεσία, Νομολογία, Θεωρία & Πράξη του Ποινικού Δικαίου
Περίληψη
Η αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως στην ποινική διαδικασία συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 252 ΠΚ, και τούτο διότι αφενός μεν προστατεύεται, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, η προσωπικότητα του κατηγορουμένου από την ενδεχόμενη ηθική του μείωση, αλλά και του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ενδεχομένως να μην επιθυμεί να δημοσιοποιηθεί η ένδικη διένεξή του με τον κατηγορούμενο, αφετέρου δε αποσκοπείται η ευχερέστερη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος και επιτυγχάνεται η κατά το μέγιστον ανακάλυψη των δραστών, από τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων της ανακρίσεως και των ενεργειών των διενεργούντων την ανάκριση. Περαιτέρω, δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης συντρέχει, όχι όταν προκαλείται η δημιουργία εντυπώσεων ή η ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού ή η προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής κάποιου προσώπου διά δημοσιοποιήσεως ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών, αλλά όταν διά της πληροφορίας αυτής αποκαλύπτεται π.χ. ότι δημόσια πρόσωπα ελέγχονται από κρατικές αρχές για δωροδοκία ή για οικονομικές ατασθαλίες επί ζημία του Δημοσίου, ή για ζήτημα που, διά των πράξεων ορισμένων πολιτικών αξιωματούχων ή μη, θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα της χώρας. Εν προκειμένω, τίθεται εν μέρει στο αρχείο η οικεία δικογραφία για το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου, δεδομένου ότι η από μέρους του εκδότη της εφημερίδας και των δημοσιογράφων χρήση των υπηρεσιακών εγγράφων-απορρήτων δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της πληροφορίας για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και επομένως καλύπτεται από τη διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 Π.Κ.
Προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών
Θέμα: Έγκριση θέσεως δικογραφίας εν μέρει εις το αρχείον κατ’ άρθρο 43 ΚΠΔ ως αντικ. διά άρθρο 5 Ν. 3160/2003, άρθρο 9 Ν. 3904/2010 και άρθρο 27 Ν. 4055/2012.
Έχω την τιμή να σας υποβάλλω την υπ’ αριθ. … συνημμένη ποινική δικογραφία, η οποία εσχηματίσθη δυνάμει της από 25.12.2012 προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αναφοράς του Ι.Λ., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, αναφέροντάς σας τα ακόλουθα:
Διά της κρινομένης αναφοράς, η οποία απευθύνεται προς την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Π.Π. και επ’ αφορμή του δημοσιεύματος της 23.9.2012, της εβδομαδιαίας εφημερίδος «…» υπό τον τίτλο «Κατάθεση – φωτιά για 3 Υπουργούς» και με περιεχόμενο την ύπαρξη καταθέσεων, εγγράφων και έτερων στοιχείων, ως λ.χ. η επιδειχθείσα σε αντίγραφο μηνυτήρια αναφορά του Ι.Λ. κατά των Ι.Κ. και Ρ.Σκ. διά των οποίων ο νυν Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Ε.Μ. και οι πρώην Υπουργοί Γ.Β. και Μ.Λ., φέρονται να εμπλέκονται σε μεγάλη υπόθεση φοροδιαφυγής και παρανόμου πλουτισμού, μέσω του ομίλου του Ι.Κ., ο αναφέρων Ι.Λ. ζητεί να διερευνηθεί εάν τα ανωτέρω στοιχεία, τα οποία αποτελούσαν έγγραφα σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, επί της οποίας προκαταρκτική έρευνα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, διενεργούσαν όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, διέρρευσαν προς την ιδιοκτησία και διεύθυνση της ανωτέρω εφημερίδος από υπαλληλικά όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, ή έτερης δικαστικής αρχής, με συνέπεια να στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως υπηρεσιακού απορρήτου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 252 παρ. 1 εδ. β΄-α΄ του ΠΚ, για τους υπαλλήλους που διέρρευσαν τα υπηρεσιακά αυτά έγγραφα και ενδεχομένως η ύπαρξη ποινικής ευθύνης τρίτων προσώπων, μη υπαλλήλων, που προέβησαν σε χρήση των εγγράφων αυτών και των πληροφοριών που αυτά εμπεριέχουν, με σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι ή άλλος ή για να βλαφθεί το κράτος.
Σύμφωνα με το άρθρο 252 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε διά του άρθρου 13 του Ν. 3849/2010 «Ο υπάλληλος που εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 248, 249, 250 και 251, παραβαίνοντας τα καθήκοντά του, γνωστοποιεί σε άλλον: α) πράγμα, το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω της υπηρεσίας του ή β) έγγραφο που είναι εμπιστευμένο ή προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, αν τέλεσε κάποια από τις πράξεις αυτές με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών». Κατά δε την παρ. 3 του ως άνω άρθρου «Με τις ποινές των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται και ο τρίτος, ο οποίος χρησιμοποιεί την πληροφορία ή το έγγραφο εν γνώσει της προέλευσής του με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος ή για να βλάψει το κράτος ή άλλον. Δεν αποτελεί άδικη πράξη η χρησιμοποίηση, εντός του αναγκαίου μέτρου, της πληροφορίας ή του εγγράφου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης». Διά της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 1, εις την οποία ενεργητικό υποκείμενο δύναται να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α΄ και 263Α του ΠΚ (σχετ. ΣυμβΠλημΑθ 2185/1987 ΠοινΧρ 1987, 465), προστατεύεται το υπηρεσιακό απόρρητο, ως αυτοτελές συμφέρον της Πολιτείας να τηρούνται μυστικές ορισμένες υπηρεσιακές ενέργειες ή υπηρεσιακά έγγραφα (ΣυμβΑΠ 344/1992 Υπερ 1992, 848, I. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, σελ. 322, παρ. 519 και σελ. 361 παρ. 587, Γ.-Α. Μαγκάκης, Η παραβίασις του υπηρεσιακού απορρήτου ως έγκλημα κατά το άρθρο 252 ΠΚ, ΠοινΧρ 1965, 385 επ.), ενώ ως υπηρεσιακό απόρρητο του οποίου η γνωστοποίηση τυγχάνει παράνομη από τον υπάλληλο που το κοινολογεί, νοείται όχι οιοδήποτε γεγονός που αφορά την υπηρεσία του, αλλά μόνον εκείνο που πρέπει να τηρηθεί μυστικό είτε από κανόνα δικαίου, νόμο, υπουργική απόφαση, εγκύκλιο, κανονιστική διάταξη, είτε η αποκάλυψή του, καίτοι δεν απαγορεύεται ρητώς από κάποια διάταξη, εντούτοις διά του τρόπου που ενεργείται θίγει σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. Α. Χαραλαμπάκη, ΕρμΠΚ, έκδ. 2011, τόμος Β΄, σελ. 482, με παραπομπή σε νομολογία και θεωρία αλλά και σε ενδεικτικές περί απορρήτου διατάξεις ως λ.χ. άρθρο 26 του Ν. 3528/2007 και δη του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων, άρθρο 85 του Ν. 2238/1994, ήτοι του φορολογικού απορρήτου κ.λπ.). Αναμφισβήτητα η αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως εις την ποινική διαδικασία, η οποία ερείδεται εις το άρθρο 241 του ΚΠΔ και αφορά άπαντα στα στάδια αυτής, ήτοι την προκαταρτική εξέταση, την προανάκριση, αστυνομική και μη και την κυρία ανάκριση, συμπεριλαμβάνεται εις το πεδίο προστασίας του άρθρου 252 ΠΚ, και τούτο διότι αφενός μεν εκ της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας προστατεύεται, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητος (in dubio pro reo), η προσωπικότητα του κατηγορουμένου από την ενδεχόμενη ηθική του μείωση, αλλά και του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ενδεχομένως και ειδικότερα λ.χ. σε εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας, να μην επιθυμεί να δημοσιοποιηθεί η ένδικη διένεξή του με τον κατηγορούμενο, αφετέρου δε εκ της μυστικότητας της ανακρίσεως αποσκοπείται η ευχερέστερη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος και επιτυγχάνεται η κατά το μέγιστον ανακάλυψη των δραστών, από τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων της ανακρίσεως και των ενεργειών των διενεργούντων την ανάκριση, όπως λ.χ. παραγγελίες Εισαγγελέων, Ανακριτών ή αυτεπάγγελτες κατά την αστυνομική προανάκριση ενέργειες προανακριτικών υπαλλήλων (σχετ. η υπ’ αριθ. 7/1994 ΓνωμΕισΠλημΑθ Γ. Κολιοκώστα, ΠοινΧρ 1994, 878 επ., Γρ. Πεπόνης, Η de lege lata αρχή της μυστικότητος της προδικασίας και η έκνομη πραγματικότης, ΠοινΧρ Ξ΄, 713 επ., Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Β΄ έκδοση, 1994, κεφ. Ζ΄, σελ. 86-87), με συνέπεια εκ των προρρηθέντων ευλόγως να συνάγεται πως κατ’ ουδένα τρόπο δεν πρέπει να κάμπτεται η μυστικότητα της ανακρίσεως διά της από μέρους του υπαλλήλου δημοσιοποιήσεως στοιχείων αυτής, ως λ.χ. εγγράφων, ενόρκων καταθέσεων, τούτο δε συνάδει όχι μόνον με τα άρθρα 252 ΠΚ και 241 ΚΠΔ, αλλά και με τα άρθρα 5Α, 14 παρ. 1 Συντ. και 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εις τα οποία η προστασία της ελευθερίας εκφράσεως, λήψεως ή μεταδόσεων πληροφοριών και η εν γένει προστασία του Τύπου, έντυπου ή ηλεκτρονικού, ως οργάνου πληροφορήσεως του κοινού, δεν καθίσταται απόλυτη και ανεξέλεγκτη, αλλά δύναται να υπάγεται σε περιορισμούς από νομοθετικούς κανόνες που αποβλέπουν εις την προστασία της εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, την προάσπιση και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, με απο
τέλεσμα να εναπόκειται εις την εκάστοτε νομοθετική εξουσία να ρυθμίζει κανόνες, ούτως ώστε και η μυστικότητα της ανακρίσεως να διασφαλίζεται και η ενημέρωση της κοινής γνώμης, η οποία όταν τυγχάνει συμβατή με τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και του σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου αποτελεί στοιχείο δημοκρατίας και προάγει τον πολιτικό και κοινωνικό πολιτισμό αλλά και υποβοηθεί τη Δικαιοσύνη με αποκαλύψεις για σημαντικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, οι οποίες αποτελούν ειδήσεις για την εισαγγελική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 36 του ΚΠΔ, να συντελείται χωρίς να θεωρείται πως ο Τύπος περιορίζεται.
Τέτοια διάταξη η οποία για πρώτη φορά θεσπίσθηκε διά του Ν. 3849/2010, είναι αυτή του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 ΠΚ, όπου σε διαφοροποίηση μετά του εδαφίου α΄ της ως άνω παραγράφου όπου κολάζεται ποινικά ο τρίτος, υπάλληλος ή μη υπάλληλος, ο οποίος χρησιμοποιεί εν γνώσει του την εις χείρας του ευρισκομένη υπηρεσιακή πληροφορία για ιδιοτελείς σκοπούς του ιδίου ή ετέρου προσώπου, ή προς βλάβη τρίτου προσώπου ή της εν γένει λειτουργίας του Κράτους, ρυθμίζεται, σύμφωνα με το άρθρου 20 του ΠΚ, ως λόγος άρσεως του αδίκου της αξιοποίνου πράξεως της χρησιμοποιήσεως της υπηρεσιακής πληροφορίας ή του υπηρεσιακού εγγράφου, το ότι ο τρίτος, χρησιμοποιεί την πληροφορία ή το έγγραφο εντός του αναγκαίου μέτρου και με σκοπό την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αφορά πρωτίστως την έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία αλλά και τις δικαστικές αρχές στις περιπτώσεις όπου κρίνεται επιβεβλημένη η δημοσιοποίηση προσώπων εγκληματιών και όχι φυσικά τους υπαλλήλους όπου κατέχουν λόγω της υπηρεσίας τους τέτοια έγγραφα, κρίνεται πως ο νομοθέτης αξιολόγησε την περίπτωση αυτή ως θεμιτή παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου, ένεκα της συγκρούσεως εννόμων συμφερόντων, η δε προσβολή που παρατηρείται δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αλλά εξισορροπείται από την προστασία άλλων συμφερόντων είτε ισοδυνάμων είτε κοινωνικά υπέρτερων (βλ. σχετ. ό.π., Α. Στοΐλα σε ΕρμΠΚ Α. Χαραλαμπάκη, σελ. 488), κρίνεται δε σε κάθε περίπτωση δικαστικά το αναγκαίον του μέτρου ή η υπέρβαση αυτού για τη δεδικαιολογημένη ενημέρωση της κοινής γνώμης. Εδώ δέον να τονισθεί πως, πέραν ορισμένων πληροφοριών οι οποίες αντικειμενικά ουδέποτε θα πρέπει να δημοσιοποιούνται προς προστασία των πολιτών, ως λ.χ. έγγραφα που αφορούν τη στρατιωτική-αμυντική διάταξη της χώρας, ή ενέργειες που διεξάγει υπέρ της Ελλάδος η ΕΥΠ, το αναγκαίον του μέτρου χρησιμοποιήσεως μιας απόρρητης υπηρεσιακής πληροφορίας, δεν καθιερώνεται από ορισμένους απαρέγκλιτους χρονικά κανόνες τους οποίους ο δημοσιογράφος πρέπει να τηρεί μηχανικά, αλλά προσαρμόζεται τόσο στις εκάστοτε εθνικές οικονομικοπολιτικές συνθήκες της χώρας, όσο και εις τα πλαίσια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η οποία επιτάσσει προ της δημοσιεύσεως να ελέγχεται – επαληθεύεται η πληροφορία, η οποία δέον να δημοσιεύεται με τρόπο που και να ενημερώνει την κοινή γνώμη, αλλά και να μην λαμβάνει θέση, στις περιπτώσεις εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων, υπέρ του καταγγέλλοντος ή του καταγγελλόμενου, αφού η τελική κρίση επί της αποδόσεως του δικαίου ανήκει εις την αρμοδιότητα της δικαστικής και όχι της δημοσιογραφικής λειτουργίας, καθήκον της οποίας είναι να αναδεικνύει τα δέοντα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, τις δικαστικές προεκτάσεις των οποίων, εφόσον προκύψουν, αρμόδια να αποφανθεί η Δικαιοσύνη ως μία, κατά το Σύνταγμα, εκ των ισότιμων λειτουργιών του Κράτους. Έτσι δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης συντρέχει όχι όταν προκαλείται η δημιουργία εντυπώσεων ή η ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού ή η προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής κάποιου προσώπου διά δημοσιοποιήσεως ανακριβών και μη ελεγχομένων πληροφοριών, αλλά όταν διά της πληροφορίας αυτής αποκαλύπτεται π.χ. ότι δημόσια πρόσωπα ελέγχονται από κρατικές αρχές για δωροδοκία (βλ. σχετ. ό.π., Α. Στοΐλα σε ΕρμΠΚ, Α. Χαραλαμπάκη), ή για οικονομικές ατασθαλίες επί ζημία του Δημοσίου, ή για ζήτημα που διά των πράξεων ορισμένων πολιτικών αξιωματούχων ή μη, θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα της χώρας.
Στην προκειμένη περίπτωση εκ των στοιχείων της παρούσης δικογραφίας, ήτοι εκ των εγγράφων αυτής και των εμμάρτυρων καταθέσεων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23.9.2012, διά δημοσιεύματος επί των σελ. 28 και 29 της εβδομαδιαίας πανελλήνιας εμβέλειας εφημερίδος «…» υπό τον τίτλο «Κατάθεση – φωτιά για 3 Υπουργούς», το οποίον υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Α.Κ. και Α.Α. και εκδότης της οποίας και υπεύθυνος σύμφωνα με τον νόμο τυγχάνει ο δημοσιογράφος Ν.Χ., κατέστη ευρέως γνωστό εις το αναγνωστικό κοινό πως ο επιχειρηματίας Ι.Λ. διά σχετικής μηνυτήριας αναφοράς του κατά των επιχειρηματιών Ι.Κ. και Ρ.Σ., απόσπασμα της οποίας επεδείχθη εις την ως άνω εφημερίδα, εξέθετε πως ο I.Κ. του εκμυστηρεύτηκε πως ο νυν Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Ε.Μ. και οι πρώην Υπουργοί Γ.Β. και Μ.Λ., εμπλέκονται σε παράνομο οικονομικό πλουτισμό ο οποίος μέσω του ομίλου Κ. νομιμοποιείτο εις το εξωτερικό διά αγοραπωλησιών ακινήτων, προς τούτο δε παρετέθη και απόσπασμα αντιγράφου ενημερωτικής επιστολής του Γ.Ζ. προς το ΣΔΟΕ με παρόμοιο με το ανωτέρω περιεχόμενο. Όπως προκύπτει εκ της υπ’ αριθ. πρωτ. ΕΜΠ …/12.10.2012 αναφοράς του Υποδιευθυντού Ελέγχου του ΣΔΟΕ Κ.Δ. προς τον Ειδικό Γραμματέα του ΣΔΟΕ Σ.Σ., το ΣΔΟΕ από της 8.11.2010 όπου εισήλθε εις την υπηρεσία τους η πρώτη μηνυτήρια αναφορά, διενεργεί ποινική προκαταρτική έρευνα για τη διαπίστωση τελέσεως ποινικών αδικημάτων, ενόψει των από 26.4.2010 και 30.5.2011 μηνυτηρίων αναφορών του Ι.Λ. κατά του επιχειρηματία Ι.Κ., της Ρ.Σ. και ομίλου ανωνύμων εταιριών ιδιοκτησίας τους, ενώ ως εμφαίνεται εκ της από 1.10.2012 ενόρκου καταθέσεως του δημοσιογράφου και εκδότου Ν.Χ. προς την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. η οποία διενήργησε προκαταρκτική εξέταση επί της προκείμενης ποινικής δικογραφίας για την ανακάλυψη των υπαιτίων διαρροής υπηρεσιακών εγγράφων, τη Δευτέρα στις 17.9.2012 και περί ώρα 13:05 μμ παρέλαβε από τον ιδιωτικό φύλακα των γραφείων όπου στεγάζεται η εφημερίδα «…», έναν περίκλειστο ταχυδρομικό φάκελο από ανώνυμο και άγνωστο αποστολέα (βλ. σχετ. το εγχειρισθέν στη δικογραφία αντίγραφο παραληφθέντων εγγράφων με την ένδειξη στη στήλη Αποστολέας – Άγνωστος), ο οποίος εμπεριείχε τρία έγγραφα και συγκεκριμένα την κατάθεση του Ι.Λ., την επιστολή του Γ.Ζ. και μια λίστα περιέχουσα ακίνητα κυριότητος του Ι.Κ., αφού δε ανέθεσε τη δημοσιογραφική έρευνα επαληθεύσεως της γνησιότητος των ανωτέρω εγγράφων εις τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Α.Κ. και Α.Α., εν συνεχεία ενέκρινε και επέτρεψε ως εκδότης της ως άνω εφημερίδος τη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος, δοθέντος ότι κατά την κρίση του συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αφού εις τα εν λόγω έγγραφα πράγματι εγένοντο αναφορές εις σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία φέρονται να εμπλέκονται σε παράνομες οικονομικές συναλλαγές. Αναμφίβολα τα έγγραφα τα οποία απεστάλησαν εις τον εκδότη της εφημερίδας «…» διά ανωνύμου επιστολής, ήτοι η μηνυτήρια αναφορά του Ι.Λ. και η εξώδικος επιστολή του Γ.Ζ., τα οποία αποτελούσαν μέρος των ποινικών δικογραφιών επί των οποίων σχετική έρευνα διενεργούσαν και διενεργούν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ υπό την εποπτεία του αρμοδίου Εισαγγελέως, συνιστούν υπηρεσιακά έγγραφα ποινικής δικογραφίας επί της οποίας η αρχή της μυστικότης της ανακρίσεως, ως προεκτέθηκε εις τη μείζονα σκέψη, απαγορεύει τη γνωστοποίησή τους, πλην των διαδίκων όπου νομοτύπως έχουν δικαίωμα να λάβουν αντίγραφα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2, 104 και 108 του ΚΠΔ και επομένως αναδεικνύονται ενδείξεις πως κάποιο υπηρεσιακό όργανο προς όφελός του ή προς βλάβη των εμπλεκομένων εις τις ποινικές ως άνω δικογραφίες, γνωστοποίησε τα έγγραφα αυτά εις τους δημοσιογράφους της εφημερίδας «…», χωρίς πάντως να έχει εισέτι καταστεί γνωστή η ταυτότης του.
Πέραν τούτων, κατά την ημέτερη κρίση δεν γεννάται ζήτημα ποινικής ευθύνης τόσο για τον εκδότη της ως άνω εφημερίδας Ν.Χ. όσο και για τους συντάξαντες το εν λόγω δημοσίευμα δημοσιογράφους Α.Κ. και Α.Α., καθόσον το εν λόγω δημοσίευμα εκκινείτο εντός των ορίων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αφού στηρίζετο στα λεχθέντα του Ι.Λ. και του Γ.Ζ. (βλ. την αρχική παράθεση του κειμένου, Ο Πρόεδρος της Βουλής, οι πρώην κορυφαίοι Υπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Γ.Β. και Μ.Λ. και μια εταιρία real estate του Ι.Κ., κουμπάρου του Β.Μ. φέρονται να εμπλέκονται –σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων– σε μεγάλη υπόθεση φοροδιαφυγής και παρανόμου πλουτισμού), χωρίς να λάβει θετική ή αρνητική στάση υπέρ του αληθούς ή ψευδούς των λεγομένων, το οποίον άλλωστε δεν είχε αρμοδιότητα να πράξει, επιπροσθέτως δε καλύπτονται από τον λόγο άρσεως ταυ αδίκου ως τούτος ορίζεται εις το εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 ΠΚ, δεδομένου ότι ανεξαρτήτως του αληθούς ή ψευδούς του περιεχομένου των καταγγελιών του Ι.Λ. το οποίον θα αναδείξει μόνον η περαιτέρω δικαστική έρευνα, δύναται να υποστηριχθεί, δεδομένης της προϊούσας πολιτικής και οικονομικής κρίσεως όπου έχει περιέλθει η χώρα χωρίς ευθύνη των πολιτών, πως υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον των πολιτών, αφού σύμφωνα και με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντ. όλες οι εξουσίες πηγάζουν εκ του λαού με κορυφαία πράξη τη διά της ψηφοφορίας εκλογή των προσώπων που συγκροτούν τη νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία, να πληροφορηθούν εάν σημαίνοντα, παρόντα ή παρελθόντα δημόσια πολιτικά πρόσωπα που έχουν ασκήσει δημόσια εξουσία, καταγγέλλονται για παράνομες πράξεις σχετικές άμεσα ή έμμεσα με τη δημόσια αυτή εξουσία, ως επίσης δικαίωμα έχουν να πληροφορηθούν στο μέλλον ποία πρόσωπα εξ αυτών των καταγγελλόμενων πολιτικών ή εν γένει δημοσίων προσώπων, υπέχουν ή δεν υπέχουν ποινική ευθύνη ούτως ώστε να μορφώσουν πλήρη άποψη για τα πρόσωπα που επιθυμούν να κατέλθουν στον πολιτικό στίβο επιζητώντας την ψήφο τους, τούτο δε, ήτοι τη μέλλουσα δημοσιοποίηση της ενοχής ή της αθωότητος των προσώπων που έχουν καταγγελθεί, οφείλει η δημοσιογραφική έρευνα να πράττει επί ίσοις όροις και όχι μεροληπτικά.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων και επειδή η από μέρους του εκδότου της εφημερίδος «…» Ν.Χ., και των δημοσιογράφων Α.Κ. και Α.Α., χρήση των ανωτέρω υπηρεσιακών εγγράφων-απορρήτων δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της πληροφορίας για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και επομένως καλύπτεται από τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 3 του άρθρου 252 του ΠΚ, δεν άσκησα κατ’ αυτών ποινική δίωξη για το έγκλημα της χρήσεως υπηρεσιακού απορρήτου ως τούτο προβλέπεται εις την παρ. 3-1 του άρθρου 252 του ΠΚ, θέτοντας ταυτοχρόνως σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ, την παρούσα αναφορά εν μέρει εις το αρχείον ως νόμω αβάσιμη, παρακαλώ δε εφόσον συμφωνείτε με την κρίση μου όπως εγκρίνετε την ενέργειά μου αυτή υπό την επισήμανση πως άμα τη επιστροφή της παρούσης προτίθεμαι να ασκήσω ποινική δίωξη κατ’ αγνώστων υπαλλήλων, οι οποίοι διά της δημοσιοποιήσεως υπηρεσιακών εγγράφων για την πράξη της παραβιάσεως υπηρεσιακού απορρήτου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 252 του ΠΚ.
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών,
Σπυρίδων Παππάς
http://apachejones-zone.blogspot.gr/2016/03/blog-post_21.html