Χρώσταγα στο κράτος δυο χιλιάδες φόρους
Και στα δύο χρόνια έγιναν οκτώ
Βάλε και τους τόκους, βάλε δικηγόρους
Έφτασε το χρέος στις εξηνταοκτώ.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Υποθηκεύουνε το σπίτι μου αδελφέ.
Χτύπαγαν καμπάνες για την εκκλησία
Μέρα της αγάπης, μέρα Κυριακή
Στο δικό μου σπίτι μαύρη απελπισία
Ήρθαν οι κλητήρες οι δικαστικοί.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Μου το πήρανε το σπίτι αδελφέ.