Μία τόσο πονηρή τακτική, εάν δεν θέλει κανείς να την χαρακτηρίσει δόλια ή κακεντρεχή, όπως αυτή που υιοθέτησε ο Γερμανός πρόσφατα στις Βρυξέλλες, ήταν για τους υπουργούς οικονομικών των άλλων χωρών, υπερβολική – οπότε εξαιρετικά ύποπτη
.
Το δημοψήφισμα σήμερα, ως μέσον επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας, καθώς επίσης των κομματικών της κυβέρνησης, η οποία:
(α) αφενός μεν αδυνατεί να εφαρμόσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις (ανάλυση), λόγω των οποίων εξελέγη,
(β) αφετέρου δεν μπορεί να πείσει την παράταξη της σχετικά με τον κάθε άλλο παρά αξιοπρεπή συμβιβασμό που απαιτούν οι δανειστές,
έχει χάσει πλέον την αρχική σημασία του, κυρίως επειδή η κυβέρνηση «διολίσθησε» σε μία σειρά μεγάλων λαθών, ενώ έχασε άσκοπα πάρα πολύ χρόνο – με αποτέλεσμα να εξαντληθούν οι χρηματικές ρεζέρβες της χώρας.
Εν τούτοις, ως μέσον πίεσης της Γερμανίας, καθώς επίσης ανάκτησης της συμπάθειας της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, την οποία δυστυχώς έχασε η κυβέρνηση χωρίς λόγο (άρθρο), απέκτησε παραδόξως ένα απρόσμενο θετικό νόημα – αφού απομόνωσε από τους υπολοίπους υπουργούς οικονομικών και συμμάχους της Γερμανίας τον κ. Σόιμπλε, ο οποίος έκανε την τεράστια ανοησία να ενισχύσει την πρόθεση διεξαγωγής δημοψηφίσματος της ελληνικής κυβέρνησης, ισχυριζόμενος επί πλέον ότι ο ίδιος πρότεινε στον Εφιάλτη του Καστελόριζου μία ανάλογη ενέργεια (άρθρο).
Αναλυτικότερα, το τελεσίγραφο των δανειστών, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να συμβιβαστεί έως την 11η Μαΐου (Euro Group) ή να χρεοκοπήσει, ενώ συνοδεύθηκε από μία ομοβροντία δημοσιευμάτων εκ μέρους του γερμανικού τύπου (άρθρο), διανθισμένων με τρία σενάρια πτώχευσης (πηγή), δεν επαληθεύθηκε για μία ακόμη φορά – ενώ ο άνθρωπος που κατά το Spiegel «είναι καλός μόνο για το κρεβάτι», ο Έλληνας υπουργός οικονομικών (πηγή), συμμετείχε τελικά στη συνεδρίαση της Δευτέρας.
Αργότερα ακολούθησε η επίσημη τοποθέτηση του Euro Group, η οποία δεν ήταν εντελώς αρνητική για την Ελλάδα (πηγή) – σε καμία περίπτωση δε ανάλογη με αυτή της Ρίγα, όπου ο υπουργός οικονομικών απομονώθηκε από όλους τους συναδέλφους του, ενώ κατηγορήθηκε ως ερασιτέχνης, «τζογαδόρος» και αποτυχημένος. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε φυσικά να ερμηνευθεί διαφορετικά – ως το ξεκίνημα της τελικής παρτίδας του πόκερ που διεξάγεται μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών, όπου όλοι οι συμμετέχοντες θέλουν να φανούν ήρεμοι και πολιτισμένοι.
Περαιτέρω, εντός των επομένων μηνών η Ελλάδα θα πρέπει να εξοφλήσει συνολικά 11,5 δις €, με βασικούς αποδέκτες την ΕΚΤ και το ΔΝΤ – κάτι που φυσικά δεν μπορεί να καταφέρει με δικά της μέσα. Η απλούστερη λύση θα ήταν να της εγκριθεί μία βοήθεια ρευστότητας, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει – κάτι που όμως απορρίπτει η σκληρή γραμμή των δανειστών, με πρώτο τον κ. Σόιμπλε.
Εν τω μεταξύ έχουν εμφανισθεί «ρωγμές» στις ομάδες των δανειστών – όπου το ΔΝΤ απαιτεί τη διαγραφή μέρους του χρέους ή, τουλάχιστον, τη βιώσιμη αναδιάρθρωσή του, ενώ η Κομισιόν το αρνείται, θέτοντας ως προϋπόθεση της παροχής ενός νέου δανείου την ύπαρξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αποπληρωμή των ελληνικών υποχρεώσεων, στο σύνολο τους και χωρίς καμία διαγραφή.
Ακριβώς στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η θετική τοποθέτηση του κ. Σόιμπλε, σχετικά με τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, όσον αφορά την αποδοχή ή μη των μεταρρυθμίσεων εκ μέρους των Πολιτών – η οποία προκάλεσε την έκπληξη, καθώς επίσης το «μπέρδεμα» των υπολοίπων συναδέλφων του.
Η αιτία είναι το ότι μέχρι σήμερα, τόσο το Βερολίνο, όσο κι οι Βρυξέλλες, ήταν εναντίον της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων στις χώρες της κρίσης – ενώ αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος, για τον οποίο εκδιώχθηκε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας το 2011 (από το Γάλλο πρόεδρο, την καγκελάριο και τον κ. Σόιμπλε), αντικαθιστάμενος με ένα «ετερόφωτο» πρώην στέλεχος του «βαθέως χρηματοπιστωτικού κράτους» (ΕΚΤ, Goldman Sachs), με απολύτως αντιδημοκρατικές μεθόδους.
Αντίθετα λοιπόν με τότε, ο κ. Σόιμπλε θεωρεί πως ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να αποτελέσει τη διέξοδο, όσον αφορά το πόκερ του χρέους – λέγοντας πριν από το ξεκίνημα της σύσκεψης των υπουργών στις Βρυξέλλες ότι, «θα ήταν ίσως το πλέον σωστό μέτρο, να επιτρέψει κανείς στον ελληνικό λαό να αποφασίσει».
Προφανώς λοιπόν ο κ. Σόιμπλε πιστεύει στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, σύμφωνα με το οποίο: «Μπορεί κανείς να πείθει τις μάζες να ψηφίζουν εναντίον των συμφερόντων τους και εκείνες να χειροκροτούν – υποστηρίζοντας στόχους, οι οποίοι αντιτίθενται στην ευημερία ή στις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης τους».
Με απλά λόγια, θεωρεί πιθανότατα πως έχει τη δυνατότητα να πείσει τους Έλληνες, με τη βοήθεια του δημοψηφίσματος, να εγκρίνουν τα μη δημοφιλή μέτρα λιτότητας, τα μνημόνια δηλαδή, για τα οποία η αριστερή κυβέρνηση δεν έχει την πλειοψηφία εντός της παράταξης της – παρά το ότι τα τρία άλλα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφωνούν με τη λήψη τους.
Η πίστη του αυτή στηρίζεται στο φόβο των Ελλήνων, όσον αφορά τη χρεοκοπία και τη δραχμή – αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, ενδεχομένως με κάθε θυσία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Επειδή όμως η Γερμανία δεν στηρίζει την πολιτική της στην τύχη, θέλοντας να έχει τόσο τα μονά, όσο και τα ζυγά εξασφαλισμένα, ο κ. Σόιμπλε μάλλον θεωρεί πως ακόμη και στην αντίθετη περίπτωση, όπου οι Έλληνες θα ψήφιζαν εναντίον των μέτρων, οπότε η χώρα θα χρεοκοπούσε, θα ήταν επίσης ωφελημένος – επειδή δεν θα ήταν υπεύθυνη η Γερμανία, σχεδιάζοντας έτσι να δώσει το «μουτζούρη» στην ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο υπέπεσε σε ένα μεγάλο σφάλμα: μία τόσο πονηρή τακτική, για να μην πει κανείς δόλια, παραπλανητική ή κακεντρεχής, ήταν για τους περισσότερους υπουργούς οικονομικών των άλλων χωρών υπερβολική, εξαιρετικά ύποπτη. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που ο Ολλανδός διευθυντής του Euro Group, ο οποίος δεν φημίζεται για τις φιλικές διαθέσεις του απέναντι στην Ελλάδα (άρθρο), αποστασιοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις ιδέες του κ. Σόιμπλε – πολύ περισσότερο, το έκανε δημόσια, εκπλήσσοντας τους πάντες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να καθυστερήσει επικίνδυνα την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, καθώς επίσης την πληρωμή των υπολοίπων του δανείου προς την Ελλάδα – αν και κάτι τέτοιο δεν ακούγεται τόσο πειστικό, αφού ο Ολλανδός ήταν εκείνος που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην ύπαρξη ενός σχεδίου βήτα για τη χώρα μας, εννοώντας προφανώς την απομάκρυνση της από την Ευρωζώνη.
Πόσο μάλλον όταν η εναλλακτική πρόταση του, όσον αφορά το δημοψήφισμα, είναι η υιοθέτηση μέτρων που θα εμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων στην Ελλάδα, κατά το παράδειγμα της Κύπρου,καθώς επίσης η επιβολή των μνημονίων καταναγκαστικά – κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί ως μία μεγάλη παγίδα για την ελληνική κυβέρνηση, αφού θα τοποθετούσε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού εναντίον της.
Σε γενικές γραμμές πάντως, η συνάντηση της Δευτέρας έδωσε την εικόνα μίας αβοήθητης ομάδας, εριστικής μεταξύ της, ο μοναδικός σκοπός της οποίας ήταν να διατηρήσει αλώβητο το πρόσωπο της, σπρώχνοντας το «μουτζούρη» προς την ελληνική κυβέρνηση – ενώ δεν χαράχθηκε καμία ορθολογιστική στρατηγική, για την στήριξη ή για τη διάσωση της Ελλάδας. Αυτό άλλωστε συμπεραίνεται επίσης από την επίσημη ανακοίνωση του Euro Group την οποία, εάν «μεταφράσει» κανείς προσεκτικά, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για ένα έγγραφο που υποδηλώνει απελπισία.
Σε τελική ανάλυση πάντως, τόσο η Ελλάδα, όσο και οι δανειστές της, ευρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες αποφάσεις. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει εάν μειώσει τις συντάξεις, καθώς επίσης εάν απελευθερώσει περαιτέρω την αγορά εργασίας, όπως απαιτούν οι δανειστές της – υπερβαίνοντας τιςκόκκινες γραμμές, τις οποίες έχει η ίδια χαράξει.
Από την άλλη πλευρά, η ομάδα των Βρυξελλών πρέπει να αποφασίσει εάν θέλει να ανατρέψει την ελληνική κυβέρνηση ή/και εάν επιθυμεί να ρισκάρει ένα δημοψήφισμα – το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχα στις υπόλοιπες χώρες, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για την ευρωπαϊκή ελίτ.
Όσον αφορά δε τις χώρες εκτός της Γερμανίας, οφείλουν να αποφασίσουν εάν θα επιτρέψουν τηδολοφονία της Ελλάδας από τον κ. Σόιμπλε – η οποία θα μπορούσε να έχει συνέπειες και για τις ίδιες κάποια στιγμή στο μέλλον, εάν τυχόν αντιμετωπίσουν ανάλογα προβλήματα, αποτελώντας πλέον ένα «δεδικασμένο».
Στα πλαίσια αυτά, ούτε η Ελλάδα, ούτε η ομάδα των Βρυξελλών, ούτε η ίδια η Γερμανία δεν έχουν πάρει καθαρές θέσεις – αφού ακόμη και το δογματικό Βερολίνο φαίνεται να έχει διασπασθεί, ενώ δεν γνωρίζει εάν η θέση του κ. Σόιμπλε είναι η ίδια με αυτήν της καγκελαρίου.
Ολοκληρώνοντας, η καγκελάριος λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν και το γεωπολιτικό ρίσκο – ενώ δεν είναι η μοναδική που το σκέφτεται, εντός και εκτός της Ευρώπης. Παράλληλα, αρκετοί θεωρούν πως ο κ. Σόιμπλε έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος, παίζοντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι και χάνοντας το – με αποτέλεσμα να είναι μόνος του πλέον στην Ευρώπη, χωρίς συμμάχους ξαφνικά, συμπαρασύροντας και τη Γερμανία στην απομόνωση.