Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος
Ο μαρξισμόςε εἶναι ἀπότελεσμα μιᾶς συγκεκριμένης ἰστορικῆς διαδικασίας. Εἶναι προϊόν τοῦ πνεὐματος καί τῶν συνθηκῶν ἑνός κοινωνικοῦ χώρου καί μιᾶς ἐποχής πού θέλησε νά ἐκφράση μέ ἀφηρημένον τρόπο ἰδανικές εἰκόνες τῆς κοινωνίας ποῦ ἤθελε νά οἰκοδομήση. Εἶναι προϊον μιᾶς γνωστικῆς δραστηριότητος ποῦ ἀνταλακλοῦσε τίς ἰδιομορφίες ἑνός σταδίου γνὠσεως, καί τίς κοινωνικές συνθῆκες ποῦ ἀντανακλοῦσαν αὐτές οἱ γνώσεις.Ἡ περί τοῦ κόσμου παράστασις ποῦ δημιούργησε ὁ μαρξισμός ὑπῆρξε προϊόν αὐτῶν τῶν ἰδιομορφιῶν μέ ἀποτέλεσμα νά κατισχύση καί αὐτῆς ταὐτης τῆς μαρτυρίας τῶν αἰσθήσεων, γεγονός ποῦ ἔχει προκαλέσει ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τῆς Μαρξιστικῆς καί τῆς «αστικῆς» σκέψεως.
Τό φιλοσοφικό πρόγραμμα τοῦ Μἀρξ οἰκοδομήθηκε ἐπάνω στίς ἰδεαλιστικές φιλοσοφικές ἀντιλήψεις τοῦ Ηεγγελ καί γενικά σέ ὄλη τήν ἐννοιολογική δομή τοῦ Γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ὄποιες ἰδέες καί νά εἶχε ὁ Χέγγελ γιά μιά ὀρθολογική ἀναδιοργάνωσι τοῦ κόσμου, πολιτική καί κοινωνική, μεταμορφώνονται σέ μιά ὑπερβατική ἀναζἠτησι ἡ ὀποῖα ποτέ δέν θά μποροῦσε νά προσκομίση κάποια καθοδηγητική βασική ἀρχή γιά τήν ὀργάνωσιν τῆς κοινωνίας,ἀλλά καί οὖτε θά μποροῦσε νά γίνη ἀντικείμενον ἐμπειρικῆς κριτικῆς. Προσεκόμισε, ὄμως, τήν βασική καθοδηγητική ἀρχή γιά τήν ὀργάνωσιν τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος τοῦ Μάρξ.Ὀ Χέγγελ προμήθευσε στόν Μάρξ καί τήν θεωρία ὄτι μιά ταιριαστή κοινωνική διάρθρωσις μποροῦσε νά δημιουργηθῆ ὄταν ἡ ἀλήθεια καθίστατο οἰκουμενική ἡ ὀποῖα εἶναι ἀντίθετη πρός τά μεμονωμένα γεγονότα τῆς ὑπάρξεως, καί ἀνεξάρτητη ἀπό τά μεμονωμένα ἄτομα.Αὐτή ἡ ἰδέα ἀποτελεὶἕνα οὐσιῶδες χαρακτηριστικό γιά τήν μαρξιστική ἰδεολογία. Προσφέρει τὀ «θεωρητικό» ὑπόβαθρο γιά τήν ὀμορφοποίησιν τῶν ποικίλων ἰδιόμορφων συνθηκῶν ποῦ ἐπικρατοῦν σέ κάθεκοινωνία καί τήν κατάργησιν τῆς ἀνομοιογένειας τῶν ἀτομικῶνμ ἀπόψεων, ἰδεῶν καί κρίσεων. Γιά τήν ‘δραίωσιν, ὄμως, τῆς ὀρθολογικῆς κοινότητος, κατά τόν Χέγγελ, ἀπαιτεῖται καί ἡ κατάργησις τῶν ἀνταγωνισμῶν ἀνάμεσα σέ ἐλεύθερα οἰκονομικά ἄτομα, ἡ ὀποῖα θά ἐπιτευχθῆ μέ τήν κατάργησιν τῆς ἀτομικιστικῆς κοινωνικῆς ὀργανώσεως. Ἡ βάσις αὐτῆς τῆς ἀτομικιστικῆς κοινωνικῆς ὀργανώσεως εἶναι ἠ ἀτομική ἰδιοκτησία ἡ ὀποῖα παραμένει κάτι μεμονωμένο, τό ὀποῖον δέν ἔχει σχέσι μέ τό σύνολον.
Οἰ περί κράτους θεωρίες τοῦ Μάρξ εἶναι σχεδόν μιά άντιγραφή τῶν ίδεῶν τοῦ Χέγγελ. Ὁ Μάρξ ἐπρέσβευε ὄτι ἡ κατάλυσις τοῦ κράτους θά ἧταν ἀναπόφεκτο ἀποτέλεσμα μετά τήν ἐπικράτησιν τοῦ σοσιαλισμοῦ, ἀλλά ἧταν καί ἀναγκαῖα, διότι τό κράτος ὑποδηλώνει καί ἐξαθλιώνει τόν ἄνθρωπον.Κατά τόν Χέγγελ, τό κράτος θά ἐκλείψη ὄταν ἡ κοινωνική καί πολιτική πραγματικότητα συμορφωθοῦν πρός τίς ἀπαιτήσεις τῆς λογικῆς, ὄταν καταστραφῆ τό ἀσυνείδητο στάδιο τῆς ἀνθρωπίνης ὀργανώσεως. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Μάρξ, εἶναι ὁ διεκπαεραιωτῆς κάποιων ἐντολῶν τῆς φύσεως, κάποιων σκοπῶν ποῦ προβάλλονται ἀπό ἐξωτερικές ἐπιταγές.Γιά τόν Χέγγελ, ὀ ἔνθρωπος εἶναι ὁ διεκπεραιωτῆς τῶν ἐντολῶν τῆς ἰστορίας, τοῦ Απολύτου Πνεὐματος. Καί στήν μία καί στήν ἄλλη περίπτωσι ὑπάρχει ὀ αιτιοκρατικός παράγοντας ποῦ παραγκωνίζει τήν ἐνσυνείδητη δράσι υοῦ ἀτόμου καί τό καθιστᾶ τυφλό ὄργανον τῆς φύσεως.
Τὀ πιό θεμελιῶδες κοινό σημεῖον στίς ἰδέες καί τῶν δῦο εἶναι ὄτι αὐτές ἀποκτοῦν μιάν παλινοδρόμησιν σέ ἕνα πρό πολλοῦ παρωχημένο στάδιο πνευματικῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου. Στίς ἀντιλήψεις τοῦ Χέγγελ καί τοῦ Μάρξ ἡ χειραφέτησις τοῦ ἀτόμου γίνεται προϊόν μιᾶς θεωρητικῆς συλλήψεως ἑνός ὑπερβατικοῦ ἰδεώδους. Ἔτσι μεταφέρουν τήν ἄνθρώπινη σκέψι στήν περιοχή τῆς θρησκεῖας, στήν περιοχή τῆς μεταφυσικῆς.
Δέν ἔχει ἀπολύτως καμμία σημασία ἀν κατά τόν Χέγγελ ἡ ἰδέα εἶναι αὐτοτελές ὑποκείμενον καί δημιουργός τῶν ὄντων καί κατά τόν Μἀρξ ἡ ἐν τῆ κεφαλῆ τοῦ ἀνθρώπου μεταβληθεῖσα καί μεταφρασθεῖσα ὕλη. Σημασία. Σημασία ἔχει ὄτι, κατά τόν Χέγγελ, ἡ διαλεκτική ἀνάπτυξις δέν ἀποτελεῖ τήν ἐξωτερική δράσι τῆς ὑποκειμενικῆς σκέψεως, δέν εἶναι τά ἄτομα ποῦ διαμορφώνουν τίς ἰδέες. Ἡ διαμόρφωσις τους ἀποτελεῖ μιάν αντικειμενική ἐξελικτική πορεῖα, τήν ὀποῖαν τά ἄτομα ἀπλῶς ἀναπαράγουν. Τὀ κοινό τους σημεῖο εἶναι ὄτι ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαμορφωθῆ μέ τήν μορφή τῆς θετικῆς κρίσεως ἡ ὀποῖα εἶναι κρίσις τοῦ ἀτόμου καί, συνεπῶς ἡ δράσις τῆς ὑποκειμενικῆς σκέψεως. Ἔτσι, γιά τήν Μαρξιστική ἰδεολογία, τά ἄτομα δέν μποροῦν νά δίνουν καμμία βαρύτητα στίς κρίσεις τους γιατί οἱ ὑποκειμενικές κρίσεις δέν ἔχουν κανένα κῦρος, καμμία ἀξία. Συνεπῶς τά ἄτομα εἶναι ἀνίκανα νά οἰκοδομήσουν τήν ὀρθολογική κοινωνία μέ τήν δύναμιν τῆς δικῆς τους σκέψεως. Μέ τόν τρόπον αὐτόν ἡ ἰδεολογία ἀφαιρεῖ ἀπό τό ἄτομο τήν ἐλευθερία τῆς αὐτονόμου σκέψεως καί τήν ἰκανότητα νά ἀμφισβητῆ τήν ἐγκυρότητα τῶν ἰδεῶν τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος.
Γιά τήν συμπλήρωσι τοῦ τρόπου μέ τόν ὀποῖον οἰκοδομεῖται ἡ ὀρθολογική κοινότητα, ὁ Μάρξ ἐγκολπώνεται τήν ἰδέα τοῦ Χέγγελ ὄτι ὀρθολογική κοινωνία μποροῦσε νά δημιουργθῆ μόνον μέ τήν γνώσιν καί τήν δράσιν τῶν χειραφετημένων ἀτόμων, στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά κάθε ἰδεολογία.Γιά νά βρῆ ἀπήχησι ἡ ἰδεολογία θά παραστῆ ἀνάγκη νά χειραγωγηθῆ ἡ σκέψις καί ἡ δράσις τῶν ἀτόμων τά ὀποῖα ἐπιδιώκει νά προσεταιρισθῆ, καί φυσικά «χειραφετημένα ἄτομα εἶναι ἐκείνα τά ὀποῖα θά ἐπιτελέσουν αὐτό τό ἔργο. Τό θέμα τῆς δημιουργίας τῆς ὀρθολογικῆς κοινωνίας προσφέρει τήν ἐξήγησι ὡρισμένων φαινομενικῶν διαφορῶν στήν «φιλοσοφία» τοῦ Μάρξ. Σύμφωνα μέ τόν Χεγγελ, ἡ ὀρθολογική κοινωνία θά δημιουργηθῆ ὄταν ἀρχίση νά προβάλλη τό ἐλεὐθερο ὑποκείμενο, καί τό ἐέὐθερο ὑποκείμενο εἶναι ἐκεῖνο τό ὀποῖον δέν δέχεται τήν δεδομένη διάρθρωσιν πραγμάτων. Ἔχει γνωρίσει τήν ἰδέα τῶν πραγμάτων καί ἔχει διδαχθῆ ὄτι ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται μέ4σα στά τρέχοντα πρότυπα καί στίς τρέχουσες ἰδέες. Αὐτό, ὄμως, θά ἐπιτευχθῆ μετά ἀπό μιά ἄπειρη σειρά θέσεων, ἀρνήσεων καί συνθέσεων, κάτι ποῦ δέν ἐξυπηρετεῖ καθόλου τόν Μάρξ γιά δῦο λόγους. Ὁ ἕνας εἶναι τό ἐλεύθερο ὑποκείμενο μπορεῖ νά ἀρχίση νά προβάλλη, ὄταν ἀπελευθερωθῆ ἀπό κάθε δεσμό σέ ἀνύπόστατες θεωρίες-ὄπως τοῦ Χέγγελ-καί μείνει ἀδιάφορο στίς γύρω φωνές, προβάλλοντας τήν ἀξιώσιν τῆς πνευματικῆς αὐτονομίας. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ὄτι, γιά τά ἐπαναστατικά σχέδια τοῦ Μάρξ, ἡ τελική σύνθεσις πρέπει νά προκύψη πολύ γρήγορα, τήν λύσι τοῦ προβλήμάτος τήν βρίσκει ὁ Μάρξ μέ τό νά διατυπώση τήν ἰδέα ὄτι ἡ διαλεκτική κίνησις τερματίζεται ὄταν αἴρωνται οἰ κοινωνικές ἀντιθέσεις, οἱ ὀποῖες φυσικά αἴρονται ὄταν προκύψη ἡ κομμουνιστική κοινωνία, Οἰ ἀντιθέσεις δέν αἴρονται, ὄπως διατείνεται ὀ Χέγγελ, ὄταν ἠ ἰδέα καταστῆ στήν ἀνθρώπινη συνείδησιν ἀπόλυτο πνεῦμα, γιατί αὐτό δέν ἔχει καμμία πρακτική ἀξία γιά τόν Μάρξ. Θά πρέπει νά σημειωθῆ ἐδῶ ὄτι καί ἐδῶ ὁ Μάρξ δέν δείχνει καμμία πρωτυπία Ὁ ἴδιος ὁ Χέγγελ σαφῶς βρίσκει τίς ἀντιφάσεις καί μέσα στόν κοινωνικόν χῶρο, καί συγκεκριμένα στίς παραγωγικές σχέσεις τῆς κοινωνίας. Ἔτσι, ἐπάνω στόν ὑπερβατικό ἰδεαλισμό τοῦ Χέγγελ οἰκοδομεῖται μιά μορφή κοινωνίας στήν ὀποῖαν θά ἔχουν ἐκλείψει ὄλες οἱ ἀντιθέσεις, οἱ συγκρούσεις, καί οἱ ἀντιφάσεις, μιά μορφή κοινωνίας ποῦ ἀποτελεῖ τόν ὀρισμό ποῦ παγιώνει τήν ἀλήθεια.
Ὄμως, γιά τήν παγίωσιν τῆς λογικῆς καί τῆς ἀλήθειας δέν ἐπρκοῦσε γιά τόν Μαρξισμό ἡ ἔκλειψις τῶν ἀντιθέσεων, καί ὁ λόγος εἶναι ὄτι δέν αἰσθάνετο καμία βεβαιότητα γιά τήν ἔκβασιν τῆς ἰστορίας. Ἔπρεπε νά ἐπιστρατεὐση καί ἄλλες ἰδέες, ἄλλα μέσα.Θέλησε νά ἐξοβελίση ἀπό τό ἀπόθεμα τῶν ἰδεῶν του κάθε στοιχεῖο καί ροπή σκέψεως ποῦ θά μποροῦσε νά θέση ὑπό ἀμφισβήτησι τό κῦρος τῆς «ἀλήθεια» τῆς ἰδεολογίας του.Γιά τόν Μαρξισμό αὐτό ὑπῆρξε τὀ sine qua none τῆς θεωρίας του. Ὁ Μαρξισμός δηλάνει ἀπερίφραστα ὄτι οἱ θέσεις τῶν σκεπτικιστῶν πρέπει νά καταπολεμηθοῦν, «Αν ἡ φιλοσοφία (λέγε ἰδεολογία) πρόκειται νά ἔχει ὀποιαδήποτε ἐπιρροή στήν δραστηριότητα τῶν ἀνθρώπων καί στίς πεποιθήσεις ποῦ τούς ὀδηγοῦν, τότε πρέπει νά ἀποφευχτῆ ἡ σκεπτιστική ἄποψις, κατά τήν ὀποῖαν καμμία ἀπό αὐτές τίς ἀπόψεις δέν μπορεῖ νά θεμελειωθῆ λογικά.» Ἕτσι ὁ μαρξισμός δίνει μιά θεωρητική κάλυψιν στήν ἐπιβολή τῆς λογοκρισίας.
Ἡ οἰκοδόμησις μιᾶς κοινωνίας ἐπάνω σέ κάποιο ὑπερβατικό πρότυπο δέν μπορεῖ νά ἀποτελῆ τίποτα ἄλλο ἀπό διανοητική ἀπάτη, καί ὄπωσδήποτε αὐτό θά εἶχε προβληματίσει τόν Μάρξ. Γιαυτό καί ὁ Μάρξ προσέδωσε στό σύστημα υου ἐπιστημονικόν χαρακτῆρα. Ὀ ἐπιστημονισμός τοῦ Μάρξ, ὄμως, συνίσταται στήν ἰδέα τοῦ ἀναλλοίωτου τῶν οἰκονομικῶν ὄρων καί τήν ἀναγκαῖα ἐξέίξι αὐτῶν πρός ἀποκλειστική καί προκαθωρισμένη κατεὐθυνσι. Αὐτή ἡ ἐπιστημονική βεβαιότητα δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι οὐτοπιστική, ἡ μιά διανοητική ἀπάτη. Ἀν ὁ Μάρξ εἶχε τόσο βαθειά πίστι στίς ἐπιστημονικές του θεωρίες δέν θά τόνιζε τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπανταστάσεως καί δέν θά ἔβλεπε σάν φορέα της τήν ἐργατική τάξι.
Οἰ «ἐπιστημονικές» ἐξηγήσεις ἀποσκοποῦσαν μόνον στό νά πείσουν τήν τάξι τῶν διανοουμένων, ὄσους εἶχαν τήν ίκανότητα νά στοχάζωνται, ὄτι ἡ κατάρευσις τοῦ ὑφιστάμενου κοινωνικοῦ συστήματος ἧταν ἀναπόφεκτη. Ὄτι ὄλα ἥταν συνέπεια μιᾶς ἀναγκαῖας ἐξελίξεως μέ προκαθωρισμένη κατεὐθυνσι. Συνεπῶς πρέπει νά ὑπάρχη καί καί μιά προκαθωρισμένη ἔκβασις τῶν άνθρωπίνων ἐνεργειῶν. Κάθε άπόπειρα, λοιπόν, ἐκτροπῆς τῆς ἀνθρωπίνης δράσεως θά ἀπέβαινε μάταιη. Σέ ὄλες λοιπόν τίς ἰδέες τοῦ Μάρξ βλέπομε νά καταβάλλωνται ὄλες οἱ προσπάθειες γιά νά μεταβάλλουν τήν θεωρία του, ἥ μᾶλλον, τήν ἰδεολογία του σέ πολεμικό ἐργαλεῖο, μέ τό ὀποῖον θέ μετέπλαθε τήν πραγματικότητα. Καί γιά νά τό διατυπώσωμε λίγο διαφορετικά, ἤθελε μόνον νά μεταφέρη στήν πράξι τῖς λειτουργικές βάσεις τῆς πολιτικῆς δράσεως. Οἱ ὄποιες φιλοσοφικές παρεκλίσεις τοῦ Μάρξ ἀπό τίς ἰδέες τοῦ Χέγγελ ἀποτελοῦν ἀπλῶς ἀναγκαῖες παραλλαγές τῶν θεωριῶν τοῦ Χέγγελ γιά νά μπορέση νά τίς ἐνσωματώση στό ἰδεολογικό του πρόγραμμα καί νά τοῦ προσδώση λογική ἐνότητα. Ο ἀσυμβίβαστος χαρακτῆρας τῆς μαρξιστικῆς σκέψεως καί ἠ μέχρι φανατισμοῦ ἀδιαλαξία της καθῶς καί ἡ τεράστια προπαγανδιστική δύναμις τῶν θεωριῶν τοῦ Μαρξισμοῦ κατορθώνουν νά εγκλωβίζουν τήν σκέψιν τῶν ὀπαδῶν του καί τήν καθιστοῦν ἀνίκανη νά ἐπεξεργασθῆ λογικά τίς θεωρίες τῆς ἰδεολογίας του.Μέ τήν ἐμφάνισιν τοῦ μαρξισμοῦ ἐγκαινιάζεται μιά ἐποχή ποῦ θά μοποῦσε νά χαρακτηρισθῆ ἡ ἐποχή τῆς ίδεολογίας καί ἡ οποῖα σβήνει τίς ὄποιες ἀνταὐγειες ποῦ ἐξέπεμπαν τό πνεῦμα, ἡ ἰστορία, οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας καί ὁ πολιτικός καί κοινωνικός χῶρος ἄρχισαν νά φωτίζωνται μέ τό ἀλλότριο φῶς αὐτῆς ἰδεολογίας.