…Και αγκ και ουγκ, και μα και κες και λά, και δω και νις και α, λο λά δες και ζα βά!
‘’Από πού προέκυψαν γιαγιάκα μου, όλα αυτά τα εκτοπλάσματα, που μας ταλανίζουν τόσο καιρό τώρα;’’ Ρώτησε ο δημοσιογράφος- τάχα απορημένος-, δείχνοντας με το χέρι προς την τηλεόραση , που έδειχνε την τσούρμα των αφιονισμένων που χοροπηδούσαν λες και βρίσκονταν σε συγκέντρωση χασισολατρών και μπαφοαλλοπαρμένων. ‘’Είχατε και σεις τέτοια στον καιρό σας, ή είναι σημεία των καιρών μας;’’
‘’Αχ! Παλικάρι μου’’ απάντησε η γιαγιά, ‘’από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, σ’ αυτόν τον τόπο, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα, όπως τώρα. Τώρα τα πράγματα έχουν ξεφύγει, έχουν εκτραχυνθεί , θα έλεγα’’, κούνησε το κεφάλι η γιαγιά.
‘’Ναι, γιαγιά’’, συνέχισε ο δημοσιογράφος, ‘’αλλά και σεις τι κάνατε για να σταματήσετε το κακό, να μην εξαπλωθεί; Δεν βλέπατε τι γινόταν τόσο καιρό, το κακό ξεχείλιζε κάτω από τα πόδια σας, σαν την αρρώστια έτρεχε στους δρόμους, δεν βλέπατε τα σημάδια, δεν ακούγατε τις φωνές ;’’
‘’Δεν περιμέναμε ότι θα φτάσουν μέχρι αυτό το σημείο’’ προσπάθησε η γιαγιά να δώσει ένα τόνο τραγικότητας στα λόγια της.’’ Τους αισθανόμασταν σαν παιδιά μας, τους ταΐζαμε και τους περιθάλπαμε. Βλέπαμε ότι είχαν και αποδοχή από τους πολιτικούς μας, τους κανάκευαν με τους λόγους τους, τους άφηναν να λιάζονται στις πλατείες, είχαμε και την τα και σί και α, να μας απειλεί ότι θα φέρει κι άλλους, για να αντικαταστήσει αυτούς που θα εξαφάνιζαν. Ακόμη και σεις οι δημοσιογράφοι, δικαιολογούσατε τις πράξεις τους, ‘’το έκαναν γιατί πεινάνε’’ λέγατε πάντα όταν παρέβαιναν τους νόμους. Έσπευδαν οι δημοσιογραφίνες μας να λειάνουν με τα λόγια τους –σου ξου μου ξου- τις αποτρόπαιες πράξεις. Είχαν και νομική κάλυψη και προστασία, μην το ξεχνάμε. Πόσες δικαστικές αποφάσεις δεν νομιμοποίησαν τις παρανομίες τους, γίνανε νόμοι για να τιμωρούν ως ρατσιστές όσους θα έλεγαν το παραμικρό εναντίον τους. Μέχρι και ο σοβαρός συνήγορος έσπευσε ασμένως ,- μόλις μυρίστηκε το παραδάκι που βγήκε με τον ιδρώτα των ποδιών-,να μπαλώσει και να συσκοτίσει την κατάσταση, να εκτρέψει και να αποπροσανατολίσει τα γεγονότα. Στην πορεία έριξε κι ένα κροκοδείλιο δάκρυ, σε αντίθεση με τους πελάτες του που είχαν μια στέγνα στα μάτια και στην ψυχή τους’’.
‘’Όμως και σεις οι γιαγιάδες και οι παππούδες δεν είσαστε αυτοί που επιβραβεύεται τις πράξεις όλων αυτών;’’ Ρώτησε με αναίδεια ο δημοσιογράφος. Εσείς πάτε πρωί πρωί , στηνόσαστε στις ουρές και τους εξασφαλίζεται ακόμη μια θητεία ανωμαλίας και φρίκης. Τέλος πάντων, για πες μου γιαγιά, τι ξέρεις για το συμβάν’’.
‘’Από πολύ καιρό βλέπαμε στην γειτονιά μας ύποπτες κινήσεις. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Κουστουμαρισμένοι , με χαρτοφύλακες, κατέβαιναν από ακριβές λιμουζίνες, μέχρι κι ένας σακάτης, μουρτζούφλης και κακιασμένος ερχόταν σπινάροντας στο πεζοδρόμιο. Βλέπαμε και τους δικούς μας, υπάκουους σαν τα σκυλάκια, άλλους να στέκονται στα δύο πόδια, άλλους στα τέσσερα, άλλους μπρουμουτισμένους, να συνωστίζονται στο χωλ της υπόγειας κατοικίας και να περιμένουν υπομονετικά, δεν ξέρω και γω τι, ακριβώς. Όλοι λέγαμε τότε ότι αυτό ήταν για το καλό μας. Κρατούσαμε την ανάσα μας κάθε φορά που εσείς οι δημοσιογράφοι μας λέγατε ότι κι αυτή η βδομάδα θα είναι κρίσιμη, και να μην κάνουμε θόρυβο, γιατί θα ταραχτούν οι επισκέπτες του υπογείου, και θ’ αρχίσουν να σφαλιαρίζουν πάλι τους δικούς μας. Βλέπαμε κι εσάς τους νέους ν’ αράζετε ανέμελοι στις καφετέριες, να ξαπλώνετε στις παραλίες, να γεμίζετε ενθουσιασμένοι τα γήπεδα, άλλοι, υποψιασμένοι γι αυτό που θα επακολουθήσει, γυρίζετε την πλάτη και φεύγετε, τι να κάνουμε κι εμείς; Λουφάξαμε και περιμέναμε τον 13ο , να λιγδώσει λίγο το άντερό μας. Μας είχαν πει ότι θα ερωτηθούμε με δημοψήφισμα ,αν τα πράγματα φτάνανε στα μη περαιτέρω. Παρόλο που η απάντηση εκ μέρους μας θα ήταν ‘’Ναι! Με κάθε τίμημα. Ναι! Παραμονή στην παρούσα κατάσταση με κάθε κόστος’’. Αυτό το είπανε και στις ειδήσεις, προκαταλαμβάνοντάς μας, όπως πάντα. Εν τω μεταξύ στο υπόγειο γινότανε ‘’της ανωμαλίας’’. Οι σοβαροί κύριοι, οι πάτρωνες – βιολογικοί και μη- άρπαξαν το θύμα τους κι άρχισαν να του σφίγγουν το λαιμό, να του κόβουν την ανάσα. Οι δικοί μας είχαν οχυρωθεί πίσω από κάτι κόκκινες γραμμές και εκλιπαρούσαν για λίγη ρευστότητα, λίγη χαλάρωση για να μην πάθει το θύμα ασφυξία, να ζήσει έστω λίγους μήνες ακόμη, αλλά εις μάτην. Έπειτα άρχισαν να το τεμαχίζουν –οι χασάπηδες-, άλλα κομμάτια τα έβρασαν- οι κανίβαλοι-, άλλα τα έριξαν στους σκύλους – οι ανίεροι-,‘’τα άγια τοις κυσί’’ ,έτσι λέγεται. Τα καλύτερα , τα φιλέτα, τα χάρισαν στους Άραβες, στους Τούρκους και στους εργολάβους. Για να εξαφανίσουν τα ίχνη, έβαλαν γύρω γύρω μας, φωτιές, που αρχίζουν να μας πλησιάζουν επικίνδυνα. Έπειτα ότι έμεινε το πούλησαν σε μια εταιρεία ηλεκτρονικών, έτσι τώρα εμείς οι λουφαγμένοι είμαστε υπήκοοι της APPLE , έτσι λέγεται.
‘’ Θυμάμαι’’, συνέχισε κουρασμένη η γιαγιά, ‘’στα νιάτα μου, τους νέους μας να ξεσηκώνονται και να υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια της φυλής μας. Με τους τρομερούς παιάνες, που πότε ήταν το ‘’Ίτε παίδες’’, πότε το ‘’Ελευθερία ή θάνατος’’ και πότε το ‘’Αέρα’’ τα παιδιά μου προστάτευαν την πατρίδα και απόδιωχναν τους εχθρούς. Τώρα στα τέλη της ζωής μου ακούω τους μουγκανισμούς, που ταιριάζουν στους λουφαγμένους υπηκόους πολυεθνικών.
Και αγκ και ουγκ, και δου και νου, και σοκ και πα, και σύ και ζα και ρι, και πο και μι και τα!
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.