Η ανασκαφή της αρχαίας Ολυμπίας και η παραχώρηση των διπλών ή ομοίων ευρημάτων στην Γερμανία
Γράφει η Αγγελική Κοσμοπούλου, Επιχειρηματίας στον χώρο της επικοινωνίας, Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας
Η προστασία και διαφύλαξη των καταλοίπων του παρελθόντος ήταν από τις πρώτες φροντίδες του νεοελληνικού κράτους. Συστατικό στοιχείο της νέας εθνικής συνείδησης, η ιστορία και τα κατάλοιπά της ενίσχυαν το κλέος μιας χώρας που πάσχιζε για εθνική ανεξαρτησία και τροφοδοτούσαν την άποψη πως άξιζε να τύχει ευρωπαϊκής υποστήριξης. Η μέριμνα για να προστατευθούν οι αρχαιότητες από την πώληση και τη μεταφορά στο εξωτερικό ξεκίνησε ήδη το 1827, με σχετική απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας.
Δύο χρόνια αργότερα, η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση του Άργους, με εξαίρεση τη δυνατότητα εξαγωγής «μόνον συντριμμάτων των αρχαιοτήτων και όταν μόνον ζητώνται ως συντελούντα εις τας αρχαιολογικάς έρευνας επιστημονικού τινος καταστήματος οποιασδήποτε Κυβερνήσεως», μετά από εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Αφορμή γι’ αυτήν την εξαίρεση αποτέλεσε η πίεση που ασκούσε η Γαλλία να αποκτήσει τα ευρήματα των ανασκαφών που διενεργούσε στην Ολυμπία η Expedition Scientifique de Moree. Διχασμένος ανάμεσα στο εύλογο δικαίωμα της Ελλάδας να διατηρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα επί των αρχαιοτήτων της και στην επιθυμία να αναζητηθούν πολιτικές και διπλωματικές ισορροπίες, ο Καποδίστριας εισηγήθηκε την παραχώρηση αρχαιοτήτων στις ξένες δυνάμεις με αντάλλαγμα βιβλία και επιστημονικά εργαλεία που χρειαζόταν το νεοσύστατο κράτος.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1834, η απαγόρευση εξαγωγής αρχαιοτήτων περιλήφθηκε στον πρώτο αρχαιολογικό νόμο, ο οποίος χαρακτήριζε όλες τις αρχαιότητες εντός της Ελλάδος«κτήμα εθνικόν όλων των Ελλήνων». Και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν έλειψε η κριτική των λογίων προς την απόφαση του Καποδίστρια, ως πράξη μειωτική για τη χώρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση των ευρημάτων της ανασκαφής της Ολυμπίας, ενός από τα μεγάλα αρχαιολογικά γεγονότα του 19ου αιώνα, αποτέλεσε έκπληξη και προκάλεσε έντονη κριτική. Η απόφαση για την ανασκαφή από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο αποτελούσε τη θετική κατάληξη πολυετών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και διάφορων ξένων ενδιαφερομένων. Οι οργανωμένες συζητήσεις μεταξύ των δύο χωρών ξεκίνησαν το 1873 και οριστικοποιήθηκαν με σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας, η οποία καθόριζε τον τρόπο της συνεργασίας, τη χρηματοδότηση, την επιστημονική αξιοποίηση των πορισμάτων της έρευνας, καθώς και την κατοχή των ευρημάτων που θα έρχονταν στο φως. Η σύμβαση υπογράφηκε στις 13/25 Απριλίου 1874 και αργότερα επικυρώθηκε από τη Βουλή, με το νόμο «Περί κυρώσεως συμβάσεως μεταξυ Ελλάδος και Γερμανίας περί αρχαιολογικών ανασκαφών εν Ολυμπία» (ΦΜΑ της 12 Νοεμβρίου 1875).
Ήδη από τις αρχές των διαπραγματεύσεων, ακανθώδες διαφαινόταν το ζήτημα της διαχείρισης των ευρημάτων που θα έρχονταν στο φως. Ως αντίδωρο για τις θυσίες στις οποίες θα υποβαλλόταν, η Γερμανική πλευρά ζητούσε, πέραν του δικαιώματος μελέτης και δημιουργίας εκμαγείων, να αποκτήσει τα «διπλά ή όμοια» ευρήματα.
Προβληματικός εξ αρχής, καθώς αντέβαινε στην ιδέα της μοναδικότητας κάθε καταλοίπου του παρελθόντος, ο όρος αυτός προβλημάτισε τους συντάκτες της σύμβασης αλλά και προκάλεσε ευρύτερη κριτική. Βασικός εκφραστής της κριτικής ήταν η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία δεν συμμετείχε στην ανασκαφή, ωστόσο γνωμοδότησε για το περιεχόμενο της σύμβασης μετά από αίτημα της γερμανικής πλευράς.
Σε συνεδρίασή της στις 21 Μαΐου 1873 πρότεινε να διατηρήσει η Ελλάδα την ιδιοκτησία όλων των πρωτότυπων αρχαίων που θα έρχονταν στο φως, έχοντας τη δυνατότητα να παραχωρήσει στη Γερμανία ορισμένα από τα διπλά ή όμοια, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τον αρχαιολογικό νόμο. Σε επόμενη συνεδρία, στις 8 Νοεμβρίου 1874, ο Γραμματέας της Στέφανος Κουμανούδης εξέφρασε την άποψη πως η Ελλάδα δεν έπρεπε καν να προχωρήσει σε σύμβαση με τη Γερμανία, αλλά απλώς να διευκολύνει διοικητικά τη Γερμανία στην ανασκαφή, χωρίς ούτε να δαπανήσει χρήματα για αποζημίωση γαιών ούτε να παράσχει αποκλειστικά δικαιώματα μελέτης και εκμαγείων.
Στο ίδιο διάστημα, δεν έλειψαν οι αντιδράσεις των φιλάρχαιων, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα συχνά και αναλυτικά ρεπορτάζ για το θέμα από τις εφημερίδες της εποχής. Μα η κριτική δεν έκαμψε την Κυβέρνηση, η οποία προχώρησε στην υπογραφή της σύμβασης ορίζοντας πως η Ελλάδα είναι ιδιοκτήτρια όλων των ευρημάτων αλλά «από μόνης δε της θελήσεώς της θέλει εξαρτάσθαι το να παραχωρήση εις την Γερμανίαν, προς ανάμνησιν των από κοινού γενομένων εργασιών, και ένεκα των θυσιών εις όσας θέλει υποβληθεί η Γερμανία δια την επιχείρησιν ταύτην, τα διπλά ή όμοια (doubles ou repetitions) των κατά τας ανασκαφάς ταύτας ευρεθησομένων καλλιτεχνημάτων».
Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1875 και για πέντε χρόνια προχώρησε απρόσκοπτα, φέρνοντας στο φως εντυπωσιακά μνημεία και κινητά ευρήματα. Το θέμα των «διπλών» ξεχάστηκε ως το 1881, όταν ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τρεις Έλληνες και τρεις Γερμανούς, ταξίδεψε στην Ολυμπία για να δει το σύνολο των ευρημάτων και να τα εντοπίσει. Είχε έρθει «η ώρα του λογαριασμού».
Όπως αναφέρει η έκθεση που έστειλε στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως με την επιστροφή της η ελληνική επιτροπή, στις συζητήσεις, που κράτησαν οκτώ ημέρες, οι Γερμανοί υποδείκνυαν «τίνα και πόσα εξ εκάστου είδους των διπλών ή ομοίων ποθούσι να λάβωσιν», ενώ η ελληνική επιτροπή ζητούσε τις αναγκαίες πληροφορίες και ο Έλληνας έφορος της ανασκαφής Κωνσταντίνος Δημητριάδης κατάρτιζε τον σχετικό κατάλογο. Η έκθεση αναφέρει, επίσης, πως τα ευρήματα ήταν στην πλειοψηφία τους μοναδικά και πολύτιμα, με τα λιγοστά διπλά να περιλαμβάνουν πήλινους λύχνους, μικρά αναθήματα από πηλό και χαλκό, αιχμές βελών και υφαντικά βάρη. Μετά από συζήτηση και διαπραγματεύσεις, ο αριθμός των ευρημάτων περιορίστηκε σε περίπου ένα τρίτο των αρχικά επιλεχθέντων.
Στις 10/22 Φεβρουαρίου 1881, οι Γερμανοί ζήτησαν επισήμως από τις ελληνικές αρχές έναν κατάλογο ευρημάτων για να μεταφερθούν στη χώρα τους. Ο κατάλογος κοινοποιήθηκε στα μέλη του Κοινοβουλίου και δημοσιεύτηκε στον Τύπο, συνοδευόμενος από επιστολή του G. Treu η οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στις θυσίες που είχε κάνει η Αυτοκρατορική Γερμανική Κυβέρνηση χάριν των ανασκαφών.
Το θέμα δεν έμεινε ασχολίαστο. Ενδεικτικά, ο Αιών σχολίασε πως «ἴσως δικαιοῦται ὁ κ. Treu τοιαῦτα νὰ γράφῃ περὶ Ἑλλήνων, ἀφοῦ εὑρέθησαν πρὸ ἑξαετίας Ὑπουργοὶ Ἕλληνες νὰ ὑπογράψωσι τὴν γνωστὴν σύμβασιν καὶ ὑποβάλωσι τὸν Τόπον των εἰς ἐξευτελιστικοὺς ὅρους, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης» (αρ. φυλλου 3477, 28 Φεβρουαρίου 1881).
Ενώ ο Βουλευτής Μεγαρίδος Σ. Δραγούμης έφερε το θέμα στη Βουλή, υποστηρίζοντας πως η παράδοση των διπλών «δὲν δύναται νὰ γίνῃ, ἄλλως ἢ διὰ νόμου· διότι ἡ δημοσία περιουσία διατίθεται μόνον διὰ νόμου, αἱ δὲ ἀρχαιότητες εἰσὶ περιουσία δημοσία».
Πράγματι, το Υπουργείο ζήτησε νομική γνωμάτευση για το αν απαιτείται ειδικός νόμος για την παράδοση, ο νόμος κρίθηκε απαραίτητος και το ζήτημα έκλεισε με την υποβολή νομοσχεδίου με ένα μόνον άρθρο, το οποίο επέτρεπε την παραχώρηση των αρχαίων.
«Εἶνε λυπηρὸν ὅτι ἡ κυβέρνησις ἐνέδωσεν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν Γερμανῶν..», σημείωνε λίγο αργότερα η «Παλιγγενεσία», (αρ. φύλλου 4989, 3 Μαρτίου 1881). Η απαίτηση της Γερμανίας, την οποία είχε κάνει δεκτή η ελληνική πλευρά, βασιζόταν στην πολιτική αδυναμία της Ελλάδας. Και, όπως σημειώνει ο Βασίλειος Πετράκος, αυτή η μοναδική περίπτωση ηθελημένης παραχώρησης αρχαιοτήτων σε ξένους ήταν βαρύτερη από εκείνην του Καποδίστρια, καθώς άλλη ήταν η πολιτική θέση της Ελλάδας το 1829 και άλλη το 1874.
Ο κατάλογος των αρχαιοτήτων που εν τέλει δόθηκαν στους Γερμανούς δεν δημοσιοποιήθηκε. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο και ορισμένα από αυτά ενδεχομένως χάθηκαν ή καταστράφηκαν στον πόλεμο. Όποια κι αν ήταν η τύχη τους, το παράδειγμα της Ολυμπίας δεν επαναλήφθηκε. Ο ατυχής όρος των διπλών δεν περιελήφθη σε καμία από τις διακρατικές συμφωνίες για ανασκαφές από ξένες χώρες στην Ελλάδα που ακολούθησαν. Μία δοκιμή ήταν αρκετή.