Αλβανός “Άθεος” δεν ενοχλείται από τους μουλάδες που σαρώνουν την Αλβανία αλλά από τα Ελληνικά του Αρχιεπισκόπου!
“Εάν στην Αλβανία σημειώνονται καθημερινά φόνοι, εάν ο λαός δεν έχει να φάει ενώ μία μικρή ολιγαρχία υπερπλουτίζεται, ελέγχοντας παράνομα όλη τη χώρα, αυτά είναι ακριβώς που αποδυναμώνουν την εθνική ταυτότητα και όχι η ορθοδοξία ή ο Αναστάσιος”
Ωθούμενος από το άρθρο του κ. Μπεν Μπλούσι, όπου εκείνος ασκεί κριτική στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο για τον «εκ προθέσεως αποκλεισμό» – όπως το αποκαλεί – της αλβανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια του Πάσχα, καθώς και σε άλλες θρησκευτικές τελετές, έχω ως στόχο την αποδόμηση των επιχειρημάτων του προαναφερθέντος άρθρου, όσον αφορά δύο κυρίως όψεις, τις οποίες τονίζει ο κ. Μπλούσι: πρώτον, την αντίληψη ως απαράδεχτο γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν ομιλεί μόνο αλβανικά και δεύτερον, το συνδυασμός αυτού του γεγονότος με ενδεχόμενο γεωπολιτικό στόχο της εκκλησίας να υιοθετήσει την ελληνική ως ανώτερη γλώσσα και την παράλειψη της αλβανικής γλώσσας ως κατώτερης.
Πρωτύτερα, είναι πρέπον να παρατηρηθεί πως η σύνταξη του άρθρου του κ. Μπλούσι έχει εμπνευστεί από σχεδόν αθεϊστικές θέσεις όπου δεν αρκεί μονάχα ο διαχωρισμός κράτος-θρησκείας – φαινόμενο που χαρακτηρίζει τα έθνη-κράτη – αλλά αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη του Θεού. Αυτή η αγνωστική και σχεδόν αθεϊστική αντίληψη συνδυάζεται με την άλλη, παλαιά αντίληψη, εκείνη της άρνησης της αλβανικής ταυτότητας και γλώσσας από την ελληνική, η οποία έρχεται να επιβληθεί ακριβώς για αυτό το στόχο. Η υποβληθείσα πραγματικότητα θυμίζει την περίοδο της εθνικής αφύπνισης, συγκεκριμένα σε σχέση με τα εμπόδια ως προς την ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής ταυτότητας, τα οποία σχετίζονταν με τις ξένες γλώσσες καθώς και με τη θρησκεία, η οποία σταθερά έχει αντιμετωπιστεί ως ξένο φαινόμενο. Αυτή η ανασφάλεια ή η απειλή κατά της εθνικής ταυτότητας, μαζί και με το κομμουνιστικό δόγμα, επηρέασαν αργότερα τη γέννηση της διαδικασίας του σοσιαλιστικού αθεϊσμού.
Η θρησκεία καθ’αυτή συνιστά μία πρωτοεθνική ιδεολογία. Δεν υπήρχαν έθνη κατά την περίοδο της γέννησης της θρησκείας. Οι θρησκευτικές κοινότητες διέθεταν ετερογενή χαρακτήρα όσον αφορά τη σύσταση τους, δηλαδή τις πολλαπλές εθνοτικές ομάδες και κοινότητες. Αρκεί να αναφερθεί ότι επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ορθόδοξη κοινότητα ή μιλέτ, συμπεριλάμβανε μαζί Έλληνες, Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Αρμένιους κτλ. Κατά συνέπεια, οι θρηκευτικές οδηγίες γράφτηκαν σε μία συγκεκριμένη γλώσσα: η Παλαιά Διαθήκη στα αραμαϊκά, η Καινούργια Διαθήκη στα ελληνικά, το Κοράνι στα αραβικά και ούτω καθεξής. Αργότερα, η ίδρυση του έθνους-κράτους οδήγησε στην ‘κρατικοποίηση’ ή ‘εθνικοποίηση’ των θρησκευτικών θεσμών, απειλώντας και περιορίζοντας την οικουμενικότητα της θρησκείας. Δίπλα στην κίτρινη σημαία του Βυζαντίου με το δικέφαλο αετό, τοποθετήθηκαν οι εθνικές σημαίες, ενώ τα ιερά κείμενα μεταφράστηκαν στις εθνικές γλώσσες. Ωστόσο, η εθνική πλευρά δεν μπορεί να εξαφανίσει εντελώς την οικουμενική. Οι μουσουλμάνοι σ΄όλο τον κόσμο απευθύνονται στο Θεό απαραίτητα σε μερικές, τουλάχιστον, εκφράσεις στα αραβικά, ενώ μία φορά στη ζωή τους, είναι πρέπον να επισκέπτονται τη Μέκκα και τη Μεδίνα, ως ιερούς τόπους. Οι καθολικοί διατηρούν ιεραρχικές σχέσεις τους με τον Πάπα και το Βατικανό, ενώ σχεδόν σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες στον κόσμο, ακόμη και στην Αφρική που αναφέρει ο κ. Μπλούσι, κατά τη διάρκεια της τελετής της ανάστασης του Χριστού, ακούγονται οι λέξεις «Χριστός ανέστη, αληθώς ανέστη». Επίσης, είμαι βέβαιος ότι ο κ. Μπλούσι, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, έχει ακούσει τον ιμάμη να προφέρει τα ξημερώματα πρωί, τις λέξεις στα αραβικά “Bismillah ir rahman ir rahim”, που σημαίνουν «Εις το όνομα του Αλλάχ, του ελεήμονος, του οικτίρμονος». Ως εκ τούτου, όσο και αν το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί την ορθοδοξία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, παντού στον κόσμο θα προφέρονται ιερά κείμενα επίσης και στην ελληνική γλώσσα.
Εν αναφορά προς τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, αποτελεί γνωστό γεγονός ότι εις βάρος του διοχετεύεται συσσωρευμένη αντιπάθεια του ανθελληνισμού καθώς και της αντι-ορθοδοξίας. Το τελευταίο παρατηρείται σε σημαντικό μέρος των Αλβανών του Κοσσόβου και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, οι οποίοι, έχοντας ταυτίσει την ορθοδοξία με το σλαβικό στοιχείο, δεν μπορούν να αποδείξουν ουσιαστική συμπάθεια ως προς τους ορθόδοξους ομοεθνείς τους. Εάν οι εθνικιστές και οι άθεοι της Αλβανίας βλέπουν την ορθοδοξία ως απειλή για την εθνική ταυτότητα, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία, οι Αλβανοί που έμειναν εκτός συνόρων το 1912, τη χαρακτηρίζουν ως ‘σλαβορθόδοξη’ απειλή. Αυτό όμως, σταδιακά μπορεί να ενισχύσει ένα νέο είδος εθνικής ταυτότητας, μουσουλμανικής καθαρά φύσεως, θέτοντας σε κίνδυνο τις εύθραυστες ισορροπίες που διαθέτει η σημερινή διαθρησκευτική εθνική ιδέα.
Ο Αρχιεπίσκοπος ιερουργεί στην αλβανική γλώσσα, εντός και εκτός της Αλβανίας. Τα θρησκευτικά κηρύγματα στην ελληνική, δεν απειλούν καθόλου ούτε την ορθοδοξία, ούτε την Αλβανία.
Εάν οι ομιλίες στα ελληνικά του Αναστασίου κρύβουν μέσα τους το στόχο της μεταβολής των ορθόδοξων Αλβανών σε Έλληνες, τότε γιατί άραγε δεν τα έχει καταφέρει, παρόλο που είναι ιδιαίτερα μορφωμένος άνθρωπος; Εάν στην εκκλησία ο Αναστάσιος υιοθέτησε τα ελληνικά ως ανώτερη γλώσσα και τα αλβανικά ως κατώτερη, τότε γιατί άραγε η συντριπτική πλειοψηφία των Αλβανών ορθόδοξων δεν γνωρίζουν ούτε μία λέξη στην ελληνική γλώσσα, παρόλο που ο Αρχιεπίσκοπος διαθέτει σημαντική ακαδημαϊκή πορεία; Εάν ο Αρχιεπίσκοπος συνειδητά και πεισματικά αρνείται τη χρήση της αλβανικής γλώσσας στην εκκλησία, καθώς και την αυτοκεφαλία της ιδίας της εκκλησίας, τότε γιατί άραγε σε δημόσιες συνεντεύξεις του στην Ελλάδα καταδίκασε ρητά το ρατσισμό και τις διακρίσεις, απευθύνοντας έκκληση για ισότητα και αδελφικότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αλβανούς;
Ο ισχυρισμός ότι ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να ομιλεί μόνο αλβανικά αποτελεί έκφραση της επιθυμίας για τη τοποθέτηση της θρησκείας υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και της εθνικής ιδεολογίας. Επίσης, εκφράζει την επιθυμία για τον περιορισμό του κάθε τύπου θρησκευτικού οικουμενισμού, αν και κάθε μέρα αναζητάμε τον οικουμενισμό εις τις κοινές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του ευρω-ατλαντισμού. Επιπροσθέτως, το να αρνείσαι τη μητρική γλώσσα σε ένα ξένο κληρικό, δείχνει έλλειψη ανεκτικότητας, θρησκευτικής και ευρύτερης, φαινόμενο που χαρακτηρίζει το πολιτικό γίγνεσθαι αλλά και την αλβανική κοινωνία γενικά.
Στη συνέχεια, ο κ. Μπλούσι συνδέει τη σταθερή συμπεριφορά του Αρχιεπίσκοπου με την υπερτόνιση των υπαρχόντων διακρίσεων και στερεοτύπων που χαρακτηρίζουν τους ορθόδοξους Κορυτσαίους ως Έλληνες. Ωστόσο, αυτές οι διακρίσεις υπάρχουν δεκαετίες και αιώνες πριν καν γεννηθεί ο Αναστάσιος. Η ενδυνάμωση της συλλογικής, εθνικής ταυτότητας δεν εξαφάνισε εντελώς, μέχρι σήμερα, την ιστορική ετερογένεια της αλβανικής κοινωνίας. Το 19ο αιώνα, όταν ένας ξένος περιηγητής πήγε στο βορρά της σημερινής Αλβανίας και ρώτησε έναν κάτοικο τί άποψη είχε για τους ορθόδοξους και τους τόσκηδες (tosk), έλαβε την απάντηση πως αυτοί δεν είναι Αλβανοί αλλά Έλληνες. Επίσης, οι Αρβανίτες, θεωρούσαν τους Αλβανούς μουσουλμάνους ως τούρκους, ενώ συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ως εκ τούτου, είναι γνωστό ότι οι πρωτοεθνικές ταυτότητες προϋπήρχαν του Αναστασίου και δεν ευθύνεται ο τελευταίος για αυτές, ούτε για την αποτυχία εξαφάνισής τους. Αυτές οι διακρίσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν μονάχα μέσω ενός τουλάχιστον μηχανισμού και μεθόδου: της ενδυνάμωσης της εθνικής ταυτότητας καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας του λαού.
Είναι ευρέως γνωστό ότι πολλοί Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα, όχι μόνο μιλούν την ελληνική γλώσσα και συνεννοούνται σ’αυτήν, όπως εξηγεί ο κ. Μπλούσι, αλλά πηγαίνουν μέχρι το άκρο της απόκρυψης και άρνησης της αλβανικής καταγωγής τους. Προσωπικά έχω γνωρίσει παρόμοιες περιπτώσεις. Γι’αυτό, όμως, δεν ευθύνονται τα ελληνικά που ο Αναστάσιος χρησιμοποιεί σε θρησκευτικά κηρύγματα, αλλά η παντελή έλλειψη ηθικής και ανεκτικότητας στους Αλβανούς πολιτικούς, καθώς και η κοινωνικο-οικονομική αποτυχία. Εάν στην Αλβανία σημειώνονται καθημερινά φόνοι, εάν ο λαός δεν έχει να φάει ενώ μία μικρή ολιγαρχία υπερπλουτίζεται, ελέγχοντας παράνομα όλη τη χώρα, αυτά είναι ακριβώς που αποδυναμώνουν την εθνική ταυτότητα και όχι η ορθοδοξία ή ο Αναστάσιος. Η φτώχεια, η εγκληματικότητα, η διαφθορά, αποτελούν αληθινές και σημαντικές προκλήσεις και απειλές που πρέπει να μάς απασχολούν όλους!
http://www.pelasgoskoritsas.gr/2015/04/perben-greqishtja-e-kryepeshkopit.html