Παρακολουθούμε όλοι ως υπνωτισμένοι το θέαμα μιας κυβέρνησης ασχέτων και μαθητευόμενων μάγων να βυθίζει μέρα με τη μέρα σε μεγαλύτερο αδιέξοδο τη χώρα σε όλα τα πεδία, και έναν άβουλο πρωθυπουργό να παρακολουθεί ανίκανος να παρέμβει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση· παρακολουθούμε ταυτόχρονα το θέαμα μιας σταδιακής κατεδάφισης των οραμάτων του… αντιμνημονιακού κινήματος. Δεν θα επανέλθουμε όμως σε αυτά που έχουμε τονίσει πολλές φορές, (ad nauseam) την τελευταία περίοδο, αλλά θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε για μια ακόμα φορά το ιδεολογικό και πολιτικό υπόστρωμα αυτής της πολιτικής.
Όταν ανήκεις σε μια γενιά και μια ιδεολογική και πολιτική σχολή που τις τελευταίες δεκαετίες προσπάθησε να κατεδαφίσει την ιστορική συνείδηση του ελληνισμού, αρνείται τη συνέχεια του ελληνικού έθνους· σε ένα ρεύμα που αρνείται να αναγνωρίσει στην οθωμανική Τουρκία εκείνον τον παράγοντα που από τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μέχρι την εισβολή στην Κύπρο και τις αδιάκοπες προκλήσεις έχει ως διαρκή διακηρυγμένο και μόνιμο στόχο του την κατοχή ή την υποταγή του «συνόρου» που αποτελεί η Ελλάδα.
Όταν από την άλλη πλευρά δεν έχεις καμία συνείδηση ότι η σχέση μας με την Δύση δεν είναι μια σχέση οργανική αλλά τακτική και αναγκαστική συμμαχία απέναντι στην εξ Ανατολών απειλή και πλέεις μέσα σε πελάγη ενός αφελούς ευρωκεντρισμού και δεν έχεις συνείδηση πως ο ελληνισμός είναι όντως, δυστυχώς, «ανάδελφος», αλλά αντίθετα έχεις ανατραφεί με όλες τις εξυπνάδες που λοιδορούσαν την τόσο καίρια έκφραση του πρόεδρου Σαρτζετάκη.
Όταν αγνοείς το γεγονός της βαθύτατης παρακμής στην οποία έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια ο ελληνισμός.
Όταν αγνοείς πως το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα είναι η δημογραφική της παρακμή η οποία εκτός από την πληθυσμιακή συρρίκνωση θα την μεταβάλει πολύ σύντομα σε χώρα γερόντων (ήδη ο μέσος όρος ηλικίας είναι 43 χρόνια) με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό σε όλα τα πεδία, από την άμυνα, την παραγωγή έως το συνταξιοδοτικό και την αδυναμία να καλυφθούν οι «περιβόητες» συντάξεις.
Όταν κλείνεις τα μάτια μπροστά στη μεγάλη μετακίνηση των πληθυσμών που λαμβάνει χώρα από την Ανατολή προς τη Δύση, μετακίνηση η οποία είναι ενταγμένη και στη στρατηγική του μόνιμα απειλητικού γείτονα, τότε μπορείς να αναφέρεσαι στο ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, μόνον ως ζήτημα «ανθρωπιστικό» και όχι ως ζήτημα που στο βάθος χρόνου μετατρέπεται σε ζήτημα εθνικής επιβίωσης.
Όταν δεν έχεις συνείδηση ότι μία πλήρης οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της χώρας κινδυνεύει να σε οδηγήσει σε μια καθοδική σπείρα χωρίς επιστροφή.
Όταν αρνείσαι να δεις τι έχει συμβεί στη Βουλγαρία, η τη Σερβία εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια ή ακόμα χειρότερα τι συμβαίνει στη γειτονική Συρία.
Όταν εν ολίγοις έχεις ανατραφεί με μια ψευδοταξική ιδεολογία που υποτιμά συστηματικά την εθνική διάσταση και με μια ατομοκεντρική δυτική αντίληψη για την οποία σημασία έχει απλώς «να περνάμε καλά», και όλα αυτά σε ένα έθνος που αριθμεί πλέον μόνο δέκα εκατομμύρια πληθυσμό, τότε σου επιτρέπονται τα πάντα.
Τότε μπορείς πολύ εύκολα με απόλυτη έλλειψη συναίσθησης της ιστορικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας, να παίζεις την κυβέρνηση και το θέαμα της δήθεν διακυβέρνησης.
Τότε σου επιτρέπεται να οδηγείς μια χώρα με τα μεγέθη και τις δυνατότητες της σύγχρονης Ελλάδας σε μια πολιτική αφασία, όπου καθημερινά καταρρέουν όλα τα οικονομικά δεδομένα αλλά και οι υποδομές της χώρας και όπου μέσω ενός απίστευτου μιθριδατισμού εθιζόμαστε και αρκούμαστε στο «κάθε μέρα και χειρότερα».
Συντήρηση ή όραμα;
Πολλοί μας έχουν επικρίνει τα τελευταία χρόνια ως υπερβολικά συντηρητικούς που δεν τολμούν να προχωρήσουν στις απαραίτητες «ρήξεις» έστω κι αν αυτό συνεπάγεται στην επιστροφή στη δραχμή ή ακόμα και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό συχνά, από εκείνους που όταν, πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, έμπαινε η Ελλάδα στο ευρώ πανηγύριζαν ή σιωπούσαν, σε αντίθεση με εμάς που είχαμε ταχθεί όσο γίνεται πιο αποφασιστικά ενάντια σε μια τέτοια πολιτική.
Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα; Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές πως η έξοδος από το ευρώ δεν είναι σήμερα επιλογή δική μας, μιας ισχυρής Ελλάδας ικανής να προχωρήσει σε νέες οικονομικές πολιτικές και νέες συμμαχίες, αλλά θα γίνει αναγκαστικώς ως εκδίωξή μας.
Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να προσδοκούμε τίποτα το θετικό από αυτήν, διότι όχι μόνον με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις, θα ρίξει ακόμα περισσότερο το ήδη δραματικά πεσμένο εισόδημα των Ελλήνων αλλά και κυρίως διότι θα οδηγήσει σε μια γεωπολιτική απομόνωση την χειρότερη δυνατή στιγμή στην περιοχή μας.
Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι όλοι οι «πατριώτες» που υπερασπίζονται την έξοδο από το ευρώ, δεν σκέφτονται καθόλου τι πρόκειται να συμβεί με την Κύπρο εάν πάψει να βρίσκεται τουλάχιστον στην ίδια οικονομική ζώνη με την Ελλάδα, και απομείνει έρμαιο στις διαθέσεις της Τουρκίας και της Βρετανίας.
Υπάρχει άραγε μια εναλλακτική πολιτική στην περίπτωση μιας τέτοιας εξόδου; Μπορούμε να στηριχθούμε μήπως στη Ρωσία; Είναι σαφές ότι το ερώτημα παραμένει μάλλον θεωρητικό. Διότι η Ελλάδα είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές και τις εμπορικές σχέσεις της με τη Δύση, «βγάζει το ψωμί της» από τον τουρισμό που κατά 80% προέρχεται από δυτικές χώρες, η δε Ρωσία σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη με τη Γερμανία ή με την Τουρκία με τις οποίες διατηρεί τεράστιες οικονομικές σχέσεις. Επιπλέον, οι γειτονικές μας βαλκανικές χώρες ιδιαίτερα η Ρουμανία και η Βουλγαρία, δεν ανήκουν πλέον στο φιλορωσικό στρατόπεδο αλλά είναι αντίπαλές της. Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι η αναγκαία βελτίωση των σχέσεών μας με τη Ρωσία και η στήριξή μας σε αυτήν σε πολλά θέματα ενεργειακό, αμυντικό κ.λπ., έχει προφανή και αδιαμφισβήτητα όρια. Και πρέπει να ενταχθεί σε μια μεσομακροπρόθεσμη προοπτική μιας ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Το ίδιο κατά μείζονα ρόλο ισχύει με την Κίνα. Η Κίνα μπορεί να είναι σύμμαχός μας αλλά μακρινή και αδύνατο να μας στηρίξει αποφασιστικά στα εθνικά και γεωπολιτικά μας προβλήματα.
Εμείς έχουμε ιστορική συνείδηση της χώρας μας και για τη χώρα μας. Γνωρίζουμε ότι ο σημερινός ελληνισμός στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι το τελευταίο ιστορικό υπόλειμμα ενός μεγάλου έθνους και ενός μεγάλου πολιτισμού στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας της. Γιατί αν κάποτε δεν είχαμε κράτος είχαμε οικονομική υπεροχή σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, είχαμε πληθυσμό και ισχυρή δημογραφία, οι γιαγιάδες μας γεννούσαν δέκα ή δεκαπέντε παιδιά, είχαμε πολιτισμική υπεροχή. Σήμερα συρρικνωνόμαστε έχουμε χάσει κάθε παραγωγική αυτεξουσιότητα έχουμε γίνει πολιτισμικοί νάνοι, ενώ ο μεγάλος μας αντίπαλος ενισχύεται σε όλα τα πεδία.
Στον προηγούμενο αιώνα διαπράξαμε δύο μεγάλα εθνικά εγκλήματα, με δύο εμφυλίους χάσαμε τη Μικρά Ασία, τη Σμύρνη και την Πόλη ως κέντρα τους ελληνισμού και με τον δεύτερο και τραγικότερο εμφύλιο (1944-1949) χάσαμε την Κύπρο, την Βόρειο Ήπειρο και την οικονομική και πολιτική μας αυτεξουσιότητα.
Σήμερα είμαστε στο κατώφλι μιας νέας μεγάλης εθνικής καταστροφής. Αν έστω και σήμερα, την ύστατη στιγμή, δεν κατανοήσουμε ότι ο ελληνισμός αποτελεί «απειλούμενο είδος» προς εξαφάνιση και πρέπει να προστατευτεί από εμάς τους ίδιους, τότε κινδυνεύουμε σε αυτόν τον αιώνα να πάψουμε να υπάρχουμε ως αυτόνομο πολιτειακό υποκείμενο και να σκορπίσουμε στους πέντε δρόμους σαν τους Αρμενίους ή ακόμα περισσότερο τους Λιβανέζους, ενώ ο ιστορικός χώρος της Ελλάδας θα μεταβληθεί σε έναν απλό χώρο ταμπόν μεταξύ ισλαμικής Ανατολής και Δύσης.
Γι’ αυτούς τους λόγους είμαστε απολύτως «συντηρητικοί», δηλαδή θέλουμε να διασωθεί ο υπαρκτός ελληνισμός και για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει ένας συνδυασμός μιας διπλής τακτικής πάνω στην οποία πολλές φορές έχουμε επιμείνει μέχρι σήμερα. Μια τακτική «ανταρτοπόλεμου» στη διαπραγμάτευση με τους τοκογλύφους και τη γερμανική Ευρώπη ώστε να αποφύγουμε το πένθιμο σόλο, μέχρις ότου αποκτήσουμε περισσότερους συμμάχους στο εσωτερικό της Ευρώπης και να ενισχυθούμε ώστε να μπορέσουμε μεσοπρόθεσμα να καταργήσουμε ένα μεγάλο μέρος του χρέους.
Ταυτόχρονα για να έχει νόημα και ο ανταρτοπόλεμος πρέπει να ξέρουμε ποιος είναι ο στρατηγικός μας στόχος. Αυτό δηλαδή που απουσιάζει εντελώς από τη σκέψη και την στρατηγική(!) της παρούσας κυβέρνησης, η οποία εξαντλείται απλώς στο να αποφύγουμε τα χειρότερα και «να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις». Ο ανταρτοπόλεμος έχει νόημα όταν τον εντάσσεις σε ένα όραμα για τη νέα Ελλάδα. Ένα όραμα που έχουμε χαρακτηρίσει εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή δημογραφική ανάκαμψη, ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, αμυντική θωράκιση, κοινωνική δικαιοσύνη, πολιτισμική αναγέννηση και αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς.
Αλλά για όλα αυτά είναι απαραίτητο αυτό που λείπει από την ασύντακτη κυβέρνηση και τον άβουλο πρωθυπουργό, μια ιστορική συνείδηση της πατρίδας και του έθνους, μια γνώση του «από πού ερχόμαστε», για να μπορούμε να έχουμε συναίσθηση και για το τι μας λείπει και για το που πηγαίνουμε!
περιοδικό Άρδην – εφημερίδα Ρήξη