Περίπου δύο τρισεκατομμύρια ευρώ έχει στοιχίσει μέχρι σήμερα η επανένωση της Γερμανίας, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το Κέντρο SED-Staat για λογαριασμό της εφημερίδας Die Welt, με αφορμή την συμπλήρωση 25 ετών από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Το ποσό αφορά στο άθροισμα της βοήθειας που δόθηκε προς τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας για την επανένωση, ενώ, σύμφωνα με την εφημερίδα, το 60-65% του ποσού αναφέρεται στην διαφορά μεταξύ των κοινωνικών επιδομάτων που έλαβαν οι Ανατολικογερμανοί και στους φόρους που κατέβαλαν οι ίδιοι.
Στην έρευνα αναφέρεται ακόμη ότι οι κάτοικοι των πρώην ανατολικών κρατιδίων έλαβαν περίπου 1,3 τρισεκ. περισσότερα από ό,τι θα κέρδιζαν ως ανεξάρτητο κράτος, καθώς και ότι 560 δισεκατομμύρια διατέθηκαν
απευθείας στα κρατίδια και στις κοινότητες.
«Χρήματα που άξιζε να ξοδευτούν ως και το τελευταίο σεντ», χαρακτηρίζει τα δύο τρισεκατομμύρια η εφημερίδα Bild σχολιάζοντας την έρευνα, ενώ ο βουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) από την Σαξονία-Άνχαλτ Ράινερ Χάσελοφ διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι, «αντί να αναγνωρίζουμε και να εκτιμούμε αυτό το ποσό ως μια σπουδαία κίνηση αλληλεγγύης που πετύχαμε στην Γερμανία, η συζήτηση υποβαθμίζεται σε έναν ισολογισμό που δείχνει μονομερείς μεταφορές κεφαλαίων».
Ακόμη και σήμερα ωστόσο, παρά τα κεφάλαια που έχουν διατεθεί, η ανάπτυξη στα ανατολικά της Γερμανίας εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά με την οικονομική ευρωστία της Δύσης, ενώ δεν απουσιάζει και η κριτική για την πολιτική που ασκήθηκε μετά την πτώση του Τείχους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, το ΑΕΠ των κρατιδίων της ανατολικής Γερμανίας παραμένει στα 2/3 αυτού της δυτικής Γερμανίας, με τα ποσοστά της ανεργία σημαντικά υψηλότερα.
«Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα μέλλον μεγαλύτερων οικονομικών διαφορών στο εσωτερικό της Γερμανίας», προειδοποιεί ο οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών της Σαξονίας-Άνχαλτ Καρλ-Χάιντς Πακέ, μιλώντας στην Die Welt.
Ποιος πληρώνει το μάρμαρο της ενοποίησης;
Μήπως θα πρέπει να κοιτάξουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και κυρίως οι πολίτες του Ευρωπαικού Νότου τον εαυτό τους στον καθρέφτη ώστε να δουν την απάντηση;
Το άρθρο του Προκόπη Παυλόπουλου που δημοσιεύεται στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ είναι σοκαριστικά αποκαλυπτικό για τον τρόπο που μεθοδεύθηκε το “τίμημα” της μετακύλισης της Γερμανίας στους πολίτες της Ευρώπης.
Γράφει ο Προκόπης Παυλόπουλος
Βουλευτής-Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο ευρωπαϊκός ουρανός καλύπτεται, ολοένα και περισσότερο, από τ’ απειλητικά σύννεφα της οικονομικής καταιγίδας που απειλεί αυτό τούτο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το οποίο ήδη έχει ραγίσει επικίνδυνα, αναδεικνύοντας το βαθύ χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού βορά –στην πραγματικότητα μεταξύ Γερμανίας- κι ευρωπαϊκού νότου.
Χάσμα προεχόντως οικονομικό, όπως τούτο προκύπτει ιδίως από τη λεόντεια υπεροχή των γερμανικών πλεονασμάτων έναντι των διαβρωτικών ελλειμμάτων των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, και όχι μόνο.
Αλλά και –φυσικά συνακόλουθα- χάσμα θεσμικό, αφού η οικονομική εξαθλίωση φέρνει στο φως έναν ευρωπαϊκό βορά, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί και τα δικαιώματα του ανθρώπου γίνονται σεβαστά, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Κι έναν ευρωπαϊκό νότο όπου θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, πρωτίστως δε εκείνα που συνθέτουν το υπόβαθρο του κοινωνικού κράτους δικαίου, διαρκώς αποδυναμώνονται.
- Πώς, άραγε, φθάσαμε ως εδώ; Μ’ άλλες λέξεις πώς, ιδίως από τότε που δρομολογήθηκε η πορεία της ΟΝΕ και της Ευρωζώνης, η τάση ευρωπαϊκής ενοποίησης και αντίστοιχης σύγκλισης των επιμέρους οικονομικών και θεσμικών συνιστωσών της μετατράπηκε σε ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη ροπή απόκλισης;
Α. Η εξήγηση αυτής της καταλυτικής μεταβολής της προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι μονοσήμαντη. Πλην όμως ένα είναι μάλλον βέβαιο: Στο επίκεντρό της βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία και οι βίαιες διαρθρωτικές και χρηματοπιστωτικές της στρεβλώσεις. Οι οποίες έχουν, και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικώς, γερμανική προέλευση κι απηχούν τις γενικότερες πλέον πιέσεις της Γερμανίας στην παγκόσμια οικονομία.
- Πέραν τούτου είναι ανάγκη, πάντοτε στο πλαίσιο της προαναφερόμενης διαπίστωσης, ν’ αναδειχθεί και μια εμβληματική, κυριολεκτικώς, παράμετρος της, γερμανικής προέλευσης κι επινόησης, ανατροπής της επιχείρησης οικοδόμησης των στοιχειωδών αντηρίδων της ουσιαστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, άρα της επίτευξης του στόχου μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για την παράμετρο εκείνη, η οποία «φωτίζει» την βαθύτερη αλήθεια –κι επέκεινα, την κυριότερη «ρίζα του κακού»- ως προς την εντεινόμενη ευρωπαϊκή απόκλιση και η οποία συνίσταται στο ότι, δυστυχώς: Η επανένωση, μετά το 1990, της Γερμανίας και η σταδιακή ενοποίησή της, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, μετά την εγκαθίδρυση της Ευρωζώνης λειτουργεί, εξαιτίας των γερμανικών οικονομικών-νομισματικών εμμονών, ως αντικίνητρο για την ευρωπαϊκή σύγκλιση και, τελικώς, αντίστοιχη ενοποίηση. Μ’ αφοπλιστική «ειλικρίνεια» ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας κ. Gerhard Schröder έχει τονίσει, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Der Spiegel» (5.9.2011), ότι «όταν δημιουργείς έναν κοινό νομισματικό χώρο, τότε επικρατεί η ισχυρότερη οικονομία»!
- Θ’ αποτελούσε πραγματικό στρουθοκαμηλισμό ν’ αγνοήσει κανείς πως, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία αλλοίωσε όχι μόνο τα συστατικά στοιχεία του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού αλλά και την όλη «κοσμοθεωρία» της αναφορικά με τη συμβολή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Α. Όσο παρέμενε διχασμένη, με το Τείχος του Βερολίνου να της θυμίζει την κληρονομιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και να τη θέτει στο «μάτι του κυκλώνα» του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία ήταν πιασμένη από το «σωσίβιο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασιζόταν στην ασφάλεια που της παρείχε η ευρωπαϊκή Δύση και οι «ανταγωνιστικές» της φιλοδοξίες περιορίζονταν στην «αναμέτρησή» της και τη σύγκρισή της κυρίως με τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και την Ιταλία. Φιλοδοξίες όμως που απηχούσαν περισσότερο την τάση της να πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της όλης ευρωπαϊκής δυναμικής.
Β. Μετά την ενοποίησή της, η Γερμανία «διέβη τον ευρωπαϊκό Ρουβίκωνα». Αντιπροσωπεύοντας σήμερα πάνω από το ένα τέταρτο της συνολικής οικονομίας της Ευρωζώνης, ρέπει οφθαλμοφανώς προς την τάση που την οδηγεί στο να διαδραματίσει παγκόσμιο οικονομικό ρόλο, ως «ηγέτιδα» δύναμη στο πλαίσιο των G 20, στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία. Λίγη σημασία έχει αν η Γερμανία επιδίωξε το ρόλο αυτόν –όπερ και πιθανότερο, με βάση τον εθνικό ψυχισμό της και τα «δείγματα γραφής» του παρελθόντος της, πρόσφατου αλλά και απώτερου- ή αν οδηγήθηκε, αντικειμενικώς, από τα πράγματα στο να τον επωμισθεί. Το σημαντικό είναι ότι η προαναφερόμενη μετεξέλιξη της Γερμανίας, σε συνδυασμό με την πλήρη έλλειψη ηγετικών φυσιογνωμιών στον «ευρωπαϊκό πυρήνα» καθώς και με την αναμενόμενη αποστασιοποίηση της Μ. Βρετανίας, αποσταθεροποιεί τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
- Όμως η οικονομική γιγάντωση της Γερμανίας, μετά την επανένωσή της, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εξηγούν πώς μεταλλάχθηκε ξαφνικά, έτσι ώστε να γίνεται σήμερα λόγος όχι για μια ευρωπαϊκή Γερμανία αλλά για μια γερμανική Ευρώπη. Και τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώθηκαν με αφετηρία την εκ μέρους της διαχείριση του οικονομικού κόστους της ενοποίησης της Γερμανίας, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί εντελώς. Ενός κόστους που, με τους μετριότερους υπολογισμούς, φθάνει ή και έχει ξεπεράσει τα 2 τρισ. ευρώ!
Α. Από τις αιτίες που διαμόρφωσαν το τεράστιο αυτό κόστος αξίζει να επισημανθούν ιδιαιτέρως, ακριβώς λόγω της καθοριστικής σημασίας τους:
1. Πρώτον, το «λάθος» ως προς την ισοτιμία του ανατολικογερμανικού με το δυτικογερμανικό μάρκο. Και τούτο επειδή μολονότι τα οικονομικά δεδομένα της εποχής οδηγούσαν σε μιαν ισοτιμία ένα προς οκτώ, για καθαρώς εθνικούς και πολιτικούς λόγους η ανταλλαγή έγινε με ισοτιμία ένα προς ένα. Αυτή η θηριώδης αύξηση της αξίας του ανατολικογερμανικού μάρκου εξάρθρωσε, κυριολεκτικώς, τον παραγωγικό ιστό της Ανατολικής Γερμανίας και οδήγησε σε ραγδαία αύξηση της ανεργίας.
2. Δεύτερον, η εξομοίωση μισθών σ’ Ανατολική και Δυτική Γερμανία. Η εξέλιξη αυτή περιόρισε δραματικά –μάλλον εκμηδένισε- την ανταγωνιστικότητα της Ανατολικής Γερμανίας απαιτώντας, για τη στοιχειώδη αποκατάστασή της στη συνέχεια, τη μετακίνηση κολοσιαίων ποσών προς αυτή από τη Δυτική Γερμανία.
3. Τρίτον, η εξομοίωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στις δύο Γερμανίες. Κάπως έτσι η Δυτική Γερμανία κλήθηκε να καλύψει το τεράστιο κενό του ασφαλιστικού συστήματος της Ανατολικής, αφού σ’ αυτήν, λόγω του κομμουνιστικού συστήματος, οι ασφαλισμένοι ουδόλως συνέβαλαν οικονομικώς στον ασφαλιστικό τους φορέα μ’ αντίστοιχες προσωπικές εισφορές.
Β. Στην πρώτη φάση μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, και προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στις κατά τ’ ανωτέρω οικονομικές εξελίξεις, ο H. Kohl –προφανώς και λόγω του ευρωπαϊκού του προσανατολισμού- απέφυγε να μετακυλίσει πλήρως το βάρος στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποφεύγοντας όμως επίσης, για λόγους πολιτικού κόστους, ν’ αυξήσει τη φορολογία επέλεξε τη στήριξη της κοστοβόρας γερμανικής οικονομικής ενοποίησης στα –και τότε- σημαντικότατα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι αναπόφευκτες πληθωριστικές πιέσεις που προέκυψαν «ξύπνησαν» τους γερμανικούς εφιάλτες –είναι πασίγνωστος ο διαχρονικός παθολογικός φόβος των Γερμανών έναντι του πληθωρισμού, με πιο κοντινή μνήμη εκείνη της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης- και οδήγησαν την Bundesbank σε ραγδαία αύξηση των επιτοκίων ήδη από το 1991, όταν το μάρκο συνδέθηκε με το σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό νόμισμα.
1. Οι συνέπειες ήταν αναμενόμενες: Επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, που λόγω της δομής της γερμανικής οικονομίας και των εγγενών χαρακτηριστικών της επέδρασαν σταδιακώς και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως δε στον ευρωπαϊκό νότο. Κάπως έτσι άρχισε η μετακύλιση του οικονομικού βάρους της γερμανικής ενοποίησης και στα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Μόνο που ενώ στην αρχή η μετακύλιση αυτή εμφανιζόταν ως περιστασιακή αντανακλαστική αντίδραση της, αιφνιδιασμένης από το οικονομικό κόστος της ενοποίησης, γερμανικής οικονομίας, με την πάροδο του χρόνου μεταβλήθηκε σε συνειδητή τακτική. Η οποία επέτρεπε πια στη Γερμανία όχι μόνο να μην επιβαρύνεται με το θηριώδες κόστος της οικονομικής ενοποίησής της αλλά, μέσω της πλήρους μετακύλισής του extra muros, ν’ αποκτά ηγετικό οικονομικό ρόλο τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, όπως προεκτέθηκε.
- Τούτο έγινε αισθητό κυρίως μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δηλαδή μετά τη κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Διότι ως τότε, με τήρηση των στοιχειωδών ευρωπαϊκών προσχημάτων, τα προμνημονευόμενα ελλείμματα του ευρωπαϊκού νότου, τα οποία δημιουργήθηκαν και λόγω της γερμανικής οικονομικής ενοποίησης, χρηματοδοτούνταν, τουλάχιστον εν μέρει, από εισροές γερμανικών κεφαλαίων «εκ του ασφαλούς». Αφού οι κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχυόμενες περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονομίες και εξασφάλιζαν ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και, συνακόλουθα, «αιμοδοτούσαν» δεόντως τις γερμανικής προέλευσης εξαγωγές. Κάπως έτσι, άλλωστε -και πάλι ως τότε- η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρούσε το «φύλλο συκής» ως προς την intra muros ισορροπία –και το επέκεινα ισοζύγιο- στο πεδίο των εμπορικών της σχέσεων.
Α. Όταν όμως ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, και μπροστά στον κίνδυνο της γενικευμένης ύφεσης, η ισχυρώς –και λόγω επαρκούς υποδομής αλλά και λόγω προνοητικώς δασφαλισμένων αποθεμάτων- πλεονασματική Γερμανία υιοθέτησε, εγκαταλείποντας προκλητικά τις ευρωπαϊκές της «ευαισθησίες», την οδό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Κι επικεντρώθηκε εφεξής στην, με κάθε μέσο, «υπεράσπιση» του ηγετικού της ρόλου όχι μόνον εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, στο οποίο είχε ήδη, ούτως ή άλλως, εδραιωθεί.
- «Κορυφαία» επιλογή της Γερμανίας ως προς τη διασφάλιση του ηγετικού οικονομικού της ρόλου εν μέσω παγκόσμιας κρίσης υπήρξε –και παραμένει πάντοτε- η με κάθε μέσο διατήρηση –και, γιατί όχι, ενίσχυση- της ανταγωνιστικότητάς της. Αφού, κατά τους κανόνες της οικονομίας, μόνον αυτή μπορεί να εγγυηθεί την πλεονασματική της υπεροχή.
- Το σκοπό αυτό λοιπόν η Γερμανία ούτε καν επιχείρησε να τον επιτύχει με μέσα που είναι συμβατά, έστω και στοιχειωδώς, με τις απαιτήσεις μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Ήτοι μιας πολιτικής που προϋποθέτει την «αναθέρμανση» της δικής της οικονομίας, μέσω λελογισμένης πληθωριστικής τάσης, η οποία επιτυγχάνεται δια της οδού της ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης. Έτσι ώστε να τηρηθούν κάποιοι κανόνες τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των ασθενέστερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Όλως αντιθέτως, η Γερμανία επέλεξε το δρόμο του «στραγγαλισμού» της ανταγωνιστικότητας των κρατών αυτών, στο βωμό των δικών της σκοπιμοτήτων, επιβάλλοντας, μεταξύ άλλων:
α) Τη μέθοδο της εξασφάλισης, για δικό της φυσικά λογαριασμό, εξαιρετικά φθηνού εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, κυρίως από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης του χειμαζόμενου από την ανεργία ευρωπαϊκού νότου.
β) Και τη μέθοδο, επίσης για δικό της λογαριασμό, της lato sensu «εξαγοράς», ακόμη και με μεθόδους διαφθοράς –όρα για την Ελλάδα «Siemens» και τα κάθε είδος εξοπλιστικά προγράμματα- επιχειρήσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, σ’ εξευτελιστικές τιμές. Τιμές που διαμόρφωσε η ύφεση, την οποία η ίδια η Γερμανία «πυροδότησε», με την επιβολή στις «χώρες-θύματα» πολιτικών αδιέξοδης λιτότητας, δήθεν για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων (χρέος-έλλειμμα) με άκρως υποκριτικό ευρωπαϊκό περιτύλιγμα.
2. Αυτή όμως η οικονομικώς «απομυζητική» τακτική της Γερμανίας έναντι των χωρών του ευρωπαϊκού νότου όχι μόνο δεν συμβάλλει στην έξοδό τους από την υφεσιακή τους πορεία και τις συνακόλουθες επιπτώσεις της. Αλλά, όλως αντιθέτως:
α) Τα ελλείμματά τους αυξάνονται. Κατά συνέπεια, και όταν τους επιβάλλεται η μείωση –ή και ο μηδενισμός τους- με «μνημονιακής» έμπνευσης πολιτικές, το αποτέλεσμα συνίσταται στην πλήρη οικονομική τους αποδυνάμωση και στην εξαθλίωση των κοινωνιών τους.
β) Συνακόλουθα, οι ανάγκες δανεισμού τους γίνονται πιεστικότερες. Και επειδή, με τον τρόπο αυτόν, ο δανεισμός τους είναι αδύνατο να εξασφαλισθεί από τις αγορές, ολοένα και περισσότερο υποκύπτουν στον intuitu personae δανεισμό τους, εκτός αγορών. Πράγμα που σημαίνει αφενός αύξηση του δημόσιου χρέους τους. Και, αφετέρου, πλήρη υποταγή τους στους όρους που τους επιβάλλουν οι δανειστές τους, δηλαδή σε σταδιακή συρρίκνωση της ίδιας της εθνικής τους κυριαρχίας. Διότι η αδυναμία άσκησης στοχευμένης εθνικής οικονομικής πολιτικής πλήττει ευθέως τον ίδιο τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας.
Μ’ αυτόν τον προσανατολισμό πορεύεται σήμερα η Γερμανία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κυρίως δε έναντι των κρατών-μελών της που χειμάζονται, ορθότερα δε βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής έκρηξης, όπως η Ελλάδα.
Με μια Καγκελάριο, την κ. Α. Merkel, η οποία, μεσ’ από τις τραυματικές ανατολικογερμανικές της καταβολές και τις συνακόλουθες εμμονές της, δεν μπορεί –για να μην πει κανείς ότι δεν θέλει- ν’ αντιληφθεί επαρκώς τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση κι ευρωπαϊκό όραμα.
Και με την πλήρη απουσία ηγετών σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, των οποίων το λυκόφως σηματοδοτεί και το λυκόφως του ευρωπαϊκού οράματος.
Όπως όμως διδάσκει η ιστορία, κάθε φορά που η Γερμανία σύρθηκε πίσω από το ηγετικό της σύνδρομο τις συνέπειες δεν τις υπέστησαν μόνο τα «θύματά» της. Τις υπέστη και η ίδια. Γι’ αυτό παραμένει, ως σήμερα, υπόλογος απέναντι στην ιστορία.
Τουλάχιστον μπορεί να «διδαχθεί» απ’ αυτό το ζοφερό παρελθόν; Ας το ελπίσουμε, αν και όλα δείχνουν πως κάτι τέτοιο είναι μάλλον μη αναμενόμενο, με την υπόλοιπη Ευρώπη δυστυχώς αδύναμη να της αντισταθεί και να της αντιταχθεί.
Περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»