Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Ίσως το πιο ουσιαστικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να πάμε «με τα νερά» των δανειστών μας και να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα το όποιο πρόγραμμα «σωτηρίας» της ελληνικής οικονομίας έχουν ετοιμάσει για εμάς είναι ότι τα οικονομικά ζητήματα είναι αποκλειστικώς αυτά που τους ενδιαφέρουν και συνεπακόλουθα ό,τι άλλο και να τους πούμε δεν πρόκειται καν να το ακούσουν. Θέματα, δηλαδή, γεωστρατηγικών ισορροπιών και του ρόλου της Ελλάδας στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της Δύσης, που θα μπορούσαν να προβληθούν έτσι ώστε να περάσει η συζήτηση στο ευρύτερο γεωπολιτικό επίπεδο, δεν γίνεται να χρησιμοποιηθούν γιατί πολύ απλά δεν τους νοιάζουν.
Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, έχουμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για γεωπολιτικά ζητήματα, αλλά έχουν τόσο στρεβλωμένες απόψεις γι αυτά, που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας.
Φυσικά, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι η Ευρώπη βρίσκεται εγκλωβισμένη στην «φυσαλίδα του τέλους της ιστορίας» (post history bubble). Επιμένει, δηλαδή, να θεωρεί ότι έχει φτάσει μία εποχή όπου τα θέματα οικονομικής ολοκλήρωσης και «διεύρυνσης της δημοκρατίας» (φυσικά προς ανατολάς…) είναι τα μόνα που μετρούν, ενώ, αντιθέτως, «ποταπά» ζητήματα, όπως αυτά των ισορροπιών ισχύος, δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Γνωρίζαμε επίσης ότι τόσο οι Δυτικο-ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί σε κάποιον βαθμό θεωρούν ότι η νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο έχει παγώσει στον χωροχρόνο σαν μία διαρκής στιγμή και η Ρωσία οφείλει να συμπεριφέρεται εσαεί ως νικημένη αυτής της αντιπαράθεσης. Άρα κάθε κίνηση της Μόσχας να υπερασπίζει τα ζωτικά της συμφέροντα, ακόμη και την πιο στοιχειώδη αξιοπρέπειά της, αντιμετωπίζεται ως «ρωσική επιθετικότητα» και ο Ρώσος Πρόεδρος χαρακτηρίζεται ως δικτάτορας, πολύ απλά γιατί δεν κάνει τα χατίρια του 1% ε 2% που αντιπροσωπεύουν τα λεγόμενα «δυτικόφιλα» κόμματα στη χώρα του.
Γνωρίζαμε ακόμη ότι οι Γερμανοί, οι οποίοι βρέθηκαν στην ηγεσία της Ευρώπης λόγω της οικονομικής τους ευμάρειας, δεν είχαν –και δεν μπορούσαν να έχουν- το απαιτούμενο βάθος γεωπολιτικής σκέψης για να ανταπεξέλθουν σε αυτό τον ρόλο. Η Γερμανία είναι ένα κράτος που προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα από την ενοποίηση των μικρών γερμανικών κρατιδίων, υπό την ηγεσία των Πρώσων, και, συνεπακόλουθα, δεν διαθέτει το ιστορικό βάθος της μεγάλης δύναμης που έχουν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία ή η Ισπανία.
«Τευτονική τρέλα»
Με λίγη δόση κακίας, θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς τη Γερμανία με μία ομοσπονδία μεγάλων χωριών, που, ως τέτοια δυσκολεύεται να έχει υψηλή στρατηγική. Ακόμη και όταν εμφανίστηκε ως ισχυρή δύναμη στα διεθνή πράγματα, μετά τη νίκη της Πρωσίας επί της Γαλλίας το 1870, και πάλι δεν είχε κάποια συγκροτημένη υψηλή στρατηγική και δεν απέκτησε ποτέ. Όταν προσπάθησε δε να γίνει αποικιοκρατική δύναμη, το έκανε με τόσο άγαρμπο τρόπο που εμπεριείχε αυτοκαταστροφικά στοιχεία. Ακόμη και στον καιρό της παντοδυναμίας της, στα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η υψηλή στρατηγική των Γερμανών χαρακτηριζόταν από νοοτροπία ορδής, που απλώς αποσκοπούσε στην εξόντωση των λαών στα ανατολικά της χώρας έτσι ώστε να αδειάσει χώρο για να τοποθετήσει τους δικούς της.
Είχαμε υπόψη μας τον ρωμαϊκό όρο «furor teutonicus», την «τευτονική τρέλα» που χαρακτήριζε τους αρχαίους γερμανικούς λαούς. Μία εστιασμένη, δηλαδή, καταστροφική μανία για όποιους είχαν απέναντί τους, η οποία τους κατέκλυζε και τους έκανε να αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο, ακόμη κι αν έτσι οδηγούνταν οι ίδιοι στην καταστροφή. Ξέραμε ότι δύσκολα μπορείς να βρεις κοινά σημεία με αυτούς τους ανθρώπους. Είχαμε συναίσθηση ότι θα δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε μαζί τους ακόμη κι αν κάναμε ακριβώς αυτά που θα έπρεπε να γίνουν.
Βέβαια, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει «σωστή» και «λανθασμένη» στρατηγική με απόλυτα, «αντικειμενικά» κριτήρια. Υπάρχει η στρατηγική που επιδρά στον αντίπαλο –εν προκειμένω, στον «εταίρο»- με τον τρόπο που θες και επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα κι αυτά δεν το κάνει. Κι αν ο αντίπαλος έχει ιδιορρυθμίες τέτοιου τύπου, τότε πιθανώς να μην υπάρχει σωστή στρατηγική.
Δηλώσεις από τη ζώνη του Λυκόφωτος
Όλα αυτά και πολλά άλλα τα γνωρίζαμε. Αυτό που δεν είχαμε αντιληφθεί ήταν η ιδιόρρυθμη αντίληψη για την Ελλάδα και τη θέση της στον κόσμο που φαίνεται πως έχει η γερμανική ηγεσία.
Το πρώτο σοκ ήρθε με τη… σουρεαλιστική δήλωση της γερμανίδας υπουργού Άμυνας Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, ότι «η Ελλάδα με την πολιτική της έναντι της Ρωσίας θέτει εν κινδύνω τη θέση της στο ΝΑΤΟ». Απ’ ότι φαίνεται, η γερμανίδα υπουργός έχει μπερδέψει την Ελλάδα με τη Λιθουανία, την Εσθονία ή τη Γεωργία, που παρακαλούσαν να εισέλθουν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η δήλωση αυτή δείχνει να αγνοεί παντελώς τους λόγους που έκαναν τη χώρα μας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ τη δεκαετία του ’50, καθώς και το ότι η κύρια απειλή για την άμυνά της προέρχεται από μία επίσης νατοϊκή χώρα, για την αντιμετώπιση της οποίας η Συμμαχία επί της ουσίας δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε. Κυρίως όμως δείχνει να αγνοεί την απλή γεωγραφία. Μία ματιά στο χάρτη αρκεί για να κατανοήσει κανείς ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται πολύ περισσότερο την Ελλάδα απ’ ότι η Ελλάδα το ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αυτούς τους καιρούς, που η γεωγραφία ισχύος αναδιαμορφώνεται στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αυτή όμως η απλή πραγματικότητα δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει κατανοητή από την αρμόδια για θέματα Άμυνας και Ασφάλειας γερμανίδας υπουργού.
Η άλλη εξωφρενική δήλωση ήρθε από τον δεύτερο τη τάξει στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, Φόλκερ Κάουντερ, ο οποίος ουσιαστικά μας κατέκρινε για «αγνωμοσύνη», αφού δεν εκτιμούμε ότι «η Γερμανία έσωσε τους Έλληνες μέσα από τα ερείπια». Απ’ ότι φαίνεται, λοιπόν, οι Γερμανοί όχι απλώς δεν έχουν κατανοήσει τι ακριβώς έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική οικονομία και την Ελλάδα ως χώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά αδυνατούν και να αντιληφθούν ότι τα «ερείπια» αυτά δεν προκλήθηκαν από μόνα τους. Και δεν τα προκάλεσαν μόνο οι πολιτικές των εγχώριων ελίτ, αλλά και ο περιορισμός της Ελλάδας στον ρόλο του καταναλωτή ευρωπαϊκών, κυρίως δε γερμανικών, προϊόντων, στο πλαίσιο του μηχανισμού παραγωγής – κατανάλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε αυτά ήταν άρματα μάχης και τεχνικά έργα για το κράτος είτε αυτοκίνητα για τους ιδιώτες. Και ο ρόλος αυτός προέβλεπε συστηματική απαξίωση, έως αφανισμού, της εγχώριας παραγωγής, ιδίως δε της βιομηχανίας.
Ανάγκη για ένα γεωπολιτικό σοκ
Με αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, πολύ δύσκολα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Δεν έχει τόσο σημασία αν είναι «φιλέλληνες» ή ανθέλληνες. Σημασία έχει ότι δεν έχουν γεωστρατηγική σκέψη και τα όποια ισχνοστοιχεία από αυτή τους έχουν απομείνει τους οδηγούν σε παρανοϊκές αντιλήψεις. Και αν πράγματι ισχύει κάτι από τα παραπάνω, προκύπτει ένα αδυσώπητο ερώτημα:
Τι κάνουμε;
Πώς μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τέτοιους ανθρώπους και να οδηγηθούμε σε έναν λογικό συμβιβασμό;
Μήπως πρέπει να υποκύψουμε στις πιέσεις τους, όπως συμβουλεύουν οι εγχώριοι «ρεαλιστές»;
Η απάντηση του γράφοντος είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Αν πράγματι οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους στο μόρφωμα αυτό, που καταχρηστικά και προκλητικά καλείται Ευρωπαϊκή «Ένωση», πάσχουν από τόσο μεγάλη αδυναμία ρεαλιστικής ανάγνωσης του γεωπολιτικού γίγνεσθαι, τότε είναι δεδομένο ότι θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή αν αφεθούμε στα χέρια τους. Αντιθέτως, η μόνη μας ελπίδα είναι μία «θεραπεία σοκ», που θα φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους πιο ισχυρούς δρώντες του Δυτικού Κόσμου και της Ευρασίας, αυτούς που συνεχίζουν να έχουν γεωπολιτική σκέψη και μακρόπνοους γεωστρατηγικούς στόχους.
Αν και στο περιορισμένο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν μπορούμε να επεκταθούμε περαιτέρω, η αναφορά του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης για «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» και «εκμετάλλευση του ανεξάντλητου γεωπολιτικού δυναμικού της πατρίδας μας», μας δίνει ελπίδες ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.
* Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
«Επίκαιρα», τεύχος 276
http://aienaristeyein.com/