Το αρχαίο όνοµα της Κασσάνδρας ήταν Φέγρα, δηλαδή τόπος της φωτιάς. Πιστεύεται ότι ήταν η γη των Γιγάντων και το πεδίο µάχης του πολέµου µεταξύ των Θεών του Ολύµπου και των Γιγάντων, όταν οι τελευταίοι επιχείρησαν να εκδιώξουν τους Θεούς από τον Όλυµπο.
ο Εγκέλαδος, ένας από τους Γίγαντες, καταπλακώθηκε από βράχο που πέταξαν εναντίον του οι Θεοί του Ολύµπου. Έτσι, ο “Εγκέλαδος-Σεισµός” γίγαντας, είναι θαµµένος
στην Κασσάνδρα, αλλά µη έχοντας πεθάνει, από καιρό σε καιρό προσπαθεί να ελευθερωθεί από το βράχο που τον έχει καταπλακώσει και οι προσπάθειές του αποτελούν το φαινόµενο του σεισµού.
Στο άλλο άκρο της Χαλκιδικής η χερσόνησος του Aθω πάλι σχηµατίστηκε και πήρε το όνοµα της από το βράχο που έριξε εναντίον των θεών ο Γίγαντας Άθως. Η Σιθωνία οφείλει το όνοµά της στο Σίθωνα, το γιο του Ποσειδώνα.
Η Θεά Άρτεμις, ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού πρωτοτύπου, τέλη 4ου αρχές 3ου αι. π.Χ. |
Τα απολιθωµένα λείψανα ελεφαντοειδών και άλλων εξαφανισµένων ειδών που βρέθηκαν στη Νικήτη και έχουν εντοπιστεί στα Βραστά, στην Τρίγλια κ.α. αποτελούν µάρτυρες µιας άλλης εποχής, που µάλλον δεν είδε ποτέ ανθρώπινο γένος. Επίσης τα ευρήµατα στο Σπήλαιο των Πετραλώνων απέδειξαν ότι η παρουσία του ανθρώπου εδώ ξεπερνά τις 700.000 χρόνια, ενώ το κρανίο του αρχανθρώπου υπολογίζεται πως έχει ηλικία 200.000 ετών περίπου. Εγκαταστάσεις οργανωµένης κοινωνίας έχουµε στη Χαλκιδική από το 4.000 π.Χ. και οι παλαιότεροι κάτοικοί της ήταν Θράκες και Πελασγοί.
Τον 8ο αι. π.Χ. πλήθος κατοίκων καταφθάνει στην περιοχή, προερχόµενο κυρίως από την Χαλκίδα (εξ ού και η ονομασία “Χαλκιδική”) και την Ερέτρια. Στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. οι 32 σπουδαιότερες πόλεις ιδρύουν υπό την ηγεσία της Ολύνθου, το “κοινόν των Χαλκιδέων”, το οποίο θα διαλυθεί το 379 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες. Το 348 π.Χ. ο Φίλιππος ενσωµατώνει την περιοχή στο Μακεδονικό Βασίλειο. Στα Ελληνιστικά χρόνια ιδρύονται τρεις µεγάλες πόλεις: Κασσανδρεία (315), Ουρανούπολις (315) και Αντιγόνεια (στη µέση της Καλαµαριάς το 280 π.Χ.). Το 168 π.Χ. περνά στα χέρια των Ρωµαίων και παρακµάζει καθώς οι πόλεις της περιήλθαν υπό τον έλεγχο Ρωµαίων εµπόρων κυρίως.
Ναός της Άρτεμης στην Έφεσο |
Οι αρχαίοι Έλληνες αποίκησαν την χερσόνησο του Αγίου Όρους πολύ νωρίς, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους ονομάζονταν Ακτή. Ξέρουμε πως υπήρχαν οκτώ πόλεις στην Ακτή: το Δίον, η Ολόφυξος,ο Άθως οι Ακροθώοι (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Μονή Μεγίστης Λαύρας), οι Κλεωνές,η Απολλωνία,η Ουρανούπολη, το Παλαιώριο και η Θυσσός. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση των οικισμών αυτών. Εικάζεται πως οι πρώτες τρεις βρισκόντουσαν στην ανατολική πλευρά και οι άλλες δύο στην δυτική.
Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τη θάλασσα του Aθω «θηριωδεστάτη», μιας και το 492π.Χ. εκεί καταποντίστηκε ολόκληρος ο περσικός στόλος που είχε βάλει πλώρη για την Αθήνα υπό τον στρατηγό Μαρδόνιο. Χάθηκαν είκοσι χιλιάδες άνδρες και τριακόσια πλοία. Την εποχή των περσικών πολέμων η χερσόνησος αριθμούσε περί τις δέκα χιλιάδες κατοίκους. Πρέπει να έκαναν πολύ υγιεινή ζωή, μιας και σύμφωνα με τον Λουκιανό, ζούσαν εκατόν τριάντα χρόνια! Πολλοί από αυτούς ήταν Πελασγοί και Ετρούσκοι.
Αν και ήξεραν ελληνικά, μιλούσαν κι άλλες γλώσσες, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη. Οι πλυθησμοί που ζούσαν στην Ακτή τιμούσαν τους ίδιους θεούς με την λοιπή Ελλάδα. Στο υψηλότερο σημείο του Aθω ορθώνονταν ένα άγαλμα που ονομαζόταν ο “Αθώος Δίας” (εξ ου και η ονομασία Άθως), του οποίου η σκιά όταν έγερνε ο ήλιος λέγεται ότι άγγιζε τη Λήμνο. Οι πρώτοι κάτοικοι του Aθω λάτρευαν επίσης τη Δήμητρα, την Αφροδίτη, την Αρτέμιδα, τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό.
Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι χάνουν τον έλεγχο της Χαλκιδικής, η οποία εντάσσεται στο βασίλειο της Μακεδονίας. Αργότερα, κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, επιδεινώνεται συνεχώς η παρακμή της Χαλκιδικής: πέραν του ζυγού των Ρωμαίων δέχεται μαζικές εισβολές Σλάβων και Βουλγάρων. Οι επιπλέον ταλαιπωρίες από τους πειρατές εξηγούν γιατί εγκαταλείπεται σταδιακά ο πληθυσμός της χερσονήσου. Έτσι, κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. δεν κατοικεί πλέον κανείς στις πόλεις της Ακτής. Υπάρχουν μόνον αγάλματα…
Αντιθέτως κατά τα αρχαία χρόνια υπήρχε αυστηρό Άβατον για τους άντρες. Εκεί υπήρχαν ιερά της θεάς Αρτέμιδος, στα οποία βρίσκονταν οι ιέρειες της, νέες αγνές κοπέλες, και θεραπαίνιδες της θεάς.
Στη Μονή Μεγίστης Λαύρας υπάρχει μία μαρμάρινη αναθηματική ανάγλυφη πλάκα,στην οποία απεικονίζεται ένα τεράστιο αυτί εντός πλαισίου, πάνω από το οποίο υπάρχει εγχάρακτη η επιγραφή: ΑΡΤΕΜΙΔΙ ΑΓΡΟΤΕΡΑ / ΝΕΒΡΙΣ ΕΠΙΤΑΓΗΝ / ΑΝΕΘΗΚΕΝ. Από τους χαρακτήρες εξάγεται το συμπέρασμα ότι η πλάκα ανήκει στην κλασική ελληνική περίοδο και χρονολογείται στον Ε΄ – Δ΄ π.Χ. αιώνα. Η τοποθέτηση της αναθηματικής πλάκας στο συγκεκριμένο σημείο είναι αφιέρωμα κάποιας Νεβρίδος στην θεά Αρτέμιδα και αποτελεί απόδειξη πως υπήρχαν ελληνικοί ναοί οι οποίοι κατεστράφησαν (ίσως, χωρίς να είμαστε βέβαιοι και) από τους χριστιανούς μοναχούς.
Κατά την ομηρική εποχή, η θεά «ρυθμίζει την αγνότητα του πρωτόγονου βίου, όπου η μητρότητα συνδυάζεται με τη γονιμότητα αλλά όχι και με τον έρωτα».
Παραπέμπει στον Γάλλο φιλόσοφο και ιστορικό Πιέρ Γκριμάλ, ο οποίος παρατηρεί «μια ιδιοτυπία στη λατρεία της Αρτέμιδος: στην παρθένο θεά απευθύνονταν για να ζητήσουν βοήθεια κατά τον τοκετό», αφού μπορούσε να φανεί και κακότροπη, οπότε «οπλισμένη με τόξο, έριχνε ένα βέλος στην ετοιμόγεννη, δίνοντάς της αιφνίδιο θάνατο».
Αυτό συνδέει την Αρτέμιδα με την πρωιμότερη Ειλείθυια, η οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία, «λατρεύτηκε στη Δήλο ως εύλινος (αυτή που κλώθει καλά) και ταυτιζόταν φανερά με τη μοίρα. Η Ειλείθυια», προσθέτει ο Γκριμάλ, «είναι η θεά του τοκετού, δηλαδή της στιγμής κατά την οποία αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα της ζωής.
“Μήπως, λοιπόν, η Aρτεμις, η θεά του αιφνίδιου θανάτου, ήταν εκείνη που στην προομηρική ποίηση σπάει αυτό το νήμα;” Aλλωστε σ’ αυτήν μόνο αποδίδει ο Oμηρος το επίθετο «χρυσήλακτος», αυτή που κρατάει τη χρυσή ηλακάτη, τη χρυσή ρόκα.
Η θεά Άρτεμη |
H Άρτεμη είναι μια από τις παλαιότερες, πιο περίπλοκες αλλά και πιο ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πανθέου. Κόρη του Δία και της Λητώς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων.
Η γέννηση της ιδιόρρυθμης θεάς τοποθετείται στο νησί Ορτυγία. Σ’ αυτό το άγονο πετρονήσι και μετά από φοβερές ταλαιπωρίες και περιπλανήσεις είχε καταφύγει η έγκυος Λητώ προκειμένου να κρυφτεί και να προφυλαχτεί από την καταδιωκτική μανία της νόμιμης συζύγου του Δία, της Ήρας. Εκεί και με τη βοήθεια όλων των γυναικείων θεοτήτων (εκτός της Ήρας) ήρθε στο φως η Άρτεμη και λίγο αργότερα ο αδερφός της ο Απόλλωνας.
Από τις πρώτες κιόλας ώρες της γέννησής της η Άρτεμη παίρνει πρωτοβουλίες. Αν και νεογέννητο βρέφος, βοηθά την εξουθενωμένη μητέρα της να ξεγεννήσει και το δεύτερο της παιδί και ταυτίζεται με τον τρόπο αυτόν με την Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού. Πανέμορφη και πανέξυπνη η Άρτεμη, είχε από πολύ νωρίς κερδίσει την εκτίμηση των άλλων θεών. Ήδη από τα τρία της χρόνια είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις, που αφορούσαν την ενδυμασία της, τον εξοπλισμό της και την ακολουθία της στην πιο αγαπημένη της ενασχόληση, το κυνήγι. Ήταν παιδί που ήξερε τι ήθελε και πραγματικά σταθερό και άκαμπτο στις αποφάσεις του.
Ο Δίας τη θαύμαζε για την επιμονή της και, λόγω της ευστροφίας της, της έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη και ικανοποιούσε όλες της τις επιθυμίες. Ένα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε η Άρτεμη σαν δώρο από τον πατέρα της ήταν η αιώνια αγνότητα και παρθενία. Πιστή και σταθερή σ’ ό,τι ζητούσε και τη δέσμευε, η παρθενική θεά δε σπίλωσε ποτέ ούτε το ήθος της, ούτε και το χαρακτήρα της. Σοβαρή και περήφανη, διατήρησε την αγνότητά της περιφρονώντας ερωτικές πολιορκίες κι επιθέσεις. Αφοσιωμένη στο κυνήγι και τη φύση, αδιαφόρησε για τις χαρές του γάμου και τις απολαύσεις του έρωτα. Με επιβολή και αυστηρότητα απαίτησε την αθωότητα και την παρθενικότητα όχι μόνο του εαυτού της, αλλά και των Νυμφών που την περιστοίχιζαν κι επίσης αυτών που με τις υπηρεσίες τους την τιμούσαν.
Ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο |
Η Άρτεμη ήταν μια θεά αμείλικτη που ποτέ σχεδόν δε συγχωρούσε. Οποιαδήποτε παρατυπία σε βάρος της, οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα πιστεύω της και τις αρχές της άξιζε την τιμωρία της. Η αδυσώπητη οργή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή απέναντι στον παραβάτη των αυστηρών της κανόνων. Τα θανατηφόρα της βέλη στόχευαν διαρκώς θνητούς, θεούς και ήρωες που παρέβλεπαν την ύπαρξή της ή αμελούσαν τις αρχές και τη λατρεία της.