ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ
Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου, Μ.Α.
Ὁ πολυαγαπημένος «πεφωτισμένος» τῶν Μέσων Μαζικῆς Ενημερώσεως, Νίκος Δήμου, σέ ἀνύποπτον χρόνον μᾶς ἔδωσε μιά «βαθυστόχαστη» περιγραφή τοῦ Συντηρητικοῦ πού ἀφήνει ἄναυδους ὅλους τούς πολιτικούς θεωρητικούς. Ιδοῦ τί μᾶς λέγει. Η ἰδεολογική τοποθέτησις ἐνός ἀνθρώπου εἶναι άνάλογη μέ τίς νοητικές τού ίκανότητες. Ο συντηρητικός εἶναι κατά βάση κουτός. Φοβάται το καινούριο γιατί δεν το καταλαβαίνει. Τρέμει την αλλαγή γιατί δέν προφταίνει να τήν παρακολουθήση. Ταμπουρώνεται μέσα στό γνωστό, στό δεδομένο, στό οίκεῖον – καί δέν το κουνάει ρούπι. Αντίθετα, ο ξύπνιος ἔχει άνοικτό μυαλό: δέν φοβᾶται τούς αίφνιδιασμούς – τούς χαίρεται. Η άλλαγή τόν θρέφει. Ο συντηρητικός εῖναι καχύποπτος καί φοβισμένος. Δέν έμπιστεύεται κανέναν, δέν άνοίγεται, δέν τολμά. Τήν έξυπνάδα πού τοῦ λείπει, τήν άναπληρώνη με πονηριά (ο λαός μας έφτιαξε τη θαυμάσια λέξη “κουτοπόνηρος”). Συχνά εἶναι ψεύτης. Θεωρεῖ πῶς ἡ ψευτιά εἶναι νόμιμο ὄπλο στόν άγῶνα (μέχρις εσχάτων) έναντίον τοῦ ἔξυπνου «Ο συντηρητικός εἶναι ψεύτης, ζηλόφθονος, μικρόψυχος, εκδικητικός, πουριτανός, σεμνότυφος, δουλικός, πειθήνιος». Εδῶ ἔχομε μιά τεράστια συλλογή άπό τούς πιό ἀποκρουστικούς χαρακτηρισμούς γιά μιά ὀμοταξία ἀνθρώπων πού οῦτε οἱ Ναζι δέν θά εἶχαν κάνει.
Σύμφωνα μέ τούς χαρακτηρισμούς τοῦ Νίκου Δήμου ὁ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγαλύτερο «τοῦβλο». Ας δοῦμε τί ἔχει πεῖ : «Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον ἔχει καὶ θὰ ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.»
Επίσης καί ὁ Ίων Δραγούμης: «Επειδή ἔτυχε νά γεννηθῶ Ἔλληνας, καί ἐπειδή οἱ Έλληνες τήν τωρινή στιγμή δέν βρίσκονται ἀ κ ό μ α στό στάδιο τοῦ σοσιαλισμοῦ καί ἐπειδή περιτριγυρίζονται ἀπό ἔθνη μέ σύνορα πού θέλουν νά μᾶς φάγουν, νά μᾶς ἐξαφανίσουν ἀν μποροῦν, καί ἐπειδή ἐμένα δέν μου καλοέρχεται νά φαγωθῶ ἀπό Βουλγάρους ἥ Ρώσσους (είμαι, βλέπετε, κ’ εγώ μια ανάγκη, αφού ὑπάρχω), ― γιά τοῦτο θέλω π ρ ῶ τ α ν ά ἐ ξ α σ φ α λ ι σ τ ε ί ἡ ἑ λ λ η ν ι κ ή μ ο υ ὑ π ό σ τ α σ ις (μας το ἀπαιτοῦν, βλέπετε, μᾶς τό ἐπιβάλλουν τά τριγυρινά μισοάγρια έθνη), ἔ π ε ι τ α ν’ α ν α π τ ύ ξ ω τ ι ς ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς μ ο υ δ υ ν ά μ ε ι ς, και ύστερα ας διαλυθεί, ἀς κοσμοπολιτιστῆ, ἄς σοσιαλιστῆ, ἀς κάμει ό,τι θέλει το έθνος μας.»
Στήν περιγραφή τοῦ Δήμου θά ἀντιπαραθέσω καί τήν δική μου περιγραφή καί ἐπειδή ἕνα κομμάτι τῆς λεγόμενης κοινῆς γνώμης άκούει μέ εὐλαβή προσοχή τίς ἀποφάνσεις του καί ἐπειδή τόν θεωρεῖ «πνευματικό άνθρωπο», περίπου σοφό ἥ ἔστω φιλόσοφο θά κρατήσω τήν κριτική μου στό «πνευματικό» έπίπεδο, παρά τό γεγονός ὄτι ὁ Νίκος Δήμου λαϊκίζει φρικτά. Λοιπόν ἀποτελεῖ ψεύδος καί ἠλιθιότητα ὄτι ο συντηρητικός «Φοβάται το καινούριο γιατί δεν το καταλαβαίνει.(Ὅτι) Τρέμει τήν αλλαγή γιατί δεν προφταίνει να την παρακολουθήσει. (Ὄτι)Ταμπουρώνεται μέσα στό γνωστό, στό δεδομένο, στό οίκεῖο – καί δέν τό κουνάει ρούπι.» Ο συντηρητικός δέν διακρίνεται ἀπό τήν τάσιν νά «ὑιοθετήση ἰδέες οἱ ὀποῖες δέν ἔχουν προοδευτικόν χαρακτῆρα. Απλῶς θά σταθμίση τίς ἐπιπτώσεις τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς δράσεως καί θά ένεργήση μόνον ὄταν καταλήξη στό συμπέρασμα καί στήν ἐκτίμησιν ὄτι ἡ ἀνάληψις δράσεως θά τοῦ προσπόρίση ὥφελος ἀπό τήν άνάληψιν δράσεως.Δέν εἶναι ὁ τῦπος πού θέλει νά μήν χάση τήν θαλπωρή τοῦ οἰκείου καί οῦτε αἰσθάνεται ἀνασφάλεια ὄταν βρίσκεται ἐνώπιον τῆς ἀβεβαίοτητος. Εἶναι ἀρκετά ρηξικελεύθος καί δέν ζητᾶ ἀπόλυτες βεβαιότητες ὄτι τά σχέδια του θά τελεσφορήσουν.Θέλει νά διαμορφώνη ἕνα πλαίσιο πού δέν θά διακυβεύη ὄτι ἔχει κατορθώσει καί ὄτι ἔχει δημιουργήσει.
Αποτελεῖ ψεῦδος ὄτι ἡ προσκόλλησις στό παρελθὀν άποτελεῖ προσκόλλησι στό παρωχημένο καί στό ἀναχρονιστικό. Ας θυμηθοῦμε τόν συντηρητικό πολιτικό τῆς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Α.Ε.Guenther πού πολύ σωστά εἶπε: «Τό να εῖσαι συντηρητικός δέν εἶναι μιά προσκόλλησις σέ αὐτό πού ἤταν χθες, ἀλλά ἡ ζωή αὐτοῦ πού ίσχύει πάντα.» Επίσης ἀποτελεῖ ψεύδος ὄτο ὁ Συντηρητικός εἶναι ἡ ένσάρκωσις τῆς ἀντιδράσεως πρός κάθε ἀλλαγή. Απεναντίας, ἀποτελεῖ τήν ἔκφρασιν δυσπιστίας σέ ὄτι βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ἐμβέλεια τῶν αίσθήσεων, ἀντιδρά σέ ὄτι δέν τεκμηριώνεται ἐμπειρικά καί λογικά. Ἐκφράζει τήν τάσιν νά δυσπιστῆ σέ ὄτι δέν εἶναι προσιτό στίς αἰσθήσεις καί σέ ὄτι δέν δικαίωνεται ἀπό τήν ἐμπειρία. Ἀπορρίπτει ὄτι δέν ἔχει κανένα λογικόν ἔρεισμα καί ὄτι ἔρχεται σέ ἀντίφασιν μέ τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία τοῦ ὑλισμοῦ, τό ὑποκείμενον, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶναι κάτι τό μεταβλητό ἀπό ποικίλες αίτίες (βλέπε παραγωγικές σχέσεις) καί τό ίδιαίτερον περιβάλλον του στίς διάφορες στιγμές τῆς ζωῆς του ( φεδουαρχικό στάδιο, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό) Στό μεταβλητό αὐτό ὑποκείμενο ἐπενεργεῖ ἡ ἐντύπωσις πού προκαλεῖται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ αὐτήν τήν ἀντίληψιν, ἡ γνώσις εἶναι κάτι τό ἐντελῶς προσωπικό, πού σημαίνει ὄτι δέν ἔχει γενικόν ἀλλά μόνον ἀτομικόν κῦρος(πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος) Ὀ Συντηρητικός, ὄμως, ἀντιπαραθέτει τὀ ἐπίχειρημα ὄτι, ἐαν εἶναι ἔτσι, ἡ γνώσις εἶναι ἀμετάδοτη. Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἕνός εἶναι ἄνευ κύρους διά τόν ἄλλον καί δέν διδάσκεται στήν ούσία της.Συνεπῶς, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ ἀλήθεια, θά ἔπρεπε νά εἶχαν πεθάνει. Αυτό εἶναι τό λογικόν, ἀναγκαῖον συμπέρασμα στό ὀποῖον ὁ Μάρξ ἔπρεπε νά καταλήξη. Ὀ Μάρξ, βεβαίως, δέν κατέληξε σέ αυτό τό συμπέρασμα. Αλλά οἱ σοσιαλιστικές σκέψεις κατέληξαν σέ αὐτό τό ἀπότελεσμα.
Ὀ Συντηρητικός δέν προσπαθεἶ νά περιορίση τούς πνευματικούς ὀρίζοντες τοῦ ἀτόμου. Αναγνωρίζει ὄτι ἡ πολυμορφία τῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά ἐκφραστῆ μόνον μέ ἕναν τρόπο, μόνον μέ μερικές ἰδέες, μόνον μέ μιάν άντίληψιν. Δέν καταφάσκει μόνον σέ μιάν ίδέα καί δέν μπορεὶ νά συλλάβη τό νόημα τοῦ κόσμου μόνον μέσα ἀπό μιάν είκόνα. Ὄταν ὁ ἄνθρωπος καταφάσκει μόνον σέ μιάν άξία καί ὄταν συλλαμβάνη τό νόημα τῆς ζωῆς μέσα ἀπό μιάν εἰκόνα βρίσκεται διαρκῶς σέ σύγκρουσιν μέ τό περιβάλλον καί μέ τίς κοινωνικές ὀμάδες πού δέν καταφάσκουν στίς δικές του ίδέες καί ἀξίες καί δέν βλέπουν τήν πραγματικότητα μέσα ἀπὀ τήν δικήν του ὀπτική. Ὄμως ὁ Συντηρητικός λὀγῳ τῆς τάσεως του νά προσπαθῆ νά ἐξηγήση τά φαινόμενα μέ ποικιλόμορφους τρόπους προσπαθεῖ νά ἄρη τίς ἀντιθέσεις πού ὑπάρχουν μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου μέ τό νά δημιουργῆ μιάν σύνθεσιν τῶν ἀντιφάσεων πού ὑπάρχουν στόν κοινωνικόν καί φυσικόν χῶρο.Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος θέλει νά θεμελιώνη προσωπικά τήν σχέση του πρός τήν ζωή καί γιαυτό κάνει τήν τέχνη, τήν ποίησιν, τήν λογοτεχνία καί κάθε ἄλλο ἔργο ἐκφράσεως ἑνός νέου, δικοῦ του κόσμου νοημάτων καί συγκινήσεων πού ὄμως ἀποκαλύπτει τήν αὐθυπαρξία τοῦ κόσμου τῆς ὀμορφιᾶς. Στά ἔργα του ἡ ζωή εἶναι ἡ μοναδική ἔκφανσις ἑνός ἐνιαίου πνεύματος. Θέλει νά ζήση τίς διάσπαρτες λειτουργίες τοῦ πνεύματος σάν ἀπάυγασμα μιᾶς ἴδιας πηγῆς. Ἡ πνευματική ίδιομορφία τοῦ Συντηρητισμοῦ μπορεῖ νά συμβάλλη τά μέγιστα στήν καλλιέργια καί ἀνάπτυξιν αυτοῦ τοῦ πνεύματος πού θά δημιουργήση ἕναν άνώτερον πολιτισμό. Χρειάζεται, ὄμως νά βρεθοῦν οἱ γνήσιοι ἐκφραστές τῆς συντηρητικῆς φιλοσοφίας καί τοῦ συντηρητικοῦ πνεύματος. Λόγῳ τῶν πναυματικῶν του ιδιοτήτων, ὁ συντηρητικός δέν προσπαθεῖ νά συλλάβη τήν πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπό τά δεδομένα τῆς ἐμπειρίας.Διατυπώνει ἀφηρημένες θεωρίες καί ἰδέες, ἀλλά προσπαθεῖ νά τίς κάνη συγκεκριμένες, νά τίς φέρη στήν ἐποπτεῖα τῶν αἰσθήσεων, Προσπαθεῖ νά τούς δώση άντικειμενικήν άξία καί κῦρος. Πιστεύει ὄτι ὄταν οἱ ἰδέες παρυσιάζονται δίχως ἀντικειμενικήν ὑπόστασιν, θά εἶναι δίχως ἀντικειμενική ὑπόστασι καί ὄλες οἱ ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Η Ιστορία ἔχει νά παρουσιάση πλούσια παραγωγή συντηρητικῶν ἔργων καί ἔχει άποδείξει ὄτι τά θεωρητικά χαρίσματα τῶν συντηρητικῶν διόλου δεν ἦσαν μικρότερα ἀπό ἐκείνα τῶν ἐχθρῶν τους, ἀφοῦ ὑπεισῆλθαν διεξοδικά σε όλα επίμαχα ζητήματα τῆς ἐποχῆς τους, κάνοντας μάλιστα ὡρισμένες γενικές πιστοποιήσεις πού ἀποτέλεσαν μόνιμο κέρδος γιά τἠν διαμορφούμενη σύγχρονη κοινωνική ἐπιστήμη.
Ὄπως παρατηρεῖ ὁ Παναγιώτης Κονδύλης, ἡ κεκηρυγμένη του ἀπέχθεια έναντίον τῶν αφαιρέσεων της θεωρητικής σκέψεως δεν έχει απολύτως καμμία σχέση με το ζήτημα του θεωρητικοῦ του ταλάντου καί μέ τόν συγκεκριμένο ἀπό μέρους του χειρισμό τῶν ὄπλων τῆς θεωρίας· ἧταν ἀπέχθεια καθαρά πολεμική, δηλ. πήγαζε ὰπό τήν ἰδιαίτερη περιωπή τῆς θεωρίας μέσα στό ὀπλοστάσιο τοῦ ἐχθροῦ. Μέ άλλά λόγια, ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῆς ἀφηρημένης θεωρητικολογίας οὖτε πρέπει νά λαμβάνεται στήν ὀνομαστική του ἀξία οὖτε νά θεωρῆται ὧς ἔκφρασις μιᾶς ἐδραῖας, ψυχολογικά-ανθρωπολογικά ριζωμένης ἀνάγκης τοῦ «συντηρητικοῦ ἀνθρώπου», παρά να γίνεται ἀντιληπτός στήν συγκεκριμένην του λειτουργία, δηλ. στήν λειτουργία μιᾶς ἔντονα συμβολικῆς πράξεως, ἡ ὀποῖα φανερώνει καί σφραγίζει τήν ἐχθρότητα· ἀν οἱ ἐπαναστᾶτες ἐμφανίζονταν στό προσκήνιο ἀπορρίπτοντας κάθε θεωρία, οἰ συντηρητικοί θά ἐβρίσκοντο ἀναγκασμένοι νά πάρουν ὑπό τήν προστασία τους τόν Λόγο καί τήν θεωρία — ἐν πάση περιπτώσει ὑπεράσπίστηκαν τήν ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ καί τήν εκ φύσεως ὕπαρξις τῆς κοινωνίας όπότε ἡ ἐπαναστατική ἰδεολογία φοροῦσε τήν στολή τοῦ ρουσσωισμοῦ κτλ. Η ἀναγκαστική ἐχθρότητα τῶν συντηρητικῶν ἀπέναντι στήν θεωρία ἔπρεπε — ἀκριβῶς ἐπειδή ἐννοῦντο πολεμικά καί, ὄχι κυριολεκτικά— νά ἀρθρωθῆ πειστικά προκειμένου νά ἀσκήση δημόσια ἐπίδρασι, ὀπότε πῆρε καί ἡ ἴδια θεωρητική μορφή· ἄλλωστε μόνον θεωρητικά μποροῦσε νά ἐπιχειρηθῆ ἡ ἐξιδανικευμένη περιγραφή μιᾶς «ὑγιοῦς» καί «οργανικῆς» κοινωνίας, ἡ ὀποῖα δέν δημιουργεῖται ἀπό ἀφηρημένες θεωρίες οὖτε καί τίς χρειάζεται.