Η σταδιακή κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, που την τοποθετούμε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ανάμεσα στο τέλος του 13ου και το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., είναι σημαντικό ιστορικό ορόσημο για την Ελλάδα.
-Σημασία έχει ακόμη η διαπίστωση ότι στους επόμενους αιώνες, τον 11ο και τον 10ο, σημειώνεται στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής μια σημαντική τεχνολογική αλλαγή: εξαπλώνεται η τεχνική κατεργασίας του σιδήρου και το νέο αυτό μέταλλο υποκαθιστά τον χαλκό σε διάφορες χρήσεις, όπως η κατασκευή όπλων και εργαλείων. Με αυτή την εξέλιξη η ανθρώπινη ιστορία περνάει από
την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου. Παράλληλα, στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου σημειώνονται πολεμικές επιδρομές και μετακινήσεις πληθυσμών και συντελούνται κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Στην Ελλάδα η αρχή του τέλους της μυκηναϊκής εποχής σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη των κτηριακών συγκροτημάτων που ονομάζουμε ανάκτορα, που ήταν χτισμένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη· από εκεί ένας ηγεμόνας που λεγόταν ἄναξ, πλαισιωμένος από αξιωματούχους, ήλεγχε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μια ευρύτερη περιοχή (όπως είναι οι κάμποι της Αργολίδας και της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, της Κωπαΐδας στη Βοιωτία ή η κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία). Η αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης, όποια και αν ήταν η αιτία που την προκάλεσε, δημιούργησε χωρίς αμφιβολία νέα πολιτικά δεδομένα και οδήγησε σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, η οποία, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που δεν μας είναι επαρκώς γνωστοί, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός νέου πολιτισμού.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν πράγματι ότι, με την πάροδο του χρόνου, στη θέση του μυκηναϊκού πολιτισμού διαμορφώνεται ένας νέος, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα στην τέχνη οι αλλαγές είναι, όπως θα δούμε, σημαντικές. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, από τα πιο απλά ως τα πιο πολυτελή, τα σπίτια όπου κατοικούσαν, οι χώροι λατρείας έχουν ελάχιστες ομοιότητες με εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Η εξήγηση δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή για την οποία μιλήσαμε. Αλλά η αιτία που προκάλεσε την ανατροπή του συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος το οποίο είχε αναπτυχθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Η απουσία αξιόπιστων ιστορικών μαρτυριών οδήγησε στη διατύπωση υποθέσεων που, παρά το ενδιαφέρον τους, δεν προσφέρουν ικανοποιητική εξήγηση. Ανεξάρτητα πάντως από τις αβεβαιότητες που παραμένουν οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου συμπίπτει χρονικά (και ενδεχομένως συνδέεται) με σημαντικές εξελίξεις και ανακατατάξεις που εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Γνωρίζουμε πράγματι ότι την ίδια περίπου εποχή η Αίγυπτος συνταράσσεται από τις επιδρομές των «λαών της θάλασσας», ενώ διαλύεται το ισχυρό κράτος των Χετταίων στην κεντρική Μικρά Ασία.
Το ερώτημα «τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τόσο σημαντική πολιτική και πολιτιστική αλλαγή» έκανε αρχικά τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους να σκεφτούν ότι η απάντηση βρίσκεται στην αρχαία παράδοση σχετικά με την Κάθοδο των Δωριέων, ενός νέου ελληνικού φύλου, το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εμφανίστηκε πράγματι στην Ελλάδα στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η σκέψη αυτή φαίνεται καταρχήν απόλυτα δικαιολογημένη. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ήταν πεπεισμένοι ότι η Κάθοδος των Δωριέων ήταν ιστορικό γεγονός και τη συνέδεαν με ένα κύμα ταραχών και μεταναστεύσεων που το τοποθετούσαν στα χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει συνολικά την περίοδο που μας απασχολεί ο Θουκυδίδης (1.12) στην «Αρχαιολογία», στην αρχή της ιστορικής του συγγραφής:
«Και μετά τα Τρωικά εξακολούθησαν στην Ελλάδα οι μεταναστεύσεις και οι εισβολές και η έλλειψη ησυχίας την εμπόδισε να αναπτυχθεί. Η μακρόχρονη απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναταραχές και σε πολλές πολιτείες έγιναν επαναστάσεις που ανάγκασαν πολλούς να φύγουν και να πάνε να ιδρύσουν άλλες πολιτείες. Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που λέγεται σήμερα Βοιωτία και άλλοτε ονομαζόταν Γη του Κάδμου. Μερικοί Βοιωτοί ήσαν κιόλας εγκατεστημένοι εκεί και μερικοί από αυτούς πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, οι Δωριείς με τους Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο. Μόνο μετά από πολλά χρόνια η Ελλάδα ησύχασε οριστικά, σταμάτησαν οι μετοικεσίες και έτσι μπόρεσε να ιδρύσει αποικίες. Οι Αθηναίοι εγκαταστάθηκαν στις Ιωνικές πολιτείες και στα περισσότερα νησιά. Οι Πελοποννήσιοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και στη Σικελία και σε μερικά μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Όλες αυτές οι αποικίες ιδρύθηκαν μετά τα Τρωικά.» (Μτφρ. Ά. Βλάχου)
Είναι δύσκολο να πούμε πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί αυτή η ιστορική αναδρομή του Θουκυδίδη, γιατί μας είναι άγνωστο από πού αντλεί τις πληροφορίες του· υποθέτουμε ότι η κυριότερη πηγή του ήταν η επική ποίηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εμφάνιση στην Ελλάδα νέων πληθυσμιακών ομάδων (που μπορούμε να τις ταυτίσουμε με τους Δωριείς) ανάμεσα στον 11ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. είναι αναμφισβήτητη. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι αν αυτή η μετακίνηση πληθυσμών ήταν μια από τις αιτίες που προκάλεσαν το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού ή συνέπεια της αποσύνθεσής του. Βέβαιο είναι ότι οι Δωριείς απουσιάζουν από τις παλαιότερες μυθολογικές παραδόσεις καθώς και από τα ομηρικά έπη, ενώ η μόνη αναντίρρητη μαρτυρία για την παρουσία τους, η δωρική διάλεκτος, εμφανίζεται στα ιστορικά χρόνια, μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Αναπάντητο παραμένει επίσης το ερώτημα κατά πόσο η εγκατάσταση των πληθυσμών αυτών είχε τη μορφή βίαιης εισβολής ή βαθμιαίας και ουσιαστικά ειρηνικής διείσδυσης.
Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι δίνουν συχνά στην εποχή ανάμεσα στο τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού και τον 8ο αιώνα π.Χ. την ονομασία «Σκοτεινοί Αιώνες» εξαιτίας των λίγων σχετικά αρχαιολογικών ευρημάτων και της έλλειψης ιστορικών μαρτυριών. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως στοιχεία που φωτίζουν αρκετά ορισμένες πλευρές της σκοτεινής αυτής περιόδου. Τα αρχαιολογικά λείψανα μαρτυρούν ότι στο τέλος της 2ης και στην αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ. ο πληθυσμός στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο μικρότερος από ό,τι στα χρόνια της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού αλλά, το κυριότερο, κατοικούσε διάσπαρτος σε μικρούς οικισμούς, σε σπίτια κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά που δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν. Οι εμπορικές ανταλλαγές ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περιορισμένες, όπως δείχνει ανάμεσα στα άλλα και το γεγονός ότι τα πολύτιμα μέταλλα απουσιάζουν σχεδόν εντελώς. Από πολιτική άποψη οι οικισμοί της εποχής αυτής φαίνεται ότι αποτελούσαν, μόνοι τους ή μαζί με άλλους γειτονικούς, ανεξάρτητες και αυτοδιοίκητες κοινότητες. Επικεφαλής της κάθε κοινότητας πρέπει να ήταν ισχυρές οικογένειες που εξουσίαζαν μικρές σχετικά περιοχές, περίπου σαν τα μεσαιωνικά τιμάρια. Φαίνεται ακόμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρχηγοί των οικογενειών αυτών (που μπορούμε να τις ονομάσουμε αριστοκρατικές) συμμαχούσαν μεταξύ τους και επέλεγαν έναν κοινό ανώτερο άρχοντα, που ονομαζόταν βασιλεύς και είχε ταυτόχρονα πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες. Αργότερα το σύστημα που περιγράψαμε έδωσε τη θέση του σε μια συλλογικότερη μορφή διακυβέρνησης, καθώς διευρύνθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στα κοινά.
Οι εξελίξεις στις οποίες αναφερθήκαμε αποτυπώνονται με αρκετά σαφή τρόπο στα αρχαιολογικά ευρήματα από την Αττική, η οποία μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής γνωρίζει σημαντική άνθηση και βρίσκεται στην πρωτοπορία ως προς την ανάπτυξη των τεχνών και του εμπορίου. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η πολιτιστική αλλαγή στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί με την εγκατάσταση νέων πληθυσμιακών ομάδων, καθώς η Αττική δεν γνώρισε την εισβολή των Δωριέων και οι κάτοικοι της πίστευαν ότι ήταν αυτόχθονες.
Ιδιαίτερα πλούσια και ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο λεκανοπέδιο της Αθήνας (εικ. 1), στο οποίο ήδη στον 10ο και τον 9ο αιώνα είχαν αναπτυχθεί μεγαλύτερα ή μικρότερα χωριά, το καθένα με το δικό του νεκροταφείο. Το σημαντικότερο από τα χωριά αυτά πρέπει να ήταν χτισμένο στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης, φτάνοντας ως τις όχθες του Ηριδανού, ενός παραπόταμου του Ιλισού που διασχίζει το μετέπειτα αστικό κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται για τον οικισμό με τον οποίο σχετίζεται το μεγαλύτερο ως σήμερα γνωστό νεκροταφείο των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ., που βρίσκεται στον Κεραμεικό, τη συνοικία των κεραμέων, εκεί όπου αργότερα υψώθηκε η γνωστότερη πύλη των τειχών της πόλης, το Δίπυλο. Από τάφους κοντά στο Δίπυλο προέρχονται τα περισσότερα και καλύτερα δείγματα κεραμικής.
Οι οικισμοί στην περιοχή της Αθήνας ενδέχεται να ήταν στην αρχή πολιτικά αυτόνομοι· συνδέονταν όμως μεταξύ τους με πολύ στενούς δεσμούς, αφού οι οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινές. Από τον 8ο αιώνα και έπειτα, η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας δημιούργησε την ανάγκη για μια πιο αποτελεσματική διοικητική οργάνωση με ισχυρή κεντρική εξουσία, και οδήγησε στη βαθμιαία συγχώνευση των οικισμών. Δημιουργήθηκε έτσι μια πόλη με ενιαία περίμετρο και κοινά νεκροταφεία, αφού οι νεκροί θάβονταν πλέον έξω από αυτήν. Παράλληλα, στους βορειοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης, προς τη μεριά του Αρείου Πάγου, δημιουργήθηκε ο πρώτος ανοιχτός δημόσιος χώρος, η πρώτη αγορά.
Στην Ακρόπολη άρχισαν να αφιερώνονται μνημειακοί χάλκινοι τρίποδες, δείγματα πλούτου και νέων τεχνικών δυνατοτήτων. Στους τάφους των πλουσιότερων βρίσκουμε ως κτερίσματα πήλινα αγγεία εξαιρετικής τέχνης, φτιαγμένα κατά παραγγελία γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ενώ στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα αγγεία μνημειακών διαστάσεων, αμφορείς και κρατήρες, άρχισαν να στήνονται επάνω από τους τάφους ως σήματα (εικ. 2). Στα ίδια χρόνια εμφανίζονται σε πλούσιες ταφές διαδήματα και άλλα κοσμήματα από χρυσό καθώς και αντικείμενα από ελεφαντόδοντο. Τα κτερίσματα από τις πολυτελείς ταφές που ήρθαν στο φως στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας μάς επιτρέπουν να βγάλουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα όχι μόνο για την ευμάρεια της ανώτερης τάξης και για το επίπεδο της κεραμικής και των άλλων τεχνών, αλλά και για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Οι άνδρες θάβονται συχνά με τα όπλα τους, κυρίως σπαθιά και δόρατα ή ακόντια. Σε ορισμένους γυναικείους τάφους βρίσκουμε κοσμήματα.
Αξιομνημόνευτο είναι το παράδειγμα του τάφου μιας πλούσιας γυναίκας που πέθανε γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και θάφτηκε στον χώρο της μετέπειτα Αγοράς, σε ένα μικρό αλλά φροντισμένο (πιθανόν οικογενειακό) νεκροταφείο στη βόρεια πλαγιά του Αρείου Πάγου.
Την εποχή αυτή δεν είχαν ακόμη ενοποιηθεί οι οικισμοί της Αθήνας. Ο τάφος βρέθηκε κατά καλή τύχη ασύλητος· αξίζει να σταθούμε σε δύο από τα αγγεία που περιείχε (εικ. 3): (α) τον τεφροδόχο αμφορέα (όπου είχαν τοποθετηθεί τα υπολείμματα της καύσης της νεκρής), έργο ενός πρωτοπόρου κεραμικού εργαστηρίου με ταλαντούχους τεχνίτες· και (β) μια ασυνήθιστα μεγάλη και καλοφτιαγμένη πυξίδα (κιβώτιο για αντικείμενα καλλωπισμού), που το κάλυμμά της κοσμείται με πέντε οξυκόρυφες στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα σιρού, δηλαδή σιταποθήκης (εικ. 4). Η εντελώς ασυνήθιστη αυτή διακόσμηση δεν μπορεί να είναι τυχαία.
Οι πυξίδες ήταν από τα σπουδαιότερα αποκτήματα των γυναικών της ανώτερης τάξης και συχνά τα καλύμματά τους διακοσμούνται με μορφές ή σύμβολα που δηλώνουν πλούτο και αριστοκρατική καταγωγή, όπως είναι τα άλογα. Δεν αποκλείεται λοιπόν η νεκρή να ανήκε σε οικογένεια γαιοκτημόνων που αντλούσε τον πλούτο της από την καλλιέργεια του σιταριού. Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση που χωρίζει ταφή από την εποχή του Σόλωνα (πάνω από 250 χρόνια), οι πέντε σιροί στο κάλυμμα της πυξίδας της μοιάζουν σαν υπαινιγμός στους πεντακοσιομέδιμνους, την πλουσιότερη τάξη της αρχαϊκής Αθήνας, στην οποία ανήκαν οι οικογένειες που τα κτήματά τους έδιναν σοδειά πεντακόσιους μεδίμνους σιταριού τον χρόνο. Δεν μπορούμε επομένως να δεχτούμε την άποψη όσων πιστεύουν ότι οι Αθηναίοι του 10ου και του 9ου αιώνα ήταν μια κοινωνία βοσκών που καλλιεργούσαν παράλληλα μικρούς κλήρους και είχαν ελάχιστη σχέση με το εμπόριο. Σύμφωνα με μια γοητευτική υπόθεση, στον τάφο κάτω από τον Άρειο Πάγο είχε θαφτεί η γυναίκα του Αρίφρονος, που ήταν βασιλιάς της Αθήνας στα μέσα του 9ου αιώνα, σύμφωνα με ένα χρονικό της ελληνιστικής εποχής
αρχαιογνώμων
Εκ των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών