ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για τη διάσωση κι αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για την προστασία των βασιλικών τάφων κατασκευάστηκε το 1993 ένα στέγαστρο που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, διατηρώντας σταθερές τις συνθήκες
θερμοκρασίας και υγρασίας, πράγμα που είναι απαραίτητο για τη διάσωση των τοιχογραφιών. Το στέγαστρο αυτό εξωτερικά έχει τη μορφή χωμάτινου Μεγάλου Τύμβου, ενώ στο υπόγειο εσωτερικό του κτίσμα εκτίθενται, από το Νοέμβριο του 1997, οι βασιλικοί τάφοι και οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτούς.
Για την έκθεση των ευρημάτων επιλέχθηκαν φόρμες αυστηρά λιτές, διαχρονικά γεωμετρικές και υλικά μοντέρνα και ουδέτερα, που ανταποκρίνονται στις πιο αυστηρές προδιαγραφές συντήρησης: μέταλλο, κρύσταλλο, θαμπό αλουμίνιο, συνθετικό γυαλί. Χρησιμοποιήθηκε ό,τι καλύτερο διαθέτει η σύγχρονη διεθνής τεχνολογία στον τομέα της μουσειογραφίας, μετάλλινες, στεγανές, αυτόνομα κλιματιζόμενες προθήκες, κρυστάλλινες οπτικές ίνες, μετάλλινα, ηχοαπορροφητικά πετάσματα, πολλαπλά ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου, για να εξασφαλιστούν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες προστασίας και διαρκούς συντήρησης για τα ευρήματα, χωρίς όμως να θυσιαστεί η ατμόσφαιρα που έπρεπε να έχει αυτή η έκθεση.
Θεωρώντας ως αξίωμα την ιδέα ότι ο θάνατος και η λήθη είναι σκιά και απουσία χρώματος, ενώ η ζωή και η μνήμη είναι φως και χρώμα, οι εμπνευστές αυτής της έκθεσης δημιούργησαν έναν κόσμο σκιών, όπου πάμφωτα και θερμά βασιλεύουν τα αρχαία αντικείμενα και όπου, εκτός από τα μνημεία, το μόνο χρώμα είναι η πορφύρα, που υποδηλώνει το αίμα των νεκρών. Το σκοτάδι, που βασιλεύει στο χώρο, γεννά δέος και υποβάλλει την ατμόσφαιρα της χώρας των νεκρών.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ο επίσης ασύλητος λεγόμενος «τάφος του Πρίγκιπα», που πιθανόν να ανήκε στον Αλέξανδρο Δ’, εγγονό του Φιλίππου Β’ και γιο του Μ. Αλέξανδρου,
Αίθουσα 1: Ο επισκέπτης που κατηφορίζει στον υπόγειο χώρο των τάφων ξεκινά την περιήγησή του με την αναπαράσταση της Μεγάλης Τούμπας, του μνημείου που σημάδευε τη θέση των βασιλικών ταφών και δεν υπάρχει πια. Επιτύμβιες στήλες και ευρήματα από τάφους απλών Μακεδόνων, που μετά το θάνατό τους έγιναν γείτονες του βασιλιά, δίνουν το μέτρο σύγκρισης.
Ο κατεστραμμένος τάφος του 3ου αιώνα π.Χ., το γκρεμισμένο ηρώο, τόπος νεκρικής λατρείας των βασιλιάδων, η γοητεία και η θλίψη που αποπνέει η αρπαγή της Περσεφόνης προετοιμάζουν τον επισκέπτη να προσεγγίσει το νεκρό βασιλιά.
Τότε έρχεται στο προσκήνιο ο Φίλιππος. Τα λαμπρά όπλα και η πανοπλία του δίνουν την αίσθηση της δύναμης του ηγεμόνα. Ο σωρός των υπολειμμάτων της νεκρικής πυράς, που βρέθηκαν όλα μαζί ριγμένα επάνω στον τάφο, θυμίζει το τραγικό ολοκαύτωμα.
Αίθουσα 2: Ακολουθεί η χρυσή λάρνακα που περιείχε τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β’ και το στεφάνι βελανιδιάς που φορούσε ο νεκρός. Η χρυσή λάρνακα που ζύγιζε 11 κιλά είναι διακοσμημένη στο κάλυμμά της με το μακεδονικό αστέρι και στις πλευρές της με φυτικά κοσμήματα και επίθετους ρόδακες.
Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς είναι το πιο βαρύτιμο στεφάνι που σώθηκε από την ελληνική αρχαιότητα. Αποτελείται από 313 φύλλα και 68 βελανίδια. Ζυγίζει 714 γραμμάρια.
Στον ίδιο χώρο βρίσκεται η χρυσή λάρνακα με τα οστά της βασιλικής συζύγου και το χρυσοκέντητο ύφασμα που τα τύλιγε, και οι δυο χρυσελεφάντινες κλίνες συμποσίων, μαζί με τα πολύτιμα σκευή συμποσίων των βασιλικών μελών, διαχρονικοί μάρτυρες των λαμπρών βασιλικών συμποσίων.
Στην κλίνη του προθαλάμου, που ήταν διακοσμημένη με ελεφαντοστέινα ανάγλυφα, σε όλες της τις πλευρές, στις μεγάλες ζωφόρους παριστάνονταν μάχες Ελλήνων και βαρβάρων. Με τη συμμετοχή ενός πολύ σημαντικού σύγχρονου Έλληνα καλλιτέχνη, του Χρήστου Μποκόρου, τα αριστουργήματα αυτά που είχαν εντελώς διαλυθεί, ανασυντέθηκαν σε φυσικό μέγεθος και παρουσιάζονται στο κοινό.
Αίθουσα 4: Στην τελευταία ενότητα της έκθεσης συναντά κανείς τα ευρήματα από τον τάφο ΙΙΙ, που ανήκει πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ’, τον γιό του Μ. Αλέξανδρου και της Ρωξάνης, που δολοφονήθηκε από τον Κάσσανδρο το 310 π.Χ. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ασημένια τεφροδόχος με τα οστά του νεαρού νεκρού, πλαισιωμένη από τα αριστουργηματικά ελεφαντοστέινα ανάγλυφα της κλίνης.
Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει. Στο τέλος της πορείας, σε ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο για το σκοπό αυτό, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον ίδιο τον ανασκαφέα να τους ξεναγεί στα μνημεία.
Χρυσή λάρνακα Φιλίππου Β’
Φτιαγμένη ολόκληρη από παχιά ελάσματα χρυσού 24 καρατίων που το συνολικό τους βάρος φτάνει σχεδόν τα 8 κιλά, η λάρνακα, στην οποία είχαν αποτεθεί τα οστά του νεκρού βασιλιά, είναι ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα του αρχαίου κόσμου που έφτασαν ως εμάς. Το μετάλλινο κιβώτιο που αντιγράφει με μεγάλη πιστότητα τα ξύλινα πρότυπά του είναι μια κατασκευή αρκετά απλή και συγχρόνως ιδιαίτερα ευρηματική και λειτουργική. Όπως μαρτυρούν διάφορα τεχνικά στοιχεία δεν έγινε για να τοποθετηθεί στο τάφο και να κλείσει άπαξ δια παντός, αλλά βρισκόταν σε χρήση, και όντας έργο ενός σπουδαίου χρυσοχόου αποτελούσε ένα ιδιαίτερα πολύτιμο σκεύος του βασιλικού θησαυροφυλακίου μέσα στο οποίο φυλάγονταν αντικείμενα εξίσου ή ακόμα περισσότερο πολύτιμα από αυτήν.
Η μεγάλη λάρνακα είναι πλούσια διακοσμημένη με φυτικά κοσμήματα και με λουλούδια τα πέταλα των οποίων γεμίζουν με γαλάζιο γυαλί, που ποικίλλουν ευχάριστα τη μονοχρωμία της χρυσής επιφάνειας, ενώ στο καπάκι της αναπτύσσεται ένα μεγάλο δεκαεξάκτινο αστέρι. Το χρυσό αστέρι που εμφανίζεται στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα, όντας ένα απλό διακοσμητικό μοτίβο στην αρχή, θα φτάσει να πάρει αξία συμβολική και μεταφορική, ώσπου να γίνει στο τέλος ο ήλιος-θυρεός των Μακεδόνων βασιλέων.
Η χρήση μιας λάρνακας σαν τεφροδόχου είναι μια πρακτική αρκετά συνηθισμένη, ωστόσο τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη λάρνακα αυτή που δέχτηκε τα καμένα οστά του Φιλίππου Β’, εκτός ίσως από τη μυθική εκείνη λάρνακα του Έκτορα που τραγούδησε ο Όμηρος: «μάζεψαν τα άσπρα κόκκαλα και τα βάλανε σε λάρνακα χρυσή σκεπάζοντάς τα με μαλακά πέπλα πορφυρά…» (Ιλιάδα Ω 788 κ.ε.)
Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς του Φιλίππου Β’
Το στεφάνι βρέθηκε μέσα στη λάρνακα μαζί με τα καμένα οστά του Φιλίππου και επειδή, όπως φαίνεται, ο νεκρός το φορούσε, όταν το σώμα του παραδόθηκε στις φλόγες της ταφικής πυράς, έχει κακοπάθει αρκετά, ιδίως στο κεντρικό του τμήμα. Το εξαιρετικά εντυπωσιακό και πολυσύνθετο αυτό χρυσό αντικείμενο που μιμείται με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο στεφάνι φτιαγμένο από κλαδιά βελανιδιάς, του ιερού δένδρου του Διός, είναι μια ιδιαίτερα πολυδαίδαλη κατασκευή, ένα πραγματικό επίτευγμα της τέχνης ενός σπουδαίου χρυσοχόου, που δεν μας σώθηκε το όνομά του. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Μανόλης Ανδρόνικος (Βεργίνα 1984, 171) «Ίσως … η λάμψη του χρυσού μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε ακριβοδίκαια την έξοχη επεξεργασία του τεχνίτη, που αποδίδει με πολλή σοφία και ευαισθησία όχι μονάχα την εξωτερική μορφή των φύλλων και των καρπών, αλλά την ουσιαστική τους υπόσταση. Περισσότερο από τη «φυσικότητα» ενδιαφέρεται για την αλήθεια των πραγμάτων που ξαναδημιουργεί».
Το στεφάνι του Φιλίππου που έχει σήμερα 313 φύλλα και 68 βελανίδια, με σωζόμενο βάρος 717 γραμμάρια και αρχικό οπωσδήποτε μεγαλύτερο, είναι όχι μόνο το βαρύτερο χρυσό στεφάνι που μας σώθηκε, αλλά και ένα από τα πιο βαρύτιμα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Το χρυσό στεφάνι που αφιερώθηκε στον νεκρό, να το φορά ο ήρωας-βασιλιάς στα αιώνια συμπόσια των Μακάρων στα Ηλύσια πεδία, ανακαλεί το σκοτεινό χρησμό που πήρε ο φιλόδοξος Μακεδόνας λίγο πριν το τέλος: «Ο ταύρος στεφανώθηκε. Θα πεθάνει. Υπάρχει ο θύτης», αλλά και τις λαμπρές και μοιραίες τελετές των Αιγών το καλοκαίρι του 336 π.Χ. όπου, όπως μαρτυρεί ο Διόδωρος, «στεφάνωσαν τον Φίλιππο με χρυσούς στεφάνους, όχι μόνον οι επιφανείς άνδρες, αλλά και οι περισσότερες από τις σημαντικές πόλεις, ανάμεσα τους και η πόλη των Αθηναίων».
Το χρυσό διάδημα
Η βασιλική σύζυγος κατέβηκε στον Άδη, φορώντας στο κεφάλι το πιο ωραίο, ίσως και το πιο πολύτιμο, κόσμημα του αρχαίου κόσμου που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Λεπτά χρυσά βλαστάρια ελίσσονται και συμπλέκονται δημιουργώντας ένα εξαιρετικά κομψό και πολυδαίδαλο πλέγμα διακοσμητικών μοτίβων που σύμφωνα με το εκλεπτυσμένο γούστο της εποχής παντρεύουν την αυστηρή γεωμετρία με τη χυμώδη ζωντάνια της φύσης. Λεπτά φυλλαράκια στολίζουν τους βλαστούς, κρύβοντας τα δεσίματα των επιμέρους στοιχείων και ζωντανεύοντας τη σύνθεση, ενώ δεκάδες λουλούδια κάθε λογής, πλασμένα με εξαιρετική φυσικότητα, ανθίζουν προς κάθε κατεύθυνση στερεωμένα σε σπείρες που θα τρεμόπαιζαν σε κάθε κίνηση του κεφαλιού της νεαρής γυναίκας. Χρυσές μέλισσες ρουφούν το νέκταρ των λουλουδιών και ένα πουλάκι καθισμένο στο μεσαίο βλαστάρι κελαηδάει ανέγγιχτο από το πέρασμα των αιώνων.
Οι πιο πολύπλοκες τεχνικές της χρυσοχοϊκής τέχνης επιστρατεύτηκαν για τη δημιουργία αυτού του απαράμιλλου κομψοτεχνήματος, όπου την αντίστιξη στη θερμή λάμψη του χρυσού προσφέρει το γοητευτικό γαλάζιο της υαλόμαζας, χρώμα σπάνιο και αρχοντικό. Αν και το διάδημα κακόπαθε στις φλόγες της πυράς (η υαλόμαζα απολεπίστηκε σε πολλά σημεία και αρκετά λουλουδάκια χάθηκαν) εξακολουθεί ακόμη να μαγεύει με την ομορφιά του τον θεατή, μαρτυρώντας την ασύγκριτη δεξιοτεχνία του δημιουργού του.
Το Ύφασμα
Το προικιό της νεκρής βασιλικής συζύγου συμπληρώνει ό,τι σώθηκε από το αριστοτεχνικά υφασμένο χρυσοπόρφυρο ύφασμα που σκέπασε τα οστά της και ένα χρυσό στεφάνι μυρτιάς, έργο σπουδαίου τεχνίτη που αποθανάτισε στο δημιούργημά του την πιο λαμπρή στιγμή της άνοιξης.
Το ύφασμα ήταν υφασμένο με εξαιρετικά λεπτό νήμα από μαλλί βαμμένο με πορφύρα, την πιο πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητας, και χρυσοκλωστή και αποτελεί εντελώς μοναδικό και απροσδόκητο τεκμήριο της εξαιρετικής ποιότητας της αρχαίας υφαντικής, μιας τέχνης που, λόγω της φύσης των υλικών της που διαλύονται και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, μας είναι ουσιαστικά άγνωστη.
Χρυσή λάρνακα προθαλάμου
Η χρυσή λάρνακα που λίγο υπολείπεται σε μέγεθος από εκείνη του Φιλίππου περιείχε το χρυσό διάδημα και τα καμένα οστά μιας νεαρής γυναίκας 22-23 χρονών, προφανώς συζύγου του νεκρού βασιλιά. Αφού, όπως δείχνει η μελέτη της κατασκευής του τάφου, ο προθάλαμος ολοκληρώθηκε μαζί με το θάλαμο και αφού το μνημείο έκλεισε και δεν ξανάνοιξε ποτέ, είναι προφανές ότι και οι δύο νεκροί θάφτηκαν μαζί. Αυτό αποκλείει την ταύτιση της νεκρής του προθαλάμου με την τελευταία σύζυγο του Φιλίππου Β’ την ανιψιά του Αττάλου, την Κλεοπάτρα, που θα πρέπει να σκοτώθηκε κάπως αργότερα, μετά την εκτέλεση του ισχυρού συγγενή της.
Άλλωστε, μολονότι το στεφάνι αυτό δεν ταλαιπωρήθηκε από τις φλόγες της νεκρικής πυράς και μας σώθηκε άριστα με τα 151 φύλλα και τα 27 βελανίδια του, το βάρος του είναι σημαντικά μικρότερο, πράγμα που σημαίνει πως και η αξία του θα ήταν χαμηλότερη. Ωστόσο και αυτό το στεφάνι δεν παύει να είναι ένα ιδιαίτερα ακριβό και -χάρη κυρίως στο πολύτιμο υλικό του- εντυπωσιακό αντικείμενο.
Η πανοπλία του προθαλάμου: περιτραχήλιο, γωρυτός, θώρακας
Η πανοπλία αυτή, που αποτελείται από το περιτραχήλιο, τον θώρακα και τις κνημίδες και συνοδεύεται από τον γωρυτό με το τόξο και τα βέλη και δύο δόρατα με χρυσοποίκιλτες αιχμές, ήταν τοποθετημένη στο κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε από τον προθάλαμο στον θάλαμο του τάφου.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το λαμπρό περιτραχήλιο, ένα είδος κολάρου με όρθιο γιακά που προστάτευε τον τράχηλο του πολεμιστή, διακοσμημένο με ένα ασημένιο – επίχρυσο έλασμα και φοδραρισμένο με δέρμα.
Φτιαγμένος από οργανικά υλικά, ύφασμα και δέρμα, ο θώρακας που θα έμοιαζε αρκετά με εκείνον του θαλάμου διαλύθηκε, σώθηκαν όμως τα βαριά ολόχρυσα κουμπώματά του, που θυμίζουν λουλούδια και τα δύο βαρύτιμα χυτά γοργόνεια που τον διακοσμούσαν, προστατεύοντας τον βασιλιά από το βάσκανο μάτι.
Το πιο εντυπωσιακό και ασυνήθιστο στοιχείο αυτής της πανοπλίας είναι ο χρυσοποίκιλτοςγωρυτός, αντικείμενο τυπικό του θρακοσκυθικού χώρου. Φτιαγμένος από δέρμα, ενισχυμένος με ξύλο στο κάτω μέρος του και στολισμένος με ασημένιο επίχρυσο έλασμα, που σκεπάζει ολόκληρη την εμπρός και την κάτω πλευρά του, ο γωρυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια θήκη που την κρεμούσαν στον ώμο σαν σάκα, στην οποία φύλαγαν τα βέλη και το τόξο.
Το πολύτιμο έλασμα σώθηκε σε άριστη κατάσταση και μας επιτρέπει να θαυμάσουμε την πλούσια διακόσμησή του: ανάμεσα σε αγριόπαπιες και ένα πλήθος διακοσμητικά μοτίβα εκτυλίσσεται η συγκλονιστική ιστορία της άλωσης μιας πόλης, ίσως της Τροίας. Άντρες μάχονται μέχρι την τελευταία τους πνοή να σώσουν βωμούς και εστίες, γυναίκες τρέχουν αλαφιασμένες, μανάδες σφιχταγκαλιάζουν τα παιδιά τους να τα κρύψουν από τους εχθρούς και η ιέρεια ολοφύρεται απελπισμένη στα πόδια των θεϊκών αγαλμάτων. Έξω και επάνω από την ανθρώπινη τραγωδία, στην επάνω δεξιά γωνία του γωρυτού, φανερώνεται γαλήνιος και επιβλητικός ο ίδιος ο θεός του πολέμου στο σχήμα αγέρωχου πολεμιστή.
Έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, τα σπάνια αυτά αντικείμενα κατασκευάζονταν στα εργαστήρια των πόλεων της Μαύρης Θάλασσας για να πουληθούν στους ηγεμόνες των Σκύθων και των Θρακών, αφού οι Έλληνες οπλίτες και βέβαια οι Έλληνες στρατηγοί, όχι μόνο δεν πολεμούσαν με τόξα και βέλη, αλλά και θεωρούσαν αυτή την μορφή πολέμου υποδεέστερη τακτική, κατάλληλη μόνο για βαρβάρους. Το 359 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε μια εκστρατεία στη Σκυθία, στη διάρκεια της οποίας παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μήδα, θυγατέρα του βασιλιά των Γετών, που όπως φαίνεται είναι η νεκρή του προθαλάμου. Ενθύμιο αυτής της νικηφόρας εκστρατείας είναι πολύ πιθανόν αυτός ο γωρυτός, πράγμα που δικαιολογεί και την τοποθέτηση των όπλων στο κατώφλι ανάμεσα στους δύο θαλάμους.
Η χρυσοποίκιλτη πανοπλία του θαλάμου
Η χρυσοποίκιλτη πανοπλία που βρέθηκε στον θάλαμο του τάφου του Φιλίππου Β’, μία από τις 4 που ο Αλέξανδρος, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο, πρόσφερε στο νεκρό προκάτοχό του, είναι όχι μόνον η πληρέστερη και καλύτερα σωζόμενη αρχαία ελληνική πανοπλία που έφτασε ως εμάς, αλλά συγχρόνως και η λαμπρότερη και πολυτιμότερη, ίσως μάλιστα μια από τις πιο πολύτιμες που κατασκευάστηκαν ποτέ στον Ελλαδικό χώρο.
Αποτελούμενη από κράνος, περιτραχήλιο, θώρακα, κνημίδες, ξίφος και μεγάλη χρυσελεφάντινη ασπίδα, πανοπλία βαριά, παλιομοδίτικη θα μπορούσε κανείς να πει, ανακαλεί την εικόνα των όπλων των μεγάλων στρατηγών του 5ου αιώνα και συγχρόνως την ξεπερνά με την πρωτοφανή πολυτέλεια της, όπως και ο κάτοχός της ξεπέρασε κάθε προσδοκία και από βασιλιάς ενός αδύναμου ακριτικού βασιλείου έγινε ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής στη σκηνή της ιστορίας. Δεν αποκλείεται λοιπόν καθόλου να ήταν αυτή η λαμπρή πανοπλία που φόρεσε ο Φίλιππος, λίγο πριν το τραγικό τέλος του, όταν ανακηρύχθηκε ηγεμόνας όλων των Ελλήνων στο συνέδριο της Κορίνθου.
Το κράνος του Φιλίππου Β’
Το σχήμα και η γενικότερη μορφή του κράνους του Φιλίππου αποτελούν τυπικά γνωρίσματα του κλασικού αθηναϊκού κράνους, ένας συνειρμός που γίνεται ακόμη πιο έντονος με την παρουσία της προτομής της Αθηνάς, που λειτουργεί σα φυλαχτό και συγχρόνως σήμα κατατεθέν του κατόχου του. Όμως το ιδιότυπο ψηλό λοφίο που είναι φτιαγμένο από μέταλλο και όχι, όπως συνήθως από φτερά, αποτελεί μια πρωτοτυπία που το κάνει να ξεχωρίζει.
Κατασκευασμένο ολόκληρο από σιδερένια ελάσματα που σφυρηλατήθηκαν χωριστά και στη συνέχεια συγκολλήθηκαν, το κράνος ήταν φοδραρισμένο εσωτερικά με δέρμα και την ώρα της μάχης δενόταν στο σαγόνι με δερμάτινα κορδόνια που περνούσαν από τα κρικάκια που βρίσκονται στην άκρη των παραγναθίδων. Σιδερένιες είναι και οι παραγναθίδες με τις ανάγλυφες φολίδες, αλλά και η χυτή προτομή της Αθηνάς, της προμάχου θεάς που εξασφαλίζει με την παρουσία της τη σωτηρία του βασιλιά από θανατηφόρα χτυπήματα στη μάχη. Η τελειότητα της κατασκευής και η ακρίβεια της επεξεργασίας αυτού του ιδιαίτερα σκληρού και δύσκαμπτου υλικού μαρτυρούν όχι μόνον το εξαιρετικά προηγμένο τεχνολογικό επίπεδο της μακεδονικής μεταλλουργίας, αλλά και την καλλιτεχνική δεξιότητα του κατασκευαστή του. Αντικείμενα σαν αυτό ήταν οπωσδήποτε σπάνια και προκαλούσαν το θαυμασμό των συγχρόνων τους.
Είναι γνωστό (Πλουτ. Αλεξ. 32.8-11) ότι ο Μεγαλέξανδρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.) φορούσε ένα σιδερένιο κράνος που «έλαμπε σαν καθαρό ασήμι». Το κράνος του Αλέξανδρου ήταν ένα σημαντικό επώνυμο δημιούργημα του Θεόφιλου, ενός διάσημου οπλοποιού της εποχής. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την σιδερόφρακτη πανοπλία του πατέρα του και τίποτε δεν αποκλείει ο ίδιος διάσημος κατασκευαστής όπλων να εργαζόταν και για τον βασιλιά που προετοίμασε την εκστρατεία της Ασίας και το κράνος του Φιλίππου, αλλά και ολόκληρη η λαμπρή πανοπλία που βλέπουμε να είναι έργο δικό του.
Το Ξίφος του Φιλίππου Β’
Το εξαιρετικά περίτεχνο ξίφος, η πολυτέλεια του οποίου δεν έχει παράλληλο, ήταν τοποθετημένο μέσα στη θήκη του, από το ξύλο της οποίας διασώθηκαν λίγα ίχνη εμποτισμένα από την οξείδωση του μετάλλου. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται η πλούσια ελεφαντοστέινη διακόσμηση στα άκρα της, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η σιδερένια λαβή που ενισχύεται και συγχρόνως διακοσμείται από ένα βαρύ συμπαγές χρυσό έλασμα που καταλήγει και στις δυο πλευρές σε λεπταίσθητα ανθέμια.
Δυο χρυσά δαχτυλίδια και ένα χρυσό κράνος διακοσμούν το μήλο της λαβής που θα πρέπει να ήταν ξύλινο και διαλύθηκε. Αξίζει να προσέξει κανείς τη φροντίδα και την ακρίβεια με την οποία έχουν αποδοθεί οι λεπτομέρειες του κράνους, η παραγναθίδα του οποίου διακοσμείται με ένα ανάγλυφο θηρίο, ενώ στη θόλο του κάθεται μια μικροσκοπική σφίγγα.
Ο θώρακας του Φιλίππου Β’
Παρόμοιος με αυτόν που φορά ο Αλέξανδρος στην περίφημη απεικόνιση της μάχης του με τον Δαρείο στο μωσαϊκό της Νεάπολης, ο θώρακας ήταν επενδυμένος με ύφασμα στο χρώμα της πορφύρας, και σε πρώτη ματιά, αν εξαιρέσουμε την πολύτιμη διακόσμησή του, δεν θα διέφερε από τους συνηθισμένους στην κλασική Ελλάδα λινοθώρακες. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα βαρύς κατάφρακτος θώρακας, ενισχυμένος ολόκληρος με πλατιά σιδερένια ελάσματα, που έκανε ουσιαστικά άτρωτο το σώμα του κατόχου του.
Αποτελείται από επτά κομμάτια, που εφάρμοζαν μεταξύ του με μεντεσέδες, για να μπορεί να ανοίγει και να φοριέται. Για μόνωση και μεγαλύτερη άνεση ο θώρακας ήταν φοδραρισμένος με δέρμα. Από δέρμα ήταν κατασκευασμένη και η διπλή χαρακτηριστική «φούστα» με τις πτέρυγες που προστάτευε το κάτω μέρος το σώματος. Χρυσά ελάσματα με έκτυπα κοσμήματα διακοσμούν όλες τις πτέρυγες, αλλά και τον θώρακα. Τα τελευταία μάλιστα είχαν και λειτουργικό χαρακτήρα, αφού με τη βοήθεια τους καρφώνονταν και στερεώνονταν μεταξύ τους τα αλλεπάλληλα στρώματα από τα διάφορα υλικά (ύφασμα, μέταλλο, δέρμα).
Τα βαριά χρυσά κεφαλάκια των λιονταριών που χρησίμευαν για το κούμπωμα του θώρακα είναι στολίδι, αλλά συγχρόνως και σύμβολο της ανδρείας και της βασιλικής αρετής του Ηρακλείδη ηγεμόνα, ενώ η χρυσή εικονίτσα της Προμάχου Αθηνάς, βοηθού και συντρόφου όλων των ηρώων, ραμμένη στη δεξιά πλευρά που έμενε ακάλυπτη από την ασπίδα είχε την έννοια του φυλαχτού.
Η χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β’
Η αριστουργηματική χρυσελεφάντινη ασπίδα είναι το πιο εντυπωσιακό και το πιο πολύτιμο όπλο του αρχαίου κόσμου που γνωρίζουμε. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο, δέρμα και ύφασμα που κάλυπτε την εσωτερική της επιφάνεια. Επίχρυσα, ασημένια ελάσματα, προσηλωμένα με πολλά μικροσκοπικά ασημένια καρφάκια στο εσωτερικό της, στερέωναν το σύστημα ανάρτησης (τη λαβή που περνούσε στο μπράτσο ο πολεμιστής και την αντιλαβή από όπου την έπιανε) και μαζί με τα στεφάνια και τα μικρότερα διάσπαρτα μετάλλινα στοιχεία συγκρατούσαν τα αλλεπάλληλα στρώματα.
Ανάγλυφα λιοντάρια και Νίκες που κρατούν ταινίες για να στεφανώσουν το νικητή διακοσμούν τα ελάσματα, θέματα με προφανείς συμβολισμούς που αναφέρονται στην ανδρεία και τις νίκες του κατόχου, ενώ το ρόπαλο του Ηρακλή, του θεϊκού προγόνου της δυναστείας, που εμφανίζεται επάνω σ’ ένα μικρό έλασμα φαίνεται ότι ήταν το «φυλαχτό» του βασιλιά.
Εξαιρετικά εντυπωσιακός και απόλυτα μοναδικός είναι ο διάκοσμος της εξωτερικής πλευράς της ασπίδας που ήταν ολόκληρη επιχρυσωμένη. Ένθετα μέσα στην επιχρύσωση, ώστε να σχηματίζουν ένα πολύπλοκο σύστημα μαιάνδρων και σπειρομαιάνδρων που καλύπτει την περιφέρεια της ασπίδας, βρίσκονται στοιχεία από ελεφαντόδοντο στα κενά των οποίων προσαρμόζονται πλακίδια από διάφανο, χυτό γυαλί (το μεγάλο τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής) που πίσω του λαμπυρίζουν χρυσά ελάσματα.
Στο κέντρο, σαν επίσημα, υπάρχει το χρυσελεφάντινο ανάγλυφο σύμπλεγμα ενός Έλληνα πολεμιστή που κατατροπώνει μια Αμαζόνα, πιθανότατα μια παράσταση της τραγικής συνάντησης του Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια, που διαπιστώνει ότι την ερωτεύεται την ώρα που την σκοτώνει. Ο χρόνος και η υγρασία του τάφου διάβρωσαν σε μεγάλο βαθμό το ελεφαντόδοντο των μορφών, ωστόσο η εξαιρετική ποιότητα του πλασίματος των λεπτομερειών και η τολμηρή σύνθεση των σωμάτων των δύο μορφών που εκφράζει με τρόπο απαράμιλλο όλη την ένταση και το πάθος της μοιραίας στιγμής μαρτυρούν την εξαιρετική ικανότητα του δημιουργού που θα πρέπει να ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης.
Οι χρυσελεφάντινες κλίνες
Πάνω από 4.000 θραύσματα από χρυσό, γυαλί και ελεφαντόδοντο που βρέθηκαν πεσμένα ανάμεσα σε διάφορα οργανικά και άλλα υπολείμματα στο δάπεδο του θαλάμου και του προθαλάμου του τάφου καθαρίστηκαν, στερεώθηκαν, συντηρήθηκαν, ταυτίστηκαν, μελετήθηκαν και συσχετίστηκαν και τελικά με τη βοήθεια των συντηρητών της ΙΖ’ ΕΠΚΑ έγιναν δύο λαμπρά ανάκλιντρα, σύμφωνα με την πρόταση αναπαράστασης που προέκυψε από τη συνεργασία της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη με τον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο, ώστε σήμερα αυτά τα δύο μοναδικά αριστουργήματα να λαμπρύνουν με την παρουσία τους το χώρο του μουσείου, θαυμαστά δείγματα πλούτου και μεγαλοπρέπειας, σιωπηλοί μάρτυρες των θρυλικών συμποσίων του Μακεδόνα βασιλιά.
Εντελώς απαραίτητες για το αρχαίο συμπόσιο ήταν οι κλίνες: μεγάλα και αρκετά ψηλά ξύλινα ανάκλιντρα, κάτι ανάμεσα σε κρεβάτι και καναπέ, που προορίζονταν για έναν ή δύο συνδαιτυμόνες και τοποθετούνταν η μια δίπλα από την άλλη κατά μήκος των τοίχων του δωματίου. Στη μια ή και στις δύο πλευρές της κλίνης υπήρχαν κατά κανόνα υπερυψωμένα ‘προσκεφάλια’, ενώ στρώματα και μαξιλάρια με υφαντά και κεντημένα καλύμματα τις έκαναν πιο αναπαυτικές. Οι κλίνες ήταν ξύλινες διακοσμημένες με ζωγραφιές, ανάγλυφα, ενθέματα από άλλα υλικά (πολυτιμότερα ξύλα, κεχριμπάρι, ελεφαντόδοντο, γυαλί, χρυσό, ασήμι) ή μέταλλο.
Στα χρόνια του Φιλίππου Β’, στους ανδρώνες των ανακτόρων στις Αιγές και στην Πέλλα υπήρχαν χρυσελεφάντινες κλίνες σαν αυτές που βρέθηκαν στον τάφο του, που χρησιμοποιούνταν στα βασιλικά συμπόσια. Μετά την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου, όταν οι Μακεδόνες έγιναν κύριοι του περσικού χρυσού και των χωρών από όπου προερχόταν το ελεφαντόδοντο, η χρήση των λαμπρών αυτών επίπλων, όπως και των ναόσχημων μακεδονικών τάφων επεκτάθηκε και στην ομάδα των Εταίρων. Στην ταφή του Φιλίππου προσφέρθηκαν 3, αν όχι 4, χρυσελεφάντινες κλίνες. Μία ή δύο από αυτές κάηκαν μαζί με το σώμα του βασιλιά και της συζύγου του, όπως δείχνουν τα θραύσματα στα υπολείμματα της πυράς, ενώ δύο τοποθετήθηκαν μέσα στον τάφο.
Η πολυπλοκότητα της κατασκευής των επίπλων αυτών προϋποθέτει εργασία πολλών διαφορετικών τεχνιτών και καλλιτεχνών και απαιτεί πολύ χρόνο για την ολοκλήρωσή της. Αυτό αποκλείει την πιθανότητα να είχαν κατασκευαστεί εξαρχής για ταφική χρήση, αφού το τελευταίο που θα περίμενε ο Φίλιππος που ετοίμαζε τη νέα εκστρατεία ήταν ο θάνατος του. Οι χρυσελεφάντινες κλίνες, όπως και όλα τα υπόλοιπα κτερίσματα, ήταν πραγματικά και όχι συμβολικά αντικείμενα που χρησίμευαν στη ζωή και δόθηκαν στο νεκρό για να συνεχίσουν να τον υπηρετούν στην αιωνιότητα των Ηλυσίων πεδίων. Άλλωστε είναι γνωστό ότι τα ταφικά έπιπλα (όντας απομιμήσεις των πραγματικών) κατασκευάζονταν από πέτρα.
Στο Μουσείο των Αιγών εκτίθενται θραύσματα τεσσάρων χρυσελεφάντινων κλινών, δύο από τον τάφο του Φιλίππου Β’ (προθάλαμος-θάλαμος), μια από τον τάφο του Αλέξανδρου Δ’ και μια από τον «τάφο με τους ελεύθερους κίονες».
Χρυσελεφάντινη κλίνη τάφου IV
Στο μικρό κομμάτι του δαπέδου του τάφου που σώθηκε στη θέση του βρέθηκαν τα σπαράγματα μιας χρυσελεφάντινης κλίνης που ήταν πλούσια διακοσμημένη με μια τουλάχιστον ανάγλυφη ζωφόρου με πολυπρόσωπη παράσταση, όπως μαρτυρούν τα θραύσματα των ανθρώπινων μορφών.
Την εξαιρετική καλλιτεχνική ποιότητα αυτής της κλίνης φανερώνουν τα δύο αριστουργηματικά ελεφαντοστέινα κεφαλάκια μιας γυναικείας μορφής και ενός γενειοφόρου, μορφές θεϊκές ή μυθικές, το εξιδανικευμένο πάθος των οποίων προοιωνίζεται το ελληνιστικό μπαρόκ των γλυπτών του Περγάμου, δίνοντάς μας μια αμυδρή εντύπωση της χαμένης μεγαλοπρέπειας του συνόλου.
Η χρυσελεφάντινη κλίνη του Θαλάμου
Η κλίνη του θαλάμου ήταν διακοσμημένη με ελεφαντόδοντο, γυαλί και χρυσό μόνο στην εμπρός πλευρά της. Στην πίσω και στις πλάγιες υπήρχαν χρυσωμένα ανάγλυφα και ζωγραφιές δουλεμένα επάνω στο ξύλο. Στα πόδια βρίσκουμε το τυποποιημένο σύστημα με τις πλάκες και τα ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο και τις ενθέσεις από γυαλί και χρυσό. Τα χρυσά ελάσματα που βρίσκονται πίσω από τα πλακίδια των επικράνων είναι διακοσμημένα με κάπως βιαστικά χαραγμένες Νίκες που στήνουν τρόπαια. Αντίθετα με αυτά εξαιρετική είναι η ποιότητα των ελεφαντοστέινων ανάγλυφων που διακοσμούν το επάνω δοκάρι της κλίνης.
Μέσα σε ένα ιερό που ορίζεται από δύο Ερμαϊκές στήλες βρίσκεται η Αφροδίτη με τον Έρωτα, ο Διόνυσος και ο Σειληνός, μια Μούσα που παίζει κιθάρα και κάποιες γυναικείες μορφές που χορεύουν.
Σε αντίθεση με τη γαλήνη και την ακινησία των θεών που υπάρχουν στη στενή ζωφόρο έρχεται το πάθος και η κίνηση των ανθρώπων που δρουν στο τύμπανο της φαρδιάς ζωφόρου που βρίσκεται ακριβώς από κάτω.
Εδώ, μπροστά σε μια χρυσωμένη σανίδα που χρησιμεύει σα φόντο κινούνται 14 ανδρικές μορφές, πεζοί και καβαλάρηδες αποδοσμένοι σε αρκετά ψηλό ανάγλυφο. Τα γυμνά μέλη και τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι από ελεφαντόδοντο. Το υπόλοιπο ήταν από ανάγλυφο ξύλο, χρυσωμένο και βαμμένο που στο μεγαλύτερο του μέρος διαβρώθηκε και χάθηκε. Από το ίδιο υλικό ήταν και τα άλογα. Όπως φανερώνουν τα μοτίβα των μορφών, ο τρόπος που κινούν τα χέρια τους και εν τέλει η ίδια η σύνθεση της παράστασης οι άνθρωποι αυτοί δεν πολεμούσαν μεταξύ τους αλλά κυνηγούσαν ζώα που όντας κι αυτά ξύλινα χάθηκαν, έμειναν όμως και διακρίνονται ακόμη στην επιχρύσωση της φέρουσας επιφάνειας οι τρυπούλες των καρφιών που τα στερέωναν. Οι κυνηγοί φορούσαν κοντούς χιτώνες, χλαμύδες, μπότες και, όπως δείχνει ο τρόπος που είναι κομμένα τα κεφάλια όλων στο πάνω μέρος, καπέλα που μοιάζουν με πλατιούς μπερέδες, τις χαρακτηριστικές μακεδονικές καυσίες.
Η προσπάθεια και η συνειδητή πρόθεση του καλλιτέχνη να αποδώσει σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά συγκεκριμένα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, που ξεφεύγουν πολύ από τα πλαίσια των γενικών εξιδανικευτικών τύπων, είναι προφανής, παρά την στιλιστική ενότητα που υπάρχει στις μορφές σαν σφραγίδα της ατομικότητας του καλλιτέχνη. Ο Φίλιππος, ο νεαρός διάδοχός του, ο Αλέξανδρος, και μια ντουζίνα ακόμη συγγενείς και εταίροι του βασιλιά επιδίδονται σε ένα βασιλικό κυνήγι.
Το θέμα είναι το ίδιο με αυτό που βρίσκουμε στην τοιχογραφία της πρόσοψης του τάφου όμως το πιο σπουδαίο είναι ότι επάνω σ’ αυτήν την κλίνη βρίσκουμε το «τιμιώτατον», την εικόνα του ίδιου του Φιλίππου, (δεύτερος από αριστερά) σ’ ένα πορτραίτο εξαιρετικής πνοής και δύναμης που μπορεί να σταθεί επάξια ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης, πλαισιωμένο από τις εικόνες των Μακεδόνων που σημάδεψαν με τη δράση τους την ιστορία της οικουμένης και θεμελίωσαν τα κράτη του αχανούς ελληνιστικού κόσμου.
Η χρυσελεφάντινη κλίνη του προθαλάμου
Η κλίνη του προθαλάμου, ήταν πολύ πιθανόν μία από τις πιο εντυπωσιακές που κατασκευάστηκαν ποτέ και αυτό τόσο χάρη στη μεγάλη ποσότητα του πολύτιμου υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της, όσο και χάρη στην εξαιρετική ποιότητα της καλλιτεχνικής επεξεργασίας και της σύνθεσης. Εξαιρετικά εντυπωσιακή αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκη ως προς την τεχνική της, ένα έργο τέχνης που θα κέρδιζε επάξια το χαρακτηρισμό «πολυδαίδαλον» η κλίνη αυτή παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να είναι στολισμένη ολόκληρη και από όλες τις πλευρές της με χρυσό και ελεφαντόδοντο, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη περίπτωση.
Στις δύο μακριές πλευρές υπάρχουν παραστάσεις μαχών. Οι μορφές ήταν ολόγλυφες ή σχεδόν ολόγλυφες με τα ντυμένα μέρη τους φτιαγμένα από ξύλο χρυσωμένο ή βαμμένο και τα γυμνά από ελεφαντόδοντο. Έλληνες με χλαμύδες μάχονται με βαρβάρους που φορούν αναξυρίδες (παντελόνια), μπλούζες με μακριά μανίκια και το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής που κλείνει σκεπάζοντας το πηγούνι. Από ελεφαντόδοντο είναι φτιαγμένα αρκετά από τα όπλα, ή τμήματα των όπλων, αλλά και ολόκληρα σχεδόν τα άλογα. Αν και πολύ διαβρωμένες οι ελεφάντινες μορφές των πολεμιστών και των αλόγων μαρτυρούν ακόμη το άγγιγμα ενός πολύ σπουδαίου καλλιτέχνη που θα πρέπει να συγκαταλεγόταν στους άριστους της εποχής.
Η χρυσελεφάντινη κλίνη του Αλεξάνδρου Δ’
Τοποθετημένη στο θάλαμο του τάφου μπροστά από το λίθινο βάθρο με την τεφροδόχο η κλίνη αυτή έμοιαζε αρκετά μ’ εκείνες του Φιλίππου, αν και η διακόσμησή της, που περιοριζόταν στην εμπρός πλευρά, ήταν λιγότερο πλούσια.
Στις βαθιές ζωφόρους δεν υπάρχουν πολυπρόσωπες παραστάσεις αλλά το τυπικό θέμα του διασπαραγμού με γρύπες και άλλα αγρίμια που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπλασή τους. Μια καινοτομία είναι η παρουσία ανάμεσα στις έλικες των επικράνων ανάγλυφων γενειοφόρων μορφών με την ανατολίτικη φορεσιά και τον φρυγικό σκούφο, που ίσως ταυτίζονται με τον θεό Σαβάζιο, μια θρακική παραλλαγή του Διόνυσου.
Ωστόσο το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η παράσταση που αναπτυσσόταν στην στενή ζωφόρο στην επάνω τραβέρσα της κλίνης. Εδώ σε ένα εξαιρετικά κομψό ελεφαντοστέινο ανάγλυφο, ένα αληθινό μικροσκοπικό αριστούργημα στο οποίο αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η αβρότητα και η εκλέπτυνση της τέχνης των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, εμφανίζεται χαμογελαστός και χρυσοστεφανωμένος ο Διόνυσος, γενειοφόρος, με τη δάδα στο ένα χέρι, αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γοητευτική σύντροφό του από τον ώμο με το άλλο, να προχωρεί στο γλέντι. Ένας νεαρός σάτυρος οδηγεί το θεϊκό ζευγάρι παίζοντας το σουραύλι του, ενώ σάτυροι και μαινάδες στροβιλίζονται εκστατικοί σ’ έναν τόπο ιερό που τον ορίζουν χορηγικοί τρίποδες.
Δυστυχώς οι περισσότερες μορφές χάθηκαν και αυτές που σώζονται είναι πολύ διαβρωμένες, ωστόσο στο σύμπλεγμα του Διόνυσου, που σαν από θαύμα μας σώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απαράμιλλη ποιότητα και την εκπληκτική ακρίβεια της επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό της προσοχής που δόθηκε και στην τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και του επιπέδου τελειότητας στο οποίο είχε φτάσει η τεχνική της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου στα χρόνια αυτά είναι το γεγονός ότι ο λιλιπούτειος αυλός που έχει πάχος μόλις ένα χιλιοστό ήταν διάτρητος.
Χάλκινος τρίποδας
Επάνω σ’ αυτόν τον εξαιρετικά κομψό τρίποδα, ένα αντικείμενο χρηστικό και συγχρόνως διακοσμητικό, είχαν ακουμπήσει τον χάλκινο κάδο με το σφουγγάρι που βρέθηκε πεσμένος δίπλα του. Κατασκευασμένος με ιδιαίτερη φροντίδα, ευρηματικότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια, ο τρίποδας αυτός, με την εξεζητημένη γεωμετρία του σχήματος του, καταφέρνει να συνδυάσει την απαραίτητη για τη χρήση του ευστάθεια με μια απροσδόκητη αίσθηση ελαφράδας. Η επιγραφή που υπάρχει στη στεφάνη του τρίποδα φανερώνει την αξιοσημείωτη ιστορία αυτού του ιδιαίτερου αντικειμένου, προσφέροντας την απτή απόδειξη της καταγωγής και της ταυτότητας του νεκρού. Γραμμένο πολύ προσεκτικά με πυκνές στιγμές και μάλιστα πριν από τη συναρμολόγηση του αντικειμένου διαβάζουμε: « παρ’ hέρας Αργείας εμί των αFέθλων», δηλ. «είμαι από τους αγώνες της Αργίτισσας Ήρας».
Ο πολύτιμος αυτός τρίποδας κατασκευάστηκε πριν το 410 π.Χ. και μάλλον μετά το 430 π.Χ. σ’ ένα εργαστήριο του Άργους, σαν έπαθλο που θα δινόταν στους νικητές των αγώνων, που τελούνταν προς τιμήν της Ήρας. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης βεβαιώνουν ότι η οικογένεια των βασιλέων της Μακεδονίας, καταγόταν από τον βασιλιά του Άργους Τήμενο. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις περιπέτειες του Πελοποννησιακού πολέμου και τον επεκτατισμό των μεγάλων δυνάμεων της εποχής ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Β’ (454-413 π.Χ.) στράφηκε αναζητώντας συμμάχους προς το Άργος, επικαλούμενος προφανώς την αρχαία συγγένεια της οικογένειας του με την πόλη, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ελλήνων να χρησιμοποιούν το μύθο για την επίτευξη πραγματικών πολιτικών στόχων.
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ο ίδιος ο βασιλιάς ή κάποιο άλλο μέλος της μακεδονικής δυναστείας έλαβε πιθανότατα μέρος στους αγώνες και κέρδισε τον τρίποδα αυτόν, που, τρεις γενιές αργότερα, ο Μ. Αλέξανδρος πρόσφερε σαν οικογενειακό κειμήλιο στον τάφο του πατέρα του, του Τημενίδη βασιλιά που έγινε ηγεμόνας των Ελλήνων.
Ασημένια αγγεία συμποσίου από τον τάφο του Φιλίππου Β’
Το συμπόσιο, κεντρική εκδήλωση της επίγειας ζωής, γίνεται για τους ευγενείς Μακεδόνες η κορυφαία υπόσχεση των απολαύσεων της μεταθανάτιας ύπαρξης. Αυτό ισχύει φυσικά κυρίως για τον ίδιο τον ήρωα-βασιλιά που σαν άλλος Ηρακλής θα συνεχίσει να απολαμβάνει την αιώνια ζωή, ευωχούμενος στα συμπόσια των Μακάρων στο ιλαρό φως των Ηλυσίων πεδίων. Έτσι στον τάφο του, εκτός από τα χρυσελεφάντινα ανάκλιντρα, τοποθετείται και μια ολόκληρη ασημένια σκευή συμποσίου που αποτελείται από 19 σκεύη και ξεχωρίζει κατά πολύ και ως προς τον πλούτο και, κυρίως, ως προς την ποιότητα από οτιδήποτε ανάλογο έχει βρεθεί ως τώρα.
Για τα σκεύη του συμποσίου το ασήμι χρησιμοποιήθηκε χωρίς φειδώ με αποτέλεσμα σχεδόν καθένα από αυτά να είναι βαρύτερο από οτιδήποτε ανάλογο έχει βρεθεί αλλού, μάλιστα το βάρος (που σημαίνει και η αξία τους) αναγράφεται στον πυθμένα καθενός από αυτά με έναν αριθμό που δηλώνει το αντίστοιχό τους σε ασημένιες δραχμές. Ωστόσο αυτό που κάνει αυτά τα σκεύη να ξεχωρίζουν δεν είναι μόνον η πολυτέλεια, αλλά η εξαιρετική ποιότητά τους, αφού εδώ η λιτότητα και η καθαρότητα της φόρμας συνδυάζονται με τη χάρη της λεπτομέρειας σε ένα σύνολο απαράμιλλης κομψότητας και αρμονίας, όπου όλα υποτάσσονται στη γοητεία του μέτρου.
Η διάθεση για μικρότερα σε σχέση με τα παλαιότερα μεγέθη, αλλά και για χρήση νέων εξεζητημένων μορφών και σχημάτων που παρατηρείται αρχικά εδώ, στη βασιλική οικοσκευή για να γίνει τελικά μόδα με καθολική ισχύ, δεν αποκλείεται καθόλου να δηλώνει κάποιες αλλαγές στη διαδικασία του συμποσίου και στο ‘τελετουργικό’ της οινοποσίας, που γίνεται τώρα περισσότερο πολύπλοκο, με μια έντονη τάση για εκλέπτυνση.
Στο βασιλικό συμπόσιο στο τραπέζι καθενός υψηλού συνδαιτυμόνα ο εκλεκτός οίνος έρχεται από το κελάρι άκρατος μέσα σε κομψές οινοχόες, όπως και το δροσερό φρέσκο νερό. Μαζί του καλά φυλαγμένα σαν ακριβά αρώματα μέσα σε ασημένιες μπουκάλες, όπως οι δύο αμφορίσκοι με τα ανάγλυφα κεφαλάκια του Ηρακλή και του Πάνα έρχονται και ακριβά, σπάνια, βαριά κρασιά, αλλά και μέλι, σμύρνα, μπαχαρικά και αρτύματα από αρωματικά φρούτα και λουλούδια. Όλα αυτά τα απαραίτητα για το βασιλικό κοκτέιλ υλικά αναμιγνύονται σύμφωνα με τους κανόνες της γευσιγνωσίας και τις επιθυμίες του συμπότη μέσα στον κάδο και στη συνέχεια το κρασί σερβίρεται με την κομψή κουτάλα στα ποτήρια, αφού περάσει από το σουρωτήρι.
Όσον αφορά στην τεχνική της κατασκευής, τα σώματα των αγγείων σχηματίζονται από ένα αρκετά παχύ ενιαίο έλασμα που διαμορφώνεται με σφυρηλάτηση και με τη βοήθεια τροχού. Εκτός από το κουταλάκι, την κουτάλα και το σουρωτήρι που αποτελούνται από ένα κομμάτι μετάλλου, οι λαβές και οι βάσεις των υπόλοιπων αγγείων που είναι χυτές έχουν δουλευτεί χωριστά, όπως και οι διακοσμητικές ανάγλυφες κεφαλές. Η σφυρηλάτηση έχει γίνει με εξαιρετική ακρίβεια και προσοχή με αποτέλεσμα την αψεγάδιαστη γεωμετρική τελειότητα της φόρμας. Το ίδιο ισχύει και για την διαπραγμάτευση των διακοσμητικών λεπτομερειών στις οποίες εκδηλώνεται όλη η μαεστρία και η δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη.
Το σουρωτήρι της βασιλικής οικοσκευής από τον τάφο του Φιλίππου Β’ είναι όχι μόνο ένα από τα παλιότερα του είδους του, αλλά και το πιο πολύτιμο, το πιο φινετσάτο και το πιο πλούσια διακοσμημένο από όλα όσα μας σώθηκαν.
Ο κυκλικός δίσκος με τις εξεζητημένες λαβές είναι ένα ενιαίο κομμάτι πολύτιμου μετάλλου, που χυτεύθηκε από την αρχή στο επιθυμητό σχήμα και στη συνέχεια με σφυρηλάτηση σχηματίσθηκε η κοιλότητα, όπου με πολλή μεγάλη προσοχή και ακρίβεια ανοίχθηκαν οι τρυπούλες, ενώ οι λεπτομέρειες των κοσμημάτων αποδόθηκαν με περισσότερο ή λιγότερο βαθιά χάραξη. Ένας θαυμάσιος πολυδαίδαλος πλοχμός, σχεδιασμένος με απαράμιλλη ακρίβεια και πλαστικότητα αιχμαλωτίζει το βλέμμα του θεατή, παίζοντας με το φως και τη σκιά στο αέναο ξετύλιγμα του στο χείλος του δίσκου, πριν το αφήσει να ακολουθήσει τη γοητευτική καμπύλη του κύκνου.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ευρηματικότητα του καλλιτέχνη που μετάπλασε την απαραίτητη για την ανάρτηση του σκεύους θηλιά σε απεικόνιση ενός από τα πιο ωραία πλάσματα της δημιουργίας, το κεφάλι του οποίου μιμήθηκε με απόλυτη φυσικότητα και πειστικότητα ως την τελευταία λεπτομέρεια των ρουθουνιών και του ράμφους, δίνοντας έτσι απροσδόκητη ζωή και κίνηση στη λεπτεπίλεπτη γεωμετρία του τριγώνου, που γεννιέται μέσα από την ένταση της καμπύλης και γίνεται με τη σειρά του ο τόπος, όπου θα βλαστήσουν φανταστικά βλαστάρια, πλεγμένα σε ένα αραβούργημα εξαιρετικής λεπτότητας, τρυφερότητας και ευαισθησίας. Και για να είναι ακόμη πιο λαμπρό το αποτέλεσμα και για να δοθεί η εντύπωση κάποιας πολυχρωμίας στα κεφάλια των πουλιών, στο φυτικό κόσμημα και στον πλοχμό προστέθηκε και επιχρύσωση.
Στην πίσω επιφάνεια του χείλους, γραμμένα πολύ προσεκτικά με στιγμές, διαβάζουμε τα εξής: ΜΑΧΑΤΑ ΔΔΔΔΙ, δηλαδή Μαχάτα 41. Ο αριθμός είναι υπολογισμένος σε αττικές δραχμές και αναφέρει το βάρος του αντικειμένου. Η λέξη Μαχάτα είναι η γενική του Μαχάτας, ενός αντρικού ονόματος όχι ασυνήθιστου στη Μακεδονία.
Θα μπορούσε να είναι το όνομα του κατόχου και ο Μ. Ανδρόνικος το συνδύασε με έναν συνώνυμο που ήταν γυναικάδελφος του Φιλίππου. Όμως ο τρόπος που είναι γραμμένο το όνομα μαζί με την αξία του αντικειμένου κάνει πιο πιθανή την εκδοχή να πρόκειται για την υπογραφή του τεχνίτη, που θα είχε βέβαια κάθε λόγο να θέλει να διασώσει τη μνήμη και τη φήμη του επάνω σ’ αυτό το μικροσκοπικό αριστούργημα.
Χάλκινος Λυχνούχος
Το σκοτάδι του τάφου φώτιζε ο διάτρητος λυχνούχος, το περίτεχνο χάλκινο φανάρι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα λυχνάρι. Η ανάγλυφη μάσκα του Πάνα και η γιρλάντα με τα επάργυρα φύλλα κισσού μαρτυρεί ότι ο αρχικός σκοπός του λυχνούχου ήταν να λαμπρύνει με το φως του τα συμπόσια του βασιλιά. Εξαιρετικά κομψό, το ασυνήθιστο αυτό σκεύος αποτελεί χωρίς αμφιβολία, ένα τυπικό δείγμα της εξεζητημένης και πολυτελούς παραγωγής των μακεδονικών εργαστηρίων που δούλευαν για τη βασιλική αυλή.
Ένα μόνον παράλληλο μας είναι γνωστό, ένας επίσης χάλκινος λυχνούχος που βρέθηκε σ’ έναν από τους τάφους του Δερβενιού. Η σύγκριση του με τον βασιλικό είναι διδακτική γιατί φανερώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη διαφορά της ποιότητας της οικοσκευής της βασιλικής αυλής από εκείνες των σπιτιών των πλούσιων εταίρων.
Δύο ασημένιες οινοχόες από τον τάφο του Φιλίππου Β’
Απαραίτητες για τα βασιλικά συμπόσια οι δύο μοναδικές στο είδος τους οινοχόες αποτελούν αληθινά κομψοτεχνήματα της αρχαίας τορευτικής. Ολόκληρο το σώμα των αγγείων σχηματίζεται από ένα αρκετά παχύ ενιαίο έλασμα διαμορφωμένο με σφυρηλάτηση και με τη βοήθεια τροχού. Οι χυτές λαβές, το μικρό πηνίο, αλλά και τα ανάγλυφα κεφάλια των Σιληνών έχουν δουλευτεί χωριστά και στη συνέχεια στερεώθηκαν με ασημοκόλληση.
Την έντονη καμπύλη του σώματος με τη φουσκωτή, σχεδόν σφαιρική κοιλιά και τον λεπτό λαιμό, που επιτρέπει τη χρονολόγηση του αγγείου προς τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, εξισορροπεί το πλατύ οριζόντιο χείλος με το κομψό ανάγλυφο περιχείλωμα, μια λεπτομέρεια με αξία διακοσμητική, αλλά συγχρόνως και λειτουργική, αφού σ’ αυτό εφαρμόζει η λαβή που ‘προεκτείνοντας’ με την καμπύλη της το χείλος, δίνει την εντύπωση ευστάθειας. Το διακοσμητικό και το λειτουργικό στοιχείο συνδυάζονται άριστα στην εξαιρετικά κομψή και μελετημένη λαβή, που, για να αγκαλιάσει το χείλος, ανοίγεται προς τα επάνω μ’ ένα διπλό ζευγάρι ελίκων και τελειώνει προς τα κάτω μ’ ένα μπουκέτο φύλλων και βλαστών, εφαρμόζοντας έτσι τέλεια στη μαλακή καμπύλη του ώμου και σχηματίζοντας συγχρόνως το τόξο, μέσα στο οποίο θα προσαρμοστεί το κεφάλι του Σειληνού. Πιο πολύ διακοσμητικό παρά λειτουργικό μοιάζει να είναι το πηνίο στον ώμο της μιας λαβής, ανάμνηση παλαιότερων προτύπων, στα οποία, όπως φαίνεται, εδώ θα αναρτούσαν κάποιο καπάκι.
Γι’ αυτές τις πανομοιότυπες μορφές των Σιληνών ο Μανόλης Ανδρόνικος (Βεργίνα, 1984,153) γράφει: «Δεν γνωρίζω άλλους Σιληνούς με τέτοια πυκνή κι αξεδιάλυτη κράση του ζωικού και του ανθρώπινου στοιχείου. Η σωκρατική εσωτερικότητα και ο ζωικός αισθησιασμός, ο στοχαστικός άντρας και η μόλις συγκρατημένη επιθυμία της σαρκικής ακολασίας, σπάνια μιλούν τόσο καθαρά, όσο με τα μάτια και τα χείλη των δύο αυτών Σιληνών-φιλοσόφων. Είναι πρόδηλο πως οι μορφές αυτές έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην κλασική παράδοση και δεν έχουν ταραχτεί από τα βίαια ρεύματα του νέου κόσμου που θα δημιουργήσει την καινούρια τέχνη, αυτήν που θα ονομαστεί Ελληνιστική».
Ασημένια αγγεία συμποσίου από τον τάφο του Αλέξανδρου Δ’
Κοντά στη πόρτα, στη ΒΑ γωνία του θαλάμου του τάφου, ήταν συγκεντρωμένα τα ασημένια αγγεία του συμποσίου: δύο κάδοι μέσα στους οποίους ανακάτευαν νερό και οίνο για να κάνουν κρασί, μια πολύ κομψή οινοχόη με χαρακτηριστικό για την εποχή σχήμα, τα ποτήρια, οι λιτοί κάνθαροι, οι κύλικες και οι πλούσια διακοσμημένοι κάλυκες με τα χαρακτηριστικά προσωπεία στον πυθμένα, το σουρωτήρι, η κουτάλα για την άντληση του κρασιού και δύο πολύ κομψά και σπάνια ασημένια μυροδοχεία, ενώ κάθε είδους πιάτα και μπολάκια, όπου σέρβιραν τις διάφορες λιχουδιές, βρέθηκαν πεσμένα μπροστά από την κλίνη, εκεί όπου ήταν το τραπέζι που τα είχαν ακουμπήσει.
Πολύτιμα και ιδιαίτερα κομψά όλα αυτά τα σκεύη μαρτυρούν μαζί με ολόκληρη την υπόλοιπη οικοσκευή τη διάθεση για εκζήτηση που θα χαρακτηρίσει ολόκληρη την ελληνιστική εποχή, υπολείπονται όμως σημαντικά ως προς το βάρος (άρα και την αξία), αλλά και ως προς την τελειότητα του φινιρίσματος, από εκείνα που βρέθηκαν στον τάφο του Φιλίππου Β’.
Στήλη Κλεωνύμου
Οι μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες εμφανίζονται στη νεκρόπολη των Αιγών ήδη τον 5ο π.Χ. αιώνα και μοιάζουν πολύ με αυτές που βρέθηκαν στην Αττική, στη Θεσσαλία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια ιδιαιτερότητα των επιτύμβιων στηλών των Αιγών είναι η προτίμηση στις γραπτές παραστάσεις που είναι πιο συχνές από τις ανάγλυφες. Αυτό αντικατοπτρίζει πιθανότητα μια γενικότερη τάση, που θα πρέπει να σχετίζεται με τη συνεχή παρουσία στην περιοχή σπουδαίων ζωγράφων που δουλεύουν για τη βασιλική οικογένεια. Στο τύμπανο του χαρακτηριστικού αετώματος απεικονίζεται μια φτερωτή γυναικεία μορφή, μια νεράιδα που βλασταίνει από τον κάλυκα ενός λουλουδιού, ένα μοτίβο τυπικό για την εποχή που το ξαναβρίσκουμε στις γωνίες του ψηφιδωτού του ανακτόρου.
Στην επιγραφή διαβάζουμε Κλεώνυμος Ακύλου, Άδυμος Κλεωνύμου, Πευκόλαος Αδύμου, Κρινώ Αδύμου, τα ονόματα των προσώπων που εμφανίζονται στη στήλη μέσα σ’ ένα πλαίσιο που θυμίζει στοά. Στα δεξιά καθισμένος είναι ο αρχηγός της οικογένειας ο Κλεώνυμος. Μπροστά του ο γιος του, ο Άδυμος, σφίγγει το χέρι του πατέρα του σε έναν συγκινητικό χαιρετισμό, ενώ ο Πευκόλαος, ένα μικρό παιδάκι, παίζει με το αγαπημένο του κουτάβι. Όρθια πίσω από τον πεθερό της η Κρινώ απλώνει τρυφερά το χέρι προς το μέρος του άντρα της. Ο Κλεώνυμος που βρίσκεται στην τιμητική θέση πλαισιωμένος από τους αγαπημένους του, μοιάζει να είναι ο νεκρός, ωστόσο τοποθετημένη στον οικογενειακό τύμβο η στήλη αυτή θα σημαίνει τον τόπο όπου θα θαφτούν όλοι όταν έρθει η ώρα τους.
Τα χρώματα σώζονται αρκετά καλά και μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις βαριές χλαμύδες, τους κοντούς χειριδωτούς χιτώνες και τις ψηλές μπότες των ανδρών, τη χαρακτηριστική ενδυμασία των Μακεδόνων, αλλά και να εκτιμήσουμε την ικανότητα του τεχνίτη, που έχει αφομοιώσει σε σημαντικό βαθμό τα διδάγματα της μεγάλης ζωγραφικής της εποχής του. Έτσι μπορεί να αναμειγνύει με επιδεξιότητα τα βασικά χρώματα της παλέτας του για να πλάσει πειστικά τις μορφές και να χρησιμοποιεί με συνέπεια το φως που πέφτει από τα δεξιά για να αποδώσει με φωτοσκίαση τους όγκους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου, αν και δεν ελέγχει απόλυτα την προοπτική.