Βασίλης Δημ. Χασιώτης: Μια προσπάθεια σύνοψης των κυριότερων «θεωρημάτων» της μνημονιακής προπαγάνδας, των ορίων της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και μερικά συναφή ζητήματα…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

χασιωτης Στο παρόν άρθρο, προτίθεμαι να κάνω μερικές τοποθετήσεις, υπό μορφή «ανακεφαλαίωσης» ορισμένων βασικών μνημονιακών επιχειρημάτων, σε επιλεγμένα θέματα, τα οποία τον τελευταίο καιρό, φαίνεται να βρίσκονται -πάλι- στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων της -ελληνικής- κοινής γνώμης. Αυτό το «πάλι» εννοεί φυσικά, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε θέματα που απλά επανέρχονται προσκήνιο λόγω κάποιων συγκυριών, όπως είναι βέβαιο, άλλα θέματα που εδώ δεν θίγονται, ως ευρισκόμενα προσωρινά σε ένα είδος «επικοινωνιακής αγρανάπαυσης», την κατάλληλη στιγμή κι αυτά θα έχουν την «τιμητική» τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ή των θεμάτων στα δελτία ειδήσεων στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, υποβιβάζοντας με τη σειρά τους, το ίδιο εν τούτοις προσωρινά το ενδιαφέρον των νυν «επίκαιρων» θεμάτων, παρά τη διαχρονικότητα και των μεν και των δε.

Ειδικότερα, επέλεξα να εστιάσω στα παρακάτω θέματα :

  1. Η λάθος γοητεία του λάθους συντηρητισμού και μια σημείωση για τον «ανένδοτο αγώνα» της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της «εθνικής συνεννόησης»

  2. Και αν το Βερολίνο προτιμά τον Τσίπρα από τον Σαμαρά;

  3. Η αποκατάσταση της αδικίας «εδώ και τώρα» ως λαϊκισμός

  4. Ο ύποπτος ρόλος κάποιων δήθεν «αντιμνημονιακών» δημοσιογράφων

  5. Το «γενικό» ή «υπέρτερο συμφέρον» στις δικαστικές αποφάσεις

  6. Τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας και η διαμόρφωση της μετεκλογικής «δεδηλωμένης»

  7. Η επικείμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογολογία των ημερών και το επιχείρημα ότι πρέπει να εξαντλείται η θητεία μιας κυβέρνησης

  8. Η θεσμική ατιμωρησία, ο «λαϊκισμός» του αιτήματος για την εφαρμογή του Δικαίου και η επαναφορά του αιτήματος η δικαστική εξουσία να μη διορίζεται από τη κυβέρνηση

  9. Το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα του παπαγάλου : «πού θα βρείτε τα λεφτά»

  10. Το επιχείρημα του μικρού Κράτους και η υποκρισία της δήθεν αναδιάρθρωσής του

  11. Το δόγμα της υποταγής στην υπέρτερη δύναμη και το ζήτημα της διαγραφής του χρέους

  12. Η βιομηχανία ενοχοποίησης ενός λαού για να σωθεί ένα διαφθαρμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα : από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» στον «καταναλωτισμό» των Ελλήνων

  13. Πολιτικός κυνισμός : το ανώτατο στάδιο της πολιτικής παρακμής και η λοιδορία του «κακομαθημένου» Έλληνα

Η λάθος γοητεία του λάθους συντηρητισμού και μια σημείωση για τον «ανένδοτο αγώνα» της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της «εθνικής συνεννόησης»…

Θ’ αρχίσω την αναφορά μου στα ζητήματα που θέτει ο ίδιος ο τίτλος του άρθρου, με τις πολιτικές δυνάμεις του αντιμνημονιακού μπλοκ, εστιάζοντας όπως είναι εύλογο στην αξιωματική αντιπολίτευση, την εν αναμονή, την εν δυνάμει αυριανή κυβέρνηση. Υπό μια έννοια, θεωρώ το ίδιο κρίσιμο και το τι μπορεί (ως ενδεχόμενο) να μας επιφυλάσσει μια αυριανή αντιμνημονιακή κυβέρνηση.

Παρατηρώ λοιπόν, για να μπω κατ’ ευθείαν στο «θέμα», ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, ιδίως μετά τις εκλογές του 2012, γίνεται όλο και περισσότερο μετριοπαθής («ποιο υπεύθυνη» όπως άλλοι, που ταυτίζουν την «μετριοπάθεια» με την «υπευθυνότητα», σημείωσαν) σε ό,τι αφορά τις εξαγγελίες της για τις αποκαταστάσεις των αδικιών που η μνημονιακή πολιτική προκάλεσε σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, συνολικά δε, στον μικρομεσαίο κοινωνικό και παραγωγικό ιστό της χώρας. Η πολιτικής της μετριοπάθειας, όμως, δεν αποτελεί εξ ορισμού ούτε αρετή ούτε και κάτι το αρνητικό. Εξαρτάται και από άλλα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν και καθορίζουν το περιεχόμενο της «στρατηγικής» της.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την πάγια αμφισβήτηση των πολιτικών του αντιπάλων που συνοψίζεται στο επιχείρημα «πού θα βρείτε θα λεφτά», ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ εξήγγελλε πρόσφατα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματός του, το οποίο, ανεξάρτητα από την επίθεση που δέχτηκε και πάλι από τους πολιτικούς του αντιπάλους, με το ερώτημα -πάλι- «πού θα βρείτε τα λεφτά;» να πρυτανεύει, εν τούτοις, θεωρώ ότι στο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το πρόγραμμα αυτό αξιολογήθηκε («θετικά») ως «συντηρητικό», σε βαθμό ίσως, που να δημιουργεί και υποψίες -σε κάποιο τουλάχιστο βαθμό- υπερ-χαλάρωσης αν όχι σοβαρής μεταστροφής των αρχικών θέσεων του κόμματος αυτού -π.χ., αν όντως τα μνημόνια θα καταργηθούν με ένα νόμο και ένα άρθρο, αν οι μισθοί και συντάξεις αποκατασταθούν στα προ κρίσης επίπεδα, σταδιακά μεν αλλά σε βάθος ολίγων χρόνων και όχι ολίγων γενεών, (πάνω σ’ αυτό θα πούμε περισσότερα παρακάτω), αν τα «κλεμμένα» θα επιστραφούν, κ.λπ. Εν τούτοις, αυτή η «συντηρητικότητα», με τους αυστηρούς όρους μιας κομματικής στρατηγικής προσέγγισης των συντηρητικών ψηφοφόρων, των οποίων η ψήφος είναι αναγκαία προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν την θεωρώ καθόλου λάθος, όχι απλώς κομματικά μα και πολιτικά, πόσο μάλλον δεν συνιστά ψόγο. Ένα οποιοδήποτε κόμμα το οποίο διεκδικεί την εξουσία, το να υποστηρίζει ότι βασίζομαι στον σκληρό -και πιστό- πυρήνα της πολιτικής μου επιρροής, και δεν πρόκειται να κάνω τίποτα για να προσεγγίσω και ψηφοφόρους που σήμερα έχουν άλλες κομματικές επιλογές, ένα τέτοιο κόμμα, απλά δεν είναι κόμμα : μπορεί να είναι ένας όμιλος προβληματισμού, ένα think tank, ένας σύλλογος, μια πολιτική οργάνωση διαμαρτυρίας ενδεχομένως, αλλά ίσαμε εκεί. Επομένως, στρατηγικές διείσδυσης και προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων, δεν είναι κατακριτέες, εφόσον δεν οδηγούν σε πολιτικές υφαρπαγής ψήφων και της ουσιαστικής εξαπάτησης των ψηφοφόρων.

Μάλιστα, διαβλέπω και μια τάση να μιλά η αξιωματική αντιπολίτευση πιο «τεχνοκρατικά», (αν δεν με απατώμαι, ο κ. Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στην παραπάνω ομιλία του και στο «οικονομετρικό» μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο στηρίζει -επιστημονικά- τις οικονομικές εξαγγελίες του κόμματος αυτού), τη γλώσσα δηλαδή των τεχνοκρατών, που μιλούν πολύ μέσω των μαθηματικοποιημένων μοντέλων τους πασχίζοντας να αποτυπώσουν, ερμηνεύσουν και προβλέψουν τις μελλοντικές εξελίξεις της ΜΕΤΡΗΣΙΜΗΣ «πραγματικότητας ως περιεχόμενο, δυναμική και ως τάση, μια γλώσσα, που έχει να δείξει περισσότερες θεαματικές και οδυνηρές για τις κοινωνίες και οικονομίες αποτυχίες παρά επιτυχίες οσάκις αποτελούσαν και το περιεχόμενο εφαρμοσμένων πολιτικών. Μια γλώσσα «επικοινωνίας μέσω αριθμών» -σε βαθμό που η παράμετρος και διάσταση «άνθρωπος» να παραμερίζεται ή και να αγνοείται εντελώς- μεταξύ λίγων ειδικών, που πάντα ελπίζουν ότι τουλάχιστον αν δεν πρόκειται να πέσουν πολύ μέσα στη πραγματικότητα, εν τούτοις θα «καταπλήξουν τα πλήθη» με την επιστημονική επιτήδευση των επιχειρημάτων τους, εξαργυρώνοντας τα όποια κατά κανόνα βραχυπρόθεσμα οφέλη, επιστημονικά ή άλλα, για τους ίδιους αλλά και ενίοτε για τους όποιους εργοδότες τους. Μια τέτοια «τεχνοκρατική» μεταμόρφωση θα ήταν μακροπρόθεσμα -αλλά στη προκειμένη περίπτωση- και βραχυπρόθεσμα καταστροφική για τα ίδια τα πολιτικά και κομματικά συμφέροντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν δηλαδή, αντικαθιστούσε τον πηγαίο λαϊκό και κοινωνικό λόγο ως το θεμελιώδες μέσο επικοινωνίας με το λαό, και έπεφτε στη παγίδα του ψυχρού τεχνοκρατικού λόγο, με την τόσο αμφισβητούμενη ακόμα και στο επίπεδο αυτό αξιοπιστία του, ακόμα και στο καθαρά επιστημονικό επίπεδο. Τα τεχνοκρατικά «μοντέλα», φυσικά και έχουν την σημασία και τη σπουδαιότητά τους, αλλά, μέχρι του σημείου εκείνου που δεν αρχίζουν να θέτουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες στην υπηρεσία των υποθέσεών τους, συχνά, συχνότατα ιδεοληπτικών. Τα τεχνοκρατικά μοντέλα, υπηρετούν τη κοινωνία όταν θέτουν υποθέσεις που αντικατοπτρίζουν κοινωνικές και δημοκρατικές ευαισθησίες, και επομένως, με αυτά τα δεδομένα και με άλλα σαν αυτά, επιχειρούν να «μεγιστοποιήσουν», «ελαχιστοποιήσουν», «βελτιστοποιήσουν», «εξισορροπήσουν» , ό,τι πρέπει ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ να «μεγιστοποιηθεί», «ελαχιστοποιηθεί», «βελτιστοποιηθεί», «εξισορροπήσει». Όπως συχνά έχω υποστηρίξει σα παλαιότερα άρθρα μου, δεν είναι δυνατόν η πολιτική να καθοδηγείται από την κοινωνικά και πολιτικά ανομιμοποίητη τεχνοκρατία, πράγμα που σε ευρωπαϊκό μα και εθνικά επίπεδα έχουμε δει να πληρώνεται από τους λαούς ακριβά.

Αυτό που μπορεί, επίσης, να αποδειχτεί λάθος και μάλιστα εξίσου μοιραίο για την πολιτική και κομματική επιβίωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την θέση πλέον την αυριανής κυβέρνησης, είναι το ενδεχόμενο της παρερμηνείας γιατί ο κόσμος που δεν ανήκει στην κομματική της βάση και κυρίως δεν αποδέχεται την αριστερή της ιδεολογία, ακολουθεί το κόμμα αυτό. Για να το πω διαφορετικά, σ’ αντίθεση με τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την πολυτέλεια και ούτε την αντικειμενική δυνατότητα -όσο θα εκκρεμεί η «κεφαλαιοποίηση» της εκλογικής του πελατείας, κάτι που θα απαιτήσει βάθος χρόνου-, να επιχειρήσει να γίνει -όμοιας «κοπής» με τον προηγούμενο- Βεζίρης στη θέση του Βεζίρη, διότι η όποια εκλογική επιτυχία του -και παραμονή στην εξουσία- θα είναι σύντομη, δραματικά σύντομη, και η «ολική επαναφορά» στη προηγούμενη εκλογική του δύναμη επίσης σύντομη και κομματικά οδυνηρή, αν ο κόσμος που τον ακολούθησε και τον έφερε («θα τον φέρει» : χρησιμοποιούμε εδώ ένα σενάριο, όπως είναι φανερό) θεωρήσει ότι «εξαπατήθηκε» ή «προδόθηκε», ή απλώς, «απογοητεύτηκε». Το να δούμε μια επιστροφή «στα παλιά», δηλαδή στην αναγέννηση του παλαιοκομματισμού από τη τέφρα του, έπειτα από τη κατάρρευση μιας αντιμνημονιακής -και ιδίως Αριστερής κυβέρνησης- με αυτή τη «παλιά τάξη πραγμάτων» να επανεδραιώνεται για πάρα πολύ ακόμα καιρό, είναι τόσο πιθανό, όσο και το να δούμε να εδραιώνεται επίσης για πάρα πολύ καιρό στην εξουσία αυτή η νέα κυβέρνηση της Αριστεράς, αν δεν απογοητεύσει τον κόσμο που θα την ακολουθήσει στην πορεία της προς την εξουσία, όταν την καταλάβει.

Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως είναι φυσικό, η αντιπολίτευση -συνολικά- αξιολογείται από το λαό, όμως πάντα το περιεχόμενο, η μέθοδος και στρατηγική της όποιας αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει ένα μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο κόσμο.

Κι εδώ, δεν είναι λίγοι εκείνοι, που, με εξαίρεση την περίοδο των «αγανακτισμένων» που είχαν αφεθεί κυριολεκτικώς στη μοίρα τους, χωρίς πολιτική και κομματική ακόμα κάλυψη, πιστεύουν ότι κατ’ ουσίαν πέραν του καταγγελτικού λόγου, η αντιπολίτευση, ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν αντιδρά παρά στη λογική του «καναπέ» ή κάποιων σποραδικών συγκεντρώσεων, ας μου συγχωρηθεί να πω αυτό που διαπιστώνω : χωρίς «νεύρο» και «πάθος», και, φυσικά, πολύ απέχει από το να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στον διακηρυγμένο επίσης από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης «ανένδοτο αγώνα». Επειδή κι εγώ έχω αναφερθεί σε παλαιότερα άρθρα μου στην ανάγκη ενός ανένδοτου αγώνα κατά των Μνημονίων, ίσως πολύ ενωρίτερα πριν διακηρυχθεί από την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, δεν θεωρώ ότι στερείται σημασίας να υπενθυμίσω γι’ ακόμα μια φορά, ότι ο «ανένδοτος αγώνας» στην «κλασική» -και ορθή- του εκδοχή, δηλαδή όταν ως στρατηγική και μέθοδος αντίδρασης είχε προταθεί και κυρίως υλοποιηθεί από τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου, ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης που συγχρόνιζε τη συνέπεια λόγων και έργων. Τι είχε κάνει τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου; Πολύ απλά, εφόσον κατάγγελλε ως μη νομιμοποιημένη τη σύνθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή, δεν συμμετείχε των εργασιών της και δεύτερο, δεν έκατσε σε κανένα καναπέ, ούτε κάλεσε τον κόσμο σε αντίδραση τύπου καναπέ, μα ο αγώνας δόθηκε στον δρόμο, εκεί όπου δίνονται όλοι οι αγώνες, από καταβολής της ιδρύσεως των κοινωνιών και διεκδίκησης των λαών για ένα καλύτερο αύριο.

Η εντύπωση που δίνεται σε κάποιους, είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση περιμένει να πέσει η κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο, πράγμα που φυσικά αξιολογείται όχι και τόσο θετικά, για να μη πω καθόλου θετικά. Είναι άλλο πράγμα να «κατακτάς» με επιχειρήματα και με δημοκρατικούς αγώνες την κυβέρνηση και άλλο πράγμα να σε εγκαθιστά σ’ αυτή το ρεύμα της διαμαρτυρίας από μόνο του χωρίς ουσιαστικά να δώσεις κανένα σοβαρό αγώνα γι’ αυτό, σε μια εποχή ιδίως, που η έλλειψη του αγώνα προβληματίζει και εκνευρίζει ακόμα και εκείνη τη μερίδα του λαού, που υποστηρίζει με τη ψήφο της τις κυβερνήσεις των μνημονίων, πόσο μάλλον τους οπαδούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και βεβαίως, η οργή, δεν αφήνει απ’ έξω εκείνα τα κοινοβουλευτικά κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, τα οποία πότε με την μια δικαιολογία, πότε με την άλλη, διασπούν το αναγκαίο αρραγές μέτωπο που θα έπρεπε να υπάρχει εναντίον μιας πολιτικής που όλα αυτά τα κόμματα παρά ταύτα καταγγέλλουν τουλάχιστον ως άδικη και ανάλγητη όταν δεν την κατακεραυνώνουν ως αντισυνταγματική. Ας μη ξεχνάμε, ότι ο κόσμος κάποια στιγμή, όπως αναμένεται, θα δώσει την εντολή διακυβέρνησης σε νέες πολιτικές δυνάμεις, «νέες» όμως μονάχα ως προς το ότι για πρώτη φορά διεκδικούν την εξουσία. Όχι αναγκαίως νέες στο πολιτικό σκηνικό.

Επομένως, η όποια επιλογή γίνεται, ας μην αυταπατάται κανείς, στα πλαίσια της τιμωρητικής ψήφου, η αντιπολίτευση, ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση και όχι μόνο, θα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να κεφαλαιοποιήσει τα όποια εκλογικά οφέλη, ένα εγχείρημα καθόλου εξασφαλισμένο ως προς την έκβασή του.

Αυτή όμως η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών κοινοβουλευτικών ιδίως κομμάτων, τρεχόντως βρίσκει την έκφρασή του στο ζήτημα της «εθνικής συνεννόησης» σε ότι αφορά στην επικείμενη διαπραγμάτευση του χρέους, μεταξύ όλων πια των κοινοβουλευτικών δυνάμεων της χώρας, τόσο του μνημονιακού (σημερινού κυβερνητικού) μπλοκ όσο και του αντιμνημονιακού, τουλάχιστον στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης του χρέους -αν δηλαδή θα επιμηκυνθεί, θα διαγραφεί και πόσο, κ.λπ. «Όλοι μαζί» λένε αρκετοί, κοινοβουλευτικοί μα και δημοσιογράφοι, πολιτικοί σχολιαστές, ο κόσμος ο ίδιος.

Χρειάζεται όμως να δούμε από πιο κοντά αυτό το «όλοι μαζί».

Το «όλοι μαζί», που «εξηγείται» πολύ εύκολα, οδηγεί στο ερώτημα: «σε τι πράγμα όλοι μαζί;» που δεν «εξηγείται» το ίδιο εύκολα. «Όλοι μαζί», σε ένα «εθνικά ομόψυχο μεγάλο ΝΑΙ σε όλα;» ή σε ένα «εθνικά ομόψυχο μεγάλο ΟΧΙ σε όλα;» ή «να πούμε ΝΑΙ εκεί που πρέπει και ΟΧΙ εκεί που επίσης πρέπει»; Οι δύο πρώτες εκδοχές, είναι φανερό ότι αμέσως θα οδηγήσουν σε ένα επίσης μεγαλειώδες «ευχαριστώ δεν θα πάρω», ανάλογα με την ποια «ακραία» εκδοχή έχουμε να κάνουμε («Ναι» ή «Όχι σε όλα»). Μια τέτοια απάντηση, απλά δηλώνει το ότι θέλεις να φύγεις μια ώρα νωρίτερα από τη συζήτηση, να μην κάνεις καμία συζήτηση. Όχι ότι μπορεί να μην υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος ορθώς αξιώνει «ναι» ή «όχι σε όλα», απλά, αυτό το δηλώνεις και δεν προσέρχεσαι σε καμιά συζήτηση για το σκοπό αυτό, μα προσέρχεσαι για να δηλώσεις της διακηρυγμένη σου θέση, να την υποστηρίξεις όσο και αν γνωρίζεις ότι θα είσαι ίσως μόνος, αλλά, τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω. Σίγουρα, αν είναι να γίνει συζήτηση για το χρέος, θα γίνει στα πλαίσια της τρίτης εκδοχής («ΝΑΙ εκεί που πρέπει και ΟΧΙ εκεί που επίσης πρέπει»), αφού αυτή και μόνο θα οδηγούσε στη δυνατότητα «σύνθεσης». Αλλά κι εδώ, η λεπτομέρεια του «πού πρέπει και πού δεν πρέπει να πούμε ναι ή όχι», δεν είναι καν λεπτομέρεια : είναι το βασικότερο σημείο που θα οδηγήσει σε πολλές και μεγάλες διχογνωμίες με αβέβαιη την τελική σύνθεση που αποτελεί και την raison d’être του όλου εγχειρήματος. Διότι η οποιαδήποτε σύνθεση δεν θα θεμελιωθεί παρά στη βάση αμοιβαίων υποχωρήσεων από προηγούμενες -όσο και ενδεχομένως- «αδιαπραγμάτευτες» θέσεις των κομμάτων, κι εδώ, εξόν από το εθνικό συμφέρον, παίζεται και το πολιτικό όσο και κομματικό μέλλον των ίδιων των κομμάτων, το οποίο δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί να τεθεί υπό διακινδύνευση, μάλιστα δε από τους ίδιους τους φορείς τους και τις ηγεσίες τους. Και ακόμα χειρότερα : τι θα συμβεί αν ο ίδιος ο λαός δεν πεισθεί ότι ο «συμβιβασμός» των πολιτικών ηγεσιών του τόπου στην ουσία δεν εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του, ότι υπήρξε «ύποπτη» (τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο) συναλλαγή, και το χειρότερο, θεωρήσει ότι του προσφέρονται ασπιρίνες στα τωρινά δεινά του, και πόσο ορατό είναι σ’ αυτή τη περίπτωση να έχουμε ένα «ατύχημα» τέτοιας έκτασης ώστε να εκτοξεύεται στα ύψη η δύναμη ακραίων πολιτικών και κομματικών σχηματισμών, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστούν όχι απλά σημαντικοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού μα εκ των πρωταγωνιστών του, τη στιγμή μάλιστα που έχεις αυτές τις ακραίες πολιτικές εκφάνσεις «εντός» των κοινοβουλευτικών τειχών;

Παρ’ όλα αυτά, το αίτημα οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου να συνομιλούν μεταξύ τους, και η κυβέρνηση να ενημερώνει τη Βουλή και τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων, αυτό καθαυτό, υπερβαίνει το ζήτημα της «ομοφωνίας». Από μόνο του, είναι κάτι το θετικό, ακόμα και στο σημειολογικό επίπεδο.

Επειδή δε είναι γνωστό ότι υπάρχουν κόκκινες γραμμές στο θέμα της διαχείρισης του χρέους και από εδώ και από εκεί, η δική  μου άποψη είναι τούτη : το κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα να εκθέσει την πρότασή του επί του θέματος, και τη τελική απόφαση ας τη δώσει ο λαός ΜΕ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Μάλιστα δε, θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο το ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ, ακόμα και στην απίθανη εκείνη περίπτωση που θα υπήρχε συμφωνία μεταξύ των αρχηγών τουλάχιστον των κομμάτων εκείνων που εκφράζουν τη συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Και αν το Βερολίνο προτιμά τον Τσίπρα από τον Σαμαρά;

Ένα από τα «όπλα» της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το επιχείρημα, ότι ο Σαμαράς είναι ο «αποδεκτός» συνομιλητής των «εταίρων» μας, και το τι σημαίνει στην τρέχουσα Ευρώπη «εταίρος», σημαίνει «Βερολίνο», σημαίνει, Μέρκελ, διότι απλά η Μέρκελ είναι η καγκελάριος της Γερμανίας, ενώ το κατά πόσον το να είσαι «αποδεκτός» από το Βερολίνο είναι στις μέρες μας και το πλέον «ακαταμάχητο» πολιτικό επιχείρημα αυτό επαφίεται στην ερμηνεία του καθενός. Από την άλλη το πόσο αυτό το επιχείρημα ευνοεί μακροπρόθεσμα (αλλά και βραχυπρόθεσμα) πολιτικά αυτόν που το επικαλείται ή ουσιαστικά λειτουργεί εναντίον του, κι αυτό επαφίεται στην ερμηνεία του καθενός. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, περίπου προπαγανδίστηκαν από τους ντόπιους και ευρωπαίους πολιτικούς τους αντιπάλους περίπου ως η προσωποποίηση της Κόλασης. Στις εκλογές του 2012, το είδαμε τόσο στα όσα διαβάζαμε και ακούγαμε εδώ στην Ελλάδα, όσο και στα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης : η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα σήμαινε άδεια ράφια στα σούπερ μάρκετ, πράγμα που θα δημιουργούσε τεράστια ζητήματα επιβίωσης σε μια Κοινωνία των Φτωχών που ήταν ήδη από τότε πραγματικότητα, οι συνταξιούχοι δεν θα εύρισκαν να αγοράσουν το αγαπημένο τους γιαούρτι, οι νέοι θα έχαναν το φραπέ τους, θα βγαίναμε από το ευρώ πράγμα που θα ήταν δυσβάστακτο για τη κοινωνία των δύο περίπου εκατομμυρίων ανέργων -μισθωτών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών- χωρίς ευρώ στη τσέπη τους  και συνολικά  των έξι και πλέον εκατομμυρίων φτωχών που αγωνιούσαν ότι στο μέλλον δεν θα μπορούσαν να είχαν και πάλι καταθέσεις σε ευρώ όπως παλιά είχαν σε δραχμές, ο κόσμος δεν θα έχει φάρμακα όπως τα μνημόνια τόσο άνετα τους τα εξασφαλίζει…

Τότε, πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του κάπως έτσι να φάνταζαν. Η προσωποποίηση της Αποκάλυψης. Όμως, από τότε, πολλά άλλαξαν, και ίσως εξ αυτού του λόγου να προέρχεται και ο εμφανής πια όσο και εντεινόμενος – όσο πλησιάζουμε προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και επομένως στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών- εκνευρισμός  της σημερινής συγκυβέρνησης. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θεωρείται πια ο «Σατανάς», όπως ακριβώς η Αντώνης Σαμαράς δεν θεωρείται και η προσωποποίηση του «Θείου»! Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης «προβιβάστηκε» σε ένα συνηθισμένο «κοινό θνητό», αξιολογούμενος με μέτρα γήινα και ανθρώπινα και όχι με μέτρα υπερβατικά.

Παρ’ όλα αυτά, θέλω να ξεφύγω απ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης και να πάω γρήγορα εκεί που πράγματι θέλω να εστιάσω, που είναι τούτο το ερώτημα : «Κι αν το Βερολίνο ΠΡΟΤΙΜΑ τον Τσίπρα»;

Φυσικά, αυτό το ενδεχόμενο, ακόμα και ως ρητορική διατύπωση ή ως υπόθεση εργασίας και μόνο, ίσως, πριν επιφέρει πολιτικά εγκεφαλικά στο μνημονιακό μπλοκ, σίγουρα θα προκαλούσε ανάλογα εγκεφαλικά σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Εγώ όμως, το θέτω, περισσότερο και από μια υπόθεση εργασίας.

Πρώτα απ’ όλα, ας ξεκαθαρίσουμε τούτο : το να είσαι ΠΟΛΙΤΙΚΑ «αρεστός» σε κάποιον, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είσαι αποδεκτός επειδή ο ίδιος το επιδιώκεις ή επειδή η πολιτική σου είναι αρεστή στον άλλο που σε αποδέχεται.

Συνεπώς, μένει να δούμε, ΥΠΟ ΠΟΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ μπορεί το Βερολίνο να προτιμά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα στη κυβέρνηση, ακόμα κι αν όχι προσχηματικά, μα ουσιαστικά αποστρέφεται τα όσα η αξιωματική αντιπολίτευση εξαγγέλλει ως κυβερνητικό πρόγραμμα το οποίο δηλώνει ότι θα εφαρμόσει.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, απαιτεί να μη μας διαφεύγει, το ποια ΕΘΝΙΚΑ  συμφέροντα (δημόσια ή/και ιδιωτικά αδιάφορο εν προκειμένω) εξυπηρετούν οι δύο «εταίροι» : η Αθήνα και το Βερολίνο.

Η Αθήνα, ως έχουσα ΠΛΗΡΩΣ -μερικώς κατ’ άλλους- εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία στο Βερολίνο -για την οικονομία (αλλά και την ουσία) του πράγματος αναφερόμαστε μονάχα στο Βερολίνο- όχι απλά πασχίζει να περισώσει κάτι από αυτό που λέγεται «εθνικό συμφέρον», μα, δεν είναι και λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα μνημόνια και επομένως η θεμελιωμένη πάνω σ’ αυτά ΣΥΝΟΛΙΚΗ οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, πρωτίστως εξυπηρετεί ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ- και το «εθνικό συμφέρον» της χώρας να εξυπηρετείται εν είδη ελεημοσύνης από τυχόν «αδιάθετους» πόρους, που κι αυτών η διαχείριση εναπόκειται στο τι θα πουν οι δανειστές μας.

Το Βερολίνο από την άλλη, είναι μια μεγάλη χώρα, με μια οικονομία διεθνούς αν όχι παγκόσμιου βεληνεκούς, ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ, μια χώρα με έκδηλο και μη αποκρυπτόμενο το ενδιαφέρον της όχι απλά να έχει έναν κάποιο ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, μα ΤΟΝ ηγεμονικό ρόλο. Συνεπώς, την όποια στάση του το Βερολίνο απέναντι στην Αθήνα, την εξαρτά από πολύ περισσότερους παράγοντες απ’ ό,τι η Αθήνα εξαρτά τη δική της στάση απέναντι στο Βερολίνο. Οι παράμετροι  που το Βερολίνο αναμφίβολα λαμβάνει υπόψη του όταν «σχεδιάζει» ό,τι σχεδιάζει για την Ελλάδα, δεν επιλέγονται και δεν προσδιορίζονται ως περιεχόμενο με ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο τις σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου, και πολύ περισσότερο, δεν έχουν για το Βερολίνο αμιγή οικονομικό περιεχόμενο, ενώ για την Αθήνα, είναι σχεδόν μόνο οικονομικοί. Για το Βερολίνο, το ΕΘΝΙΚΟ του συμφέρον (δημόσιο ή/και ιδιωτικό, το επαναλαμβάνω, αδιάφορο εν προκειμένω) εκδηλώνεται ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ στο ευρωπαϊκό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο, εκδηλώνεται δε, και αυτό είναι ένα άλλο κρίσιμο χαρακτηριστικό του, ως ένα ηγεμονικό συμφέρον ΣΕ ΟΛΑ αυτά τα επίπεδα, μαζί με λίγους ακόμα παγκόσμιους παίκτες, όπως π.χ. η «παρέα» των G7 ή των G8 ή των G9.

Η πολιτική όμως ενός «πανευρωπαϊκού» παίκτη, πόσο μάλλον ενός παγκόσμιου παίκτη, είναι πολύ διαφορετική από τη πολιτική ενός πιο μικρού παίκτη, πόσο μάλλον μιας χώρας που τελεί υπό καθεστώς ουσιαστικής πτώχευσης.

Συνεπώς, για να κατανοήσει κανείς τη θέση της Γερμανίας έναντι των τρεχουσών εξελίξεων στη χώρα μας, είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να αναλύσει και κυρίως να μαντέψει το πώς βλέπει την Ελλάδα το Βερολίνο στα πλαίσια των ΠΑΝΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ του σχεδιασμών, που σημαίνει με τη σειρά του και το πώς βλέπει και τον ίδιο του τον εαυτό το Βερολίνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Μια προσέγγιση σε ζητήματα όπως τα παραπάνω, θα πρέπει να στηριχτεί σε μια ενδελεχή ανάλυση τόσο των ιστορικών δεδομένων της ευρωπαϊκής πορείας και αντίληψης της Γερμανίας, αλλά και του ιδιαίτερου ηγεμονικού της ρόλου στην Ευρώπη -κυρίως- μα και διεθνώς, όσο όμως και να «αποκωδικοποιήσει» το τρέχον ευρωπαϊκό και διεθνές «γίγνεσθαι», ώστε να εντοπισθούν οι εναλλακτικές που τίθενται υπόψη της γερμανικής κυβέρνησης.

Μια τέτοια ανάλυση στα πλαίσια αυτού του άρθρου είναι αδύνατη. Επομένως, για να «μαντέψουμε» κάποιες πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα που εδώ μας απασχολεί, και επομένως, να δούμε και αν έχει ουσία ή όχι ένα τέτοιο ερώτημα, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσω κάποιων ενδεικτικών υποθετικών σεναρίων, που ούτε κι αυτά μπορούν εδώ να εξαντληθούν ως τέτοια, αφού μπορούν να «αναπτυχθούν» ως σενάρια σε πλήθος τομέων : της οικονομίας, της κοινωνίας, των διεθνών σχέσεων, των ενεργειακών πόρων, κ.λπ.

Ας εστιάσουμε όμως όλως ενδεικτικά και χάριν παραδείγματος και μόνο, σε ένα δύο σενάριο σχετικά με το ευρώ ως ένα θέμα ειδικού ενδιαφέροντος ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ.

Π.χ., αν το Βερολίνο στα πλαίσια των πανευρωπαϊκών και παγκόσμιων σχεδιασμών του συμπλέει με την άποψη εκείνων των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και ηγεσιών που πιστεύουν ότι η Ελλάδα κακώς βρίσκεται στην ευρωζώνη ως μη πληρούσα τις αναγκαίες προϋποθέσεις, τις οίες δεν πληρούσε κατ’ ουσίαν ούτε όταν γίνονταν δεκτή στην ευρωζώνη, και όχι απλώς συμπλέει μα και διακαώς επιθυμεί να απαλλαγεί όχι μόνο από την Ελλάδα, μα από όλες τις χώρες -κυρίως του Νότου- που θεωρούνται «βαρίδια» στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, όπως αυτή την εννοεί το Βερολίνο, αν δεν θεωρούνται ένα «δυσβάστακτο βάρος» για τις οικονομικά «υγιείς και σοβαρές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, από δημοσιονομικής -πέραν της οικονομικής- απόψεως,  μεγεθών, διερωτώμαι γιατί το Βερολίνο θα ήταν -πάντα ατύπως βεβαίως- εναντίον της προοπτικής μιας ελληνικής κυβέρνησης που θεωρεί ότι θα διευκόλυνε τη ρήξη Αθήνας – Βερολίνου, μια ρήξη που ίσως του έδινε τη δυνατότητα να καταστήσει τα πράγματα τόσο τραγικά για την Αθήνα, ώστε να οδηγήσει αυτή η ρήξη στην έξοδο της χώρας μας από τη ζώνη του ευρώ, και κυρίως να ρίξει το ανάθεμα στην Αθήνα. Σ’ αυτή τη περίπτωση το Βερολίνο μάλλον θα ανησυχούσε αν η Αθήνα, μάλιστα υπό μια Αριστερή κυβέρνηση, «συνέκλινε» μάλλον προς τις μνημονιακές αντιλήψεις παρά να απέκλινε, στα πλαίσια ενός νέου mea culpa.

Άλλη εκδοχή, π.χ. θα μπορούσε να ήταν τούτη. Όπως είναι γνωστό, το ευρώ και η ευρωζώνη, ισχυρίζονται αρκετοί ότι δεν κινδυνεύει τόσο από τον «προβληματικό» ευρωπαϊκό Νότο, όσο από την ίδια τη Γερμανία, η οποία δεν κακοβλέπει μια προοπτική οι «σοβαρές»  χώρες του Βορρά να αποκτήσουν ένα αυτόνομο δικό τους «βηματισμό» -και ίσως και νόμισμα- και επομένως όποιος μπορεί βασιζόμενος στις δικές του και μόνο δυνάμεις να ακολουθήσει ας ακολουθήσει, όταν δεν κακοβλέπει ακόμα και μια επιστροφή στο μάρκο, χωρίς όμως να αφήνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που ενδεχομένως να την απελευθερώσει τελείως από τις πλέον «δαπανηρές» εκ των ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων και θα επιτρέψει στο Βερολίνο να διεκδικήσει πιο άνετα -και πιο κερδοφόρα για το ίδιο- τον ηγεμονικό του ρόλο. Σε μια τέτοια περίπτωση, και πάλι, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, θα ήταν στο Βερολίνο εξαιρετικά χρήσιμη η ύπαρξη τέτοιων ηγεσιών στις «απείθαρχες και κακομαθημένες» χώρες που θα του επέτρεπαν να δρομολογήσει τις προς αυτή την κατεύθυνση εξελίξεις, επικαλούμενη την ευθύνη άλλων, που καλό είναι για την ενότητα μα και της ισχύ της κυρίαρχης ιδεολογίας και των πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων που την εκφράζουν ο «κακός» που θα χρεωθεί μια τέτοια εξέλιξη να ανήκει και στον ιδεολογικό αντίποδα αυτής της ιδεολογίας. Και όσο περισσότεροι είναι οι πιθανοί υποψήφιοι για το ρόλο του «κακού», τόσο καλύτερα για το Βερολίνο, αρκεί να μην προσφέρονται τέτοιες δυνατότητες από τις «σοβαρές» χώρες του Βορρά.

Βεβαίως, κάποιος μπορεί να πει, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι «λογικό» να συμβεί, και ίσως να είναι πιο «λογικό» να υποθέσει κανείς ότι το Βερολίνο μάλλον προσδοκά παρά φοβάται -για τους λόγους που ανωτέρω ανέφερα- μια πιθανή κυβίστηση, ένα νέο mea culpa μιας αυριανής Αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, διότι κάτι τέτοιο μπορεί να μη συμφέρει τους εδώ ιδεολογικούς και κομματικούς συμμάχους του Βερολίνου, όμως, το Βερολίνο, χωρίς να κινδυνέψει να χάσει τους παλιούς του συμμάχους στη χώρα, απλά, θα προσθέσει έναν ακόμα, εδραιώνοντας έτσι τη παρουσία του στη χώρα μας, με προφανή πολιτικά, οικονομικά (δημόσια και ιδιωτικά) και γεωστρατηγικά οφέλη για τη Γερμανία.

Όμως, δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε άλλο. Νομίζω ότι έγινε αντιληπτό, ότι στην πολιτική, -και όχι μόνο βεβαίως-, δεν είναι πάντα εύκολο να καθορίζεις με ακρίβεια και σαφήνεια το πώς πρόκειται να εξελιχθεί το μέλλον. Όχι μόνο στην Ευρώπη μα και διεθνώς βλέπουμε πώς σχετικά γρήγορα μεταβάλλονται τα δεδομένα. Το Ιράν, π.χ., σχεδόν έπαψε να αναφέρεται ως μια χώρα που ανήκει στην «Αυτοκρατορία του Κακού», η Συρία που λίγο έλειψε να τη μετατρέψει η Δύση σε μια Λιβύη, είναι η ίδια η Δύση που άλλαξε στάση σύντομα απέναντί της, και δεν ξέρω τι στάση θα κρατήσει αύριο. Η Ρωσία που επί Γέλτσιν φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να αναστρέψει μια πορεία προς την εξαθλίωση πριν περάσουν κάποιες δεκαετίες, σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέκαμψε επί Πούτιν.

Την ίδια στιγμή, σε ένα παιχνίδι σχέσεων μεταξύ δυο κυβερνήσεων, δεν σχεδιάζει μόνο η μια αλλά και η άλλη, εκτός αν έχουμε την περίπτωση κυβέρνησης να κυβερνά χωρίς σχέδιο σ’ αυτό το επίπεδο, πράγμα δύσκολο να παραδεχτεί κάποιος τέτοιο μέγεθος ερασιτεχνισμού και ανευθυνότητας. Συνεπώς, στα δύο υποθετικά σενάρια που παρουσιάστηκαν, μπορούν να αντιταχθούν «στρατηγικές αντιμετώπισής τους», αλλά δεν θα προχωρήσουμε στο θέμα αυτό παραπέρα, διότι το ερώτημα που προκάλεσε τη σχετική μας τοποθέτηση στο τμήμα αυτού του παρόντος άρθρου, δεν έχει να κάνει με την ανάπτυξη ενός πλήρους «επιχειρησιακού σχεδίου» αναφορικά τις πιθανές εκδοχές που παρουσιάζονται, μα να τεθεί προς συζήτηση το αν υπάρχει ή όντως το ενδεχόμενο η ερώτηση «αν το Βερολίνο τελικά ίσως να προτιμά τον Τσίπρα», μπορεί να έχει ή όχι κάποια λογική βάση.

Η αποκατάσταση των αδικιών «εδώ και τώρα» ως λαϊκισμός…

Ας μου επιτραπεί όμως να σημειώσω κάποια πράγματα αναφορικά με το θέμα της αποκατάστασης των αδικιών που έγιναν στα ΣΥΝΗΘΗ ΥΠΟΖΥΓΙΑ της χώρας αυτής, που εργολαβικά ανέλαβαν στη περίοδο της κρίσης τα όποια βάρη επέβαλαν στη κοινωνία τα Μνημόνια.

Ένα σημείο που θέλω να τονίσω, είναι ότι θεωρώ εξίσου άθλια με τα ίδια τα Μνημόνια εκείνη την επιχειρηματολογία που λέει ότι το Κράτος, η πολιτική εξουσία, που με θαυμαστή ταχύτητα και αποφασιστικότητα έγδαρε εν ονόματι του κατά την μνημονιακή αντίληψη «γενικού» ή «υπέρτερου» συμφέροντος εκατομμύρια πολιτών της χώρας αυτής, κατά προτίμηση δε , την μικρομεσαία αστική τάξη, σχεδόν στο σύνολό της, εν τούτοις, ενώ την αδικία μπορεί και την διαπράττει εντός ολίγων εικοσιτετραώρων, όσο χρειάζεται δηλαδή για να ακολουθηθούν οι τυπικές διαδικασίες της ψήφισης των σχετικών νόμων, αυτό το ίδιο Κράτος, αυτή η ίδια πολιτική εξουσία, μας λέει ότι η αποκατάσταση αυτών των αδικιών, δεν μπορεί να γίνει σύντομα μα σε βάθος χρόνου. Στο 2009 ή το 2010 δεν μπορούμε λένε κάποιοι να επανέλθουμε παρά μετά από πάρα πολλά χρόνια, μερικοί δε, αντικατέστησαν το μέτρημα το βάθους του χρονικού ορίζοντα και αντί για χρόνια χρησιμοποιούν το «μέτρο» των γενεών.

Αυτό το επιχείρημα της «δυσκολίας» της σύντομης ΠΛΗΡΟΥΣ αποκατάστασης όλων αδικιών που έγιναν στη μικρομεσαία τάξη, που σημειωτέον δεν έχει να κάνουν μόνο με τα εισοδήματα των αδικηθέντων ΣΥΝΗΘΩΝ ΥΠΟΖΥΓΙΩΝ, μα και με άλλα πράγματα που συνδέονται είτε άμεσα με αυτούς, όπως π.χ. τη λεηλασία -πες κλοπή- των ασφαλιστικών τους Ταμείων, είτε έμμεσα, όπως είναι π.χ. η πάταξη κυρίως της μεγαλοφοροδιαφυγής και μεγαλοεισφοροδιαφυγής (και ταυτόχρονα της κάθε είδους φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής), της μεγαλοδιαπλοκής, των διαπραχθεισών λεηλασιών του εθνικού πλούτου και εισοδήματος, κ.λ.π. είναι εν τέλει, ένα άθλιο επιχείρημα. Πόσους αιώνες χρειάζεται μια κυβέρνηση να «βάλει χέρι» εκεί που είναι συγκεντρωμένος ο μεγάλος πλούτος νόμιμος ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ, ώστε επιτέλους, κάποια στιγμή, ν’ αποκτήσει περιεχόμενο και νόημα η συνταγματική επιταγή να συνεισφέρουν ΟΛΟΙ ΑΚΡΙΤΩΣ στα κοινά βάρη αναλόγως των δυνατοτήτων τους; Κι αυτή η αναφορά στους «αιώνες», δεν είναι σχηματική. Ομιλώ κυριολεκτικά, εφόσον έχω κατά νου μου τον συνολικό βίο του ελληνικού Κράτους μας.

Η παραπομπή σε «βάθος χρόνου» του ζητήματος της αποκατάστασης των αδικιών σε βάρος των ΣΥΝΗΘΩΝ ΥΠΟΖΥΓΙΩΝ, είναι, από όποιον προβάλλεται, καθαρή υπεκφυγή. Πιστεύω πως ό,τι δεν γίνεται στην αρχή, όταν τα «αίματα είναι ακόμα ζεστά», έχει ολοένα και λιγότερες πιθανότητες να γίνει αργότερα, πόσο μάλλον πολύ αργότερα, όταν θα έχει «κρυώσει» η όποια διάθεση και ορμή. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που για πρώτη φορά ανέρχονται στην εξουσία. Ακριβώς όπως η Αθλιότητα χρησιμοποίησε εναντίον της μικρομεσαίας τάξης την οποία εξ αρχής στόχευσε, τη στρατηγική του «κεραυνοβόλου πολέμου» που υπόσχεται τη σίγουρη εγκαθίδρυση του «σοκ και δέους», ο εχθρός της Αθλιότητας, δικαιούται κι αυτός να χρησιμοποιήσει την πιο αποτελεσματική άμυνα εναντίον της στρατηγικής αυτής του «σοκ και δέους» και να απαιτήσει μάλιστα εμπροσθοβαρώς, δηλαδή εδώ και τώρα, την επιστροφή όσων εκλάπησαν (μέσω π.χ. της μεγαλοφοροδιαφυγής, των μιζών, των περικοπών μισθών και συντάξεων, της λεηλασίας των Ταμείων κ.λπ.), από όσους διέπραξαν τις αδικίες και βεβαίως από όσους εισέπραξαν τα «κλοπιμαία».

Ο ύποπτος ρόλος κάποιων δήθεν «αντιμνημονιακών» δημοσιογράφων

Χρίζει επίσης κάποιας τοποθέτησης ο ρόλος κάποιων δημοσιογράφων που εμφανίζονται ως «αντιμνημονιακοί», εκείνων των δημοσιογράφων που αφού κατακεραυνώσουν σχεδόν με πάθος τον «άδικο» χαρακτήρα και το «άδικο» περιεχόμενο των Μνημονίων, ακολούθως, με το ίδιο πάθος σπεύδουν να κατακεραυνώσουν και οποιαδήποτε πρόταση για την απαλλαγή από τα μνημόνια, υιοθετώντας κατά βάση τα ίδια επιχειρήματα της μνημονιακής προπαγάνδας του τύπου «πού θα βρείτε τα λεφτά», ενώ, ομοίως λοιδορούν όπως η μνημονιακή προπαγάνδα κάθε πρόταση που υποδεικνύει τον αγώνα και το σθένος στη διεκδίκηση ενός άλλου προγράμματος, προεξοφλώντας την ήττα μπρος στον «δυνατότερο» αντίπαλο. Ξεκινούν συνήθως με ένα «ναι» σε ό,τι αφορά τη κριτική εναντίον των Μνημονίων, όχι δε σπάνια, γίνονται και αντιμνημονιακότεροι του πιο «φανατικού» αντιμνημονιακού κοινοβουλευτικού άνδρα ή γυναίκας, όμως, στη πορεία, αφού προσθέσουν στο «ναι», ένα «μεν αλλά», καταλήγουν να αμφισβητούν την δυνατότητα απαλλαγής από τα Μνημόνια επικαλούμενοι τα ίδια τα μνημονιακά επιχειρήματα, σαν αυτά που αναφέρονται παραπάνω, έτσι ώστε, στον μέσο τηλεθεατή ή αναγνώστη ή ακροατή τους, (ανάλογα σε ποιο μέσο τους παρακολουθείς), να παραμένει η αμφιβολία για το αν είναι «ρεαλιστικό» τελικά, να προσπαθείς να τα βάλεις με τους «ισχυρούς», την υποταγή των οποίων υποδεικνύει ο μνημονιακός «ρεαλισμός», ή για το αν είναι «εφικτό» να πάρεις χρήματα από τη μεγαλοφοροδιαφυγή ή τη μεγαλοδιαπλοκή, όπως επίσης υποδεικνύει ο μνημονιακός «ρεαλισμός».

Για να το πω απλά, αυτή στάση μου φαίνεται τουλάχιστον προβληματική, για να μη πω τίποτα άλλο.

Το «ναι μεν αλλά», εκτός από υπεκφυγή και από μια πρώτης τάξεως μάσκα πίσω από την οποία μπορείς με σχετική ασφάλεια να αποκρύψεις άλλες σκοπιμότητες, αναμφίβολα αποτελεί και μια προσπάθεια σφαιρικής σύλληψης ή αποτύπωσης μιας κατάστασης. Όμως, σε ορισμένες ακραίες κοινωνικές συνθήκες, αυτό το «ναι μεν αλλά», χάνει όλο και περισσότερο τη χρησιμότητά του, διότι, εκεί στα άκρα, κατισχύουν τα σχεδόν απόλυτα «ναι» ή «όχι», χωρίς «μεν αλλά». Και οι συνθήκες που ισχύουν στη πατρίδα μας, συνθήκες που προσομοιάζουν, όπως αρκετοί έχουν υποστηρίξει δημόσια, κι εγώ ανάμεσα σ’ αυτούς, σε συνθήκες ξένης κατοχής, αφού η εθνική μας κυριαρχία έχει απολεσθεί, το «μεν αλλά», απλά δεν έχει θέση. Είναι σαν να συζητούσες, θα φέρω ένα ακραίο παράδειγμα αλλά οι αναλογίες στο επίπεδο των επιχειρημάτων ισχύουν, τη Κατοχή της περιόδου 1941-1944, εδώ στην Ελλάδα, αν θα έπρεπε ή όχι να κάνεις Αντίσταση, αν προηγούμενα δεν λάβαινες διαβεβαιώσεις, ότι η Αντίσταση θα είχε αίσια κατάληξη, ότι οπωσδήποτε ο κατακτητής θα ηττάτο, διαφορετικά, δεν θα έκανες απολύτως τίποτα. Το να αγωνιστώ ανακτήσω την εθνική μου κυριαρχία και να έχω λόγο μέσα στο σπίτι μου, το να αρνηθώ να δω έστω και μια αυτοκτονία ακόμα για λόγους που συνδέονται με την εφαρμοζόμενης πολιτική, το να αρνηθώ να συνεχίσω να βλέπω χιλιάδες αστέγους στο δρόμο, το να αρνηθώ να συνεχίσω να βλέπω ανθρώπους να τους κόβουν το ρεύμα επειδή αντικειμενικά δεν είναι σε θέση να το πληρώσουν, το να αρνηθώ να συνεχίσω να βλέπω παιδιά να λιποθυμούν από τη πείνα, τέτοιας μορφής ζητήματα και άλλα σαν αυτά, δεν θα το θέσω υπό καμία αίρεση να εγκριθούν από τον όποιο δανειστή, ούτε μπορώ να τα αντιμετωπίζω με επιχειρήματα του τύπου «ναι μεν αλλά», απλά, για να εκδηλώσω δημόσια τα ανθρώπινα συναισθήματά μου και την αλληλεγγύη προς τα θύματα των Μνημονίων, αλλά στο τέλος να καταλήξω στο «καθίστε καλά, διότι ο αγώνας εναντίον της αθλιότητας δεν έχει βέβαιη κατάληξη». Όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να τονίσω σε παλαιότερα άρθρα μου, το ζήτημα είναι τι νόημα δίνεις στις λέξεις «ήττα» και «νίκη» και τι είδους παράδειγμα και παρακαταθήκη θέλεις να κληροδοτήσεις στις γενιές που έρχονται. Διότι η Ιστορία είναι πλήρης παραδειγμάτων επαίσχυντων συμβιβασμών που οδήγησαν σε εξίσου επαίσχυντες «ήρεμες καταστάσεις» που προπαγανδίστηκαν ως «νίκη», συνήθως του «ρεαλισμού», όπως υπήρξαν και ένδοξες «ήττες», που όμως, ήταν στην ουσία νίκες. Όπως επίσης είναι η ίδια η Ιστορία πάλι που διδάσκει, ότι τα οφέλη που προέρχονται από τις επαίσχυντες «νίκες», στο τέλος καταλήγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε «ήττες» και οι ένδοξες «ήττες» σε νίκες. Είναι δε ένδοξη μια ήττα, όπως και μια νίκη, όταν προέρχεται από ένα ένδοξο αγώνα. Είναι δε ένδοξος ένας αγώνας, όταν γίνεται για τις παγκοσμίως αναγνωριζόμενες αξίες στο επίπεδο των ανθρώπων και των ατομικών τους δικαιωμάτων, για την εθνική ανεξαρτησία και το δικαίωμα των λαών να αποφασίζουν δημοκρατικά και αβίαστα οι ίδιοι πώς να τη διαχειρίζονται, για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Στην εποχή των Μνημονίων, όλα αυτές οι αξίες, είναι το ζητούμενο και όχι το δεδομένο.

Το «γενικό» ή «υπέρτερο συμφέρον» στις δικαστικές αποφάσεις

Αναφέρθηκα προηγούμενα στο «γενικό» ή «υπέρτερο συμφέρον». Το να το επικαλείται η κυβέρνηση έχει τη σημασία του, όμως, μεγαλύτερη σημασία έχει όταν το επικαλείται ένα ανώτατο δικαστήριο για να κρίνει π.χ. ως συνταγματικό ή μη το μνημόνιο ή για να δικαιολογήσει τη μείωση μισθών και συντάξεων κ.λ.π.

Τα Μνημόνια όντας ένα μνημείο άδικων μα και αντισυνταγματικών ρυθμίσεων και άλλων μέτρων, όπως επίσης και ασύμβατα με τον νομικό πολιτισμό του μέρους εκείνου του κόσμου που θεωρείται «προοδευμένος» και «πολιτισμένος», και πάντως, ασύμβατα με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, εν τούτοις, κάθε πρόταση όπως αυτό το εξόφθαλμα αντιδημοκρατικό εν τέλει περιεχόμενο των Μνημονίων, προβληθεί και καταγγελθεί urbi et orbi και πάντως, να αρνηθούμε τουλάχιστον να το επικυρώσουμε με τη ψήφο μας, κι αυτό ακόμα προβάλλεται από την μνημονιακή προπαγάνδα ως λαϊκισμός! Τελικά, ως φαίνεται, κάθε στάση πλην της όρθιας στάσης, θεωρείται «ρεαλισμός» και μόνο η όρθια στάση θεωρείται «λαϊκισμός».

Όμως, η έννοια του «υπέρτερου» συμφέροντος, αν έχει πολύ μεγάλη σημασία για το πώς εννοιολογείται από πολιτικής πλευράς, έχει ταυτόχρονα κρίσιμη σημασία με πολύ πιο πρακτικές συνέπειες για το πώς εννοιολογείται στα Δικαστήρια, και κυρίως στα Ανώτατα Δικαστήρια, αφού σε ένα σεβαστό ποσοστό η συνταγματικότητα κρίνεται με βάση ακριβώς αυτή την εννοιολόγηση, με τις όποιες επιπτώσεις έχει αυτή η εννοιολογική προσέγγιση στη ζωή εκατομμυρίων συμπολιτών μας που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη ελπίζοντας εκεί να βρουν το δίκαιό τους.

Πράγματι, ίσαμε τώρα είδαμε κάποιες αποφάσεις ανωτάτων Δικαστηρίων, που άλλες απέρριψαν και άλλες έκαναν δεκτές προσφυγές κατά της συνταγματικότητας των Μνημονίων. Σχεδόν σε όλες, η αναφορά στο «γενικότερο συμφέρον» δεσπόζει. Πάντως, με τις όποιες εξαιρέσεις, όπως π.χ. οι χαρακτηρισθείσες ως αντισυνταγματικές οι περικοπές των δικαστών και των ενστόλων, μέχρι στιγμής, η «μεγάλη εικόνα» του μνημονιακού οικοδομήματος, τυγχάνει της δικαστικής προστασίας κατά των εναντίον του βολών περί αντισυνταγματικότητας, κυρίως με βάση το επιχείρημα του «γενικού συμφέροντος».

Δεν είμαι νομικός, και επομένως, δεν θα σχολιάσω την νομική ουσία του δικαστικού επιχειρήματος περί του «γενικού συμφέροντος», πέραν ενός και μόνο σχολίου ότι προσωπικά, αυτή η αναφορά του «γενικού συμφέροντος», όπως τουλάχιστον τη διαβάζω στις δημοσιεύσεις στο Τύπο, όταν υπάρχουν τέτοιες αποφάσεις, όπως π.χ. στη περίπτωση του πρώτου Μνημονίου, και μερικές άλλες, δεν με ικανοποιεί, και για να είμαι πιο σαφής : θεωρώ ότι με μια γενικόλογη επιχειρηματολογία, προσφέρεται η αναγκαία προστασία της εφαρμοζόμενης μνημονιακής πολιτικής. Μάλιστα, την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έδινε συνταγματική κάλυψη στο Μνημόνιο, την σχολίασα κάπως πιο εκτενώς σε ένα – δύο σχετικά άρθρα μου την εποχή εκείνη ώστε να μην επανέλθω σ’ αυτή.

Μπορώ απλώς, τηλεγραφικά, να σημειώσω εδώ, ότι δεν διαπίστωνα σοβαρή -σχεδόν καθόλου- αναφορά στην υποχρέωση του Κράτους να αναζητήσει και υποχρεώσει σε ίση συμμετοχή στα κοινά βάρη πηγές εσόδων και πλούτου που κατά παράδοση διαφεύγουν την σχετική παραπάνω υποχρέωσή τους, ώστε να μην επιτραπεί στη Κράτος ο εύκολη και καιροσκοπική αν όχι μεροληπτική προσφυγή στα συνήθη υποζύγια που είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, πράγμα που απλά μεταφράζεται, για να το πω ωμά, «σφάζω όποιον είναι πιο βολικό να πιάσω». Και αποτελεί η ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ Σ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΟΖΥΓΙΑ έκφραση εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και στοιχείο του ορισμού του; Ούτε βεβαίως τα ανώτατα δικαστήρια αγνοούν το καθεστώς της τείνουσας να λάβει χαρακτήρα -αν δεν αποτελεί ήδη- θεσμικής ατιμωρησίας κάποιων συγκεκριμένων συμφερόντων της διαπλοκής, ζητήματα δηλαδή για τα οποία βοά ο κόσμος, του πολιτικού κόσμου συμπεριλαμβανομένου. ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΣΥΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ» ΩΣ ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΩΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΜΕΝΟΙ ΑΠΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ;

Δηλαδή, εδώ λίγο απέχουμε με τέτοιες γενικές προσεγγίσεις περίπου να θεωρηθεί ότι είναι «εύλογο» και εν τέλει χωρίς ουσία συζήτησης το γεγονός ότι τα βάρη κατά προτεραιότητα και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους να πέφτουν στους ώμους των συνήθων υποζυγίων που είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, διότι πού να τρέχεις τώρα να «πιάσεις» τις άλλες πηγές εισοδημάτων, ιδίως τα μεγάλα εισοδήματα, που να τρέχεις τώρα να πιάσεις -ιδίως του μεγάλους- κλέφτες και λωποδύτες που ρήμαξαν το δημόσιο ταμείο. Επομένως, «δημόσιο και γενικό συμφέρον» είναι ως φαίνεται ό,τι είναι «προσιτό» και «εύκολο» να «συλληφθεί» ως πηγή φορολογίας. Λαμπρά! Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον θα έχει να δούμε την εξέλιξη κάποιων προσφυγών στα δικαστήρια, με όμοιο περιεχόμενο με αυτό των δικαστών και των ενστόλων που δικαιώθηκαν (εν μέρει ή ολικά αδιάφορο επί του παρόντος) για τις περικοπές στις αποδοχές τους. Θα τηρηθούν τα ίδια μέτρα και σταθμά, ή, όπως κάποιοι ανησυχούν, θα βρεθεί μια φόρμουλα ώστε το «κακό» να σταματήσει εδώ, «βαφτίζοντας» όλως αυθαίρετα βέβαια κάποιες επαγγελματικές τάξεις (π.χ. τις παραπάνω) ως «ειδικές» κατηγορίες ή μέσω άλλων μεθοδεύσεων, που «δικαιούνται» κατά παράβαση του Συντάγματος να μη συμμετέχουν το ίδιο στα κοινά βάρη με τους λοιπούς συναδέλφους τους μισθωτούς και συνταξιούχους, ή, να αναγνωρίζουν στον εαυτό τους την «ανάγκη» περισσότερης προστασίας της αξιοπρέπειάς τους απ’ ό,τι δικαιούται η αξιοπρέπεια των λοιπών συνήθων υποζυγίων, πράγμα που ελπίζω και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα συμβεί.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμισθεί, στην περίπτωση εκείνη που άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ τομέα ή άλλων τομέων του Δημοσίου θα έβλεπαν δικαστικές αποφάσεις να απορρίπτουν όμοια αιτήματα με τις δικαιωθείσες προσφυγές των εργαζομένων «ειδικών κατηγοριών». Μάλιστα εδώ, υπό μια έννοια, το όποιο κριτήριο αντισυνταγματικότητας ή νομιμότητας αναγνωρίστηκε στην περίπτωση των μισθών των δικαστών και των ενστόλων, κατ’ ουσίαν πρέπει ΑΜΕΣΑ να σημάνει την αντισυνταγματικότητα των ομοίων περικοπών και σε κάθε άλλο κλάδο εργαζόμενων ή συνταξιούχων, πάντως στην περίπτωση του ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ τομέα. Διότι οι δικαστές ή οι ένστολοι π.χ. που δικαιώθηκαν, και ΟΡΘΩΣ δικαιώθηκαν, ας μη ξεχνάμε, είναι όχι απλά δημόσιοι υπάλληλοι μα κρατικοί υπάλληλοι, δηλαδή υπάλληλοι του Κράτους – εργοδότη τους, που κατ’ ουσίαν πτώχευσε. Και, θα επιχειρηματολογούσε κανείς, και μάλιστα επικαλούμενος αποφάσεις των ίδιων ανώτατων δικαστηρίων (όπως π.χ. του ΣτΕ στη περίπτωση του πρώτου Μνημονίου και όχι μόνο) ότι τα Μνημόνια, αυτά τα συνταγματικά Μνημόνια κατά την κρίση των ιδίων ανωτάτων δικαστηρίων που δικαίωσαν τους δικαστές και ενστόλους στο ζήτημα των περικοπών των αποδοχών τους, το Κράτος κατ’ ουσίαν έδειξαν ως πηγή των δεινών μας, αφού τα Μνημόνια, το Κράτος ήρθαν να διασώσουν, υπό την όποια αιτιολογία επικαλούνται, ένα Κράτος «σπάταλο», «διαφθαρμένο», και εν πολλοίς «απλόχερο» σε μισθούς και συντάξεις των δημοσίων και κρατικών του υπαλλήλων, και άρα, κατά το Μνημόνιο και κατά την κρίση των Δικαστηρίων που του αναγνωρίζουν νομιμότητα και συνταγματικότητα στο θέμα αυτό, ΟΡΘΩΣ πετσόκοψε τις αποδοχές των υπαλλήλων και λειτουργών του. Και επομένως ΟΧΙ ΟΡΘΩΣ ένα δικαστήριο κρίνει συνταγματικό το Μνημόνιο -μεταξύ των άλλων και για την προάσπιση του γενικού και δημοσίου συμφέροντος- και ταυτοχρόνως το κρίνει αντισυνταγματικό όταν θίγει τους μισθούς των δικαστών ή των ενστόλων, όπου προφανώς το «ειδικό» συμφέρον των οποίων ταυτίζεται πλέον με το γενικό! Αυτό, αν η απόφαση περί αντισυνταγματικότητας περιοριστεί μονάχα σε επιλεγμένες ολιγομελείς «ειδικές» επαγγελματικές ομάδες -μπροστά στον όγκο του συνόλου των εργαζομένων, συνταξιούχων και ανέργων- θα ισοδυναμούσε με το να αναγνωρισθεί η υποχρέωση ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ των  επαγγελματικών τάξεων και κλάδων εργαζόμενων να αναπληρώνουν αυτοί με τους δικούς τους μισθούς και συντάξεις, μέσω των περικοπών, τις περικοπές στους μισθούς και συντάξεις κάποιων «ειδικών κατηγοριών» υπαλλήλων του Κράτους, και όχι να πληρώνονται από το ίδιο το Κράτος – εργοδότη τους! Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι συνταξιούχοι του τομέα αυτού, συνέβαλαν από μηδενικό ως ελάχιστο ποσοστό σ’ αυτό που ονομάζεται «κρίση» ή «όλοι μαζί τα φάγαμε», παρ’ όλον που σθεναρά υπερασπίζομαι την άποψη ότι ΟΥΤΕ οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα ευθύνονται για τη κρίση, αν και, αν επικρατήσουν διχαστικές αποφάσεις στο ζήτημα αυτό, απλά θα υποδαυλίσουν την δυσπιστία της κοινωνίας προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης και θα ενισχύσουν τον κοινωνικό κανιβαλισμό, στρέφοντας ανοιχτά το σύνολο της κοινωνίας εναντίον των εργαζόμενων στον κρατικό και δημόσιο τομέα, ειδικώς δε εναντίον αυτών των «ειδικών κατηγοριών», που θα τους ταυτίσουν με τα συμφέροντα των ολίγων ντόπιων ή -κυρίως- ξένων που ευνοούνται από τα Μνημόνια. Σ’ αυτή τη περίπτωση, ΔΙΚΑΙΩΣ θα θεωρηθεί ότι χρησιμοποιήθηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά, κι ακόμα παραπέρα και εν ταυτώ ακόμα πιο επικίνδυνο, θα καλλιεργηθούν και άλλες «πονηρές» -πλην λογικές- σκέψεις στο μυαλό των άλλων μισθωτών και συνταξιούχων, όπως π.χ., το Κράτος έκανε πίσω στους δικαστές και τους ενστόλους (εδώ ενδιαφέρουν αυτοί της Αστυνομίας), για να έχει ευχαριστημένους αυτούς από τους οποίους προσδοκά να αναχαιτίσουν είτε στα δικαστήρια είτε στους δρόμους τη λαϊκή οργή.

Φυσικά, δεν έχω καμιά αμφιβολία, ότι οι δικαστές θα κρίνουν κατά συνείδηση και με βάση πράγματι το Δίκαιο, το οποίο είναι ενιαίο για πάντες. Δεν υπάρχουν ξεχωριστές θεμελιώδεις αρχές Δικαίου για τους αστυνομικούς, άλλες για τους δικαστές, άλλες για τους τραπεζικούς, άλλες για τους γεωργούς, άλλες για τους εργάτες, άλλες για τους υπαλλήλους γραφείων, άλλες για τους πλούσιους, άλλες για τους φτωχούς.

Στο Σύνταγμα, δεν γίνεται καμία απολύτως εξαίρεση για καμία επαγγελματική τάξη από την υποχρέωση να συνεισφέρουν τα μέλη της αναλόγως των ατομικών δυνατοτήτων του καθενός στα δημόσια βάρη, ούτε το Σύνταγμα διαφοροποιεί την αξιοπρέπεια όσων εντάσσονται σε διαφορετικές επαγγελματικές ή κοινωνικές τάξεις, ώστε κάποιες απ’ αυτές να προστατεύονται -για τον οποιονδήποτε λόγο- περισσότερο και άλλες λιγότερο ή και καθόλου. Και όχι μόνο το ελληνικό Σύνταγμα, μα και καμία διεθνώς αναγνωρισμένη Σύμβαση όπως λ.χ. αυτή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όχι μόνο.

Και βέβαια δεν μπορώ να μην επισημάνω την σπουδή με την οποία η μνημονιακή προπαγάνδα έσπευσε να περιορίσει τις ορέξεις των υπόλοιπων «μη ειδικών» ομάδων εργαζόμενων, (εδώ καμία λοιδορία των ευνοούμενων περί «συντεχνιακής νοοτροπίας»!), αλλά και ταυτόχρονα να επισημάνει κυρίως στη δικαστική εξουσία, πως αν το «παρακάνει» θα διακινδυνέψει και η δική τους «κατάκτηση» της επανάκτησης των μειωθέντων αποδοχών τους, αφού οι αποφάσεις τους έχουν «δημοσιονομικό κόστος». Όπως ετίθετο το επιχείρημα από κάποιους, «το μπιλιέτο» της απόδοσης των αναδρομικών στους μισθούς των δικαστών και των ενστόλων, πολύ απλά θα πάει στο υπουργείο οικονομικών και από εκεί στους «υπόλοιπους» φορολογούμενους, κάτι που προσεγγίζει την δική μας επιχειρηματολογία παραπάνω, του τι θα συμβεί τελικώς, αν το αίτημα της αποκατάστασης των περικοπών των μισθών και συντάξεων, περάσει στη κοινή γνώμη ως μια συντεχνιακή κατάκτηση του κλάδου των δικαστών και των ενστόλων, αφού έχουν το προνόμιο, οι δικαστές, να εκδίδουν αποφάσεις οι ίδιοι για τα του εαυτού τους. Την ίδια όμως στιγμή, αυτό που προσωπικά με εξόργιζε όταν άκουγα ή ακούω και τώρα ακόμα αυτό το επιχείρημα με το «μπιλιετάκι» που θα σταλεί στους φορολογούμενους, δηλαδή στα συνήθη υποζύγια, αφού αυτά αποτελούν στη χώρα μας τη συντριπτική πλειοψηφία της φορολογικής βάσης, ήταν και είναι αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ούτε καν ως έμμεσο, μα ως άμεσος πολιτικό εκβιασμό προς τους δικαστές. «Μέχρις αυτού», είναι η ουσία της επιχειρηματολογίας -αλλά και η προειδοποίηση.

Επί πλέον, δεν είναι άνευ σημασίας το ερώτημα αν οι ίδιοι οι δικαστές -ιδίως αυτοί των ανωτάτων δικαστηρίων οι αποφάσεις των οποίων είναι και καθοριστικές-, όχι πλέον ως δικαστές μα ως πολίτες, ως απλοί πολίτες, έχουν ακούσει τίποτα περί «λάθους» της συνταγής των μνημονίων, ενός λάθους που δεν εντοπίζεται και αναγνωρίζεται από καμία αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη του τόπου, μα από τους ίδιους τους σχεδιαστές των μνημονίων, δηλαδή την Τρόικα, και αν ενδιαφέρθηκαν να ενημερωθούν σε τι ακριβώς συνίσταται το «λάθος», ποιές κατηγορίες πολιτών και εργαζόμενων το πλήρωσαν, και αν υπάρχει κάποια ευθύνη εδώ των ίδιων των δανειστών για αποζημίωση για μια λάθος οικονομική ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΑΝ ΝΑ ΤΟ ΕΡΦΑΡΜΟΣΟΥΜΕ; Ή μήπως, με βάση δεν γνωρίζω ποιον νόμο και ποια παράγραφο και υποπαράγραφο νόμου, τα συνήθη υποζύγια, εν ονόματι του γενικότερου συμφέροντος θα πρέπει να πληρώνουν και τα λάθη των δανειστών; Πόσο ανώδυνα και χωρίς καμία επίπτωση μπορεί να σφαγιάζει οικονομικά κάποιος μια εθνική οικονομία, ένα ολόκληρο λαό; Και φυσικά, έχει ακόμα πιο μεγάλο ενδιαφέρον το ερώτημα : πώς θα αξιολογηθεί σε μια δικαστική απόφαση το ενδεχόμενο να είναι αληθές ότι οι δανειστές μας ΚΑΝΕΝΑ λάθος ουσιαστικό δεν έκαναν; Καθόλου δεν εκτίναξαν π.χ. την ανεργία στα ύψη κατά λάθος, αυτό ακριβώς στόχευαν. Καθόλου π.χ. δεν έκοψαν μισθούς και συντάξεις κατά λάθος, αυτό ακριβώς στόχευαν. Καθόλου π.χ. δεν εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος στα ύψη κατά λάθος, ώστε σήμερα να θέτουν ως στόχο να το επαναφέρουν εκεί που το βρήκαν, διότι ακριβώς αυτό στόχευαν. Καθόλου π.χ.  δεν εφάρμοσαν μέτρα που έβαλαν λουκέτο σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και «τέλειωσαν» ολόκληρους κλάδους ελεύθερων επαγγελματιών, διότι αυτού ακριβώς στόχευαν. Καθόλου π.χ. δεν οφείλεται σε κάποιο λάθος το «επίτευγμα» της δημιουργίας 6,3 εκατομμυρίων φτωχών όπως δείχνουν εντελώς πρόσφατες μελέτες, όχι κάποιων αντιμνημονιακών κέντρων, μα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, διότι ακριβώς αυτό επιδίωκαν οι «σωτήρες» μας. Διότι, ποτέ το ΔΝΤ δεν πήγε σε καμία χώρα, και ποτέ δεν πρότεινε επίσης σε καμία χώρα, κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι πρότεινε και «πέτυχε» εδώ. Πόσο αυτή η πραγματικότητα της σκόπιμης εξαθλίωσης ενός ολόκληρου λαού, με επιχειρήματα κυριολεκτικώς ιδεοληπτικά, έχουν κάποια θέση στον δικανικό λογισμό, όταν επιχειρεί να θεμελιώσει την όποια του επιχειρηματολογία περί «γενικού» ή «δημοσίου» συμφέροντος;

Όπως δεν είναι χωρίς σημασία και ένα σωρό ακόμα ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν εδώ να παρατεθούν όλα και που έχουν παρά ταύτα μεγάλη σημασία στο να διαπιστώσουμε πώς θεμελιώνεται το περί γενικού και δημοσίου συμφέροντος επιχείρημα στις δικαστικές αποφάσεις.

Όπως, π.χ., το ερώτημα του απλού πολίτη, του μη νομικού, γιατί, όπως ακούμε, δεν αξιοποιείται η νομολογία διεθνών δικαστηρίων που στο παρελθόν προέταξαν την επιβίωση και τη διασφάλιση των συμφερόντων όπως και του βιοτικού επιπέδου των λαών έναντι παντός ξένου δανειστή ανεξαρτήτως ποιος ή ποιοι είναι αυτοί;

Έχει κάποια σημασία για τους δικαστές όταν κρίνουν το γενικό συμφέρον ΣΥΝΟΛΙΚΑ στα πλαίσια των μνημονιακών πολιτικών, γιατί, ποιο υπέρτερο γενικό και ειδικό συμφέρον υπηρετούσε η μετατροπή το 2012 μεγάλου μέρους του ιδιωτικού χρέους σε διακρατικό, όπως, ποιο γενικό συμφέρον εξυπηρετούσε το κούρεμα των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου κυρίως συμφέροντος;

Έχει κάποια σημασία για τη θεμελίωση του γενικού συμφέροντος και στο σχηματισμό δικανικής κρίσης, ποιο υπέρτερο συμφέρον εξυπηρετεί η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο;

Έχει κάποια σημασία για τη θεμελίωση του γενικού συμφέροντος και στο σχηματισμό δικανικής κρίσης, ποιο υπέρτερο συμφέρον εξυπηρέτησε το «σφάξιμο» των μικροομολογιούχων και η εξαίρεση την ίδια στιγμή κατόχων ελληνικών ομολόγων σε χέρια ξένων κερδοσκόπων; -συγγνώμη «επενδυτών» ήθελα να πω…

Πόσο εύλογο είναι και πόσο συνταγματικά συνεπές, να ψηφίζονται μνημόνια με διαδικασίες εξευτελιστικές του κύρους του ελληνικού Κοινοβουλίου, κυριολεκτικά με τη σκανδάλη στο κρόταφο, με βιασμό της ελεύθερης συνείδησης των βουλευτών, και όλα αυτά σε δημόσια θέα, σε απευθείας μετάδοση των τεκταινομένων στη Βουλή;

Ουδείς προβληματισμός λοιπόν για το καθένα από τα παραπάνω και συνολικά για όλα μαζί, όχι μόνο όσων εκτίθενται ανωτέρω, μα και όσων παραλείπονται αλλά ουδόλως μικρότερης σημασίας…

Πάντως, η Δικαιοσύνη, και κυρίως τα Ανώτατα Δικαστήρια, όλο και πιο συχνά, δημοσίως πλέον, όχι τόσο από απλούς πολίτες μα από έγκυρους νομικούς, αμφισβητούνται για τις αποφάσεις τους σε ζητήματα συνταγματικότητας ή αντισυνταγματικότητας των μνημονιακών νόμων, θεωρώντας τα δικαστήρια αυτά ως κυματοθραύστες της λαϊκής δυσαρέσκειας, παρά το γεγονός ότι κάποιες από τις αποφάσεις τους, συμπλέουν με την κοινή περί δικαίου αίσθηση των πραγμάτων. Αλλά, κάποιος από τη Δικαιοσύνη δεν περιμένει «συμψηφισμούς» του τύπου, «αφού με μια απόφαση ικανοποίησα τη κοινωνία, μπορώ με μια άλλη να ικανοποιήσω και τη κυβέρνηση». Η απάντηση είναι ότι η εφαρμογή του Δικαίου δεν χωρεί με συμψηφισμούς.

Τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας και η διαμόρφωση της μετεκλογικής «δεδηλωμένης»

Ένα σημείο που επίσης επιμένω στην γενικότερη αρθρογραφία μου, και βεβαίως υπογράμμιζα και στα άρθρα μου εκείνα που έκρινα κάποιες δικαστικές αποφάσεις για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του μνημονίου, είναι η μείζων κατά την δική μου περί αντισυνταγματικότητας του Μνημονίου αντίληψη, ΟΤΙ ΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΌ!

 

Εδώ η επιχειρηματολογία μου στηρίζεται στο ζήτημα της ύπαρξης δεδηλωμένης ή μη όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων αλλά και των κυβερνητικών πλειοψηφιών που τις στηρίζουν καθ’ όλη τη μνημονιακή περίοδο. Διότι  το γεγονός και μόνο ότι κανένα Μνημόνιο δεν τέθηκε υπόψη του ελληνικού λαού ως προγραμματικό κυβερνητικό πρόγραμμα από τα κόμματα εξουσίας που κυβερνούν καθ’ όλη την μνημονιακή περίοδο, ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, εξελέγησαν με ριζικά διαφορετικά προγράμματα, ιδίως δε αυτό ισχύει κατά τις εκλογές του 2012 που ήταν και οι πρώτες -και μοναδικές μέχρι σήμερα- που έγιναν στο μέσον της μνημονιακής περιόδου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νυν κυβέρνηση συνασπισμού, κατ’ ουσίαν στηρίζεται σε υφαρπαγμένη ψήφο, και το ερώτημα που μπαίνει στη διαδικασία σχηματισμού της δικανικής κρίσης για το θέμα που εδώ μας απασχολεί είναι πολλαπλό και τουλάχιστον εγείρει τα εξής δύο ερωτήματα : κυβερνά συνταγματικά μια κυβέρνηση που ανήλθε στην εξουσία με μια κατά τα ανωτέρω υφαρπαγμένη ψήφο; Μπορεί η με απούσα τη λαϊκή βούληση και εντολή να προσδιορίζεται το «γενικό» ή «δημόσιο» συμφέρον, και η όποια εννοιολογική του ερμηνεία να επαφίεται σε μερικές εκατοντάδες ανθρώπων (π.χ. μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ένας αριθμός δικαστών) με απούσα τη κοινωνία και τον λαό επίσης απόντα;

Ειδικότερα σημείωνα σε παλαιότερα άρθρα μου ότι η δεδηλωμένη δεν είναι απλά «κάτι» παραπάνω από το να λαμβάνεις ή αν αποσπάς μια ψήφο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Βουλής, είναι «κάτι» που υπερβαίνει και αυτή την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία επίσης πρέπει να διαθέτει μια άλλη «δεδηλωμένη», αυτή των εντολέων της να παρέχει τις όποιες στηρίξεις παρέχει στην όποια κυβέρνηση. Όπως σημείωνα σε παλαιότερη αρθρογραφία μου, υπάρχει εδώ το ζήτημα της ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ της κοινοβουλευτικής ψήφου, η οποία και δίδει την εμπιστοσύνη στη κυβέρνηση. Τούτη η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ με τη σειρά της, συνδέεται ΑΡΡΗΚΤΑ, (πέρα από άλλα ζητήματα, διαδικαστικά ή μη, όπως π.χ., το αν η ψήφος παρέχεται κατά συνείδηση ή εκβιαστικά, όπως συχνά έχω αναφερθεί σ’ αυτό το τελευταίο ζήτημα), με την ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ (και ΟΧΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ) του κάθε βουλευτή, να ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΕΩΝ ΤΟΥ. Αυτή δε η ΛΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ, διαμορφώθηκε και παρασχέθηκε εν τέλει, δυνάμει [α] του προγράμματος που το κάθε κόμμα παρουσίασε στο λαό ζητώντας ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ να το υλοποιήσει, και [β] της επιλογής των προσώπων που ο λαός έκρινε ΙΚΑΝΑ να ΥΛΟΠΟΙΗΣΟΥΝ το πρόγραμμα. Τέλος, το ΚΑΘΕ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, δεν είναι ένα κουρελόχαρτο ή ένα οποιοδήποτε κείμενο χωρίς ιδιαίτερη σημασία -ανεξάρτητα αν καταντά τέτοιο. ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ή ΠΟΥ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΡΟΛΟ, ΜΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΟΥΝΤΟΣ» ΛΑΟΥ, ΜΕ Ο,ΤΙ ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ. Αυτή είναι ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ η ΠΛΗΡΗΣ «ΑΛΥΣΙΔΑ» της έννοιας της ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ. Συνεπώς, η δεδηλωμένη δεν προσδιορίζεται μονάχα ποσοτικά, δηλαδή πόσα «κουκιά» μετράει η κυβέρνηση, μα απ’ ολόκληρη την «αλυσίδα» που περιγράψαμε : ΑΡΚΕΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΑ ΚΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ «ΑΛΥΣΙΔΑΣ» ΩΣΤΕ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΊ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗ. Ειδικότερα, η ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗ διάρρηξη της εντολής εκπροσώπησης με βάση το πρόγραμμα, κατά την άποψή μου, καθιστά την όποια ψήφο εμπιστοσύνης του προς τη κυβέρνηση άκυρη, αφού η απεμπόληση του προγράμματος ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΞΕΛΕΓΗ,  ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΚΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΛΗΦΘΕΙΣΑ ΕΝΤΟΛΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΤΟΥ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥ, και συνεπώς, από εδώ και πέρα, η όποια κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή, ΔΕΝ γίνεται στο όνομα των εντολέων του, δηλαδή του λαού, ΜΑ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑ. Επομένως, ό,τι παράγεται ως «κοινοβουλευτικό (ευρύτερα) έργο», ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΟ, αφού το ίδιο το Σύνταγμα, δεν αναγνωρίζει σε βουλευτή να εκπροσωπεί τον εαυτό του.

Τι συμβαίνει τώρα στη ΠΡΑΞΗ, στη μνημονιακή μας εποχή, σε σχέση με τις παραπάνω παρατηρήσεις μας, αναφορικά με τη δεδηλωμένη;

Συμβαίνει τούτο : ότι και στις δυό εκλογικές αναμετρήσεις, αυτή του 2009 και του 2012, συνετελέσθη μια ΥΦΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΨΗΦΟΥ, ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ.

Όπως επίμονα ισχυρίζομαι, σ’ όλα μου τα γραφτά απ’ τον Μάρτιο – Απρίλιο ήδη του 2010 έως σήμερα, όλα τα μνημόνια και οι σχετικοί μ’ αυτά νόμοι που ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΑΝ από τη Τρόικα, ψηφίστηκαν από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ΧΩΡΙΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΤΗ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗ σύμφωνα με τα όσα είπαμε παραπάνω. Ουδέποτε τα προγράμματα που εφαρμόζονται από τις μνημονιακές κυβερνήσεις εγκρίθηκαν απ’ το λαό, κι όχι μόνο αυτό, αλλά εξελέγησαν με ΡΙΖΙΚΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ.

Η υφαρπαγή της ψήφου, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, φαίνεται ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΗ! Και για να μείνω στη παρούσα κυβέρνηση, (για τις προηγηθείσες δύο, του Γεωργίου Παπανδρέου και Λουκά Παπαδήμου, έχω τοποθετηθεί επανειλημμένα), ΟΥΔΟΛΩΣ ΠΕΙΘΟΜΑΙ ότι η Νέα Δημοκρατία, μετέβαλε προθέσεις για το ζήτημα της διαχείρισης της κρίσης, μέσα στα ολίγα εικοσιτετράωρα που μεσολάβησαν πριν και μετά τις εκλογές του Ιουνίου, οπότε και η μετεκλογική στροφή της ήταν όντως θεαματική. Απλά, ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ είχε και προεκλογικά. Αυτό εγώ πιστεύω.

Συνεπώς, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στην επικείμενη ψηφοφορία των νέων μέτρων, θα πρέπει να έχει υπόψη της ότι ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ (σύμφωνα με όσα εκθέσαμε) να υπερψηφίσει ή καταψηφίσει τα μέτρα, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ ΤΗΣ, και θα πρέπει επίσης να θυμάται, ότι ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ, ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΑΞΙΩΜΑ. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η παράκαμψη της λαϊκής εντολής, ισοδυναμεί ΜΕ ΒΑΘΙΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ, και βεβαίως, ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΑΞΙΩΜΑ, ΑΦΟΥ ΠΛΕΟΝ ΔΕΝ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ.

Όπως εξάλλου σημειώνω συχνά επί του θέματος, μια απλή σύμβαση μεταξύ δύο ιδιωτών στην οποία ο ένας ψευδώς υπόσχεται και διαβεβαιώνει ο δε έτερος καλή τη πίστη αποδέχεται τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις δεν θα κατέρρεε αν αποδεικνύονταν όχι πολύ αργότερα, μα κυριολεκτικά λίγες μέρες μετά την υπογραφή της σύμβασης ότι οι υποσχέσεις και οι διαβεβαιώσεις ήταν ψευδείς; Αν τόση σημασία έχει μια σύμβαση μεταξύ δύο ιδιωτών, ένα πρόγραμμα προεκλογικό με βάση το οποίο ένα κόμμα αναρριχάται στην κυβέρνηση, έχει άραγε λιγότερη σημασία και βαρύτητα και μηδενική ευθύνη για τον ψευδόμενο που χάρη στο ψεύδος του δεν κέρδισε «κάτι», μα γίνεται η κυβέρνηση μιας χώρας;;;!!! Και εν πάσει περιπτώσει, μπορεί, αν όχι νομικά πάντως πολιτικά -εγώ ισχυρίζομαι και νομικά-, να νομιμοποιείται η άποψη και κυρίως η τακτική ότι την εξουσία μπορείς να την καταλάβεις με τη χρήση οποιουδήποτε μέσου, όπως του σκόπιμου ψέματος, και αυτό να μην απειλεί διόλου την μ’ αυτό το τρόπο συγκροτούμενη στο επίπεδο των ψήφων δεδηλωμένη;

Η επικείμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογολογία των ημερών και το επιχείρημα ότι πρέπει να εξαντλείται η θητεία μιας κυβέρνησης

Τα όσα λέχθηκαν αμέσως παραπάνω, μας επιτρέπουν να τοποθετηθούμε και στο ζήτημα της επικείμενης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ υπάρχουν δύο σκέλη στην όλη επιχειρηματολογία. Το ένα έχει να κάνει με τα όσα ειπώθηκαν αμέσως ανωτέρω. Νομιμοποιείται μια ανομιμοποίητη κατά τα ανωτέρω κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία κι η εξ αυτής προερχόμενη και απ’ αυτή στηριζόμενη κυβέρνηση  να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Η απάντησή μου είναι προφανής.

Υπάρχει όμως και το δεύτερο σκέλος. Αυτό της ουσίας του προεδρικού θεσμού. Δεν θα μείνω στα επιχειρήματα των μνημονιακών βουλευτών αλλά και άλλων από την αντιμνημονιακή αντιπολίτευση ότι προέχει το αν το πρόσωπο πράγματι θα πληροί τις δημοκρατικές και άλλες προϋποθέσεις για να καταλάβει τη θέση, αν θα είναι ευρύτερης αποδοχής κ.λπ., διότι όλα αυτά τα θεωρώ επουσιώδη και καθόλου δηλωτικά του σεβασμού προς τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο σεβασμός είναι αυτονόητος, και δεν έχει να κάνει καθόλου με το αν με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής είναι και μια ευκαιρία για το λαό, να επανατοποθετηθεί μέσω βουλευτικών εκλογών που θα προκληθούν πρόωρα -ακριβώς με την ευκαιρία της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή- ώστε να επαναβεβαιώσει την βούλησή του αναφορικά με το τι ακριβώς πολιτική επιθυμεί να εφαρμοστεί στη χώρα, σε μια χώρα σε μεγάλη κρίση, εφόσον η εφαρμοζόμενη πολιτική, όπως ήδη σημειώσαμε, βρίσκεται στον αντίποδα εκείνης που ο ίδιος αυτός λαός είχε εγκρίνει με τη ψήφο του στις προηγούμενες εκλογές. Στο μέτρο και το βαθμό που αυτή η διάσταση υποσχεθέντων και πραγματοποιούμενων πολιτικών είναι τέτοια ώστε να θεωρείται μια σημαντική εκτροπή, τότε, η θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας που έχει πληγεί, αυτή δηλαδή της δεδηλωμένης, ως πολύ πιο ουσιαστική για το γενικό και δημόσιο συμφέρον, εδώ πάνε αυτές οι λέξεις, από μια διαδικαστική εμπλοκή στο ζήτημα του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας που έχει ένα εξόχως τυπικό ρόλο χωρίς ουσιαστική επίδραση και επιρροή στη διαμόρφωση του παραπάνω γενικού και ειδικού συμφέροντος, και είναι σαφές εν προκειμένω, ότι είναι ακριβώς ο σεβασμός προς τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκλεγεί από μια νέα Βουλή που να αντιστοιχεί η σύνθεσή της προς την πραγματική σύνθεση της εκλογικής βάσης, και όχι να αποτελέσει ένα όχημα για τη συνέχιση της παραμονής στην εξουσία μιας αμφισβητούμενης κυβέρνησης ως προς το αν εκφράζει ή όχι την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αυτό το τελευταίο θα ήταν εκμετάλλευση και όχι η προσφυγή στις κάλπες.

Επίσης είναι πολύ χρήσιμο να ανοίξουν και δύο άλλες συζητήσεις για το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η μία έχει να κάνει με το τρόπο εκλογής του Προέδρου και η άλλη με το ίδιο το περιεχόμενο του θεσμού. Ως προς το πρώτο παγίως κλείνω προς την άποψη να εκλέγεται από τον λαό απευθείας, ως προς δε το δεύτερο, εκτιμώ, ότι το μοντέλο της προεδρευόμενης δημοκρατίας δεν έχει ουσιαστικό -ούτε καν τυπικό- λόγο ύπαρξης σήμερα, και ίσως είναι ο καιρός να δούμε και την εκδοχή της προεδρικής δημοκρατίας ή ενός μικτού συστήματος μεταξύ των δύο, αν και προσωπικά κλείνω υπέρ της αμιγούς προεδρικής δημοκρατίας.

Τέλος, με την ευκαιρία, μου δίνεται εδώ η δυνατότητα να πω και μια κουβέντα για το επιχείρημα που επίσης προβάλλεται και πάλι σε σχέση τώρα με την επικείμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι πρέπει επί τέλους κάποτε να συμφωνήσουμε σ’ αυτόν το τόπο, οι κυβερνήσεις να εξαντλούν τη θητεία τους, ώστε να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για το οποίο εξελέγησαν. Στο θέμα αυτό συμφωνώ ΑΠΟΛΥΤΩΣ.

Πρέπει να εξαντλούν τη θητεία τους, ΒΕΒΑΙΩΣ, διότι πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στη -όποια εκλεγμένη- κυβέρνηση να εφαρμόζει ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ. Γι’ ακόμα μια φορά ΒΕΒΑΙΩΣ και θα πρόσθετα ΒΕΒΑΙΟΤΑΤΑ!

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ!

Όχι το πρόγραμμα με το οποίο ΕΚΛΕΨΕ τη ψήφο του λαού!

Σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, η όποια κυβέρνηση είναι ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ λεπτό της θητείας της ανομιμοποίητη κοινωνικά ΚΑΙ ΑΡΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ, ελλείψει ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ, ενώ για τον ίδιο λόγο, ανομιμοποίητη είναι και η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία τη στηρίζει.

Επομένως, το επιχείρημα ένα έωλο, είναι επιχείρημα αυτοαναιρούμενο όσο υποστηρίζει ότι μια κυβέρνηση πρέπει να εξαντλεί τη θητεία της για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, όταν η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα ριζικά διαφορετικό πρόγραμμα. Όταν αυτό συμβαίνει, δηλαδή η κυβέρνηση να έχει υφαρπάξει την ψήφο παρουσιάζοντας άλλο πρόγραμμα σε σχέση με αυτό που κυβερνά, τότε το επιχείρημα αυτό, εφόσον εξακολουθεί να διατυπώνεται, μας λέει κατ’ ουσία τούτο : «Δεν έχει σημασία ΠΩΣ κατέκτησες την εξουσία, αλλά αφού την κατέκτησες, ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ, να στρογγυλοκάτσεις πάνω της και να την ασκήσεις». Αυτό μπορεί κάποιοι να το ισχυρίζονται, δεν μπορώ όμως εγώ να το αποδεχτώ. Αυτή μου η θέση ισχύει για όλες τις κυβερνήσεις που τις αφορούσε, τις αφορά ή θα τις αφορά στο μέλλον.

Η θεσμική ατιμωρησία, ο «λαϊκισμός» του αιτήματος για την εφαρμογή του Δικαίου και η επαναφορά του αιτήματος η δικαστική εξουσία να μη διορίζεται από τη κυβέρνηση

Για να συνεχίσουμε με την αθλιότητα των μνημονιακών επιχειρημάτων, έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται ως λαϊκισμός να υπόσχεσαι την εφαρμογή του Δικαίου, στον πυρήνα του οποίου, ιδίως ως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της δημόσιας εξουσίας, βρίσκεται η υποχρέωση της λογοδοσίας των δημοσίων και κρατικών οργάνων, κάτι που στα πλαίσια της θεσμικής ατιμωρησίας των μεγάλων διαπλεκόμενων συμφερόντων, φαντάζει -κι αυτό- ως ένα αίτημα εξόχως «λαϊκιστικό».

Εδώ, κάθε ερώτηση «πού πήγαν τα λεφτά», «πώς φτάσαμε στη κρίση», απλά δεν απαντάται από τη μνημονιακή προπαγάνδα. Και δεν απαντάται με τρόπο προκλητικό. Η σιωπή είναι εκκωφαντικά ισχυρή. «Θα μιλήσουμε», λέει τούτη η σιωπή, «για τα πάντα εξόν από το θέμα αυτό». Αλλά μη μιλώντας γι’ αυτό το θέμα, τότε, δεν υπάρχει ουσιαστικό θέμα προς συζήτηση. Αυτό το «πάντα» είναι ένα πράγμα κενό. Το χρήμα, ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΗΜΑ, «εξαφανίστηκε», «έφυγε από μόνο του», έτσι , τόσο απλά, τόσο άθλια. Και όταν επιμένεις, ιδού τα «ατράνταχτα» επιχειρήματα «πώς κλάπηκε το δημόσιο χρήμα» : ιδού ο νεκρός που εν τούτοις λάμβανε σύνταξη ως ζωντανός, ιδού ο συνταξιοδοτούμενος ως τυφλός που εν τούτοις έβλεπε, ιδού το κύκλωμα στον τάδε δημόσιο οργανισμό με ζημία πολλών εκατομμυρίων για το δημόσιο. Τι είναι όμως αυτές οι τρομερές και φοβερές αποκαλύψεις; Είναι ψέματα; Όχι! Είναι αλήθεια και δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις. Είναι κολάσιμες; Ποιος ηλίθιος θα πει όχι; Είναι όμως το ζητούμενο στο ερώτημά μας για λογοδοσία; ΟΧΙ! Διότι, όλες αυτές οι περιπτώσεις που αφορούν αυτό που αποκαλώ μικρομεσαία αθλιότητα, ευθύνεται για το συνολικό μας πρόβλημα, με ένα εξίσου μικρομεσαίο ποσοστό σ’ αυτό το συνολικό πρόβλημα. Όσες περιπτώσεις κι αν «αποκαλυφθούν» σ’ αυτό το επίπεδο, εγώ, κουβαρντάδικα, θα σας πω : διπλασιάστε και τριπλασιάστε τα ποσά αυτά, όμως, και πάλι, στοιχηματίζω, ότι δεν θα προσεγγίσετε ίσως ούτε διψήφιο αριθμό του ποσοστού συμμετοχής τους στη συνολική λεηλασία, και το ερώτημα θα παραμείνει : ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΔΗΓΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗ;

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο γιατί το αίτημα για μια και μόνο εξεταστική επιτροπή που είχε υπόσχονταν η Νέα Δημοκρατία πριν τις εκλογές του 2012, για το πώς φτάσαμε στα Μνημόνια και βεβαίως στην πρωτόγνωρη -τουλάχιστον μεταπολεμικά- μεγάλη κρίση, και το οποίο έκφραζε αναμφίβολα ένα λαϊκό αίτημα, μπήκε στη ναφθαλίνη. Μάλιστα, θεωρείται «λαϊκισμός» και να το υπενθυμίζεις απλά ως αίτημα! Είμαι δε απολύτως πεπεισμένος, πως αν τα διαθέσιμα στοιχεία που είμαι εξίσου βέβαιος ότι έχει η κυβέρνηση -βέβαιος, διότι μου είναι αδύνατο να υποθέσω ότι δεν τα έχει- αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά τα φάγαμε όλοι μαζί», με το «όλοι μαζί» να πιστοποιείται η συμμετοχή του μεγάλου τμήματος της μικρομεσαίας τάξης, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να τα παρουσιάσει, και επιτέλους, θα τέλειωνε κι αυτή η κουβέντα. Όμως, το γεγονός ότι το θέμα αυτό, της μιας και μόνο εξεταστικής επιτροπής για το πώς φτάσαμε στα Μνημόνια, φαίνεται ότι οδεύει προς τις Καλένδες, στη δική μου συνείδηση ισχυροποιείται η άποψη ότι πράγματι υπάρχει συγκάλυψη, και θα πρέπει να μας εξηγηθεί, ποιος ο λόγος να μην θέλει η κυβέρνηση να ανοίξει ο φάκελος αυτός, και θα σημειώσω : ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ; Από πότε ένα θέμα τέτοιου κρίσιμου δημοσίου ενδιαφέροντος, η οποιαδήποτε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να το αντιμετωπίζει ως ένα ιδιωτικής φύσεως ζήτημα;

Η θεσμική ατιμωρησία, για την οποία συχνά έχω αναφερθεί σε άρθρα μου, έχει φτάσει σε σημείο ώστε να εισχωρήσει ακόμα και στο ίδιο το Σύνταγμα, με την περίφημη πρόνοιά του «περί ευθύνης των υπουργών», όπου η «ευθύνη» κατ’ ευφημισμόν αναφέρεται, διότι μάλλον η ατιμωρησία τους ενδιαφέρει, ή, υπό ειδικές συνθήκες, η επιλεκτική δίωξη κάποιων που ατυχώς γι’ αυτούς τους κληρώθηκε ο ρόλος της Ιφιγένειας, ίσως, λέω εγώ τώρα, για να διασωθούν ακόμα μεγαλύτερα «κεφάλια» της πολιτικής. Ήδη συζητούν, λέει να αλλάξει τούτο το συνταγματικό εξάμβλωμα, κι αυτό μου δίνει την ευκαιρία να διατυπώσω κι εδώ τη θέση μου, ότι θα είναι μια γενναία και προς τη σωστή δημοκρατική κατεύθυνση οι συνταγματικές τροποποιήσεις, να εγκρίνονται με ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ και όχι από τις ενίοτε συγκυριακές συμμαχικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, όχι κατ’ ανάγκη κυβερνητικές, που επίσης ενίοτε συγκροτούνται σε μια όχι και τόσο πολιτικά ανιδιοτελή βάση. Φυσικά, δεν είναι μονάχα το μόνο «προβληματικό» σημείο του Συντάγματός μας η ανωτέρω πρόνοια. Είναι και άλλα σημεία, όπως π.χ. το γεγονός ότι η ηγεσία ενός συνταγματικά ανεξάρτητου πολιτειακού πυλώνα, της Δικαιοσύνης, διορίζεται από την κυβέρνηση, πράγμα που από μόνο του εγείρει το ζήτημα πόσο ανεξάρτητος μπορεί να είναι κάποιος έναντι αυτού που τον διορίζει, ένα θέμα, που επίσης με έχει απασχολήσει σε προηγούμενα άρθρα μου.

Το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα του παπαγάλου : «πού θα βρείτε τα λεφτά»

Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς, στην ομιλία του για τα 40 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας στη Χαλκιδική στις 27/9, είπε μεταξύ των άλλων : «Η επιστροφή στο «λεφτά υπάρχουν», τρομάζει, πώς να το κάνουμε;». Μια απάντηση σ’ αυτό ήδη έδωσα στην αρχή του άρθρου αυτού, όταν αναφέρθηκα στις δηλώσεις των αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Στο σημείο αυτό, μπορώ να συμπληρώσω την δική μου εκδοχή με βάση την ρητορική του κ. πρωθυπουργού. «Όταν τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΟΛΛΑ λεφτά ΔΕΝ τα ψάχνεις εκεί που ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ότι βρίσκονται, αυτό τρομάζει, πώς το να το κάνουμε»;

Μια από τις πιο συχνά περιπτώσεις του καταγγελλόμενου «λαϊκισμού» των αντιμνημονιακών είναι ότι υπόσχονται να «μοιράσουν» λεφτά π.χ. σε όσους κυριολεκτικώς βρίσκονται σε καθεστώς ανθρωπιστικής κρίσης, και όταν τους λες ότι π.χ. «τα λεφτά θα τα πάρω από εκεί που δεν τολμάτε εσείς να τα πάρετε, από την μεγαλοφοροδιαφυγή, από τα τόσο συχνά κατονομαζόμενα παντοία κυκλώματα μεγαλοσυμφερόντων, από την μεγαλοδιαπλοκή, από την επιστροφή των κλοπιμαίων από το δημόσιο Ταμείο», τότε, νέες κατηγορίες περί λαϊκισμού ορθώνονται, διότι, βεβαίως, τι είναι «ρεαλισμός» αν όχι να τα παίρνεις από τα συνήθη υποζύγια, και απλώς να εξαγγέλλεις ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα «πατάξεις» και τους μαγαλομπαταχτσήδες, τη μεγαλοδιαπλοκή, την γυμνή κλοπή (ζήσε Μάη να φας τριφύλλι λέει η σοφή παροιμία), και επομένως, τι είναι λαϊκισμός, αν όχι το να αντιστρέφεις αυτή τη θεία τάξη πραγμάτων;

Και δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου, στη δυστοκία που ενίοτε διαπιστώνω από εκπροσώπους των πολιτικών αντιμνημονιακών κομμάτων να απαντήσουν στο έωλο μνημονιακό επιχείρημα «πού θα βρείτε τα λεφτά». Εξόν από το γεγονός ότι αρκεί η απάντηση «εκεί που εσείς δεν τολμάτε να τα ψάξετε», οι παρακάτω επισημάνσεις ίσως να έχουν επίσης κάποιο ενδιαφέρον σε σχέση με το ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά».

Πρώτα απ ’όλα το ίδιο το ερώτημα είναι άκρως υποκριτικό, όπως συχνά έχω σημειώσει σε άλλα άρθρα μου. Και τούτο διότι, όσοι θέτουν το ερώτημα αυτό, όταν το θέτουν στα σοβαρά, αποδεχόμενοι και δικαιολογώντας τις μνημονιακές πολιτικές, τι άλλο δέχονται εξόν από το ότι οι μόνες «ρεαλιστικές» πηγές χρηματοδότησης της πολιτικής τους είναι αυτές που τα μνημόνια αναγνωρίζουν, δηλαδή τα συνήθη υποζύγια! Αυτή είναι και η πλέον ουσιώδης διαφορά μεταξύ των μνημονιακών πολιτικών και όσων δέχονται μια άλλη πολιτική : Λέω, συνεπώς, τούτο : «Λεφτά υπάρχουν»! Πολλά! Πάρα πολλά! Υπάρχουν εκεί που ανέφερα παραπάνω και μονότονα επαναλαμβάνω σε πολλά άρθρα μου : υπάρχουν εκεί όπου ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ  δεν αναζητούνται, όχι διότι αυτές οι πηγές είναι άγνωστες, μα διότι είναι ακριβώς οι πηγές που οι ίδιες οι μνημονιακές πολιτικές εξόφθαλμα αποδεικνύεται ότι προστατεύει. Τα ονόματα αυτών των πηγών, συνεχώς αναφέρονται αλλά δεν τα ακουμπά κανείς. Ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω. Όμως εδώ, και συχνά σ’ αυτή τη παγίδα πέφτουν και όσοι υποστηρίζουν μια αντιμνημονιακή προοπτική για τον τόπο, ήδη το σημείωσα παραπάνω, έχει καταντήσει να θεωρείται «παροχολογία» η αποκατάσταση, δηλαδή μιλώντας επί της ουσίας, όχι η αποκατάσταση μα η επιστροφή των κλαπέντων μισθών και συντάξεων, απλά και μόνο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, και με τη συμμετοχή των πράγματι μεγάλων εισοδημάτων και του μεγάλου πλούτου, και λέγοντας «μεγάλων εισοδημάτων» δεν εννοώ τους πιο «πλούσιους» από τους φτωχούς, π.χ. όσους παίρνουν 3 ή 4 χιλιάδες ευρώ το μήνα -όσοι υπάρχουν ακόμα-, μα όσους έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν σε σαμπάνιες 50.000 ευρώ, όχι σ’ ένα χρόνο μα σε μια βραδιά! Το να λες «λεφτά δεν υπάρχουν» είναι η πλέον ακραία παροχολογία προς τα μεγάλα εισοδήματα -της τάξης που ενδεικτικά αναφέρθηκα παραπάνω- και τον μεγάλο πλούτο, και μάλιστα προς τα αδήλωτα και μη φορολογούμενα μεγάλα εισοδήματα και τον επίσης μη φορολογούμενο ή υποφορολογούμενο μεγάλο πλούτο. Διότι εδώ, όπως έχω επισημάνει σε άλλα άρθρα μου, έχει γίνει και ένας ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός βασικών ταξικών εννοιών, ιδίως των εννοιών των «εχόντων» και «κατεχόντων». Φτάσαμε πια στο σημείο να αποδεχόμαστε ως «έχοντα και κατέχοντα» κάποιον που βγάζει 30 ή 40 πόσο μάλλον 50 χιλιάδες ευρώ το χρόνο -ακόμα κι αν πρόκειται για οικογενειακό και όχι για ατομικό εισόδημα- και ελάχιστη κουβέντα να γίνεται για όσους έχουν τη δυνατότητα να χαλάνε σε μια μέρα το ίδιο παραπάνω -ετήσιο για άλλους- εισόδημα. Στοχάζομαι πως απλά αν αθροίζαμε τα ποσά που ξοδεύτηκαν για τις σαμπάνιες και τις αστακομακαρονάδες τα πέντε τελευταία χρόνια στη χώρα μας, τα ποσά αυτά θα αρκούσαν ίσως να αναχρηματοδοτήσουν πλήρως το λεηλατηθέν ασφαλιστικό μας σύστημα.

Βεβαίως, δεν μπορώ να μη σημειώσω το άλλο ακαταμάχητο «επιχείρημα», ότι οι απατεώνες και οι μεγαλοφοροφυγάδες θα εντοπισθούν και θα φορολογηθούν όπως τους αξίζει «καιρώ τω δέοντι», διότι δεν είναι δα και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου να τους εντοπίσεις και να τους κάνεις να πληρώσουν. Όμως, όσοι επικαλούνται ένα τέτοιο επιχείρημα αν δεν είναι αφελείς ή απλά σκόπιμα το προβάλλουν, είναι τουλάχιστον μη ενήμεροι για το τι μπορεί να επιτύχει ένας έλεγχος που θα επιλαμβάνονταν με τη δέουσα σοβαρότητα του θέματος, χωρίς εμπόδια και παρεμβάσεις, και αναφέρομαι όπως είναι φανερό σε πολιτικά εμπόδια και πολιτικές παρεμβάσεις. Αρκούν οι αναγκαίες διασταυρώσεις περιουσιακών στοιχείων και δηλώσεων εισοδημάτων, και μια επιμελημένη παρακολούθηση της «πορείας του χρήματος» ώστε να βγουν βάσιμα συμπεράσματα. Βεβαίως, τα πράγματα σίγουρα γίνονται πιο δύσκολα όταν ο έλεγχος εκτείνεται εκτός χώρας, όμως, θάλεγα, ας τελειώναμε με τα όσα τεκταίνονται εγχωρίως, και ακολούθως, ψάχνουμε και έξω. Όμως, η οδύσσεια της λίστας Λαγκάρντ, έδειξε ότι ακόμα κι όταν δίνεται «μασημένη τροφή» πάνω στο θέμα της φοροδιαφυγής, και πάλι οι δυσκολίες αναδεικνύονται μεγάλες, κυρίως όταν έχεις να κάνεις με «μεγάλα ονόματα».

Στο σημείο αυτό, επίσης μπορεί να σχολιασθεί και η επίθεση της κυβέρνησης κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που δηλώνει ότι θα εφαρμοστεί ο νόμος και όσοι ενήργησαν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος θα λογοδοτήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ, ως ένα κόμμα που βρίσκεται στο θάλαμο αναμονής της εξουσίας, δεν λέει κάτι που τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας δεν έλεγε το ένα εναντίον του άλλου στο μεταξύ τους παιχνίδι εναλλαγής στην εξουσία, χωρίς βεβαίως ποτέ να υλοποιήσουν τις απειλές τους για τα μεγάλα ιδίως εγκλήματα (κλασικό παράδειγμα το σκάνδαλο το Χρηματιστηρίου, τα δημόσια έργα κ.λπ). Παρά το γεγονός ότι ίσως το τι συνέβη στο παρελθόν -δηλαδή η ατιμωρησία- μπορεί να αποτελέσει και «ασφαλή» πρόβλεψη για το τι θα συμβεί στο μέλλον, πράγμα που φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι θα διαβεβαιώσει πως η ατιμωρησία θα λήξει με τον δικό του ερχομό στην εξουσία, και σε ό,τι με αφορά, δεν το αμφισβητώ μα και δεν το «δένω κόμπο στο μαντήλι» πριν το δω, εν τούτοις, αυτή καθ’ αυτή η αμφισβήτηση όχι του δικαιώματος, μα της υποχρέωσης μια νέα κυβέρνηση να ελέγξει τη νομιμότητα στο ζήτημα της διαχείρισης του δημοσίου πλούτου, ΜΕ ΒΑΣΤΗΝ ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΝΟΜΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, πολύ δε περισσότερο όταν την αμφισβητεί αυτή την νομιμότητα αν όχι βάσει αποδείξεων τουλάχιστον βάσει ενδείξεων, ειλικρινά, αυτή την αμφισβήτηση δεν τη κατανοώ -ή για να είμαι πιο σαφής : κάνω ότι δεν την κατανοώ. Όταν π.χ. η κυβέρνηση, ας πάρουμε ένα τομέα, αυτόν των αποκρατικοποιήσεων, κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση ότι «απειλεί» τους ξένους επενδυτές και τα εδώ αρμόδια όργανα της Πολιτείας που εγκρίνουν αυτές τις αποκρατικοποιήσεις, με το να διακηρύσσει ότι θα ελέγξει ως αυριανή κυβέρνηση τη νομιμότητα όσων λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια αυτών των αποκρατικοποιήσεων, από τον καθορισμό του τιμήματος ίσαμε τις εφαρμοσθείσες διαδικασίες, προσωπικά δεν αντιλαμβάνομαι αυτή την κυβερνητική αντίδραση, και κυρίως, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ένας επενδυτής να ανησυχεί αν γνωρίζει ότι έλαβε μέρος σε ένα διαγωνισμό που είχε όλα τα εχέγγυα της διεθνούς και εθνικής νομιμότητας, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για απολύτως τίποτα; Άλλωστε, μιλώντας για επενδυτές αυτού του επιπέδου,  δηλαδή να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία ενός Κράτους, δεν μιλάμε για ένα επενδυτή της σειράς, που περιμένει ν’ ανοίξει μια επιχείρηση στηριζόμενος στα δέκα χιλιάρικα ευρώ που εναγωνίως περιμένει να του χορηγηθούν μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ. Είναι επενδυτές με νομικούς συμβούλους μεγάλης τουλάχιστον φήμης, οι οποίοι μπορούν να τους συμβουλεύσουν για όλα τα νομικά ζητήματα που υπάρχουν σχετικά με την επένδυσή τους, ζητήματα υπάρχοντα και ενδεχομένως να προκύψουν στο μέλλον, όπως π.χ., για το αν υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας, για το αν έχουν ή όχι βάση οι όποιες απειλές, απλά ρητορικές ή ουσίας, του όποιου αντιπολιτευόμενου τη κυβέρνηση κόμματος, κ.λπ. Αν π.χ., ένας ξένος επενδυτής έχει ενημερωθεί από τους νομικούς του συμβούλους ότι το να «εκμεταλλεύεσαι» τη δεινή οικονομική θέση όχι ενός ιδιώτη μα ενός έθνους, ενός λαού, και να παίρνεις για ένα ξεροκόμματο, για ένα τενεκέ λάδι, τη περιουσία του, αυτό ίσως να αποτελέσει «πρόβλημα» στο μέλλον αν κάποιος αμφισβητήσει την εξ αυτού του λόγου συναλλαγή, αυτό φυσικά ως ενδεχόμενο το αξιολογεί, και παίρνει ως επενδυτής το ρίσκο του. Άλλωστε επένδυση χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει, παρά μόνο σε αποικίες όπου η ζημία της όποιας «επιχειρηματικότητας» κοινωνικοποιείται, στον ίδιο βαθμό που ιδιωτικοποιείται το κάθε κοινωνικό κέρδος. Εγώ πάντως θα έλεγα, αν ήμουν στη θέση της κυβέρνησης και δεν είχα τίποτα να φοβηθώ, μην κάνετε τον κόπο, ιδού όλος ο φάκελος, ιδού όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων όλων των αρμοδίων φορέων που εμπλέκονται στη διαδικασία, και αν θέλετε, πάμε μαζί στη Δικαιοσύνη να αποφανθεί, ακόμα να πάμε μαζί και σε ένα διεθνές δικαστήριο. Από πότε η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, έστω και στα πλαίσια μιας τάσης προς δικομανία, είναι προς ψόγον; Και γιατί να θεωρείται «απειλή» τουλάχιστον από όποιον δηλώνει «καθαρός» και άρα μη απειλούμενος από αυτή τη πλευρά; Γιατί π.χ. μια γενική δήλωση του τύπου, «όσοι φοροδιαφεύγουν θα πληρώσουν», θα πρέπει να εξεγείρει όσους γνωρίζουν ότι δεν φοροδιαφεύγουν και να φοβηθούν, τι άραγε; Και αν εξεγερθούν κατά του νόμου αυτού, πώς θα χαρακτηρίσω την αντίδρασή τους;

Και επειδή ο λόγος περί «επενδυτών», πρέπει εδώ να επισημάνω και τούτο : Από πού κι ως πού είναι συνταγματικό και εν τέλει νόμιμο και με βάση διεθνείς συμβάσεις, ο απλός μικρομεσαίος επιχειρηματίας και μικρομεσαίος επενδυτής στη χώρα μας, να έχει προγραφεί το τέλος του μέσω των μνημονιακών πολιτικών, την ίδια στιγμή που κατά τρόπο προκλητικό έχει χορηγηθεί ουσιαστική αμνηστία σε επιχειρηματικά «πάρτι» της διαπλοκής του παρελθόντος -και ως καταγγέλλεται ενίοτε, και του παρόντος-, και εν ονόματι ποιου «γενικότερου» ή «υπέρτερου» συμφέροντος; Εν ονόματι ποιου γενικού συμφέροντος, σύρονται κατά χιλιάδες στη φυλακή επιχειρηματίες για οφειλές στο Δημόσιο ή σε Ασφαλιστικά Ταμεία, όχι επειδή έχουν και δεν πληρώνουν, μα επειδή έχουν οικονομικά καταστραφεί; Επιχειρηματίες που μέχρι πριν τη κρίση ήταν τακτικοί στις οφειλές τους προς το Δημόσιο ή τα Ασφαλιστικά τους ταμεία, και γενικότερα ακόμα, όπως στις τράπεζες, κ.λπ.;

Εδώ, δεν χωρεί η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ελέγξει την συνταγματικότητα ή απλώς τη νομιμότητα του νόμου εκείνου, ο οποίος αφού προηγούμενα μεριμνήσει να σε καταστήσει αναξιόχρεο μέσω της οικονομικής σου καταστροφής που ο ίδιος ο νόμος σου «εξασφαλίζει», ακολούθως είναι ο ίδιος αυτός νόμος που σου επιβάλλει βάρη ακόμα πιο πολλά και πιο μεγάλα απ’ ό,τι είχες την καλή οικονομικά περίοδο, και αφού πετύχει τούτο το διπλό στόχο, εξαθλίωση και περισσότεροι φόροι, αφού πετύχει να σε καταστήσει αναξιόχρεο, σου λέει : λοιπόν, αφού δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις σε ό,τι σου έχω επιβάλλει, παρακαλώ, περάστε από εδώ, στη φυλακή. Έξοχα! Εδώ, εγώ ως απλώς πολίτης, αυτό που βλέπω είναι πέραν των άλλων και ολοκάθαρη τη περίπτωση της κατάχρησης εξουσίας.

Όμως ερωτώ και πάλι, και τούτη τη φορά το ερώτημά μου απευθύνεται στους ανώτατους δικαστές μας : αυτά, σας φαίνονται νόμιμα, λογικά, σας φαίνεται ότι εδώ εξυπηρετείται κάποιο υπέρτερο συμφέρον; Και είναι κρίμα που πλέον, όχι απλοί πολίτες μα νομικοί, δικηγόροι, δημοσίως, αμφισβητούν τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων τις σχετικές με την συνταγματικότητα των μνημονίων.

Το επιχείρημα του μικρού Κράτους και η υποκρισία της δήθεν αναδιάρθρωσής του

Το «μικρό Κράτος», βρίσκεται στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Το εφάρμοσε και το εφαρμόζει σε όλο το κόσμο, όπου τυχαίνει να βρίσκεται στην εξουσία, κυρίως δε στις χώρες στις οποίες ο νεοφιλελευθερισμός εγκαταστάθηκε μέσω των γνωστών συνταγών «βοηθείας» του ΔΝΤ -ή «τύπου» ΔΝΤ. Το τι «μικρό» Κράτος έχει εγκαταστήσει εκεί, τι ποιότητας Κράτος, με ποια χαρακτηριστικά είναι πάρα πολύ γνωστό. Φυσικά, ό,τι συμβαίνει στην καθ’ ημάς νεοφιλελεύθερη νέα τάξη πραγμάτων, δεν είναι και δεν επρόκειτο να ήταν κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι συνέβη στις χώρες που στο παρελθόν ή και τώρα, τρεχόντως, δέχονται την «βοήθεια» του ΔΝΤ, όσο και αν η μνημονιακή πολιτική πασχίζει τόσο υποκριτικά να μας πείσει ότι το «μικρό» Κράτος δεν είναι ζήτημα της Τρόικα αλλά ζήτημα απλής λογικής, δηλαδή να εξορθολογισθεί, και για ακόμα μια φορά πιπιλάει αυτό το «επιχείρημα» το ζήτημα της «αναδιάρθρωσης», που τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει εμφανιστεί με τόσες και τόσες διαφορετικές ονομασίες, όπως «εκσυγχρονισμός», «επανίδρυση», κ.λπ., με την ίδια όμως εστίαση : στην αναδιάρθρωση ενός αναποτελεσματικού Κράτους, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό και πιο εξορθολογισμένο. Και βέβαια δεν λείπουν και οι εντελώς κυνικοί, που παραδέχονται ότι μονάχα με τη παρουσίαση μιας ξένης δύναμης τύπου Τρόικα θα ήταν δυνατόν να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του Κράτους. Και είναι κυνικοί, όταν αυτοί που το παραδέχονται, είναι ταυτόχρονα μέλη των θεσμών που ασκούν εξουσία στο Κράτους, και αναφέρομαι στην εκτελεστική ή τη νομοθετική, διότι, λέγοντας αυτό, παραδέχονται την ανικανότητά τους, και επομένως για μένα το ερώτημα είναι : και σεις, τι κάνετε αυτού,  εκτός βεβαίως από το να μισθοδοτείστε από το δημόσιο Ταμείο πλουσιοπάροχα;

Όμως, όπως είπα ήδη, ο νεοφιλελευθερισμός, δεν είναι εναντίον του Κράτους, ιδίως του μεγάλου Κράτους. Φυσικά εδώ, το «μεγάλο» μετριέται με ένα τρικ. Δεν μετριέται με τα ίδια μέτρα και σταθμά με άλλες χώρες, αλλά, χρησιμοποιώντας τα μέτρα που βολεύουν κατά περίπτωση. Π.χ., είναι γνωστό ότι διεθνώς το «μέγεθος» του κρατικού τομέα μετριέται πρωτίστως με βάση τη συμμετοχή (ούτε καν το απόλυτο μέγεθος) των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ της χώρας. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων και η οργάνωσή τους, σε μια αμέσως επόμενη προσέγγιση του θέματος του μεγέθους του Κράτους, εφόσον ο δείκτης δημόσιες δαπάνες / ΑΕΠ κατατάσσουν το μέγεθος Κράτος σε ένα τρεχόντως αποδεκτό επίπεδο (τρεχόντως κυρίως με την έννοια ποια ιδεολογική τάση επικρατεί διεθνώς ή στη χώρα και όχι με κάποια άλλη συγκυρία) τότε το ζήτημα όχι του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων ή των αποδοχών τους μα της διοικητικής τους οργάνωσης με βάση τις καθιερωμένες αρχές του μάνατζμεντ χρίζουν ή όχι και σε ποιο βαθμό αναδιάρθρωση. Στη χώρα ακριβώς αυτό το τρικ εφαρμόστηκε. Εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά το ζήτημα στο μέγεθος των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα. Βεβαίως, όχι ότι το ζήτημα του αν χρίζει καλύτερης οργάνωσης ή όχι ο δημόσιος τομέας ή αν υπεραπασχολεί προσωπικό ή όχι δεν έχουν τη σημασία του, όμως, αυτοί οι παράγοντες ΔΕΝ είναι εκείνοι που έφεραν το ΔΝΤ στη χώρα, και σε καμία αναπτυγμένη  πολιτισμένη χώρα του κόσμου δεν κλήθηκε το ΔΝΤ για «σωτηρία» που δεν άφησε τίποτα όρθιο στη χώρα, ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα της. Το ζήτημα επίσης του «εξορθολογισμού» του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, είναι τόσο παλιό, και ταυτόχρονα τόσο σωστό, όσο και η ιστορία του ελληνικού Κράτους. Αν περιορίσουμε την αναφορά μας τα τελευταία τριάντα χρόνια, αδυνατώ να βρω έστω και ένα έτος, που να μην γίνεται αναφορά στο «κακό» δημόσιο τομέα, από την άποψη της κακοδιοίκησής του αλλά και του αριθμού των υπαλλήλων του, όμως, αν αυτός ο παράγων ήταν που μας οδήγησε στην ουσιαστική πτώχευση της χώρας, τότε θα έπρεπε κάθε χρόνο τα τελευταία τριάντα χρόνια, το Κράτος αυτό να κηρύσσει πτώχευση, δηλαδή να είχαμε τουλάχιστον τριάντα τέτοιες πτωχεύσεις!

Και στο σημείο αυτό, δεν έχω καμία δυσκολία να ξεκαθαρίσω πως όσο υποστηρίζω την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ αποστολή του Κράτους, πέραν δε αυτής, και τη λειτουργία του ως θεμελιώδους παράγοντα της εθνικής ανεξαρτησίας, την ίδια στιγμή,  όπως και στο παρελθόν έχω σημειώσει,

θα ήμουν ο τελευταίος που θα επικροτούσε την εικόνα μιας δημοσίας υπηρεσίας, στην οποία υπάρχουν πέντε γραφεία με πέντε υπαλλήλους να κάθονται και μ’ άλλους πέντε όρθιους επειδή δεν έχουν γραφεία να κάθονται, ή να έχουν γραφεία μεν αλλά χωρίς αντικείμενο δουλειάς. Και για να το πω πιο ωμά : Αν θέλει κανείς να δει τι έγινε στο ελληνικό Δημόσιο από πλευράς διόγκωσης του μεγέθους του σε συνδυασμό  με την επιδείνωση της αναποτελεσματικότητάς του στο επίπεδο της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών και κυρίως της σπατάλης και της διαφθοράς, περισσότερο κι απ’ το κόστος του, θέλει δε θέλει θα σταθεί ιδιαίτερα στη περίοδο 1981 και μετά, και από εκεί και πέρα να κάνει τις όποιες συγκρίσεις θέλει. Κυρίως όμως, από το 1981 επέρχεται στο Δημόσιο τομέα, κάτι που στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλη την οικονομία και κοινωνία και που είχε να κάνει με τη καταστροφή της εργασιακής κουλτούρας ΚΑΙ στον δημόσιο ΚΑΙ στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ΚΑΙ της επιχειρηματικής κουλτούρας, όχι τόσο από το γεγονός ότι είχε στο πυρήνα της την αρχή της επίτευξης του μεγαλύτερου οφέλους με την μικρότερη προσπάθεια, πράγμα που πάντα ίσχυε με όλες βεβαίως τις εξαιρέσεις σ’ αυτή την προσέγγιση, αλλά, το χειρότερο, η αρχή αυτή αποηθικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό θάλεγε κανείς θεσμικά πια, από την ίδια την δημόσια εξουσία, που δημόσια ενίοτε προπαγάνδιζε τη διαφθορά (με τα «δωράκια» δημοσίων λειτουργών που τα δικαιολογούσε, κ.λπ.). Αυτή όμως η κουλτούρα δεν επιβλήθηκε από κανένα εργαζόμενο, αλλά επιβλήθηκε βίαια από τα πάνω προς τα κάτω, σαν όρος του παιχνιδιού, και εφόσον δεν ήθελες να βρεθείς εκτός παιχνιδιού, με ό,τι αυτό σήμαινε, έπρεπε να αποδεχτείς το παιχνίδι. Το πόσο έχει κυνηγηθεί η ικανότητα στο Δημόσιο, στα πλαίσια αυτής της κουλτούρας, είναι πια τόσο εμπεδωμένο στη συνείδηση της κοινωνίας, ώστε όταν κάποιος λέει τη λέξη «μετριοκρατία», πιθανότατα ο νους του να μη πάει αλλού, παρά στο τομέα αυτό. Δεν υπήρχε κανείς λόγος διεύρυνσης του δημοσίου τομέα στο μετέπειτα μέγεθός του, από το 1981 και μετά ιδίως, βεβαίως όμως και έπρεπε να αυξηθεί σε κάποιο βαθμό και κυρίως να εκσυγχρονισθεί, όμως, όλα αυτά, σε τίποτα δεν αναιρούν όσα υποστήριξα στο παρόν άρθρο.

Και ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι συχνά ο εργασιακός χώρος στο Δημόσιο μεταβαλλόταν σε πεδίο διωγμών υπαλλήλων με καθαρά κομματικά κριτήρια, υπαλλήλων ενίοτε που δεν είχαν τίποτα άλλο εις βάρος τους, πέρα από την γνωστή τους κομματική ταυτότητα, έστω κι αν δεν είχαν ιδιαίτερη κομματική ή πολιτική δράση. Το Δημόσιο όντως λειτουργούσε παραδοσιακά ως το φέουδο του κυβερνώντος κόμματος, και σήμερα, δεν είναι βέβαιο αν λειτουργεί πολύ διαφορετικά. Όμως, θα ήταν άδικο και ανιστόρητο αν αυτό χρεώνονταν στους δημόσιους υπαλλήλους, διότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κι αυτοί υπήρξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θύματα αυτών των κομματικών διώξεων και εκκαθαρίσεων, που δεν συνέβαιναν κατ’ ανάγκη με την αλλαγή του κυβερνώντος κόμματος στην εξουσία, αλλά και στα πλαίσια των ενδοκομματικών συγκρούσεων του ιδίου κόμματος που βρίσκονταν στην εξουσία. Ικανότατοι υπάλληλοι ένθεν κακείθεν διώχτηκαν και περιθωριοποιήθηκαν στα πλαίσια αυτών των διώξεων. Η πλειοψηφία των απλών εργαζομένων, ούτε επιθυμούσαν αυτό το καθεστώς της κομματοκρατίας ούτε και το υποστήριζαν, διότι έβλεπαν ότι ήταν κάτι εναντίον και των δικών τους συμφερόντων. Τα ίδια τα κόμματα αλλά και οι ίδιες οι κομματικά διορισμένες ή προωθημένες κομματικές ηγεσίες στις υπηρεσίες και τους οργανισμούς, υπέθαλπαν αυτές τις δραστηριότητες, αν δεν λάμβαναν και οι ίδιες μέρος, και είναι αυτό η πλέον αποκρουστική εικόνα. Η ανικανότητα και η διαφθορά, δεν «αυγάτισαν» έτσι, ως έτυχε. Μάλιστα, το φαινόμενο της δημιουργίας «υπερκομματικών» ομάδων («παρέες») που αλληλοϋποστηρίζονταν, ομάδων  που απαρτίζονταν από πρόσωπα και των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, θάλεγα ότι δεν θα εξέπληττε αν κάποιος με διαβεβαίωνε για την ύπαρξή τους σε κάθε δημόσια υπηρεσία ή οργανισμό. Πόσες και πόσες καταγγελίες όλες αυτές τις δεκαετίες δεν ακούγαμε και διαβάζαμε πάνω σ’ αυτά τα θέματα;

Τίποτα όμως από τις παραπάνω παραδοχές που υιοθετώ, δεν μεταβάλουν όσα καταμαρτυρώ σε βάρος των μνημονιακών πολιτικών εναντίον του Δημόσιου Τομέα, διότι οι μνημονιακές πολιτικές, επαναλαμβάνω, δεν επιλύουν τα χρονίζοντα και θεσμικά προβλήματα του δημόσιου Τομέα, αντιθέτως έχουν ως στόχο την κοινωνική του αποστολή, πράγμα εντελώς απορριπτέο στη δική μου ερμηνεία των πραγμάτων.

Ο «μεγάλος» δημόσιος τομέας δεν αποτέλεσε απλά, παρά το ΠΡΩΤΟ μονάχα όσο και πιο εύκολα προπαγανδίσιμο πεδίο άσκησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, διότι πολύ σύντομα, δεν θα έμεινε ούτε ένας τομέας της ελληνικής οικονομίας, δημόσιας και ιδιωτικής, που αν μην εισπράξει το μέρος του τιμήματος που θα του απέδιδαν στην μνημονιακή στρατηγική της συνολικής ενοχοποίησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας για την κρίση που μαστίζει τη χώρα, και βεβαίως, μια κρίση που επιμελώς αποφεύγεται να συζητείται πολύ, ότι ήταν ΚΥΡΙΩΣ το ζήτημα της στήριξης των τραπεζών μας, θύματα περισσότερο των ίδιων των πιστωτικών και άλλων επιλογών τους, παρά του ίδιου του δημόσιου χρέους, το οποίο ήταν στα 2009, πριν την άφιξη της Τρόικα, απολύτως διαχειρίσιμο, και  πάντως πολύ πιο διαχειρίσιμο από το σημερινό του επίπεδο, που κρίνεται από επιφανή στελέχη της κυβέρνησης βιώσιμο, όντας καμιά πενηνταριά μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ πάνω από εκεί που βρίσκονταν το 2009 που τώρα τίθεται και ως στόχος, δηλαδή το χρέος να πάει εκεί που ήταν όταν εκείνο το χρέος (μαζί με τα ελλείμματα, άλλη πονεμένη ιστορία αυτή!) μας έφερε την Τρόικα!

Τώρα, για να επανέλθουμε στον μνημονιακό εκσυγχρονισμό του δημοσίου από τη Τρόικα, αυτόν τον βλέπουμε στο πού έχουν καταντήσει τα δημόσια σχολεία μας, τα δημόσια νοσοκομεία μας, γενικά ό,τι θεωρείται δημόσια υπηρεσία. «Εξορθολογισμός»  σημαίνει απλά, άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση αυτών των δημόσιων υπηρεσιών. Άμεση όταν πωλούνται στους ιδιώτες οι υπηρεσίες αυτές, έμμεση, όταν διατηρούνται μεν, αλλά είναι τόσο αναποτελεσματικές (πολύ περισσότερο από πριν τον «εξορθολογισμό» τους) και κυρίως παρέχουν τόσο ποιοτικά άσχημες αν όχι επικίνδυνες υπηρεσίες (π.χ. όταν φοβάσαι να επισκεφθείς πια ένα δημόσιο νοσοκομείο, όχι διότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στους γιατρούς του, μα επειδή, κι αυτοί δεν μπορούν πια να σε εξυπηρετήσουν), ώστε να στρέφεις τον κόσμο προς αντίστοιχες υπηρεσίες προσφερόμενες από τον ιδιωτικό τομέα.

Ζούμε σήμερα, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, μια ΑΝΕΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ κρατική παρέμβαση, στις ΠΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ (ΜΕ ΑΓΟΡΑΙΑ ΚΡΙΤΗΤΡΙΑ) ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

Σπάνια στο παρελθόν, ακόμα και στις ενδοξότερες περιόδους «κρατικισμού» στις Δυτικές δημοκρατίες, μπορεί κανείς να βρει προηγούμενα τέτοιας μορφής και έκτασης παρέμβασης του Κράτους, κατά την οποία μια άκρως νεοφιλελεύθερη πολιτική που φτάνει ίσαμε την αμφισβήτηση και των στοιχειωδέστερων κρατικών κοινωνικών πολιτικών και δαπανών, και που ανάγει τα πάντα στην ρύθμιση από τις (αόρατες) δυνάμεις της αγοράς, χρησιμοποιεί το κράτος ακριβώς για να ποδηγετήσει τα πάντα, ακόμα και την ίδια την ιδιωτική οικονομία και την βεβαίως και τη κοινωνία, με εξαίρεση τα ιδιωτικά ολιγοπώλια και τα ιδιωτικά μονοπώλια -όπου υπάρχουν!

Εκείνες δηλαδή τις αγοραίες «δυνάμεις», που το Κράτος στην εποχή του μνημονίου, ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥΣ, ΩΣ ΤΙΣ ΕΣΧΑΤΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΤΟΥΣ! Όλοι οι κλάδοι του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι, θα ρυθμιστούν ως προς τους βαθμούς ελευθερίας που θα απολαμβάνουν και τους κανόνες του παιχνιδιού, όχι από τις δυνάμεις της αγοράς, αυτές θα έρθουν αργότερα : τώρα προτεραιότητα έχει το νεοφιλελεύθερο Κράτος που θα καθορίσει τα πλαίσια του παιχνιδιού, που κατά σύμπτωση είναι τέτοια, ώστε σχεδόν να μην υπάρχει τομέας στον μικρομεσαίο ιστό της οικονομίας που να μη διαμαρτύρεται ότι οι παρεμβάσεις αυτές δεν τους οδηγούν στον ελεύθερο ανταγωνισμό μα απευθείας στην εξαφάνισή τους και το πέρασμα όλων των τομέων οικονομικής δραστηριότητας σε όλο και λιγότερες όσο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, δηλαδή σε ολιγοπωλιακές δομές. Βεβαίως, η προπαγάνδα τίποτα από αυτά δεν διαπιστώνει, αυτές είναι λάθος ερμηνείες όταν δεν είναι φαντασιώσεις, από μια κοινωνία που φαίνεται να έχει πέσει σε εθνικό παραλογισμό, όταν η συντριπτική της πλειοψηφία δεν αποδέχεται τέτοιες οικονομικές πολιτικές, ακόμα και από εκείνους που παραταύτα δικαιολογούν την αναγκαιότητα της παρουσίας της Τρόικα!

Προπαγανδίζεται ότι ένα «μικρότερο» κράτος –και στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη τούτο σημαίνει ένα ακρωτηριασμένο κοινωνικό κράτος- θα είναι πιο αποδοτικό και πιο αποτελεσματικό : τίποτα όμως το πιο ανιστόρητο. Υπήρξαν κράτη που ανέπτυξαν έντονο κοινωνικό και οικονομικό παρεμβατισμό και κράτη με μικρότερους βαθμούς τέτοιου παρεμβατισμού, αλλά, σε όλες τις περιπτώσεις μπορούμε να βρούμε δείγματα επιτυχιών και αποτυχιών κι εδώ κι εκεί, διότι περισσότερο απ’ το «μεγάλο» ή το «μικρό» Κράτος, έπαιξαν ρόλο άλλοι παράγοντες, όπως π.χ., ο βαθμός αποτελεσματικής οργάνωσης, η σοβαρότητα αυτής της οργάνωσης, το αν η οργάνωση υπηρετούσε πραγματικούς σκοπούς ή απλώς «φούσκωνε» λόγω μικροπολιτικών και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, και εν τέλει όλα αυτά κατέληγαν σε ανάλογες αρετές ή έλλειψη αρετών της πολίτικης εξουσίας.

Φυσικά, εδώ, εξαιρώ τις ακραίες περιπτώσεις, δηλαδή, του πλήρους κρατισμού και της πλήρους έλλειψης κρατικής παρέμβασης, όπου υπάρχουν μόνο αρνητικές συνέπειες. Αλλά, όπως ο αναρχικός αριστερισμός ωθεί σε έναν πλήρη κρατικισμό, το ίδιο και ο εγγενώς άναρχος καπιταλιστικός νεοφιλελευθερισμός, οδηγεί στο αντίθετο άκρο της άναρχης αγοράς με την ιδιαιτερότητα όμως την παρουσία ενός Κράτους όχι κοινωνικού μα αυταρχικού και αναδιανεμητικού στη λογική της ενίσχυσης των μεγάλων συμφερόντων, και υπό την έννοια αυτή ο νεοφιλελευθερισμός και ο αριστερός αναρχισμός συναντώνται από διαφορετικές πλευρές, στην εκδοχή του κρατικού αυταρχισμού, ενώ και τα δύο αυτά άκρα, από τα αριστερά και τα δεξιά, οδηγούν σε ένα κοινό αποτέλεσμα : στην πολιτική και κοινωνική εκμηδένιση του ατόμου. Το ένα από τα δύο αυτά άκρα, είναι που σήμερα βιώνουμε δηλαδή αυτό του μοντέλου που επιχειρεί τη κατάργηση του κοινωνικού κράτους και τη προώθηση του ατομισμού στην έσχατή της εκδοχή. Και στις δυό περιπτώσεις επικρατεί ένας «φυσικός ντετερμινισμός» αυτός της γυμνής δύναμης, των πολιτικών (αναρχικών) δυνάμεων στη μια περίπτωση, των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρηματικών και οικονομικών συμφερόντων στην άλλη. Αν το αναρχικό μη-Κράτος είναι βέβαιο ότι αν επικρατούσε θα οδηγούσε στην ουσία σε μια ακραίας σκληρότητας δικτατορία, υποτίθεται του -πάλαι ποτέ- προλεταριάτου, ακόμα χειρότερη ίσως από τον κομμουνισμό ο οποίος δεν αμφισβητεί (στη πράξη) την αναγκαιότητα του Κράτους, το ίδιο και ο νεοφιλελευθερισμός, θέλει ένα ισχυρό κατασταλτικό κράτος, διότι αυτό που επιβάλλει είναι η δικτατορία όχι των αγορών γενικώς, μα των μεγάλων συμφερόντων, κι αυτή την δικτατορία δεν μπορεί να την επιβάλει και κυρίως να τη διατηρήσει με ένα αδύναμο οικονομικά Κράτος. Πώς μπορείς με ένα μικρό Κράτος να συγκρατήσεις και κυρίως αντιμετωπίσεις την οργή της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός λαού υπό νεοφιλελεύθερη κατοχή, όταν αυτή η πλειοψηφία αποτελείται από ανέργους, από πένητες, από φτωχούς, από πολίτες στα όρια της φτώχειας, από ανθρώπους στα όρια της αυτοκτονίας, από ανθρώπους χωρίς ελπίδα για το αύριο, δηλαδή με φαινόμενα όχι τυχαία, ούτε προσωρινά; Πόσο πολύ μπορείς να ελπίζεις ότι κάποια στιγμή, η κατάσταση δεν θα γίνει ανεξέλεγκτη όταν και οι πλέον απαθείς ακόμα πολίτες, θα πουν το «έως εδώ;». Είναι στην ίδια τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία ο «φυσικός ντετερμινισμός» ο οποίος, όντας υπέρμαχος της επιβολής της θέλησης της δύναμης του ισχυρού, το μόνο που εξασφαλίζει είναι η μονιμότητα μιας τέτοιας εικόνας κοινωνίας, κι αυτό δεν είναι εικασία : κοιτάξτε όπου επιβλήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός του ΔΝΤ, ακόμα κι όταν έφυγε από την -όποια- χώρα είχε κληθεί να «σώσει», το βαθειά τραύματα άφησε, και πόσο δύσκολα επουλώθηκαν.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι στο νεοφιλελεύθερο Κράτος, όπου εγκαθιδρύθηκε ένα τέτοιο Κράτος, ο αυταρχισμός ήταν και είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του. Μάλιστα δε στις περιπτώσεις που κλήθηκε από χώρες με οικονομικά προβλήματα υπό τον τύπο της «σωτηρίας» μέσω διεθνών οργανισμών, όπως π.χ. το ΔΝΤ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν έδειξε μονάχα ένα πρόσωπο σκληρό με κοινωνικά κριτήρια, μα έδειξε και το άλλο του πρόσωπο, την απέχθειά του προς τη δημοκρατία, εξ ου και η πραγματικότητα είτε να συνεργάζεται αγαστά με δικτατορικά καθεστώτα, πολύ πιο αγαστά με δημοκρατικές κυβερνήσεις, είτε όταν έχει απέναντί του κυβερνήσεις που υπόκεινται σε δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο, κι εκεί, ασκεί αφόρητες πιέσεις η δημοκρατία να περιοριστεί όσο το δυνατό περισσότερο, προφανώς ως κάτι το ασύμβατο με τις περί «σωτηρίας» αντιλήψεις του. Τα κοινοβούλια π.χ., να ψηφίζουν νόμους που αγνοούν το περιεχόμενό τους, να ψηφίζουν με διαδικασίες που διακωμωδούν κάθε έννοια δημοκρατικότητας, οι κυβερνήσεις να εξωθούντα σε «δυναμικές» αντιμετωπίσεις των ίδιων των λαών τους, να μη διστάζουν να κυβερνούν παρακάμπτοντας τα κοινοβούλιο, η δημοκρατική λογοδοσία να συνιστά μια άνευ ουσίας εμμονή αλλά και τροχοπέδη μπρος στα καλούδια που προσφέρει η γενναία Νέα Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, και πάει λέγοντας.

Θα κλείσω τη σύντομη αναφορά μου στη ζήτημα του «μεγάλου» και «μικρού» Κράτους, με μια παλαιότερη αναφορά μου στο θέμα, όπου στη θέση του «μεγάλου» ή του «μικρού» Κράτους, πρότεινα την λογική του «αναγκαίου» Κράτους : τόσο μεγάλου ή τόσο μικρού, όσο απαιτείται για να υποστηρίζει και εξασφαλίζει μια ποσοτικά και ποιοτικά αποδεκτή παροχή υπηρεσιών σε όλο το φάσμα του κλασικού κοινωνικού Κράτους. Το ζήτημα του «μεγάλου» ή «μικρού» Κράτους, ιστορικά δεν τίθεται, όχι φυσικά μόνο εδώ, παρά κυρίως στη λογική του ποιός ελέγχει την εξουσία και υπέρ ποίων ασκείται η εξουσία, όχι βεβαίως κατά την ρητορική των Συνταγμάτων, αλλά στην πραγματικότητα.

Η βιομηχανία ενοχοποίησης ενός λαού για να σωθεί ένα διαφθαρμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα : από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» στον «καταναλωτισμό» των Ελλήνων

Και για τα θέματα αυτά, έχω συχνά αναφερθεί στην αρθρογραφία μου, όλη αυτή τη μνημονιακή περίοδο. Στα πλαίσια της συνολικής αποτίμησης που επιχειρούμε σ’ αυτό το άρθρο, τουλάχιστον στα θέματα εκείνα που κατά την αντίληψή μου, πρέπει οπωσδήποτε να μην περιπέσουν σε λήθη, θα κάνουμε κάποιες σύντομες τοποθετήσεις και στο θέμα της προσπάθειας ενοχοποίησης του ελληνικού λαού για τη κρίση που βιώνει.

Εδώ, αυτό που ενεργοποιήθηκε ως στρατηγική, είναι η πανταχού παρούσα στρατηγική όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όλων των μορφών, συγκαλυμμένων ή μη, και όλων των εποχών, της συλλογικής ευθύνης. Θα χρειαζόταν μεγάλο απόθεμα ηθικού θάρρους από ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας, που οι πλέον εξέχοντες εκπρόσωποί του, διαχρονικά, σε στιγμές ή κρίσεις αυτοκριτικής, δεν δίστασαν να το χαρακτηρίσουν με τους πιο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ώστε να αναλάβει το κύριο -και εκ των πραγμάτων- συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης που το αναλογεί, και αφού αποδεχτεί αυτή την ευθύνη να αποχωρήσει τουλάχιστον με όση αξιοπρέπεια του απόμεινε, αλλά, είναι φανερό, ότι ζητώ πάρα πολλά, too much, όπως λένε οι νεολαίοι μας στην σύγχρονη αργκό. Κι όχι μονάχα δεν έκανε αυτό, να έδειξε ότι έχει ακόμα πολλά αποθέματα παρακμιακών δυνατοτήτων, με το να αποδέχεται δήθεν τις όποιες του «αμαρτίες» του παρελθόντος, αλλά, πέραν του να αρνείται πεισματικά να αποχωρήσει, κάνει κάτι το ακόμα πιο άθλιο : έντεχνα αλλά καθόλου απροσχημάτιστα, άμεσα το ίδιο μέσω δηλαδή του πολιτικού του προσωπικού, έμμεσα σε μέσω της προπαγάνδας διάφορων μέσων μαζικής ενημέρωσης που το στηρίζουν, όχι μονάχα να καταστήσει συνένοχο τν δικών του έργων και ημερών τον λαό στα πλαίσια του ολοκληρωτικού επιχειρήματος της συλλογικής ευθύνης, μα ακόμα και να του επιρρίψει την κύρια ευθύνη. Ακόμα δεν δίστασαν να προβληθούν και επιχειρήματα του τύπου «δεν είναι αυτός ο λαός που ψήφιζε αυτό το πολιτικό σύστημα τόσα χρόνια;», ένα επιχείρημα που το ανάλογό του μπορεί να είναι το «φταίμε εμείς αν ΜΑΣ ψηφίζατε τόσα χρόνια, όντας τέτοιας ποιότητας πολιτικό σύστημα όπως (ΔΙΚΑΙΩΣ) μας κατηγορούν και μας κατηγορείτε;». Είναι κάτι σαν να φτύνεις τον εαυτό σου, αν νομίζεις ότι έτσι μπορείς να διασώσεις κάποια πράγματα. Η κατάπτωση σε όλο το μεγαλείο της!

Θα κλείσω την αναφορά μου στο «επιχείρημα» αυτό, με μερικές ακόμα επισημάνσεις, παρά το γεγονός ότι το μέγεθος της αθλιότητας αυτού του επιχειρήματος θα δικαιολογούσε ίσως να το αντικρούσεις απλά σιωπώντας. Αν μπορούσα πάντως να απευθυνθώ σε όλο τον ελληνικό λαό, θα τούλεγα τούτο : αγνοείστε τους υβριστές σας. Αν υπάρχει έστω και μια αντικειμενική βάση για να σας λοιδορούν, θαρρείτε! Διότι δεν είστε παρά μαθητές σε επίπεδο νηπιαγωγείο μπρος στους πρυτάνεις της «επιστημονικής» ατιμίας, είτε μιλάμε για την ντόπια είτε για τη διεθνή αθλιότητα.

Δεν θα μείνω στις, εκτός από άθλιες επίσης αστείες μομφές περί «τεμπέληδων» και «μπαταχτσήδων» Ελλήνων που συνήθως συνοδεύουν το επιχείρημα του «υπερκαταναλωτισμού» που τόσο μας στοίχησε και μας έριξε, ως οικονομία, τούτος ο «εθισμός» στα βράχια. Δεν πρόκειται να επιχειρήσουμε κάποια ad hoc διατριβή εδώ για τα θέματα αυτά. Πολύ πρόχειρα να παραπέμψω, όχι σε κάποιο αντιγερμανικό μέσο μαζικής ενημέρωσης, αλλά στον Ski, ο οποίος στην ηλεκτρονική του έκδοση (www.skai.gr) στις 9/9/2014 παρουσίασε απόσπασμα δημοσιεύματος της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allemeine Zeitung η οποία αναφέρει ότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερο από τους Γερμανούς, αλλά, και από τους Γάλλους και του Δανούς, ενώ η ίδια εφημερίδα στο ίδιο δημοσίευμα, αναφέρει ότι «Ο σκληρά εργαζόμενος Γερμανός αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις μύθους της μεταπολεμικής Γερμανίας». Αναφέρομαι ειδικά στο δημοσίευμα αυτό, όχι διότι δεν υπάρχουν άλλα, άλλων χωρών, και άλλες σχετικές μελέτες, εδώ στην πατρίδα μας, μα διότι έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό να αναγνωρίζεται εκεί, στη Γερμανία. Τώρα, σε ό,τι αφορά τους μεγάλους μπαταχτσήδες του κόσμου τούτου, αυτό, ας το αφήσουμε όταν κάποια στιγμή σε άλλο ίσως άρθρο μας μιλήσουμε ακόμα πιο συγκεκριμένα για την πραγματικά «μεγάλη εικόνα» των «Μεγάλων Μπαταχτσήδων», που από πάνω, κάνουν και σεμινάρια καλής συμπεριφοράς και ηθικής στα ίδια τα θύματα της λεηλασίας τους.

Όμως το «επιχείρημα» του «υπερκαταναλωτικού» Έλληνα, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το προσεγγίσει κανείς, τουλάχιστο γιατί χτυπά -γενικότερα- τα «ιερά και τα όσια» του δυτικού καπιταλισμού, όπου η «κατανάλωση», για δεκαετίες, δεν ήταν απλά ένα οικονομικό «φαινόμενο», μα ήταν επίσης και ένα ισχυρό ιδεολογικό όπλο που προβάλλονταν από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Δύση, για να επισημάνουν, αναδείξουν και αποδείξουν την υπεροχή του Δυτικού Συστήματος στο τομέα του βιοτικού επιπέδου των λαών του, κάνοντας συγκρίσεις με ό,τι συνέβαινε στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος. Βέβαια, από την εποχή που το «αντίπαλο δέος» κατέρρευσε, τέτοιου είδους αγγαρείες του συστήματος υπέρ των πολιτών του, σταδιακά έπαψε να κάνει. Με την παράλληλα σταδιακή επικράτηση των νεοφιλελεύθερων και υπερνεοφιλελεύθερων απόψεων και κυρίως πολιτικών, οποιαδήποτε πολιτική που εκτός των άλλων στόχευε και στην ιδεολογική στήριξη του συστήματος, ανεξάρτητα κόστους, άρχισε να καταργείται ή έστω να περιορίζεται, αφού δεν υπήρχε λόγος να προβληθεί εναντίον κάποιου «αντίπαλου δέους». Τα «ιερά και όσια» του φιλελευθερισμού, χτυπήθηκαν ανελέητα από τον νεοφιλελευθερισμό, όπως π.χ. η μικρομεσαία ιδιοκτησία, το ανεκτό βιοτικό επίπεδο αυτής της τάξης κ.λπ. Χτυπήθηκαν τόσο, ώστε όταν η σοσιαλδημοκρατία σταδιακά έφτασε στο σημείο να ανταγωνίζεται για μικροκομματικούς λόγους τον νεοφιλελευθερισμό με το γίνεται κι αυτή το ίδιο αν όχι ακόμα πιο νεοφιλελεύθερη, όταν εν τω μεταξύ στο επίπεδο της άσκησης εξουσίας όπου και όταν την κατείχε, δεν είχε ουσιαστικά ταυτιστεί μ’ αυτόν, φτάσαμε στο σημείο, τα σπίτια που παίρνουν οι (καπιταλιστικές) τράπεζες και το νεοφιλελεύθερο Κράτος από τη μικρομεσαία τάξη, να έρχονται πλέον όχι σοσιαλδημοκρατικά, μα Αριστερά κόμματα να υπερασπιστούν την μικρομεσαία τουλάχιστον ιδιοκτησία!

Εκτός όμως των ανωτέρω, και αυτή καθαυτή η μομφή του «υπερκαταναλωτισμού» που χρεώθηκε στη μικρομεσαία τάξη, είναι μια αθλιότητα του μνημονιακού επιχειρήματος το οποίο βαφτίζει σιωπηρώς πλην σαφώς ως «ελληνική ιδιαιτερότητα» το φαινόμενο τούτο, όταν είναι γνωστό, ότι πρόκειται για ένα τόσο γενικευμένο φαινόμενο σε όλον τον οικονομικά αναπτυγμένο κόσμο, τουλάχιστον στη Δύση, όσο γενικευμένη είναι και η ίδια η κρίση. Πρόκειται, όπως έχω σημειώσει και στο παρελθόν, ένα φαινόμενο, όχι του «υπερκαταναλωτισμού», μα του «υπερδανεισμού» και της θεσμικής εξώθησης προς αυτόν και σε πολλές περιπτώσεις προς την κερδοσκοπία, για ν’ αφήσω παράμερα και τους οικονομολόγους εκείνους που υπερθεμάτιζαν μια τέτοια «εκσυγχρονιστική» εξέλιξη των πραγμάτων, που έδειχναν στους παραδοσιακούς Έλληνες μικροεπενδυτές, ότι υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντες τομείς να εξασφαλίσουν τα λεφτά τους, πέρα από τη γη και το σπίτι που μέχρι τότε ήξεραν και προτιμούσαν -χωρίς πάντως μέχρι τότε να έχουν χάσει λεφτά από τις τέτοιες επενδυτικές τους επιλογές : αυτό το γεύτηκαν με το πρώτο «εκσυγχρονιστικό σοκ» που εισέπραξαν στο χρηματιστήριο, διότι μετά ακολούθησαν και άλλα, όπως η επιστροφή στις παλιές καλές επενδύσεις των ακινήτων, όμως με τον πιο λάθος τρόπο, με τον υπερδανεισμό και χωρίς καμιά σχεδόν δική τους συμμετοχή, όπως συνέβαινε παλιότερα όταν ο δανεισμός για αγορά ακινήτων ήταν σχεδόν πάντα εκλογικευμένος (σε σχέση με το εισόδημα και τη σταθερότητα της εργασίας) και η ιδία συμμετοχή (τουλάχιστο στο ένα τρίτο της αξίας) υποχρεωτική. Ξεχάσαμε άραγε ακόμα και πρωθυπουργικές παροτρύνσεις την εποχή της «άνθισης» του χρηματιστηρίου ο κόσμος, δηλαδή οι μικροκαταθέτες και αυτοί με κάπως πιο μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, να εμπιστεύεται τις οικονομίες τους στην -τότε- Σοφοκλέους, και ακόμα την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος να «σιγοντάρει» αυτόν τον νέο τρόπο «αποταμίευσης» με τη δυνατότητα που έδωσε στις εμπορικές τράπεζες να χορηγούν μετοχοδάνεια, αλλά και το πλήθος των διαφόρων μορφών δανείων που αφειδώς πρόσφεραν οι Τράπεζες; Επαναλαμβάνω δεν είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο, μα διεθνές. Δεν είναι συνεπώς οι «αφελείς» Έλληνες που είδαν το τυρί και δεν είδαν τη φάκα (το ωραίο μάθημα πράγματι, όταν η φάκα ήταν το ίδιο το Κράτος και οι θεσμοί του!!!), μα όλοι οι λαοί που στοχοποιήθηκαν από την έχουσα διεθνείς διαστάσεις νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Μάλιστα, εξίσου αφελές είναι και το ερώτημα αν μια τέτοια αλόγιστη πιστωτική επέκταση συνέφερε τις Τράπεζες. Είναι αφελές, διότι στην εποχή μας έχουν αναπτυχθεί τέτοιας μορφής και έκτασης διεθνοποιημένα χρηματοπιστωτικά εργαλεία, που οι ίδιες αυτές ζημιές, μπορούν άνετα, κάνοντας το γύρω της υφηλίου μέσω ηλεκτρονικά διενεργούμενων μεταβιβάσεων λογαριασμών κεφαλαίων και τιτλοποιημένων στοιχείων των τραπεζικών ισολογισμών, υποτιμούμενες και ανατιμούμενες σε κάθε στάδιο της διαδρομής τους, να φτάσουν πάλι στη «πηγή» τους, χωρίς να ξέρει κανείς ποιος ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ είναι αυτός στις τσέπες του οποίου θα καταλήξουν τα χρήματα : το μόνο γνωστό είναι ο οφειλέτης. Είναι η κυρία Μαρία και ο κύριος Μάνος, που το σπίτι τους θα δει να διεκδικείται όχι από τη Τράπεζα στην οποία οφείλουν το στεγαστικό τους δάνειο, μα από κάποια άγνωστη επωνυμία εταιρείας (και ίσως για πρώτη φορά ακούσουν και τη λέξη «fund»), και φυσικά, ίσως και οι πιο ενημερωμένοι πάνω σ’ αυτά τα θέματα να εκπλαγούν αν κάποια στιγμή για κάποιο λόγο και με κάποιο τρόπο, διερευνηθεί σε βάθος και αποκαλυφθούν τα πλήρη στοιχεία των προσώπων που βρίσκονται πίσω απ’ αυτές. «Φούσκες» λοιπόν υπήρξαν πολλών ειδών και σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Και αν οι Έλληνες ήταν αφελείς, τότε τι να πει κανείς για εκείνους τους λαούς που επιδίδονταν στα παιχνίδια των «ελεύθερων αγορών» όχι απλά πολλά χρόνια πιο πριν, μα μερικοί απ’ αυτούς τους λαούς, μερικούς αιώνες πιο πριν. Για να το πω διαφορετικά, γενικότερα το παιχνίδι με τις «φούσκες» σε διάφορες αξίες (μετοχές, ακίνητα κ.λπ), ήταν τόσο καλά στημένο, τόσο προσεκτικά και αποτελεσματικά σχεδιασμένες οι στρατηγικές της προπαγάνδας που στήριζαν το παιχνίδι αυτό και εξωθούσαν σε όλη την υφήλιο εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες της μικρομεσαίας τάξης να «μπουν» στο παιχνίδι, και ήταν τόσο δραματικά λίγοι όσοι εισέπραξαν τελικά τις ζημίες των πολλών, ώστε μονάχα όσοι πιστεύουν στις αόρατες δυνάμεις της φύσης και στην εξοργιστική σύμπτωση των πραγμάτων, να θεωρούν πως ό,τι συνέβη, συνέβη τυχαίως και ασχεδίαστα τόσο εντός των εθνικών Κρατών όσο και διεθνώς. Ομιλώ όχι βάσει αποδείξεων, μα ως προσπάθεια εξαγωγής
ενός «λογικού» όσο γίνεται συμπεράσματος. Δεν αμφιβάλλω δε διόλου πόσο εύκολη λεία είναι τούτη μου η προσέγγιση για όλους εκείνους που διψούν για «αποδείξεις», λες και η κομπίνες και η διαπλοκή, των οποίων την ύπαρξη και δραστηριότητα εν τούτοις ούτε αυτοί τολμούν να αμφισβητήσουν (περιέργως χωρίς αποδείξεις!), πως όταν κάνουν τις όποιες τους «δουλειές», εκδίδουν και τιμολόγια ή αποδείξεις (λίγο δε ακόμα θα ζητούμε ως στοιχείο «εγκυρότητας» των δοσοληψιών της διαπλοκής και το αν αποδόθηκε και ο ΦΠΑ!).

Πολιτικός κυνισμός : το ανώτατο στάδιο της πολιτικής παρακμής και η λοιδορία του «κακομαθημένου» Έλληνα

Ένα εξαιρετικά άθλιο χαρακτηριστικό που προσωπικά εντοπίζω στα αντιμνημονιακά επιχειρήματα των πολιτικών ιδίως ανδρών και γυναικών, είναι όχι η σθεναρή στάση στην αντιμνημονιακή τους άποψη, και αναφέρομαι σε όσους επέδειξαν μια τέτοια στάση, ούτε καν σε όσους έτυχε να αλλάξουν «στρατόπεδο», αλλά ο κυνισμός των πολιτικών επιχειρημάτων, ο οποίος ενίοτε εκδηλώνεται και μέσω δημοσίων εκφράσεων συμπόνιας και λύπης για τα θύματα της ίδιας της πολιτικής που δημιούργησαν αυτά τα θύματα.

Ένα παράδειγμα πολιτικού λόγου, που θεωρείται με βάση τη δική μου ερμηνεία των πραγμάτων ως δείγμα κυνισμού, είναι το «κλασικό» πια μνημονιακό επιχείρημα «όλοι μαζί τα φάγαμε», ώστε να δικαιολογηθεί το «όλοι μαζί θα σφαχτούμε», που ακόμα κι έτσι να ήταν θα είχε κάτι τις το «λογικό» -όσο δύσκολα κι αν μπορείς να το εντοπίσεις κι όσο σκληρό κι αν ακούγεται, αν η ίδια η μνημονιακή πολιτική δεν με έπειθε ότι αυτό που ισχύει είναι όχι το «όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι μαζί θα σφαχτούμε», μα το «όλοι μαζί τα φάγατε, μόνο εμείς θα σφαχτούμε».

Επαναλαμβάνω : προσωπικά, περισσότερο από κάθε τι άλλο, με ενδιαφέρει το ζήτημα του κυνισμού όλων εκείνων που πασχίζουν να προβάλουν μια εικόνα κατανόησης των αδικιών που η μνημονιακή πολιτική παράγει, όχι ως εξαιρέσεις εδώ κι εκεί μα ως κανόνα, αλλά, όταν έρθει η στιγμή να μιλήσεις για άλλη εναλλακτική πρόταση, εκεί γίνονται ταύροι εν υαλοπωλείω λοιδορούντες κάθε άλλη πρόταση, δηλώνοντες «ανοικτοί» σε άλλες προτάσεις, αλλά, τι να κάνουν, καμία από όσες ακούστηκαν και ακούγονται όλα τα μνημονιακά χρόνια δεν τους κάνει, και τούτο έχει ιδιαίτερη νοστιμιά να το ακούς από όσους ήταν στα κάγκελα της αντιμνημονιακής πάλης πριν διαπιστώσουν ανερχόμενοι στη εξουσία πόσο λάθος είχαν, κάτι βεβαίως άσχετο -εννοώ με το γεγονός ότι έγιναν εν τω μεταξύ κυβέρνηση.

Για το θέμα του κυνισμού των μνημονιακών επιχειρημάτων, έχω αναφερθεί σε παλαιότερα άρθρα μου. Τι μπορεί να μας λέει ο κυνισμός; Τι «επιχειρήματα» μπορεί να προβάλλει -και πολύ περισσότερο, αρκετά απ’ αυτά τα νομοθετεί- ο κυνισμός; Ίσως κάποια σαν κι αυτό;[1] :

Αφού δεν «μπορούμε», να πιάσουμε τα δις ευρώ του λαθρεμπορίου καυσίμων, λυπούμαστε, αλλά, επειδή αυτά τα λεφτά λείπουν από το ταμείο του Κράτους, θα καλύψεις τη «τρύπα» εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

Ή μήπως σαν αυτό;

Αφού δεν «μπορούμε», να εξυγιάνουμε το κύκλωμα των φαρμάκων και να κλείσουμε τις μαύρες τρύπες που προέρχονται από αυτό, λυπούμαστε, αλλά, επειδή αυτά τα λεφτά λείπουν από το ταμείο του Κράτους, θα καλύψεις τη «τρύπα» εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

‘Η μήπως ακούμε ένα «επιχείρημα» του κυνισμού σαν αυτό;

Αφού δεν «μπορούμε», να πατάξουμε ΙΔΙΩΣ τη ΜΕΓΑΛΗ φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή («ιδίως» : διότι όσα χρωστά αυτή, η Α΄ Κατηγορία του «σπορ», δεν χρωστούν όλοι μαζί οι υπόλοιποι που παίζουν στις παρακατιανές κατηγορίες) και να κλείσουμε τις μαύρες τρύπες που προέρχονται από αυτό, λυπούμαστε, αλλά, επειδή αυτά τα λεφτά λείπουν από το ταμείο του Κράτους, θα καλύψεις τη «τρύπα» εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

Δεν «μπορούμε», να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή γενικότερα; Θα το πληρώσεις εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

Δεν «μπορούμε», να εξορθολογήσουμε τη λειτουργία του Κράτους; Θα το πληρώσεις εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

Δεν μπορούμε να εξοικονομήσουμε  τα 10 δις που κατά πως λέγεται προέρχεται απ’ τη διαπλοκή, χτυπώντας την; Θα το πληρώσεις εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο.

Δεν μπορεί ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ (και άρα την σύμφωνα με τα επιχειρηματικά κριτήρια «εκλογίκευση» του εργατικού κόστους) Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ της οικονομίας να γίνει πιο ανταγωνιστικός; Κι αυτό θα το πληρώσεις εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο!

Είναι λάθος η Μνημομνιακή πολιτική, και δεν μπορεί να παράξει τίποτα άλλο ΕΞΟΝ από ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΧΡΕΗ, ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ, ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΎΦΕΣΗ; Αδιάφορο! Κι αυτό θα το πληρώσεις εσύ! Το ΓΝΩΣΤΟ σύνηθες υποζύγιο!

Έχετε δει την ταινία ο «Τελευταίος Αυτοκράτορας» (της Κίνας); Λοιπόν, εκεί, δείχνει το πιτσιρικά που τόφερε η τύχη να γίνει αυτοκράτορας της Κίνας (ο τελευταίος) ενώ ακόμα φόραγε πάμπες.  Όταν λοιπόν τούτο το μωρό στη αρχή, τούτος ο νεαρός στη συνέχεια, έκανε καμία αταξία, επειδή βεβαίως ήταν έγκλημα τιμωρούμενο με θάνατο ν’ απλώσει χέρι κάποιος στον παιδαρέλι αυτοκράτορα, τι κάνανε; Για κάθε αστοχία του, τιμωρούσανε κι έναν ευνούχο στη θέση του! Ο μνημονιακός κυνισμός, κάπως έτσι ρύθμισε τα πράγματα και σε μας. Η ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο Μνημόνιο, ο λογαριασμός να πηγαίνει κατ’ ευθείαν, άμεσα (μέσω περικοπών) ή έμμεσα (μέσω της φορολογίας) στους μισθωτούς και συνταξιούχους, φταίνε δε φταίνε, είναι ως φαίνεται copy paste, από ανάλογα «αυτοκρατορικά» παραδείγματα.

Η κυνισμός και η αθλιότητα, είναι τα μόνα πραγματικά «πλεονάσματα» που δημιούργησε τούτη η λαίλαπα, «πλεονάσματα» που θα μετατρέψουν σε ακόμα μεγαλύτερα χρηματικά ελλείμματα τους προϋπολογισμούς του Κράτους.

[1] Βλέπε το άρθρο μου : «Ποιος είναι ο ευνουχισμένος ιδιοκτήτης και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ δανειστής της τελευταίας καταφυγής αυτού του Κράτους;» (Αναρτήθηκε στο blog «http://olympia.gr» στις 24/9/2012)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ